Πάει κι αυτό. Άλλο ένα νομοσχέδιο, που επιτείνει την εργασιακή ζούγκλα για
τους μεν ή βάζει μια κάποια σειρά για τους δε, έγινε νόμος. Ξεχνούν όμως όλοι τους, πως ήταν πολλοί αυτοί που
προσθέτανε «λιθαράκια και άλλα δομικά υλικά» για να φτάσουμε στη σημερινή
κατάσταση.
Οι εργασιακές σχέσεις δεν επιδεινώθηκαν ξαφνικά, ούτε πολύ περισσότερο
εμφανίστηκαν ως δια παρθενογένεσης από το πουθενά. Είναι η συσσωρευμένη και
επιδεινούμενη εργασιακή επισφάλεια, κυρίως αλλά όχι μόνο, της
τελευταίας μνημονιακής δεκαετίας. Ακόμα και οι «συνδικαλιστοπατέρες»
συμβάλανε τα μέγιστα. Και τώρα είναι όλοι τους «ευχαριστημένοι».
Συνδικαλιστές και αντιπολίτευση κάνανε το χρέος τους, με μια κινητοποίηση
καλύτερη από προηγούμενες, αλλά αναντίστοιχη στη «μάχη των μαχών» που
διατείνονταν και η κυβέρνηση, που παρά την όποια αντίδραση, το πέρασε «αβρόχοις
ποσί», μέχρι την επόμενη επιδείνωση, επειδή δεν θα σταματήσουν εδώ. Έπεται
συνέχεια στις «βελτιώσεις» που μας περιμένουν.
Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί ο κόσμος τους ανέχεται όλους αυτούς. Νομοθετούντες και υποκριτικώς διαμαρτυρόμενους; Και οι μεν και οι δε, δεν νοιάζονται για τους εργαζόμενους. Σκληρό αλλά πραγματικό. Οι μεν νομοθετούντες ενδιαφέρονται μόνο για την μεγαλοεργοδοσία και τα συμφέροντά της (ο κατώτατος μισθός είναι περίπου το ενοίκιο για ένα τριάρι), οι δε υποκριτικώς διαμαρτυρόμενοι δεν είχαν την τσίπα, όχι κλιμάκωσης αλλά ούτε μιας δεύτερης κινητοποίησης την ημέρα της ψήφισης (βλέπε ΓΣΕΕ). Οι δε υπόλοιποι κάνανε απλώς το καθήκον της εθιμοτυπίας. Καμιά προετοιμασία στους χώρους δουλειάς, κανένας ξεσηκωμός. Ακόμα και την ύστατη στιγμή, ο κατακερματισμός και η ιδιοτέλεια των χωριστών συγκεντρώσεων, αντί για την συσπείρωση απέναντι στον «κοινό εχθρό», έδινε το στίγμα της αντιπαράθεσης. Κάπως έτσι αναρωτιέται ο καθένας: «σε τι να συμμετέχω;» και «γιατί να απεργήσω;», αν δεν υπάρχει μια προοπτική και μια ελπίδα ανατροπής των πραγμάτων;
Κι όμως η κοινωνική πλειοψηφία αγωνιά, πονά και ψάχνει διέξοδο. Οι διάφορες δημοσκοπήσεις αυτό δείχνουν. Αναντίστοιχο των όσων ζούμε. Υπάρχει κάποιος ή κάποιοι που να της δείξουν τον άλλο δρόμο; Το άλλο μοντέλο ανάπτυξης που έχουμε ανάγκη ως χώρα και ως κοινωνία; Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα.