Του Σπύρου Κουτρούλη
Γεγονότα όπως η απελευθέρωση των βαλκανικών εθνών από τον οθωμανισμό, αφενός θα δημιουργούσαν κράτη, που θα ήταν εξαρτημένα από τη Ρωσία, αφετέρου θα έφερναν πολύ κοντά έναν ευρωπαϊκό πόλεμο, απομακρύνοντας την προοπτική της προλεταριακής επανάστασης. Συνεπώς, αν και γνωρίζουν πολύ καλά την άθλια πραγματικότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και διόλου δεν την εγκρίνουν, τελικά την υπερασπίζονται στα πλαίσια των προτεραιοτήτων της προλεταριακής επανάστασης. Τα βαλκανικά έθνη θα πρέπει αναγκαστικά να περιμένουν την ανατροπή του τσαρισμού: «Η κατάλυση αυτού του εφιάλτη, που πλακώνει ολόκληρη την Ευρώπη, αυτή είναι κατά την γνώμη μας ο πρώτος όρος της χειραφέτησης των εθνών της κεντρικής κι ανατολικής Ευρώπης. Μόλις ανατραπεί ο τσαρισμός θα καταρρεύσει η ανόσια δύναμη, που σήμερα εκπροσωπεί ο Μπίσμαρκ, γιατί θα της αφαιρεθεί το κύριο στήριγμα η Αυστρία θα διαλυθεί, γιατί θα χάσει τον μόνο λόγο της ύπαρξής της, δηλ. να εμποδίζει με την παρουσία της τον τσαρισμό να καταπιεί τα διασκορπισμένα έθνη των Καρπαθίων και των Βαλκανίων». 3
Είναι εντυπωσιακός ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο αναφέρεται, ο Ένγκελς, στους λαούς της βαλκανικής, γράφοντας: «Είμαι αρκετά αυταρχικός, ώστε να θεωρώ ως αναχρονισμό την ύπαρξη αυτών των κατά φύσιν λαϊσκων καταμεσής στην Ευρώπη.4 Χαρακτηρίζονται επίσης «τα άθλια συντρίμμια πρώην εθνών», «ληστοσυρφετός» και «νανοφυλές»5. Για τους Βούλγαρους γράφει: «Πού αλλού στον κόσμο θα βρείτε τέτοιον γουρουνολαό;»6 Τους δε Κρητικούς τους χαρακτηρίζει ως «προβατοκλέφτες».7 Οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα πρέπει να εξηγηθούν από την συρροή δύο λόγων: Πρώτον ότι η ενδεχόμενη επανάσταση των βαλκανικών λαών κατά του οθωμανισμού θα ενίσχυε την κατ’ εξοχήν, για αυτούς αντεπαναστατική δύναμη, τον τσαρισμό. Δεύτερον ο ευρωκεντρισμός και η πεποίθηση, που έχουν διαμορφώσει, ότι οι λαοί, που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην βιομηχανική επανάσταση, είναι λαοί υποδεέστεροι, τουλάχιστον μέχρι να είναι σε θέση να κάνουν το επόμενο βήμα και να μεταβάλουν τις οικονομίες τους από γεωργοκτηνοτροφικές σε βιομηχανικές.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, διαθέτουν ένα ευαίσθητο ιστορικό και γεωπολιτικό αισθητήριο, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν σε βάθος τα γεγονότα και τις συνέπειες που αυτά έχουν. Για παράδειγμα, γράφουν για την Κωνσταντινούπολη, ότι «είναι η αιώνια πόλη-η Ρώμη της Ανατολής. Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με τον δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο»8, ενώ θα προσθέσουν πως «είναι η χρυσή γέφυρα ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, κι ο δυτικός πολιτισμός, όπως κι ο ήλιος, δεν μπορεί να κάνει τον κύκλο του γύρω απ’ τον κόσμο δίχως να περάσει από τούτη τη γέφυρα και δεν μπορεί να την περάσει δίχως αγώνα με τη Ρωσία»9. Σε τέτοιου είδους αναλύσεις, ο οικονομισμός δεν σκιάζει ούτε στιγμή τη βαθιά, οξεία, διεισδυτική πολιτική τους σκέψη: «Το καινούργιο γερμανικό κράτος έκαμε στην Ρωσσία το χατήρι ν’ αποσπάσει από την Γαλλία την Αλσατία και την Λορραίνη κι έτσι να ρίξει την Γαλλία στην αγκαλιά της Ρωσσίας. Τώρα η τσαρική διπλωματία βρισκόταν σε αξιοζήλευτη θέση, αφού ήξερε, ότι δύο χώρες, δηλ. η Γαλλία κι η Γερμανία, που αλληλομισούνται θανάσιμα εξαιτίας της απόσπασης αυτής, ήσαν εξαρτημένες από την Ρωσσία»10.
Συγχρόνως μπορούν να ανατέμνουν με επιτυχία και ρεαλισμό την διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Θεωρούν ότι ένας ενδεχόμενος πόλεμος ανάμεσα στην Γερμανία-Αυστρία από την μια και την Ρωσία από την άλλη, θα αποκόψει τους ευρωπαϊκούς λαούς από τα ρώσικα σιτηρά, ενώ η Αγγλία ως θαλάσσια δύναμη μπορεί να διαδραματίσει ένα κρίσιμο διεθνή ρόλο: «Όμως όλες οι χώρες της Δύσης ζουν μονάχα με την εισαγωγή σιτηρών από το εξωτερικό. Αυτή επομένως θα μπορούσε να γίνει μονάχα διά θαλάσσης, κι η υπεροχή της Αγγλίας στην θάλασσα της επιτρέπει ν’ αποκόψει από τις εισαγωγές τόσο την Γαλλία όσο και την Γερμανία, κι έτσι να καταδικάσει την μια ή την άλλη σε θάνατο από πείνα ανάλογα με το ποια μεριά επιλέγει. Όμως το να πολεμήσει για την Κωνσταντινούπολη σ’ ένα παγκόσμιο πόλεμο, όπου η απόφαση εξαρτάται από την Αγγλία- αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση, που η ρώσικη διπλωματία δούλεψε εδώ κι εκατόν πενήντα χρόνια ν’ αποφύγει».11
Προφανώς στα όρια τέτοιου είδους αναλύσεων, που διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, η αξιακή στόχευση της προλεταριακής επανάστασης, η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίων, δεν εξοβελίζει την δυσάρεστη πραγματικότητα όπου τα κράτη αγωνίζονται μεταξύ τους, με όλα τα μέσα που μπορούν να διαθέτουν, για την διεύρυνση της γεωοικονομικής, δηλαδή τελικά της πολιτικής τους, ισχύος.
> Ο Π.Κονδύλης επισημαίνει ότι είναι αβάσιμη η «τουρκοφιλία» των Μαρξ και Ένγκελς, γεγονός που καταφαίνεται στις αποφάνσεις τους για τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, αλλά και στο ότι ο Ένγκελς, ήδη από το 1849, «παραλληλίζει τις ήττες των Τούρκων μπροστά στην Βιέννη με την σωτηρία της Ευρώπης από τους Άραβες και χαρακτηρίζει την συγκαιρινή του Τουρκία ως “ολότελα ξεπερασμένο έθνος”». Ειδικότερα, η οθωμανική κοινωνία δεν έχει τα χαρακτηριστικά ούτε του φεουδαρχισμού, ούτε της αστικής κοινωνίας, αλλά πρόκειται για ασιατικό δεσποτισμό, όπου οι κατεχόμενοι πληθυσμοί, χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας και ασφάλειας, «υποφέρουν ιδιαίτερα από την υποδούλωσή τους σε μια μωαμεθανική στρατιωτική τάξη, που κατέχει την χώρα και πρέπει να συντηρηθεί από τους ίδιους. Τούτη η στρατιωτική κατοχή συγκεντρώνει στα χέρια της όλα τα δημόσια λειτουργήματα, στρατιωτικά, πολιτικά και δικαστικά».
Η οθωμανική άρχουσα τάξη έχει ορισμένα άθλια χαρακτηριστικά, κάποια από τα οποία κληρονομήθηκαν από το νεοελληνικό κράτος. Ο Π. Κονδύλης τονίζει ότι «λείπουν καθοριστικά γνωρίσματα της γραφειοκρατίας του νεότερου κράτους. Δεν συμπεριφέρεται με βάση πάγιους κι απρόσωπους κανόνες και κατά συνέπεια αγνοεί τον θεμελιώδη χωρισμό προσώπου και αξιώματος, οπότε το αξίωμα θεωρείται κατά πρώτο λόγο όχι ως λειτούργημα και υπηρεσία προς ένα έννομο κράτος, αλλά αφ’ ενός ως υπηρεσία προς το πρόσωπο του απόλυτου μονάρχη και αφ’ ετέρου ως μέσο πορισμού προσωπικών ωφελημάτων. Συνάμα οι σχέσεις αξιωματούχων και απλών υπηκόων δεν ρυθμίζονται με βάση γενικούς κι απροσωπόληπτους νόμους, αλλά σύμφωνα με τις επιταγές ενός άγραφου κώδικα απαρτιζόμενου από τοπικές, συγγενικές και προσωπικές νομιμοφροσύνες, συμπάθειες ή αντιπάθειες. Αυτή η ανυπαρξία σύγχρονης διοίκησης αντανακλάται στην κατάσταση του τουρκικού στρατού, εφόσον σύγχρονος στρατός χωρίς σύγχρονη διοίκηση δεν μπορεί να συγκροτηθεί. [ ] Μέσα στην κατάσταση αυτή ανθούν η νωθρότητα και η μοιρολατρία ως συμπτώματα μιας νοοτροπίας εντελώς ασυμβίβαστης με την εύτακτη και σύντονη δραστηριότητα καθώς και την συνεχή ένταση της προσοχής, οι οποίες απαιτούνται για την λειτουργία σύγχρονων διοικητικών μηχανισμών».
Ο Ένγκελς γράφει, ειδικότερα, πως «ακόμα κι οι αξιωματικοί θα προτιμούσαν ν’ αφήσουν τον στρατό να νικηθεί παρά να καταβάλουν προσπάθειες και να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους. Αυτό είναι από τα χειρότερα γνωρίσματα του τουρκικού στρατού και θ’ αρκούσε από μόνο του να τον κάμει ακατάλληλο για κάθε επιθετική εκστρατεία… Όσον αφορά τους ανώτερους βαθμούς επικρατεί μια ευνοιοκρατία, που ούτε μπορούν να την φαντασθούν τα δυτικά έθνη. Οι περισσότεροι στρατηγοί είναι Τσερκέζοι σκλάβοι, οι mignons (σημ. Π.Κ: ευνοούμενοι με παιδεραστική έννοια), κάποιου σπουδαίου άντρα στον καιρό της νιότης του. Πλήρης άγνοια, ανικανότητα και αυταρέσκεια επικρατούν απόλυτα, ενώ οι αυλικές μηχανορραφίες αποτελούν το κύριο μέσο προαγωγής».
Ο Ένγκελς, επισημαίνει ο Π. Κονδύλης, διαπιστώνει ότι «η όποια οικονομική πρόοδος γίνεται στην Τουρκία οφείλεται αποκλειστικά στους ραγιάδες Έλληνες, Αρμένιους και Σλάβους», ενώ οι Έλληνες ήσαν εμπορικός λαός, και οι έμποροι υπέφεραν περισσότερο από την καταπίεση των Τούρκων πασάδων, παρότι θεωρούσε ότι ο χριστιανός αγρότης καταπιεζόταν λιγότερο από αλλού. Όμως αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η επισήμανση ότι το ελληνικό εμπόριο μπορεί να αναπτύχθηκε, αλλά συγχρόνως ο ασιατικός δεσποτισμός έθετε αξεπέραστα εμπόδια στη δημιουργία εγχώριας αστικής τάξης: «Πράγματι η τουρκική κυριαρχία, όπως και κάθε ανατολική, είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία∙ όση υπεραξία κερδίζεται δεν είναι σίγουρη από τα χέρια αρπακτικών σατραπών και πασάδων∙ λείπει ο πρώτος βασικός όρος της αστικής προσοδοφόρας δραστηριότητας: η ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας του εμπόρου». Συνεπώς, αν ήταν δύσκολο στην περιορισμένη αγορά του νεότευκτου ελληνικού κράτους να δημιουργηθεί εγχώρια αστική τάξη, στην οθωμανική Τουρκία, που κυριαρχούσε ο ασιατικός δεσποτισμός, ήταν ανέφικτο.
Ο Ένγκελς σε επιστολές του, στον Μπερνστάιν στις 9.10.1986 και στον Π.Λαφάργκ στις 25/26.10.1988, με θέμα τις κοινωνικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, επισημαίνει ότι οι Τούρκοι διατήρησαν άθικτα τα «παλαιά υπολείμματα των κοινοτικών θεσμών», ενώ εμφατικά ισχυρίζεται ότι «οι κοινοτικοί θεσμοί θ’ αποτελούσαν περίφημη αφετηρία για το προχώρημα προς τον κομμουνισμό, ακριβώς όπως και το ρώσικο μιρ, που κι αυτό το βλέπουμε τώρα να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια μας». Οι επισημάνσεις αυτές αφ’ ενός αποδέχονται ότι κοινοτικοί θεσμοί προϋπήρξαν της τουρκοκρατίας και αφ’ ετέρου ότι ο κοινοτισμός και όχι ο κρατισμός μπορεί να οδηγήσει, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία, στην κοινωνική μεταβολή. Επιπλέον, επικρίνει αυστηρά τους Σέρβους που, αφού απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους, «κατέστρεψαν τους παλιούς κοινοτικούς θεσμούς με μια γραφειοκρατία και νομοθεσία διαμορφωμένη κατά το αυστριακό πρότυπο». Στην Ελλάδα η διάλυση της κοινοτικής παράδοσης ξεκινά από τους Βαυαρούς το 1833, με τον νόμο περί δήμων και κοινοτήτων, και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας.
Όμως, αν οι απόψεις αυτές ήταν νωρίτερα γνωστές στη χώρα μας, πιθανόν η μαρξιστική ιστοριογραφία δεν θα είχε αναλωθεί σε συζητήσεις για τον κοινωνικό χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821, δηλαδή αν ήταν έργο της αστικής τάξης ή όχι, ούτε σοσιαλιστές σαν τον Ν. Γιαννιό θα επιτίθονταν στον κοινοτιστή Κ. Καραβίδα, αλλά θα τον θεωρούσαν μέτοχο των δικών τους αγώνων.
Βεβαίως οι Μαρξ και Ένγκελς δεν παραλείπουν να αναφερθούν στον θεοκρατικό χαρακτήρα του οθωμανισμού ή στις θηριωδίες που διέπραξε.
Ο Μαρξ γράφει ότι μέσα σε ένα αιώνα στραγγαλίστηκαν 15 Φαναριώτες που είχαν σταλεί ως ηγεμόνες στα Βαλκάνια, ενώ «στις 12 Αυγούστου 1822, τη νύχτα, οι γενίτσαροι βάζουν φωτιά σ’ όλες τις γωνιές του Ιασίου και ορμούν μέσα στα φλεγόμενα σπίτια για να λεηλατήσουν και να σφάξουν. Περισσότερα από 2000 σπίτια καίγονται, το αίμα των κατοίκων ρέει, θηριωδίες των γενιτσάρων κ.λπ. Οι γενίτσαροι του Βουκουρεστίου μιμούνται αυτό το παράδειγμα∙ οι ζημιές εδώ δεν είναι τόσο μεγάλες».
Οι Φαναριώτες, ως μέρος μιας απόλυτα ανίκανης και διεφθαρμένης ιεραρχίας, οι «τουρκοχειροτονημένοι δουλο-πρίγκιπες» κατά τον Κοραή, ενώ συνειδητά παίζουν το κεφάλι τους για χάρη μίας εξουσίας, η οποία μπορεί να τους αφαιρεθεί οποιαδήποτε στιγμή μαζί με τη ζωή τους, αφομοιώνουν τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός τους. Όπως γράφει ο Π. Κονδύλης, «ο Ένγκελς τους αποκαλεί πανούργους και μηχανορράφους, διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων, ενώ ο Μαρξ ζωγραφίζει με ζοφερά χρώματα την διοίκησή τους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα δώρα, με τα οποία οι οσποδάροι αγόραζαν το αξίωμά τους, ισοφαρίζονταν με φόρους επιβαλλόμενους αμέσως κατόπιν στους υπηκόους τους∙ αν η Πύλη τους άλλαζε ή τους σκότωνε, το έκανε για να φανεί ότι εισακούει τα παράπονα των δυσαρεστημένων, για να τους αρπάξει τα πλούτη ή για να τους τιμωρήσει επειδή συχνά έπαιζαν το παιχνίδι της Ρωσίας».
Το 1985 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γνώση», σε εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμό του Π.Κονδύλη, η συλλογή από άρθρα των Μαρξ και Ένγκελς με τον τίτλο: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε ένα χρονικό ορίζοντα σαράντα ετών, σε διάφορες εφημερίδες της εποχής τους1.
Πρόκειται για σημαντικά και ενδιαφέροντα κείμενα, διότι μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίον προσέγγισαν το εθνικό ζήτημα, και τους γεωπολιτικούς παράγοντες, οι κλασικοί του μαρξισμού, καθώς και τον χαρακτήρα της κοινωνίας που διαμορφώθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Μαρξ δεν αγνοεί την πραγματικότητα των εθνών, ούτε τις φιλοδοξίες των κρατών για κυριαρχία και διεύρυνση της ισχύος τους. Επίσης δεν θεωρεί τα έθνη, σε όλες τουλάχιστον τις περιπτώσεις, ως πρόσφατες δημιουργίες του Διαφωτισμού, αλλά αντίθετα είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει την ιστορικότητά τους. Όμως τα εθνικά ζητήματα τα υπαγάγει στο κοσμοϊστορικό γεγονός που πρόκειται να τμήσει τον χρόνο κάθετα: την προλεταριακή επανάσταση. Η επιλογή αυτή έχει ένα κατ’ αρχήν παράδοξο αποτέλεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις είναι αναγκασμένος να προτείνει την αναστολή των κινημάτων εθνικής χειραφέτησης, να υπερασπίζεται έναν εθνικισμό ή ακόμη μια αυτοκρατορία εναντίον μίας άλλης, αν όλα αυτά θεωρεί ότι υπηρετούν την προλεταριακή σκοποθεσία. Συγχρόνως, μια εξαιρετικά ρεαλιστική προσέγγιση της γεωπολιτικής πραγματικότητας συγχέεται με τις προκαταλήψεις του Μαρξ για τα έθνη που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στη βιομηχανική επανάσταση. Στην οπτική αυτή, θεώρησαν την τσαρική Ρωσία ως την κατ’ εξοχήν αντεπαναστατική δύναμη. Μάλιστα, αντιμετωπίζουν ευμενώς την επέμβαση των ΗΠΑ στην Ευρώπη, διότι «είναι ο νεότερος και ρωμαλεότερος εκπρόσωπος της Δύσης»2, ο οποίος προστίθεται στις δυνάμεις που μπορούν να ανακόψουν τις ρώσικες ηγεμονικές φιλοδοξίες.Πρόκειται για σημαντικά και ενδιαφέροντα κείμενα, διότι μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίον προσέγγισαν το εθνικό ζήτημα, και τους γεωπολιτικούς παράγοντες, οι κλασικοί του μαρξισμού, καθώς και τον χαρακτήρα της κοινωνίας που διαμορφώθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Γεγονότα όπως η απελευθέρωση των βαλκανικών εθνών από τον οθωμανισμό, αφενός θα δημιουργούσαν κράτη, που θα ήταν εξαρτημένα από τη Ρωσία, αφετέρου θα έφερναν πολύ κοντά έναν ευρωπαϊκό πόλεμο, απομακρύνοντας την προοπτική της προλεταριακής επανάστασης. Συνεπώς, αν και γνωρίζουν πολύ καλά την άθλια πραγματικότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και διόλου δεν την εγκρίνουν, τελικά την υπερασπίζονται στα πλαίσια των προτεραιοτήτων της προλεταριακής επανάστασης. Τα βαλκανικά έθνη θα πρέπει αναγκαστικά να περιμένουν την ανατροπή του τσαρισμού: «Η κατάλυση αυτού του εφιάλτη, που πλακώνει ολόκληρη την Ευρώπη, αυτή είναι κατά την γνώμη μας ο πρώτος όρος της χειραφέτησης των εθνών της κεντρικής κι ανατολικής Ευρώπης. Μόλις ανατραπεί ο τσαρισμός θα καταρρεύσει η ανόσια δύναμη, που σήμερα εκπροσωπεί ο Μπίσμαρκ, γιατί θα της αφαιρεθεί το κύριο στήριγμα η Αυστρία θα διαλυθεί, γιατί θα χάσει τον μόνο λόγο της ύπαρξής της, δηλ. να εμποδίζει με την παρουσία της τον τσαρισμό να καταπιεί τα διασκορπισμένα έθνη των Καρπαθίων και των Βαλκανίων». 3
Είναι εντυπωσιακός ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο αναφέρεται, ο Ένγκελς, στους λαούς της βαλκανικής, γράφοντας: «Είμαι αρκετά αυταρχικός, ώστε να θεωρώ ως αναχρονισμό την ύπαρξη αυτών των κατά φύσιν λαϊσκων καταμεσής στην Ευρώπη.4 Χαρακτηρίζονται επίσης «τα άθλια συντρίμμια πρώην εθνών», «ληστοσυρφετός» και «νανοφυλές»5. Για τους Βούλγαρους γράφει: «Πού αλλού στον κόσμο θα βρείτε τέτοιον γουρουνολαό;»6 Τους δε Κρητικούς τους χαρακτηρίζει ως «προβατοκλέφτες».7 Οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα πρέπει να εξηγηθούν από την συρροή δύο λόγων: Πρώτον ότι η ενδεχόμενη επανάσταση των βαλκανικών λαών κατά του οθωμανισμού θα ενίσχυε την κατ’ εξοχήν, για αυτούς αντεπαναστατική δύναμη, τον τσαρισμό. Δεύτερον ο ευρωκεντρισμός και η πεποίθηση, που έχουν διαμορφώσει, ότι οι λαοί, που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην βιομηχανική επανάσταση, είναι λαοί υποδεέστεροι, τουλάχιστον μέχρι να είναι σε θέση να κάνουν το επόμενο βήμα και να μεταβάλουν τις οικονομίες τους από γεωργοκτηνοτροφικές σε βιομηχανικές.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, διαθέτουν ένα ευαίσθητο ιστορικό και γεωπολιτικό αισθητήριο, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν σε βάθος τα γεγονότα και τις συνέπειες που αυτά έχουν. Για παράδειγμα, γράφουν για την Κωνσταντινούπολη, ότι «είναι η αιώνια πόλη-η Ρώμη της Ανατολής. Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με τον δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο»8, ενώ θα προσθέσουν πως «είναι η χρυσή γέφυρα ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, κι ο δυτικός πολιτισμός, όπως κι ο ήλιος, δεν μπορεί να κάνει τον κύκλο του γύρω απ’ τον κόσμο δίχως να περάσει από τούτη τη γέφυρα και δεν μπορεί να την περάσει δίχως αγώνα με τη Ρωσία»9. Σε τέτοιου είδους αναλύσεις, ο οικονομισμός δεν σκιάζει ούτε στιγμή τη βαθιά, οξεία, διεισδυτική πολιτική τους σκέψη: «Το καινούργιο γερμανικό κράτος έκαμε στην Ρωσσία το χατήρι ν’ αποσπάσει από την Γαλλία την Αλσατία και την Λορραίνη κι έτσι να ρίξει την Γαλλία στην αγκαλιά της Ρωσσίας. Τώρα η τσαρική διπλωματία βρισκόταν σε αξιοζήλευτη θέση, αφού ήξερε, ότι δύο χώρες, δηλ. η Γαλλία κι η Γερμανία, που αλληλομισούνται θανάσιμα εξαιτίας της απόσπασης αυτής, ήσαν εξαρτημένες από την Ρωσσία»10.
Συγχρόνως μπορούν να ανατέμνουν με επιτυχία και ρεαλισμό την διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Θεωρούν ότι ένας ενδεχόμενος πόλεμος ανάμεσα στην Γερμανία-Αυστρία από την μια και την Ρωσία από την άλλη, θα αποκόψει τους ευρωπαϊκούς λαούς από τα ρώσικα σιτηρά, ενώ η Αγγλία ως θαλάσσια δύναμη μπορεί να διαδραματίσει ένα κρίσιμο διεθνή ρόλο: «Όμως όλες οι χώρες της Δύσης ζουν μονάχα με την εισαγωγή σιτηρών από το εξωτερικό. Αυτή επομένως θα μπορούσε να γίνει μονάχα διά θαλάσσης, κι η υπεροχή της Αγγλίας στην θάλασσα της επιτρέπει ν’ αποκόψει από τις εισαγωγές τόσο την Γαλλία όσο και την Γερμανία, κι έτσι να καταδικάσει την μια ή την άλλη σε θάνατο από πείνα ανάλογα με το ποια μεριά επιλέγει. Όμως το να πολεμήσει για την Κωνσταντινούπολη σ’ ένα παγκόσμιο πόλεμο, όπου η απόφαση εξαρτάται από την Αγγλία- αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση, που η ρώσικη διπλωματία δούλεψε εδώ κι εκατόν πενήντα χρόνια ν’ αποφύγει».11
Προφανώς στα όρια τέτοιου είδους αναλύσεων, που διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, η αξιακή στόχευση της προλεταριακής επανάστασης, η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίων, δεν εξοβελίζει την δυσάρεστη πραγματικότητα όπου τα κράτη αγωνίζονται μεταξύ τους, με όλα τα μέσα που μπορούν να διαθέτουν, για την διεύρυνση της γεωοικονομικής, δηλαδή τελικά της πολιτικής τους, ισχύος.
> Ο Π.Κονδύλης επισημαίνει ότι είναι αβάσιμη η «τουρκοφιλία» των Μαρξ και Ένγκελς, γεγονός που καταφαίνεται στις αποφάνσεις τους για τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, αλλά και στο ότι ο Ένγκελς, ήδη από το 1849, «παραλληλίζει τις ήττες των Τούρκων μπροστά στην Βιέννη με την σωτηρία της Ευρώπης από τους Άραβες και χαρακτηρίζει την συγκαιρινή του Τουρκία ως “ολότελα ξεπερασμένο έθνος”». Ειδικότερα, η οθωμανική κοινωνία δεν έχει τα χαρακτηριστικά ούτε του φεουδαρχισμού, ούτε της αστικής κοινωνίας, αλλά πρόκειται για ασιατικό δεσποτισμό, όπου οι κατεχόμενοι πληθυσμοί, χωρίς δικαιώματα ιδιοκτησίας και ασφάλειας, «υποφέρουν ιδιαίτερα από την υποδούλωσή τους σε μια μωαμεθανική στρατιωτική τάξη, που κατέχει την χώρα και πρέπει να συντηρηθεί από τους ίδιους. Τούτη η στρατιωτική κατοχή συγκεντρώνει στα χέρια της όλα τα δημόσια λειτουργήματα, στρατιωτικά, πολιτικά και δικαστικά».
Η οθωμανική άρχουσα τάξη έχει ορισμένα άθλια χαρακτηριστικά, κάποια από τα οποία κληρονομήθηκαν από το νεοελληνικό κράτος. Ο Π. Κονδύλης τονίζει ότι «λείπουν καθοριστικά γνωρίσματα της γραφειοκρατίας του νεότερου κράτους. Δεν συμπεριφέρεται με βάση πάγιους κι απρόσωπους κανόνες και κατά συνέπεια αγνοεί τον θεμελιώδη χωρισμό προσώπου και αξιώματος, οπότε το αξίωμα θεωρείται κατά πρώτο λόγο όχι ως λειτούργημα και υπηρεσία προς ένα έννομο κράτος, αλλά αφ’ ενός ως υπηρεσία προς το πρόσωπο του απόλυτου μονάρχη και αφ’ ετέρου ως μέσο πορισμού προσωπικών ωφελημάτων. Συνάμα οι σχέσεις αξιωματούχων και απλών υπηκόων δεν ρυθμίζονται με βάση γενικούς κι απροσωπόληπτους νόμους, αλλά σύμφωνα με τις επιταγές ενός άγραφου κώδικα απαρτιζόμενου από τοπικές, συγγενικές και προσωπικές νομιμοφροσύνες, συμπάθειες ή αντιπάθειες. Αυτή η ανυπαρξία σύγχρονης διοίκησης αντανακλάται στην κατάσταση του τουρκικού στρατού, εφόσον σύγχρονος στρατός χωρίς σύγχρονη διοίκηση δεν μπορεί να συγκροτηθεί. [ ] Μέσα στην κατάσταση αυτή ανθούν η νωθρότητα και η μοιρολατρία ως συμπτώματα μιας νοοτροπίας εντελώς ασυμβίβαστης με την εύτακτη και σύντονη δραστηριότητα καθώς και την συνεχή ένταση της προσοχής, οι οποίες απαιτούνται για την λειτουργία σύγχρονων διοικητικών μηχανισμών».
Ο Ένγκελς γράφει, ειδικότερα, πως «ακόμα κι οι αξιωματικοί θα προτιμούσαν ν’ αφήσουν τον στρατό να νικηθεί παρά να καταβάλουν προσπάθειες και να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους. Αυτό είναι από τα χειρότερα γνωρίσματα του τουρκικού στρατού και θ’ αρκούσε από μόνο του να τον κάμει ακατάλληλο για κάθε επιθετική εκστρατεία… Όσον αφορά τους ανώτερους βαθμούς επικρατεί μια ευνοιοκρατία, που ούτε μπορούν να την φαντασθούν τα δυτικά έθνη. Οι περισσότεροι στρατηγοί είναι Τσερκέζοι σκλάβοι, οι mignons (σημ. Π.Κ: ευνοούμενοι με παιδεραστική έννοια), κάποιου σπουδαίου άντρα στον καιρό της νιότης του. Πλήρης άγνοια, ανικανότητα και αυταρέσκεια επικρατούν απόλυτα, ενώ οι αυλικές μηχανορραφίες αποτελούν το κύριο μέσο προαγωγής».
Ο Ένγκελς, επισημαίνει ο Π. Κονδύλης, διαπιστώνει ότι «η όποια οικονομική πρόοδος γίνεται στην Τουρκία οφείλεται αποκλειστικά στους ραγιάδες Έλληνες, Αρμένιους και Σλάβους», ενώ οι Έλληνες ήσαν εμπορικός λαός, και οι έμποροι υπέφεραν περισσότερο από την καταπίεση των Τούρκων πασάδων, παρότι θεωρούσε ότι ο χριστιανός αγρότης καταπιεζόταν λιγότερο από αλλού. Όμως αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η επισήμανση ότι το ελληνικό εμπόριο μπορεί να αναπτύχθηκε, αλλά συγχρόνως ο ασιατικός δεσποτισμός έθετε αξεπέραστα εμπόδια στη δημιουργία εγχώριας αστικής τάξης: «Πράγματι η τουρκική κυριαρχία, όπως και κάθε ανατολική, είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία∙ όση υπεραξία κερδίζεται δεν είναι σίγουρη από τα χέρια αρπακτικών σατραπών και πασάδων∙ λείπει ο πρώτος βασικός όρος της αστικής προσοδοφόρας δραστηριότητας: η ασφάλεια του προσώπου και της ιδιοκτησίας του εμπόρου». Συνεπώς, αν ήταν δύσκολο στην περιορισμένη αγορά του νεότευκτου ελληνικού κράτους να δημιουργηθεί εγχώρια αστική τάξη, στην οθωμανική Τουρκία, που κυριαρχούσε ο ασιατικός δεσποτισμός, ήταν ανέφικτο.
Ο Ένγκελς σε επιστολές του, στον Μπερνστάιν στις 9.10.1986 και στον Π.Λαφάργκ στις 25/26.10.1988, με θέμα τις κοινωνικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, επισημαίνει ότι οι Τούρκοι διατήρησαν άθικτα τα «παλαιά υπολείμματα των κοινοτικών θεσμών», ενώ εμφατικά ισχυρίζεται ότι «οι κοινοτικοί θεσμοί θ’ αποτελούσαν περίφημη αφετηρία για το προχώρημα προς τον κομμουνισμό, ακριβώς όπως και το ρώσικο μιρ, που κι αυτό το βλέπουμε τώρα να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια μας». Οι επισημάνσεις αυτές αφ’ ενός αποδέχονται ότι κοινοτικοί θεσμοί προϋπήρξαν της τουρκοκρατίας και αφ’ ετέρου ότι ο κοινοτισμός και όχι ο κρατισμός μπορεί να οδηγήσει, στα Βαλκάνια και στη Ρωσία, στην κοινωνική μεταβολή. Επιπλέον, επικρίνει αυστηρά τους Σέρβους που, αφού απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους, «κατέστρεψαν τους παλιούς κοινοτικούς θεσμούς με μια γραφειοκρατία και νομοθεσία διαμορφωμένη κατά το αυστριακό πρότυπο». Στην Ελλάδα η διάλυση της κοινοτικής παράδοσης ξεκινά από τους Βαυαρούς το 1833, με τον νόμο περί δήμων και κοινοτήτων, και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας.
Όμως, αν οι απόψεις αυτές ήταν νωρίτερα γνωστές στη χώρα μας, πιθανόν η μαρξιστική ιστοριογραφία δεν θα είχε αναλωθεί σε συζητήσεις για τον κοινωνικό χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821, δηλαδή αν ήταν έργο της αστικής τάξης ή όχι, ούτε σοσιαλιστές σαν τον Ν. Γιαννιό θα επιτίθονταν στον κοινοτιστή Κ. Καραβίδα, αλλά θα τον θεωρούσαν μέτοχο των δικών τους αγώνων.
Βεβαίως οι Μαρξ και Ένγκελς δεν παραλείπουν να αναφερθούν στον θεοκρατικό χαρακτήρα του οθωμανισμού ή στις θηριωδίες που διέπραξε.
Ο Μαρξ γράφει ότι μέσα σε ένα αιώνα στραγγαλίστηκαν 15 Φαναριώτες που είχαν σταλεί ως ηγεμόνες στα Βαλκάνια, ενώ «στις 12 Αυγούστου 1822, τη νύχτα, οι γενίτσαροι βάζουν φωτιά σ’ όλες τις γωνιές του Ιασίου και ορμούν μέσα στα φλεγόμενα σπίτια για να λεηλατήσουν και να σφάξουν. Περισσότερα από 2000 σπίτια καίγονται, το αίμα των κατοίκων ρέει, θηριωδίες των γενιτσάρων κ.λπ. Οι γενίτσαροι του Βουκουρεστίου μιμούνται αυτό το παράδειγμα∙ οι ζημιές εδώ δεν είναι τόσο μεγάλες».
Οι Φαναριώτες, ως μέρος μιας απόλυτα ανίκανης και διεφθαρμένης ιεραρχίας, οι «τουρκοχειροτονημένοι δουλο-πρίγκιπες» κατά τον Κοραή, ενώ συνειδητά παίζουν το κεφάλι τους για χάρη μίας εξουσίας, η οποία μπορεί να τους αφαιρεθεί οποιαδήποτε στιγμή μαζί με τη ζωή τους, αφομοιώνουν τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός τους. Όπως γράφει ο Π. Κονδύλης, «ο Ένγκελς τους αποκαλεί πανούργους και μηχανορράφους, διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων, ενώ ο Μαρξ ζωγραφίζει με ζοφερά χρώματα την διοίκησή τους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα δώρα, με τα οποία οι οσποδάροι αγόραζαν το αξίωμά τους, ισοφαρίζονταν με φόρους επιβαλλόμενους αμέσως κατόπιν στους υπηκόους τους∙ αν η Πύλη τους άλλαζε ή τους σκότωνε, το έκανε για να φανεί ότι εισακούει τα παράπονα των δυσαρεστημένων, για να τους αρπάξει τα πλούτη ή για να τους τιμωρήσει επειδή συχνά έπαιζαν το παιχνίδι της Ρωσίας».
Τα κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς για το Ανατολικό Ζήτημα, ενώ θέτουν το αίτημα της απελευθέρωσης των λαών που είναι κάτω από την σκιά του οθωμανισμού σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την επανάσταση, εκπλήσσουν με τη διαυγή γεωπολιτική τους ανάλυση και με την λεπτομερή γνώση των γεγονότων που συμβαίνουν στα Βαλκάνια. Φυσικά, διόλου δεν εξιδανικεύουν τον ασιατικό δεσποτισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά αντίθετα τον θεωρούν ως το σημαντικότερο εμπόδιο για τη συγκρότηση μιας γηγενούς, εγχώριας αστικής τάξης. Ο κοινοτισμός θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, αλλά αντίθετα να χρησιμεύσει ως το σκαλοπάτι για την κοινωνική αλλαγή. Είναι εντυπωσιακό ότι, δεκαετίες μετά την ένταξη στην Ε.Ε., το νεοελληνικό κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση τα οθωμανικά ήθη της ευνοιοκρατίας και της δωροδοκίας. Προφανώς διότι, αυτοί που μας διοικούν, κάτω από τα ευρωπαϊκά τους ενδύματα κρύβουν τις οθωμανικές τους συνήθειες, συχνά και εξαρτήσεις.
Σημειώσεις
1. Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμός Παναγιώτη Κονδύλη, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, σελ. 556.
2. Όπ.π., σ.163.
3. Όπ.π., σ.σ.466,467.
4. Όπ.π., σ. 450.
5. Όπ.π., σ.454
6. Όπ.π., σ.451.
7. Όπ.π., σ.468.
8. Όπ.π., σ.163.
9. Όπ.π., σ.164.
10. Όπ.π., σ.478.
11. Όπ.π., σ.480.
2. Όπ.π., σ.163.
3. Όπ.π., σ.σ.466,467.
4. Όπ.π., σ. 450.
5. Όπ.π., σ.454
6. Όπ.π., σ.451.
7. Όπ.π., σ.468.
8. Όπ.π., σ.163.
9. Όπ.π., σ.164.
10. Όπ.π., σ.478.
11. Όπ.π., σ.480.
Ανάρτηση από : http://ardin-rixi.gr