Του Κώστα Ράπτη
Οι προεδρικές και ταυτόχρονα βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2019, οι πρώτες που θα διεξαχθούν στην Τουρκία με βάση το νέο Σύνταγμα, αποτελούν το κεντρικό σημείο αναφοράς για ό,τι σκέφτεται και πράττει ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν.
Ο συσχετισμός δείχνει να τον ευνοεί συντριπτικά. Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το μεν φιλοκουρδικό HDP βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός νομιμότητας και με τους ηγέτες του στη φυλακή, ενώ το εθνικιστικό MHP έχει, μετά από διάσπασή του, ενσωματωθεί πλήρως στη συμπολίτευση και το κεντροαριστερό κεμαλιστικό CHP μοιάζει εγκλωβισμένο σε ένα «εκλογικό γκέτο”, καθώς τα ποσοστά του μένουν απαράλλαχτα από αναμέτρηση σε αναμέτρηση. Και το κυριότερο: καμία προσωπικότητα δεν θα ήταν δυνατόν να κερδίσει την υποστήριξη τόσο διαφορετικών πολιτικών τάσεων ώστε να αμφισβητήσει με αξιώσεις τον Ερντογάν στις προεδρικές κάλπες.
Άλλωστε, οι κυβερνώντες ξαναγράφουν τον εκλογικό νόμο στα μέτρα τους, προκειμένου αφενός να χαλαρώσουν οι εγγυήσεις για την ακεραιότητα της διαδικασίας ψηφοφορίας και καταμέτρησης και αφετέρου να επιτραπεί η συγκρότηση εκλογικών συμμαχιών σαν αυτή που έχει ήδη συμφωνηθεί ανάμεσα στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν και το MHP, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του τελευταίου, χωρίς να θιγεί το όριο του 10% που αποβλέπει στην αποτροπή της αυτελούς πολιτικής έκφρασης του κουρδικού στοιχείου.
Το παράδειγμα της συμμαχίας αυτής αντιγράφει το εξωκοινοβουλευτικό ισλαμιστικό κόμμα Saadet (προέρχεται από το τμήμα της παράταξης του Ερμπακάν που δεν ακολούθησε στις αρχές του αιώνα τον Ερντογάν στην συγκρότηση του ΑΚΡ) που διαπραγματεύεται με το Καλό Κόμμα (Iyi partisi) της Μεράλ Ακσενέρ, που συγκροτήθηκε από όσους εθνικιστές διαφώνησαν με την πολιτική ουράς του ΜΗΡ έναντι της κυβέρνησης.
Ομοίως, ο ηγέτης του CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου συναντήθηκε με τον ηγέτη του εξωκοινοβουλευτικού Δημοκρατικού Κόμματος, Γκιουλετκίν Ουϊσάλ με αντικείμενο την προετοιμασία κοινής εκλογικής καθόδου, ενώ σκοπεύει να συναντηθεί τις επόμενες μέρες και με την Ακσενέρ.
Όσοι πιστεύουμε στις δημοκρατικές αρχές, υποστήριξε την Πέμπτη ο Κιλιτσντάρογλου, έχουμε τη δυνατότητα να κατακτήσουμε το 60% στις εκλογές.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αισιοδοξία του δεν είναι απαραιτήτως αθεμελίωτη.
Έρευνα της εταιρείας Piar, την οποία δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα η κεμαλιστική εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» αναφορικά με την πρόσθεση ψήφου στις προεδρικές εκλογές, αν αυτές διεξάγονταν την προηγούμενη Κυριακή δείχνει ότι σε μια μονομαχία δεύτερου γύρου με αντίπαλο τον Κιλιτσντάρογλου ο πρόεδρος Ερντογάν θα συγκέντρωνε ποσοστό 43,9% και ο ηγέτης του CHP 40,5%, με τους αναποφάσιστους να ανέρχονται στο 7,6% και την αποχή να διαμορφώνεται στο 8,0%.
