Του Βασίλη Λιόση
Πρόσφατα διαβάσαμε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών του καταξιωμένου συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου. Το εν λόγω κείμενο φέρει τον τίτλο Μόνο οι προλετάριοι έχουν πατρίδα, πραγματεύεται την έννοια του πατριωτισμού και ανάμεσα στα άλλα στο πώς την αντιμετώπισε το κομμουνιστικό κίνημα. Ο Χαριτόπουλος αντιμετωπίζει ορισμένες πλευρές του ζητήματος εύστοχα, ενώ για άλλες έχουμε τις ενστάσεις μας. Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, μία καταγραφή των συμφωνιών και των αντιρρήσεών μας.
Γράφει ο Χαριτόπουλος: «[…] Η πραγματικότητα διέψευσε το Μαρξ και τη Ρόζα, ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα. Οι εξελίξεις απέδειξαν πως οι προλετάριοι και πατρίδα έχουν και την υπερασπίζονται μέχρι θανάτου».
Κατ΄ αρχάς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όντως αναφέρεται πως οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, αλλά οι Μαρξ-Ένγκελς διαφοροποιούνται από την έννοια της πατρίδας όπως αυτή την χειριζότανε το κεφάλαιο. Απόδειξη είναι ότι στο ίδιο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφέρεται πως η εργατική τάξη πρέπει να εξυψωθεί σε εθνική δύναμη απελευθέρωσης.
Κατά δεύτερο, η Ρόζα, αν και μεγάλη επαναστάτρια δεν απέφυγε τα λάθη στο εθνικό ζήτημα. Στην προσπάθειά της να αντιπαρατεθεί με τη σοσιαλδημοκρατία που είχε υιοθετήσει αστικά ιδεολογήματα, έπεσε σε μία ιδεολογική παγίδα. Είναι χαρακτηριστική η θέση της για την Πολωνία και η απάντηση που της έδωσε ο Λένιν. Η Ρόζα έθετε άμεσα ζήτημα κοινωνικής επανάστασης στην Πολωνία, παραβλέποντας το εθνικοανεξαρτησιακό ζήτημα που ταλάνιζε τον πολωνικό λαό, αφού η Πολωνία ήταν αποικία της Ρωσίας. Ο Λένιν από την πλευρά του δεν αρνιόταν το καθήκον της αυτοδιάθεσης. Επομένως, στους κόλπους των Μαρξιστών υπήρχαν σοβαρές διαφοροποιήσεις που δε μας επιτρέπουν τη διατύπωση ενός γενικευμένου συμπεράσματος με βάση το οποίο οι επαναστάτες εν γένει έπεσαν σε κάποιο βαρύ λάθος σχετικά με την έννοια του πατριωτισμού.
Μένοντας στο Λένιν, πρέπει να πούμε πως σωστά διαφοροποιήθηκε στο ζήτημα της υπεράσπισης της πατρίδας κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό γιατί επρόκειτο για μία πολεμική σύρραξη που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός κι έσυρε τις υπόλοιπες χώρες στο σφαγείο του πολέμου. Πάντως, ο Λένιν φροντίζει να δει και διαφοροποιήσεις, σημειώνοντας πως στην περίπτωση της Σερβίας, τίθεται ζήτημα υπεράσπισης της πατρίδας. Επιπλέον, δεν απαρνιόταν το ζήτημα του πατριωτισμού, αφού έλεγε χαρακτηριστικά ότι «σε εμάς τους Ρώσους δεν είναι ξένη η έννοια της εθνικής υπερηφάνειας».
Ωστόσο, ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν ήταν μία απλή επανάληψη του Α΄. Υπήρχαν δυο βασικά στοιχεία που διαφοροποιούσαν την κατάσταση: η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και η ύπαρξη του ναζιστικού τέρατος που απειλούσε την ανθρωπότητα με μία επιστροφή στο Μεσαίωνα. Τότε, το κομμουνιστικό κίνημα πολύ σωστά έθεσε το ζήτημα της υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας αλλά και κάθε πατρίδας που κινδύνευε από το φασισμό. Αυτή ακριβώς η τακτική ήταν που γιγάντωσε τα κομμουνιστικά κόμματα, συγκροτήθηκαν μεγάλα αντιστασιακά ρεύματα και η εξουσία κερδήθηκε σε σειρά χωρών.
Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, ο Χαριτόπουλος διευκρινίζει πως «Άλλωστε οι μαρξιστές δεν ήταν ποτέ εναντίον των εθνών, αλλά εναντίον των κρατών. Δεν ήταν αφελείς. Τα έθνη δεν μπορούν να καταργηθούν. Ακόμη και για τα κράτη δεν προέβλεπαν άμεση κατεδάφιση, αλλά σταδιακή, αργή απονέκρωση των μηχανισμών τους σε βάθος χρόνου, για να σβήσουν από μόνα τους όταν πια δεν θα είναι απαραίτητα».
Παρακάτω ο Χαριτόπουλος επισημαίνει: «Αυτό που συνέβη είναι ότι, αντί να διεθνοποιηθεί το κίνημα, διεθνοποιήθηκε το κεφάλαιο. Κι αφού πλέον “το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα”, πατρίδα έχουν μόνο οι προλετάριοι. […]».
Το κεφάλαιο πράγματι δεν έχει πατρίδα, με την έννοια ότι τοποθετείται όπου θεωρεί ότι διευκολύνεται η μεγιστοποίηση των κερδών του. Βεβαίως έχει εθνική βάση με την έννοια της έδρας και του κράτους που λειτουργεί υπέρ του. Σίγουρα, όμως, η έννοια της πατρίδας νοηματοδοτείται (ή πρέπει να νοηματοδοτείται) εντελώς διαφορετικά για το κεφάλαιο και την εργατική τάξη και το λαό. Για το κεφάλαιο η πατρίδα είναι μια υποτιθέμενη ιστορική συνέχεια του αίματος και συχνά καταλήγει στην ανωτερότητα της φυλής, ενώ η πραγματικότητα αντιστρέφεται πλήρως όταν η υπεράσπιση της πατρίδας ταυτίζεται με τα συμφέροντα της ολιγαρχίας. Οι «πατριώτες» εφοπλιστές, για παράδειγμα, ναυπηγούν τα πλοία τους εκτός Ελλάδας. Για την εργατική τάξη πατριωτισμός σημαίνει υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας της, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, της παιδείας, της υγείας, των εργασιακών σχέσεων, του βιοτικού επιπέδου του λαού. Εν τέλει, συμφωνούμε με την παραπάνω διαπίστωση του Χαριτόπουλου.
Εκεί, όμως, που συμφωνούμε εμφατικά με το Χαριτόπουλο, είναι όταν γράφει: «Την αμφισβήτηση πατρίδας και έθνους λογικά την αναμένει κανείς μόνο από κάποιον ένθερμο οπαδό της παγκοσμιοποίησης. Κάποιον εκπρόσωπο του διεθνούς κεφαλαίου που τα θεωρεί εμπόδιο στις μπίζνες του. Το απογοητευτικό είναι ότι μερίδα της Αριστεράς συντάσσεται με τις θέσεις τους. Ο πατριωτισμός του ανθρώπου διαβάλλεται ως απεχθής εθνικισμός.
»Η λέξη “πατριώτης” κατέληξε ύποπτη. Σημαίνει ρίζα, μνήμη, ιστορία. Όλα ανώφελα στην παγκόσμια αγορά. Όπως μας εξηγούν αλαζονικά, δεν υπάρχει πατρίδα, είναι απλώς στο φαντασιακό μας. […]».
Δεν ξέρουμε ποιες πολιτικές δυνάμεις εντάσσει ο Χαριτόπουλος στο τόξο της Αριστεράς και δεν είναι άλλωστε αυτό το θέμα μας. Εντελώς κωδικοποιημένα θα αναφερθούμε σε κάποιες ελληνικές πολιτικές δυνάμεις που δεν εντάσσονται όλες στην Αριστερά, για να δούμε το πώς αντιμετωπίζουν την έννοια του πατριωτισμού.
Το ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, υπήρξε εκείνη η πολιτική δύναμη που προώθησε τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου στο έπακρο και χλεύασε την έννοια του πατριωτισμού μέσω των ταλιμπάν-εκσυγχρονιστών.
Η ΝΔ, η κλασική αστική πολιτική δύναμη, παρουσιάζει τον πατριωτισμό ως μία υπερταξική έννοια που καλύπτει όλο το έθνος και κάνει συχνά ανιστόρητες αφηγήσεις.
Το ΚΚΕ μέσα από τα ντοκουμέντα του υπογραμμίζει πως η υπεράσπιση της πατρίδας έχει νόημα μόνο σε σοσιαλιστικές συνθήκες, ενώ το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη με το οποίο καλείται ο ελληνικός λαός να υπερασπίσει την πατρίδα του, θεωρείται οπορτουνισμός.
Το ΝΑΡ αναφέρεται σε πατριωτισμό με εργατικό περιεχόμενο, στενεύοντας την έννοια του πατριωτισμού, αφού ο πατριωτισμός αφορά στα λαϊκά στρώματα κι όχι μόνο στο προλεταριάτο.
Οι τροτσκιστικές ομάδες βάλλουν μετά μανίας σε όποιον αναφερθεί στην ανάγκη ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού πατριωτικού μετώπου και σε ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Παντού και πάντα αντικαπιταλισμός.
Η ΛΑΕ διαπράττει το λάθος «ανάποδα». Υπερτονίζει το πατριωτικό σε βάρος του ταξικού, αλλά ακόμη κι αυτό το πατριωτικό στοιχείο που προβάλλει είναι ανολοκλήρωτο, αφού διστάζει να θέσει θέμα εξόδου από την ΕΕ.
Οι αναρχικοί ή τουλάχιστον ένα μέρος τους έχουν γεμίσει τους τοίχους της Αθήνας με συνθήματα κατά της πατρίδας και του πατριωτισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με το τρίτο μνημόνιο δέσμευσε την Ελλάδα και το λαό της για τα επόμενα 99 χρόνια, ενώ η βουλευτής του Άννα Βαγενά με απύθμενο θράσος αναρωτήθηκε «τι είναι τα 99 χρόνια μπροστά στα 400 χρόνια τουρκοκρατίας»;
Απέναντι από όλους αυτούς η Χρυσή Αυγή που αξιοποιεί το κενό (και θα το αξιοποιήσει κι άλλο), παραπλανεί σημαντικά τμήματα του ελληνικού λαού και δημιουργεί αυταπάτες ότι είναι η μόνη πατριωτική δύναμη. Ασφαλώς, η Χρυσή Αυγή ουδεμία σχέση έχει με τον πατριωτισμό, αφού πρόκειται για υποστηρικτές των ναζί και των συνεργατών τους, δηλαδή των δολοφόνων του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της κατοχής, και αφού πρόκειται για σφουγγοκωλάριους του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
Οι ευθύνες της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ) μπορεί να αποδειχτούν ιστορικές. Ειδικά στο ζήτημα του πατριωτισμού παρουσιάζουν ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις. Ο Χαριτόπουλος έχει δίκιο, όταν λέει πως ο πατριωτισμός δεν είναι μία λαϊκή συλλογική φαντασίωση. Ο πατριωτισμός, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα σκαλοπάτι για να ανέβει ψηλότερα η πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, τότε έστω και άθελά του δουλεύει υπέρ των πιο συντηρητικών και οπισθοδρομικών δυνάμεων.
Ανάρτηση από: http://www.kordatos.org
Πρόσφατα διαβάσαμε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών του καταξιωμένου συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου. Το εν λόγω κείμενο φέρει τον τίτλο Μόνο οι προλετάριοι έχουν πατρίδα, πραγματεύεται την έννοια του πατριωτισμού και ανάμεσα στα άλλα στο πώς την αντιμετώπισε το κομμουνιστικό κίνημα. Ο Χαριτόπουλος αντιμετωπίζει ορισμένες πλευρές του ζητήματος εύστοχα, ενώ για άλλες έχουμε τις ενστάσεις μας. Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, μία καταγραφή των συμφωνιών και των αντιρρήσεών μας.
Γράφει ο Χαριτόπουλος: «[…] Η πραγματικότητα διέψευσε το Μαρξ και τη Ρόζα, ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα. Οι εξελίξεις απέδειξαν πως οι προλετάριοι και πατρίδα έχουν και την υπερασπίζονται μέχρι θανάτου».
Κατ΄ αρχάς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όντως αναφέρεται πως οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, αλλά οι Μαρξ-Ένγκελς διαφοροποιούνται από την έννοια της πατρίδας όπως αυτή την χειριζότανε το κεφάλαιο. Απόδειξη είναι ότι στο ίδιο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφέρεται πως η εργατική τάξη πρέπει να εξυψωθεί σε εθνική δύναμη απελευθέρωσης.
Κατά δεύτερο, η Ρόζα, αν και μεγάλη επαναστάτρια δεν απέφυγε τα λάθη στο εθνικό ζήτημα. Στην προσπάθειά της να αντιπαρατεθεί με τη σοσιαλδημοκρατία που είχε υιοθετήσει αστικά ιδεολογήματα, έπεσε σε μία ιδεολογική παγίδα. Είναι χαρακτηριστική η θέση της για την Πολωνία και η απάντηση που της έδωσε ο Λένιν. Η Ρόζα έθετε άμεσα ζήτημα κοινωνικής επανάστασης στην Πολωνία, παραβλέποντας το εθνικοανεξαρτησιακό ζήτημα που ταλάνιζε τον πολωνικό λαό, αφού η Πολωνία ήταν αποικία της Ρωσίας. Ο Λένιν από την πλευρά του δεν αρνιόταν το καθήκον της αυτοδιάθεσης. Επομένως, στους κόλπους των Μαρξιστών υπήρχαν σοβαρές διαφοροποιήσεις που δε μας επιτρέπουν τη διατύπωση ενός γενικευμένου συμπεράσματος με βάση το οποίο οι επαναστάτες εν γένει έπεσαν σε κάποιο βαρύ λάθος σχετικά με την έννοια του πατριωτισμού.
Μένοντας στο Λένιν, πρέπει να πούμε πως σωστά διαφοροποιήθηκε στο ζήτημα της υπεράσπισης της πατρίδας κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό γιατί επρόκειτο για μία πολεμική σύρραξη που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός κι έσυρε τις υπόλοιπες χώρες στο σφαγείο του πολέμου. Πάντως, ο Λένιν φροντίζει να δει και διαφοροποιήσεις, σημειώνοντας πως στην περίπτωση της Σερβίας, τίθεται ζήτημα υπεράσπισης της πατρίδας. Επιπλέον, δεν απαρνιόταν το ζήτημα του πατριωτισμού, αφού έλεγε χαρακτηριστικά ότι «σε εμάς τους Ρώσους δεν είναι ξένη η έννοια της εθνικής υπερηφάνειας».
Ωστόσο, ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν ήταν μία απλή επανάληψη του Α΄. Υπήρχαν δυο βασικά στοιχεία που διαφοροποιούσαν την κατάσταση: η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και η ύπαρξη του ναζιστικού τέρατος που απειλούσε την ανθρωπότητα με μία επιστροφή στο Μεσαίωνα. Τότε, το κομμουνιστικό κίνημα πολύ σωστά έθεσε το ζήτημα της υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας αλλά και κάθε πατρίδας που κινδύνευε από το φασισμό. Αυτή ακριβώς η τακτική ήταν που γιγάντωσε τα κομμουνιστικά κόμματα, συγκροτήθηκαν μεγάλα αντιστασιακά ρεύματα και η εξουσία κερδήθηκε σε σειρά χωρών.
Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, ο Χαριτόπουλος διευκρινίζει πως «Άλλωστε οι μαρξιστές δεν ήταν ποτέ εναντίον των εθνών, αλλά εναντίον των κρατών. Δεν ήταν αφελείς. Τα έθνη δεν μπορούν να καταργηθούν. Ακόμη και για τα κράτη δεν προέβλεπαν άμεση κατεδάφιση, αλλά σταδιακή, αργή απονέκρωση των μηχανισμών τους σε βάθος χρόνου, για να σβήσουν από μόνα τους όταν πια δεν θα είναι απαραίτητα».
Παρακάτω ο Χαριτόπουλος επισημαίνει: «Αυτό που συνέβη είναι ότι, αντί να διεθνοποιηθεί το κίνημα, διεθνοποιήθηκε το κεφάλαιο. Κι αφού πλέον “το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα”, πατρίδα έχουν μόνο οι προλετάριοι. […]».
Το κεφάλαιο πράγματι δεν έχει πατρίδα, με την έννοια ότι τοποθετείται όπου θεωρεί ότι διευκολύνεται η μεγιστοποίηση των κερδών του. Βεβαίως έχει εθνική βάση με την έννοια της έδρας και του κράτους που λειτουργεί υπέρ του. Σίγουρα, όμως, η έννοια της πατρίδας νοηματοδοτείται (ή πρέπει να νοηματοδοτείται) εντελώς διαφορετικά για το κεφάλαιο και την εργατική τάξη και το λαό. Για το κεφάλαιο η πατρίδα είναι μια υποτιθέμενη ιστορική συνέχεια του αίματος και συχνά καταλήγει στην ανωτερότητα της φυλής, ενώ η πραγματικότητα αντιστρέφεται πλήρως όταν η υπεράσπιση της πατρίδας ταυτίζεται με τα συμφέροντα της ολιγαρχίας. Οι «πατριώτες» εφοπλιστές, για παράδειγμα, ναυπηγούν τα πλοία τους εκτός Ελλάδας. Για την εργατική τάξη πατριωτισμός σημαίνει υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας της, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, της παιδείας, της υγείας, των εργασιακών σχέσεων, του βιοτικού επιπέδου του λαού. Εν τέλει, συμφωνούμε με την παραπάνω διαπίστωση του Χαριτόπουλου.
Εκεί, όμως, που συμφωνούμε εμφατικά με το Χαριτόπουλο, είναι όταν γράφει: «Την αμφισβήτηση πατρίδας και έθνους λογικά την αναμένει κανείς μόνο από κάποιον ένθερμο οπαδό της παγκοσμιοποίησης. Κάποιον εκπρόσωπο του διεθνούς κεφαλαίου που τα θεωρεί εμπόδιο στις μπίζνες του. Το απογοητευτικό είναι ότι μερίδα της Αριστεράς συντάσσεται με τις θέσεις τους. Ο πατριωτισμός του ανθρώπου διαβάλλεται ως απεχθής εθνικισμός.
»Η λέξη “πατριώτης” κατέληξε ύποπτη. Σημαίνει ρίζα, μνήμη, ιστορία. Όλα ανώφελα στην παγκόσμια αγορά. Όπως μας εξηγούν αλαζονικά, δεν υπάρχει πατρίδα, είναι απλώς στο φαντασιακό μας. […]».
Δεν ξέρουμε ποιες πολιτικές δυνάμεις εντάσσει ο Χαριτόπουλος στο τόξο της Αριστεράς και δεν είναι άλλωστε αυτό το θέμα μας. Εντελώς κωδικοποιημένα θα αναφερθούμε σε κάποιες ελληνικές πολιτικές δυνάμεις που δεν εντάσσονται όλες στην Αριστερά, για να δούμε το πώς αντιμετωπίζουν την έννοια του πατριωτισμού.
Το ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, υπήρξε εκείνη η πολιτική δύναμη που προώθησε τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου στο έπακρο και χλεύασε την έννοια του πατριωτισμού μέσω των ταλιμπάν-εκσυγχρονιστών.
Η ΝΔ, η κλασική αστική πολιτική δύναμη, παρουσιάζει τον πατριωτισμό ως μία υπερταξική έννοια που καλύπτει όλο το έθνος και κάνει συχνά ανιστόρητες αφηγήσεις.
Το ΚΚΕ μέσα από τα ντοκουμέντα του υπογραμμίζει πως η υπεράσπιση της πατρίδας έχει νόημα μόνο σε σοσιαλιστικές συνθήκες, ενώ το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη με το οποίο καλείται ο ελληνικός λαός να υπερασπίσει την πατρίδα του, θεωρείται οπορτουνισμός.
Το ΝΑΡ αναφέρεται σε πατριωτισμό με εργατικό περιεχόμενο, στενεύοντας την έννοια του πατριωτισμού, αφού ο πατριωτισμός αφορά στα λαϊκά στρώματα κι όχι μόνο στο προλεταριάτο.
Οι τροτσκιστικές ομάδες βάλλουν μετά μανίας σε όποιον αναφερθεί στην ανάγκη ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού πατριωτικού μετώπου και σε ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Παντού και πάντα αντικαπιταλισμός.
Η ΛΑΕ διαπράττει το λάθος «ανάποδα». Υπερτονίζει το πατριωτικό σε βάρος του ταξικού, αλλά ακόμη κι αυτό το πατριωτικό στοιχείο που προβάλλει είναι ανολοκλήρωτο, αφού διστάζει να θέσει θέμα εξόδου από την ΕΕ.
Οι αναρχικοί ή τουλάχιστον ένα μέρος τους έχουν γεμίσει τους τοίχους της Αθήνας με συνθήματα κατά της πατρίδας και του πατριωτισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με το τρίτο μνημόνιο δέσμευσε την Ελλάδα και το λαό της για τα επόμενα 99 χρόνια, ενώ η βουλευτής του Άννα Βαγενά με απύθμενο θράσος αναρωτήθηκε «τι είναι τα 99 χρόνια μπροστά στα 400 χρόνια τουρκοκρατίας»;
Απέναντι από όλους αυτούς η Χρυσή Αυγή που αξιοποιεί το κενό (και θα το αξιοποιήσει κι άλλο), παραπλανεί σημαντικά τμήματα του ελληνικού λαού και δημιουργεί αυταπάτες ότι είναι η μόνη πατριωτική δύναμη. Ασφαλώς, η Χρυσή Αυγή ουδεμία σχέση έχει με τον πατριωτισμό, αφού πρόκειται για υποστηρικτές των ναζί και των συνεργατών τους, δηλαδή των δολοφόνων του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της κατοχής, και αφού πρόκειται για σφουγγοκωλάριους του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
Οι ευθύνες της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ) μπορεί να αποδειχτούν ιστορικές. Ειδικά στο ζήτημα του πατριωτισμού παρουσιάζουν ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις. Ο Χαριτόπουλος έχει δίκιο, όταν λέει πως ο πατριωτισμός δεν είναι μία λαϊκή συλλογική φαντασίωση. Ο πατριωτισμός, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα σκαλοπάτι για να ανέβει ψηλότερα η πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, τότε έστω και άθελά του δουλεύει υπέρ των πιο συντηρητικών και οπισθοδρομικών δυνάμεων.
Ανάρτηση από: http://www.kordatos.org