Αδιαφορία για την πραγματική ανασυγκρότηση της οικονομίας και ερασιτεχνισμός
Ενάμιση χρόνο τον παλεύει τον Αναπτυξιακό Νόμο ο υπουργός αλλά δεν του βγαίνει…
Του Νίκου Ντάσιου από τη Ρήξη φ. 123
Η θεσμοθέτηση του αυτόματου μηχανισμού περικοπών σε δαπάνες του δημοσίου (μισθούς και συντάξεις), σε περίπτωση μη επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, συνδέει άμεσα τη μοίρα των δημοσίων δαπανών με τις επιδόσεις στην ιδιωτική οικονομία. Και για να το διευκρινίσουμε: για να μην κοπούν μισθοί και συντάξεις, θα πρέπει στις ετήσιες αξιολογήσεις να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα, άρα να παράγεται πλούτος στη χώρα. Ευσεβής πόθος θα πει κάποιος, σε μια οικονομία που επί έξι χρόνια βρίσκεται σε συνεχή ύφεση, υφίσταται τις παρενέργειες των κάπιταλ κοντρόλ, ενώ η ψήφιση του τελευταίου πακέτου των ασφαλιστικών και φορολογικών μέτρων οδηγεί σε οριστική διάλυση της μικρομεσαίας οικονομικής δομής – ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από την ελληνική ιδιοπροσωπία στο κοινωνικό-οικονομικό πεδίο.
Το γεγονός ότι ο Αναπτυξιακός Νόμος τέθηκε σε διαβούλευση μόλις στις 5 Μαΐου –έως τις 16– μετά δηλαδή από δύο χρόνια, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη της αδιαφορίας και του ερασιτεχνισμού της «αριστερής διακυβέρνησης» έναντι της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Το σχέδιο νόμου εξαντλείται στα κίνητρα ενισχύσεων των νέων επενδύσεων ή των επεκτάσεων υφιστάμενων, ήτοι επιχορηγήσεις, φορολογικές απαλλαγές, επιδοτήσεις της απασχόλησης ή της απόκτησης μηχανολογικού εξοπλισμού, με προϋπόθεση την εξασφάλιση του 25% της συνολικής επένδυσης από ιδία συμμετοχή ή τραπεζικό δάνειο.
Ειδικές κατηγορίες ενισχύσεων αφορούν σε εξωστρεφείς και καινοτόμες ΜΜΕ –αν και η καινοτομία εξαντλείται στη χρήση ερευνητικών πορισμάτων–, σε ΚΟΙΝΣΕΠ, Ομάδες Παραγωγών και Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις, σε ευφυείς επιχειρήσεις Τεχνολογιών και Πληροφορικής, σε όσες παρουσιάζουν αύξηση της απασχόλησης κατά 10% την τελευταία 3ετία καθώς και όσες επενδύουν σε ειδικές περιοχές (παραμεθόριες, νησιωτικές, ορεινές και φθίνουσες). Η μη υπαγωγή μιας επένδυσης σε ειδική κατηγορία οδηγεί σε απώλεια του 30% του ποσοστού ενίσχυσης που δικαιούται, ενώ αν πρόκειται για υφιστάμενη επιχείρηση, δεν θα μπορεί να ενισχυθεί με το καθεστώς της επιδότησης της απασχόλησης ή της μίσθωσης καινούριου μηχανολογικού εξοπλισμού!
Καθορίζονται τα ελάχιστα όρια των επενδυτικών σχεδίων σε 500 χιλ. € για μεγάλες επενδύσεις –στις οποίες περιλαμβάνονται εμπορικές εταιρείες και συνεταιρισμοί–, 250 χιλ. € για μεσαίες επιχειρήσεις και συνέργειες (clusters), 150 χιλ. € για μικρές επιχειρήσεις και 100 χιλ. € για ΚΟΙΝΣΕΠ, ενώ τίθεται πλαφόν στα 5 εκατ. € ενίσχυση και ανώτατο επίπεδο επένδυσης στα 20 εκατ. €.
Ενδεικτικά ζητήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν την ψήφιση του νόμου είναι:
Η μη πρόβλεψη προκαταβολών ενισχύσεων, που θα δημιουργήσει μεγάλες δυσλειτουργίες στο ξεκίνημα, δεδομένης της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά.
Η ασάφεια ως προς την επιλεξιμότητα ενισχύσεων υφιστάμενων τουριστικών μονάδων και ιδιαίτερα όσων δραστηριοποιούνται στον εναλλακτικό τουρισμό στις περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Ιονίων Νήσων, Κρήτης, Στερεάς Ελλάδας, Αττικής και Νοτίου Αιγαίου.
Η εξαίρεση επιχορηγήσεων για επενδύσεις σε μονάδες παραγωγής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) –πλην των μικρών υδροηλεκτρικών και της παραγωγής θερμότητας– καθώς και των πρατηρίων διανομής πεπιεσμένου φυσικού αερίου. Επιπρόσθετα εξαιρούνται τα επενδυτικά σχέδια Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων τα οποία ήταν επιλέξιμα σε προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους.
Η εξαίρεση από την επιλεξιμότητα δαπανών που αφορούν σε επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2015, αλλά και η μη πρόβλεψη για συμψηφισμό οφειλών με επιχορηγήσεις εγκριθέντων επενδυτικών σχεδίων.
Στα παράδοξα του σχεδίου συγκαταλέγονται η αδυναμία συνδυασμού ενισχύσεων που αφορούν στο μισθολογικό κόστος και στην απόκτηση υλικών και άυλων στοιχείων ενεργητικού για τη λειτουργία μιας επένδυσης. Στην περίπτωση δε της ενίσχυσης μέσω φοροαπαλλαγής, δεν επιτρέπεται η χρήση ποσοστού υψηλότερου του 20% του συνολικού ποσού φοροαπαλλαγής κατ’ έτος.
Στα όρια του σκανδάλου είναι τέλος η ανάθεση της αξιολόγησης σε έναν αξιολογητή ανά επενδυτικό σχέδιο, από δύο που ίσχυε έως τώρα, γεγονός που θα δημιουργήσει προφανή ζητήματα αξιοπιστίας και φαινόμενα διαπλοκής.
Το σχέδιο, όπως κι όλοι οι προηγούμενοι αναπτυξιακοί νόμοι, χαρακτηρίζεται από έλλειψη οράματος για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, αφού έως τώρα οι νόμοι αυτοί λειτούργησαν ως έμμεση χρηματοδότηση εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων και κατανάλωσης.
Τρία είναι κατά την άποψή μου τα βασικά συστατικά ενός αναπτυξιακού προτάγματος με στόχο την αποαποικιοποίηση της χώρας:
Α) Η ενδυνάμωση των ενδογενών χαρακτηριστικών του παραγωγικού εκσυγχρονισμού.
Β) Η αντιμετώπιση της χωροταξικής ανισορροπίας.
Γ) Ο μετασχηματισμός της Κρατικής διοίκησης.
Αναφορικά με τον πρώτο όρο, ένας αναπτυξιακός νόμος θα έπρεπε να θεσπίσει ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης την εγχώρια προστιθέμενη αξία μιας επένδυσης. Με αυτό τον τρόπο, προτεραιότητα στη στήριξη θα δινόταν σε επενδύσεις με προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη ή ίση του 35%, όποτε και το παραγόμενο προϊόν θα χαρακτηριζόταν ως «ελληνικό». Ο δείκτης υπολογίζεται ως ποσοστό επί της αξίας πώλησης του προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη το άθροισμα των εγχώριων πρώτων υλών και των ημικατεργασμένων προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του, το εργατικό και διοικητικό κόστος, αφαιρουμένων των εκροών μερισμάτων εκτός χώρας σε όλο τον κύκλο παραγωγής και διάθεσής του.
Ο δεύτερος όρος θα προϋπέθετε ένα εθνικό σχέδιο αποκέντρωσης, με μεταφορά του διοικητικού κέντρου από την Αθήνα και ειδικά κίνητρα για την ενίσχυση των υπό κατάρρευση οικιστικών πυρήνων, ιδιαίτερα στις ακριτικές, ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Οι περιφέρειες θα έπρεπε να αναλάβουν τον χωροταξικό και οικολογικό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου (ταυτότητα περιοχών), εισάγοντας μεθοδολογικά εργαλεία όπως αυτά της κυκλικής οικονομίας, του οικολογικού αποτυπώματος, του βαθμού κάλυψης των τοπικών αναγκών κοκ
Ο τρίτος όρος θα προϋπέθετε ένα κράτος επιτελικό, που θα χάρασσε μια εθνική παραγωγική στρατηγική, εκκινώντας από την επαναλειτουργία κλειστών βιομηχανικών μονάδων, την αξιοποίηση του αδρανούς μηχανολογικού εξοπλισμού και της υψηλής τεχνογνωσίας των παλιών μαστόρων – παραγωγών. Παράλληλα, αξιοποιώντας υποδομές, δίκτυα ανταλλαγής και πληροφοριών, θα φρόντιζε για την ενίσχυση της διασύνδεσης της παραγωγής με τις Εθνικές και Περιφερειακές Αλυσίδες Αξίας (Βαλκάνια- Ν. Ευρώπη-Αν. Μεσόγειος), ενώ θα εφήρμοζε μια βιώσιμη στρατηγική απασχόλησης, ιδιαίτερα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, βασισμένη στην παράδοση των συνεργατικών και συνεταιριστικών σχημάτων.
Ζητούμενο για όλα αυτά ένα νέο Πολιτικό και Κοινωνικό Υποκείμενο…..
Το γεγονός ότι ο Αναπτυξιακός Νόμος τέθηκε σε διαβούλευση μόλις στις 5 Μαΐου –έως τις 16– μετά δηλαδή από δύο χρόνια, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη της αδιαφορίας και του ερασιτεχνισμού της «αριστερής διακυβέρνησης» έναντι της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Το σχέδιο νόμου εξαντλείται στα κίνητρα ενισχύσεων των νέων επενδύσεων ή των επεκτάσεων υφιστάμενων, ήτοι επιχορηγήσεις, φορολογικές απαλλαγές, επιδοτήσεις της απασχόλησης ή της απόκτησης μηχανολογικού εξοπλισμού, με προϋπόθεση την εξασφάλιση του 25% της συνολικής επένδυσης από ιδία συμμετοχή ή τραπεζικό δάνειο.
Ειδικές κατηγορίες ενισχύσεων αφορούν σε εξωστρεφείς και καινοτόμες ΜΜΕ –αν και η καινοτομία εξαντλείται στη χρήση ερευνητικών πορισμάτων–, σε ΚΟΙΝΣΕΠ, Ομάδες Παραγωγών και Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις, σε ευφυείς επιχειρήσεις Τεχνολογιών και Πληροφορικής, σε όσες παρουσιάζουν αύξηση της απασχόλησης κατά 10% την τελευταία 3ετία καθώς και όσες επενδύουν σε ειδικές περιοχές (παραμεθόριες, νησιωτικές, ορεινές και φθίνουσες). Η μη υπαγωγή μιας επένδυσης σε ειδική κατηγορία οδηγεί σε απώλεια του 30% του ποσοστού ενίσχυσης που δικαιούται, ενώ αν πρόκειται για υφιστάμενη επιχείρηση, δεν θα μπορεί να ενισχυθεί με το καθεστώς της επιδότησης της απασχόλησης ή της μίσθωσης καινούριου μηχανολογικού εξοπλισμού!
Καθορίζονται τα ελάχιστα όρια των επενδυτικών σχεδίων σε 500 χιλ. € για μεγάλες επενδύσεις –στις οποίες περιλαμβάνονται εμπορικές εταιρείες και συνεταιρισμοί–, 250 χιλ. € για μεσαίες επιχειρήσεις και συνέργειες (clusters), 150 χιλ. € για μικρές επιχειρήσεις και 100 χιλ. € για ΚΟΙΝΣΕΠ, ενώ τίθεται πλαφόν στα 5 εκατ. € ενίσχυση και ανώτατο επίπεδο επένδυσης στα 20 εκατ. €.
Ενδεικτικά ζητήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν την ψήφιση του νόμου είναι:
Η μη πρόβλεψη προκαταβολών ενισχύσεων, που θα δημιουργήσει μεγάλες δυσλειτουργίες στο ξεκίνημα, δεδομένης της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά.
Η ασάφεια ως προς την επιλεξιμότητα ενισχύσεων υφιστάμενων τουριστικών μονάδων και ιδιαίτερα όσων δραστηριοποιούνται στον εναλλακτικό τουρισμό στις περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Ιονίων Νήσων, Κρήτης, Στερεάς Ελλάδας, Αττικής και Νοτίου Αιγαίου.
Η εξαίρεση επιχορηγήσεων για επενδύσεις σε μονάδες παραγωγής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) –πλην των μικρών υδροηλεκτρικών και της παραγωγής θερμότητας– καθώς και των πρατηρίων διανομής πεπιεσμένου φυσικού αερίου. Επιπρόσθετα εξαιρούνται τα επενδυτικά σχέδια Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων τα οποία ήταν επιλέξιμα σε προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους.
Η εξαίρεση από την επιλεξιμότητα δαπανών που αφορούν σε επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2015, αλλά και η μη πρόβλεψη για συμψηφισμό οφειλών με επιχορηγήσεις εγκριθέντων επενδυτικών σχεδίων.
Στα παράδοξα του σχεδίου συγκαταλέγονται η αδυναμία συνδυασμού ενισχύσεων που αφορούν στο μισθολογικό κόστος και στην απόκτηση υλικών και άυλων στοιχείων ενεργητικού για τη λειτουργία μιας επένδυσης. Στην περίπτωση δε της ενίσχυσης μέσω φοροαπαλλαγής, δεν επιτρέπεται η χρήση ποσοστού υψηλότερου του 20% του συνολικού ποσού φοροαπαλλαγής κατ’ έτος.
Στα όρια του σκανδάλου είναι τέλος η ανάθεση της αξιολόγησης σε έναν αξιολογητή ανά επενδυτικό σχέδιο, από δύο που ίσχυε έως τώρα, γεγονός που θα δημιουργήσει προφανή ζητήματα αξιοπιστίας και φαινόμενα διαπλοκής.
Το σχέδιο, όπως κι όλοι οι προηγούμενοι αναπτυξιακοί νόμοι, χαρακτηρίζεται από έλλειψη οράματος για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, αφού έως τώρα οι νόμοι αυτοί λειτούργησαν ως έμμεση χρηματοδότηση εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων και κατανάλωσης.
Τρία είναι κατά την άποψή μου τα βασικά συστατικά ενός αναπτυξιακού προτάγματος με στόχο την αποαποικιοποίηση της χώρας:
Α) Η ενδυνάμωση των ενδογενών χαρακτηριστικών του παραγωγικού εκσυγχρονισμού.
Β) Η αντιμετώπιση της χωροταξικής ανισορροπίας.
Γ) Ο μετασχηματισμός της Κρατικής διοίκησης.
Αναφορικά με τον πρώτο όρο, ένας αναπτυξιακός νόμος θα έπρεπε να θεσπίσει ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης την εγχώρια προστιθέμενη αξία μιας επένδυσης. Με αυτό τον τρόπο, προτεραιότητα στη στήριξη θα δινόταν σε επενδύσεις με προστιθέμενη αξία μεγαλύτερη ή ίση του 35%, όποτε και το παραγόμενο προϊόν θα χαρακτηριζόταν ως «ελληνικό». Ο δείκτης υπολογίζεται ως ποσοστό επί της αξίας πώλησης του προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη το άθροισμα των εγχώριων πρώτων υλών και των ημικατεργασμένων προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του, το εργατικό και διοικητικό κόστος, αφαιρουμένων των εκροών μερισμάτων εκτός χώρας σε όλο τον κύκλο παραγωγής και διάθεσής του.
Ο δεύτερος όρος θα προϋπέθετε ένα εθνικό σχέδιο αποκέντρωσης, με μεταφορά του διοικητικού κέντρου από την Αθήνα και ειδικά κίνητρα για την ενίσχυση των υπό κατάρρευση οικιστικών πυρήνων, ιδιαίτερα στις ακριτικές, ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Οι περιφέρειες θα έπρεπε να αναλάβουν τον χωροταξικό και οικολογικό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου (ταυτότητα περιοχών), εισάγοντας μεθοδολογικά εργαλεία όπως αυτά της κυκλικής οικονομίας, του οικολογικού αποτυπώματος, του βαθμού κάλυψης των τοπικών αναγκών κοκ
Ο τρίτος όρος θα προϋπέθετε ένα κράτος επιτελικό, που θα χάρασσε μια εθνική παραγωγική στρατηγική, εκκινώντας από την επαναλειτουργία κλειστών βιομηχανικών μονάδων, την αξιοποίηση του αδρανούς μηχανολογικού εξοπλισμού και της υψηλής τεχνογνωσίας των παλιών μαστόρων – παραγωγών. Παράλληλα, αξιοποιώντας υποδομές, δίκτυα ανταλλαγής και πληροφοριών, θα φρόντιζε για την ενίσχυση της διασύνδεσης της παραγωγής με τις Εθνικές και Περιφερειακές Αλυσίδες Αξίας (Βαλκάνια- Ν. Ευρώπη-Αν. Μεσόγειος), ενώ θα εφήρμοζε μια βιώσιμη στρατηγική απασχόλησης, ιδιαίτερα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, βασισμένη στην παράδοση των συνεργατικών και συνεταιριστικών σχημάτων.
Ζητούμενο για όλα αυτά ένα νέο Πολιτικό και Κοινωνικό Υποκείμενο…..
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr