Του Γιώργου Ρούση
Οι καιροί είναι κρίσιμοι και οι αρνητικές εξελίξεις -ραγδαία ένταση της ρεφορμιστικής ενσωμάτωσης, από τη μια, και του σεχταρισμού, από την άλλη- στα κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς δεδομένες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι πια δυνατόν στο όνομα της διατήρησης των μικρόκοσμών μας -απόρροια και αυτή της διάβρωσής μας από την κυρίαρχη ιδεολογία- οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς να μη βρίσκουν τον κοινό τους τόπο για να συγκροτήσουν ένα πολιτικό πόλο με αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό-δημοκρατικό και λαϊκό-πατριωτικό (όπως το προσδιόριζε ο Γκράμσι) περιεχόμενο, που αγωνιωδώς αναμένουν και απαιτούν χιλιάδες ενταγμένοι και ανένταχτοι αγωνιστές της Αριστεράς.
Αμεσα λοιπόν και δίχως υπεκφυγές καλούνται να απαντήσουν στα παρακάτω πέντε ερωτήματα:
* Πρώτο (που αφορά τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως κομμουνιστικές): Θεωρούν ή όχι αναγκαία την ύπαρξη ενός πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος της σύγχρονης εργατικής τάξης, ή αρκούνται μόνον στο λαϊκό κίνημα; Και αν ναι, μήπως έφτασε η ώρα να προχωρήσουμε θαρραλέα στη συγκρότησή του;
* Δεύτερο: Δέχονται ή όχι ότι υπάρχουν μεταρρυθμίσεις-κατακτήσεις, όπως π.χ. η έξοδος από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. ή οι κοινωνικοποιήσεις σημαντικών τομέων της οικονομίας ή, ακόμη, μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος, που συμβάλλουν στην επίτευξη του σοσιαλιστικού στρατηγικού στόχου, ή θεωρούν ότι όλα αυτά έχουν νόημα μόνον αν κατακτηθεί προηγουμένως η πολιτική εξουσία;
* Τρίτο: Θεωρούν ή όχι αναγκαία για την προώθηση αυτών των μεταρρυθμίσεων τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής συμπαράταξης που θα συσπειρώνει αυτές τις δυνάμεις και η οποία μπορεί να προσλάβει και το χαρακτήρα μιας εκλογικής συνεργασίας; Ή πιστεύουν ότι τα υπάρχοντα σχήματα από μόνα τους είναι ικανά να έχουν μια ουσιαστική παρέμβαση στην αντιμετώπιση της σημερινής βαρβαρότητας;
* Τέταρτο: Δέχονται ότι αυτό το Μέτωπο θα μπορούσε να συγκροτήσει μια κυβέρνηση -η οποία αποδυναμώνοντας την αστική εξουσία θα στοχεύει στη συντριβή της- ή θέτουν ως προϋπόθεση συμμετοχής τους στην όποια κυβέρνηση την κατάκτηση και της πολιτικής εξουσίας; Και αν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, τότε η κυβέρνηση ποιων δυνάμεων θεωρούν ότι μπορεί να εφαρμόσει το όποιο μετωπικό τους πρόγραμμα;
* Πέμπτο: Πιστεύουν ότι αυτό το Μέτωπο μπορεί να συμπεριλάβει τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον αποκλείουν εφ’ όσον είναι πια σαφές ότι η εξουσιομανία του τείνει να εξαφανίσει και τα τελευταία ίχνη αριστεροσύνης του και καταδηλώνει με τον πλέον επίσημο τρόπο, διά στόματος του προέδρου του, ότι είναι ο καλύτερος θεματοφύλακας του ευρώ, της Ε.Ε. και των ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ δεν αποκλείει την κυβερνητική συνεργασία με νυν κυβερνητικές ή και εθνικιστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης;
Και ακόμη, πιστεύουν ότι μπορεί σε αυτήν τη συμπαράταξη να συμμετέχει το ΚΚΕ, όταν με τις θέσεις για το 19ο συνέδριό του και τα λεγόμενα της Αλέκας Παπαρήγα αποκλείει κάθε συνεργασία σε πολιτικό επίπεδο και -σε παγκόσμια πρώτη- κάθε εκλογική συνεργασία (θέση 67) όχι με προγραμματικό κριτήριο, αλλά με κριτήριο το αν ήταν κάποιος κάποτε μέλος του ΚΚΕ ή αν αποδέχεται ή όχι την περί «υπαρκτού σοσιαλισμού» ανάλυσή του;
Και για να μην κοροϊδευόμαστε. Επειδή αυτή η ιστορία του Ριζοσπαστικού Αριστερού Πόλου, παρά τις σημαντικές υπαρκτές συγκλίσεις, σέρνεται ήδη πολύ καιρό, δεν έχει κανένα νόημα οι διάφορες δυνάμεις να διακηρύσσουν στα λόγια ότι τοποθετούνται υπέρ του, αλλά θα πρέπει να το υλοποιήσουν στην πράξη.
Εκτιμώ ότι ήλθε πια η ώρα να περάσουμε στην πρώτη από τις «δυο κατηγορίες πάντα: δρώντες και θεατές» -που λέει και ο ποιητής- της μετωπικής πολιτικής; Ηλθε η ώρα να ξεπεράσουμε τους «εαυτούς» μας;
Να ‘στε σίγουροι ότι αν δεν το πράξουμε άμεσα, όταν στο μέλλον θα κάνουμε αυτοκριτικά και πάλι λόγο για άλλη μια χαμένη ευκαιρία, θα είναι πια αργά.