Τα πράγματα θα ήταν πιο δύσκολα για την Ερντογάν, αν στον δεύτερο γύρο ανταγωνιζόταν την Μεράλ Ακσενέρ: αυτός θα συγκέντρωνε το 41,9% και αυτή το 41,1%. Οι αναποφάσιστοι θα έφταναν το 11,1% και η αποχή το 5,9%. Ωστόσο, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης εκτιμούν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο στον πρώτο γύρο να προσπεράσει η Ακσενέρ τον Κιλιτσντάρογλου.
Σε κάθε περίπτωση τα προβλήματα έγιναν σαφή για τον Ερντογάν και από το δημοψήφισμα του Απριλίου 2017 για την αλλαγή του Συντάγματος, καθώς η πλειοψηφία υπέρ του «Ναι» ήταν οριακή και υπολειπόταν κατά πολύ του αθροίσματος ΑΚΡ και ΜΗΡ στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές. Ο χάρτης έδειχνε πάντοτε ότι η Τουρκία παρέμενε διαιρεμένη σε ένα παράλιο τμήμα αφοσιωμένο στο CHP, ένα νοτιοανατολικό που εκφραζόταν δια του HDP, ενώ ο κορμός της χώρας έμενε πιστός στο ΑΚΡ. Ωστόσο η εικόνα δεν αποτύπωνε το νέο στοιχείο: το ρήγμα στο εσωτερικό της πλειοψηφίας και μάλιστα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό εξηγεί και το κύμα εκκαθάρισης φιλοκυβερνητικών δημάρχων μεγάλων πόλεων που ακολούθησε.
Όμως το σημαντικότερο «χαρτί» βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο του Ερντογάν: πρόκειται για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, της οποίας η ραγδαία ανάπτυξη (έστω και σε ασταθές έδαφος) το προηγούμενο διάστημα αποτέλεσε την κύρια «συγκολλητική ύλη» της εκλογικής πλειοψηφίας του ΑΚΡ. Η υποχώρηση της λίρας και η περιδίνηση στην οποία δείχνει να μπαίνει η τουρκική οικονομία, λόγω και του επαπειλούμενου διεθνούς εμπορικού πολέμου, αποτελεί το πιο ανησυχητικό νέο για τον Τούρκο πρόεδρο.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr
Οι προεδρικές και ταυτόχρονα βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2019, οι πρώτες που θα διεξαχθούν στην Τουρκία με βάση το νέο Σύνταγμα, αποτελούν το κεντρικό σημείο αναφοράς για ό,τι σκέφτεται και πράττει ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν.
Ο συσχετισμός δείχνει να τον ευνοεί συντριπτικά. Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το μεν φιλοκουρδικό HDP βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός νομιμότητας και με τους ηγέτες του στη φυλακή, ενώ το εθνικιστικό MHP έχει, μετά από διάσπασή του, ενσωματωθεί πλήρως στη συμπολίτευση και το κεντροαριστερό κεμαλιστικό CHP μοιάζει εγκλωβισμένο σε ένα «εκλογικό γκέτο”, καθώς τα ποσοστά του μένουν απαράλλαχτα από αναμέτρηση σε αναμέτρηση. Και το κυριότερο: καμία προσωπικότητα δεν θα ήταν δυνατόν να κερδίσει την υποστήριξη τόσο διαφορετικών πολιτικών τάσεων ώστε να αμφισβητήσει με αξιώσεις τον Ερντογάν στις προεδρικές κάλπες.
Άλλωστε, οι κυβερνώντες ξαναγράφουν τον εκλογικό νόμο στα μέτρα τους, προκειμένου αφενός να χαλαρώσουν οι εγγυήσεις για την ακεραιότητα της διαδικασίας ψηφοφορίας και καταμέτρησης και αφετέρου να επιτραπεί η συγκρότηση εκλογικών συμμαχιών σαν αυτή που έχει ήδη συμφωνηθεί ανάμεσα στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν και το MHP, προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του τελευταίου, χωρίς να θιγεί το όριο του 10% που αποβλέπει στην αποτροπή της αυτελούς πολιτικής έκφρασης του κουρδικού στοιχείου.
Το παράδειγμα της συμμαχίας αυτής αντιγράφει το εξωκοινοβουλευτικό ισλαμιστικό κόμμα Saadet (προέρχεται από το τμήμα της παράταξης του Ερμπακάν που δεν ακολούθησε στις αρχές του αιώνα τον Ερντογάν στην συγκρότηση του ΑΚΡ) που διαπραγματεύεται με το Καλό Κόμμα (Iyi partisi) της Μεράλ Ακσενέρ, που συγκροτήθηκε από όσους εθνικιστές διαφώνησαν με την πολιτική ουράς του ΜΗΡ έναντι της κυβέρνησης.
Ομοίως, ο ηγέτης του CHP Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου συναντήθηκε με τον ηγέτη του εξωκοινοβουλευτικού Δημοκρατικού Κόμματος, Γκιουλετκίν Ουϊσάλ με αντικείμενο την προετοιμασία κοινής εκλογικής καθόδου, ενώ σκοπεύει να συναντηθεί τις επόμενες μέρες και με την Ακσενέρ.
Όσοι πιστεύουμε στις δημοκρατικές αρχές, υποστήριξε την Πέμπτη ο Κιλιτσντάρογλου, έχουμε τη δυνατότητα να κατακτήσουμε το 60% στις εκλογές.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αισιοδοξία του δεν είναι απαραιτήτως αθεμελίωτη.
Έρευνα της εταιρείας Piar, την οποία δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα η κεμαλιστική εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» αναφορικά με την πρόσθεση ψήφου στις προεδρικές εκλογές, αν αυτές διεξάγονταν την προηγούμενη Κυριακή δείχνει ότι σε μια μονομαχία δεύτερου γύρου με αντίπαλο τον Κιλιτσντάρογλου ο πρόεδρος Ερντογάν θα συγκέντρωνε ποσοστό 43,9% και ο ηγέτης του CHP 40,5%, με τους αναποφάσιστους να ανέρχονται στο 7,6% και την αποχή να διαμορφώνεται στο 8,0%.
Τα πράγματα θα ήταν πιο δύσκολα για την Ερντογάν, αν στον δεύτερο γύρο ανταγωνιζόταν την Μεράλ Ακσενέρ: αυτός θα συγκέντρωνε το 41,9% και αυτή το 41,1%. Οι αναποφάσιστοι θα έφταναν το 11,1% και η αποχή το 5,9%. Ωστόσο, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης εκτιμούν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο στον πρώτο γύρο να προσπεράσει η Ακσενέρ τον Κιλιτσντάρογλου.
Σε κάθε περίπτωση τα προβλήματα έγιναν σαφή για τον Ερντογάν και από το δημοψήφισμα του Απριλίου 2017 για την αλλαγή του Συντάγματος, καθώς η πλειοψηφία υπέρ του «Ναι» ήταν οριακή και υπολειπόταν κατά πολύ του αθροίσματος ΑΚΡ και ΜΗΡ στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές. Ο χάρτης έδειχνε πάντοτε ότι η Τουρκία παρέμενε διαιρεμένη σε ένα παράλιο τμήμα αφοσιωμένο στο CHP, ένα νοτιοανατολικό που εκφραζόταν δια του HDP, ενώ ο κορμός της χώρας έμενε πιστός στο ΑΚΡ. Ωστόσο η εικόνα δεν αποτύπωνε το νέο στοιχείο: το ρήγμα στο εσωτερικό της πλειοψηφίας και μάλιστα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό εξηγεί και το κύμα εκκαθάρισης φιλοκυβερνητικών δημάρχων μεγάλων πόλεων που ακολούθησε.
Όμως το σημαντικότερο «χαρτί» βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο του Ερντογάν: πρόκειται για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, της οποίας η ραγδαία ανάπτυξη (έστω και σε ασταθές έδαφος) το προηγούμενο διάστημα αποτέλεσε την κύρια «συγκολλητική ύλη» της εκλογικής πλειοψηφίας του ΑΚΡ. Η υποχώρηση της λίρας και η περιδίνηση στην οποία δείχνει να μπαίνει η τουρκική οικονομία, λόγω και του επαπειλούμενου διεθνούς εμπορικού πολέμου, αποτελεί το πιο ανησυχητικό νέο για τον Τούρκο πρόεδρο.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr