Γιώργος Κοντογιώργης: Οι ολιγάρχες
Η προδημοσίευση στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 13.4.2014
Λαμβάνω ως αφετηριακό δεδομένο ότι το πολιτικό σύστημα που προέκυψε από τη μετάβαση του νεότερου κόσμου από τη φεουδαρχία/δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό είναι ολιγαρχικό και, μάλιστα, με αυστηρή ιεραρχική διάταξη της εξουσίας, που απολήγει σε μια ορισμένου χρόνου εκλόγιμη μοναρχία. Η απόφανση για τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος προκύπτει καταρχήν από τη σχέση που εγκαθιδρύει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που αποκλείει την πρώτη από την πολιτεία και από τις πολιτικές που εφαρμόζει.
Τη συγκρότηση και τη λειτουργία της ολιγαρχικής πολιτείας έχει αναλάβει το κομματικό σύστημα. Αυτό κατέχει την αρμοδιότητα να επιλέγει και, μάλιστα, κατά τον τρόπο της ιδιοποίησης το πολιτικό προσωπικό. Από το κόμμα συγκροτούνται οι κοινωνικές και πολιτικές ιεραρχίες, επιβάλλεται και νομιμοποιείται ο εγκιβωτισμός της κοινωνίας στον ιδιωτικό χώρο, πέραν της πολιτείας. Αυτό μοιράζει τον πλούτο, οικοδομεί σταδιοδρομίες, καθορίζει τις πολιτικές που θα ασκηθούν με μια πλήρως αυτόβουλη εξουσία. Αυτόβουλη έναντι του κοινού λαού, όχι της ολιγαρχικής τάξης η οποία λειτουργεί ως επικυρίαρχος στο περιβάλλον του παρασκηνίου ή μέσω των συσχετισμών. Στο πλαίσιο αυτό, η συνοίκηση της κομματοκρατίας με την ολιγαρχική τάξη αθροίζεται εφεξής με τα συμφέροντα των συγκατανευσιφάγων, που προσεγγίζουν το κράτος ως πρυτανείο σίτισης. Εν ολίγοις, το είδος της πολιτείας θα αποφασίσει εάν οι συσχετισμοί θα θέσουν την κοινωνία στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής (η δημοκρατία ή έστω η αντιπροσώπευση) ή στο περιθώριο των πολιτικών της (η ολιγαρχία), με πρόσημο την ευημερία και την ελευθερία της ή τον εγκιβωτισμό της στη διαρκή δυστυχία και στην υποτέλεια.
Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί που υπερασπίζονται τα κόμματα σκοπίμως παρακάμπτουν το πραγματικό ερώτημα: Ότι δεν ζητείται η κατάργησή τους, αλλά ο μετασχηματισμός τους, στο πλαίσιο μιας συνολικής μεταβολής του πολιτικού συστήματος σε αντιπροσωπευτικό και, περαιτέρω, σε δημοκρατία. Στο περιβάλλον του κρατούντος πολιτικού συστήματος το κόμμα ασκεί μιαδιαμεσολαβητική και όχι αντιπροσωπευτική λειτουργία στο πολιτικό σύστημα. Η διαφορά είναι θεμελιώδης.
Ωστόσο, το ζήτημα, όπως εντοπίζεται στις ημέρες μας είναι πολύ πιο απλό. Διότι μια προοδευτική οπτική του κομματικού συστήματος, στο πλαίσιο του νεοτερικού κράτους, θα αξίωνε την επάνοδό του στις πρόνοιες του δικού του Συντάγματος, έτσι ώστε να παίζει τον ρόλο του δημόσιου φορέα, ανεξαρτήτως του εάν θα υπηρετεί ταξικά ή γενικότερα συμφέροντα. Επάνοδο που προϋποθέτει όπως το κόμμα συμπεριφέρεται ως διαμεσολαβητής ευρύτερων κοινωνικών συμφερόντων και όχι ως προαγωγός της ιδιοποίησης και ενορχηστρωτής ενός συστήματος ολιγαρχικών συμμοριών που λυμαίνονται το κράτος. Επομένως, όποιος υποστηρίζει το παρόν κομματικό σύστημα, ειδικότερα στην Ελλάδα, δεν είναι απλώς ολιγαρχικός. Υποστηρίζει ή και συμμετέχει ως λειτουργός σε ένα δυναστικό για την κοινωνία των πολιτών καθεστώς. Δεν έχει σημασία εάν δηλώνει ότι είναι δεξιός ή αριστερός ή εάν αποκαλεί το πολιτικό σύστημα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό ή και τα δύο, προκειμένου να ρίχνει στάχτη στα μάτια της κοινωνίας. Βασικός αντίπαλος των οπαδών της κομματοκρατίας, αλλά και γενικότερα του σημερινού μη αντιπροσωπευτικού και, προφανώς, μη δημοκρατικού συστήματος είναι η κοινωνία των πολιτών. Εάν εξαιρέσουμε τους αφελείς ή τους αμαθείς, όλοι όσοι συντάσσονται ενεργά με το σύστημα αυτό παρατηρούμε ότι διαγκωνίζονται για να καταλάβουν μικρές ή μεγάλες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή να επωφεληθούν, μέσω των κομμάτων ή της κομματικής εύνοιας, σε βάρος της κοινωνίας και της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ισχυρισμός ότι όποιος δεν είναι με τον λεγόμενο κοινοβουλευτισμό, που ταυτίζεται με τα κόμματα, τα οποία τον διαχειρίζονται κατά τρόπο κυρίαρχο, είναι με το αυταρχικό πολιτικό σύστημα, φανερώνει μια βαθιά ολιγαρχική ιδεολογία και, οπωσδήποτε, τον περιορισμένο γνωσιολογικά ορίζοντα της εποχής μας. Είναι από την άποψη αυτή εκπληκτικό να διαπιστώσει κανείς το απύθμενο θράσος των θιασωτών της νεοτερικότητας να ορίζουν τη δημοκρατία ως το ταυτολογικά ισοδύναμο των κομμάτων.
Όντως, στις μέρες μας επικρατεί η αρχή της ενιαίας σκέψης, του ενός και μοναδικού πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Σε πολιτειακό επίπεδο, «σταδιοδρομεί» αποκλειστικά το λεγόμενο κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η αυταρχική του παρέκκλιση. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν υπήρξαν ή ότι δεν θα υπάρξουν στο μέλλον άλλα πολιτεύματα. Δηλώνει απλώς ότι η εποχή μας, επειδή είναι πρώιμη ανθρωποκεντρικά, δηλαδή βρεφική ως προς τον χρόνο της σύνολης ζωής της, δεν έχει ακόμη διαφοροποιηθεί εξελικτικά, γνωρίζει μόνο αυτά τα πολιτεύματα. Τα οποία, βεβαίως, έχουν μορφολογικές, όχι όμως και τυπολογικές διαφορές μεταξύ τους. Θα έλεγα, κυριολεκτώντας, ότι το αυταρχικό αποτελεί απλή παρέκβαση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Οι διαφορές τους είναι ελάχιστες διότι η θεμέλια φιλοσοφία τους είναι ίδια. Ένα πολίτευμα που διαφέρει από ένα άλλο μόνο μορφολογικά έχει αδελφική συγγένεια με το πρώτο. Για παράδειγμα, μορφολογικά διαφέρουν μεταξύ τους το προεδρικό, το βασιλευόμενο και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Διαφέρουν ως προς την κατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των διάφορων φορέων του κράτους. Ομοίως, μεταξύ του κοινοβουλευτικού και του αυταρχικού καθεστώτος διαπιστώνουμε ότι συντρέχει μόνο μορφολογική διαφοροποίηση, που γίνεται ουσιώδης μόνον επειδή επηρεάζει το εύρος της ατομικής ελευθερίας. Εξ επόψεως πολιτικής τυπολογίας όμως είναι ίδια.
Μια διαφορά μεταξύ δικτατορίας και κοινοβουλευτισμού, σε επίπεδο πολιτεύματος, είναι η ύπαρξη (περισσότερων) κομμάτων. Ομοιάζουν εντούτοις στο ότι και τα δύο εδράζονται στην αρχή της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους. Υπό την έννοια αυτή, διαφέρουν ως προς την ποσόστωση, δηλαδή ως προς τα ποιοτικά στοιχεία του αυταρχικού συμβάντος. Στους μεν, η καταστολή είναι άμεση, στους δε «αιτιολογημένη». Η μεν απαγορεύει ρητώς την εξωθεσμική πολιτική παρέμβαση των πολιτών, το δε απλώς την καταστέλλει. Η κοινωνία και στις δύο περιπτώσεις είναι ιδιώτης. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ελεύθερη εάν ασχολείται με τα ιδιωτικά της ζητήματα και δεν ενοχλεί την κυρίαρχη, σε κάθε περίπτωση, εξουσία. Η συγγένεια του κοινοβουλευτισμού και της αυταρχικής του παρέκκλισης γίνεται εμφανέστερη σε περιόδους που η αμφισβήτηση αποκτά τον χαρακτήρα της απειλής για το σύστημα. Απόλλυται τότε η διαφοροποιός αντίληψη της πολιτικής λειτουργίας: Η ανοχή στη διαμαρτυρία και η εκφυλιστική διαχείριση της εναντίωσης που απαντάται στον κοινοβουλευτισμό. Η κοινωνία των πολιτών όχι μόνο δεν μετέχει της πολιτείας, αλλά και δεν της αναγνωρίζεται το δικαίωμα να αξιώσει τη μεταβολή του. Δεν δικαιούται, για παράδειγμα, ούτε προβλέπεται η δυνατότητα να αποφασίσει την ανάκληση της εκχώρησης της πολιτικής κυριαρχίας (και κυριολεκτικά της πολιτείας) στο κράτος, προκειμένου να αναλάβει η ίδια αμέσως την άσκησή της.
Για να επανέλθουμε: Διαφέρουν τυπολογικά δύο πολιτείες όταν αλλάζει η ουσία τους. Η ουσία αυτή έγκειται στη σχέση που ενυπάρχει μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και, κυριολεκτικά, στη θέση που επιφυλάσσεται στην κοινωνία των πολιτών μέσα στην πολιτεία. Το σημερινό πολιτικό σύστημα −το κοινοβουλευτικό, το μόνο που γνωρίζει ο σύγχρονος κόσμος− και η αυταρχική του παρέκκλιση διαπιστώνουμε διά γυμνού οφθαλμού ότι εδράζονται στην αρχή ότι την πολιτεία την ενσαρκώνει το κράτος. Κράτος και πολιτεία θεωρείται ότι ταυτίζονται, εκ φύσεως, ότι ενώνονται μεταξύ τους σε σάρκα μία, και ότι, επομένως, είναι αυτονόητο πως έτσι ήταν και έτσι θα είναι για πάντα. Τη βεβαιότητα αυτή τη διατυπώνουν με διάφορους τρόπους. Ότι για παράδειγμα είναι στην ανθρώπινη φύση να συντρέχει η διάκριση κυβερνώντων και κυβερνωμένων, λόγω της πολυπλοκότητας των πολιτικών υποθέσεων και της άγνοιας της κοινωνίας. Τίποτε πιο εσφαλμένο από αυτό. Ο πολίτης στο σύστημα αυτό ανήκει στο κράτος, είναι υπήκοός του, όχι εταίρος της πολιτείας.
Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της πολιτειακής απάτης, που επεξεργάσθηκε και μετέβαλε σε βεβαιότητα ο συνδυασμός άγνοιας και ιδεολογικής επιλογής των διανοητών του δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αρκεί να αποκωδικοποιήσουμε ορισμένες πρόνοιες του συστήματος. Τα κόμματα, εν προκειμένω, λειτουργούν ως μηχανισμοί αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού και, υπό μια έννοια, υποκαθιστούν ουσιαστικά τη ρητή συνταγματική επιταγή ότι κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Το έχει υπό τον όρο ότι θα τον υιοθετήσει το κόμμα. Να υποθέσουμε άραγε ότι, παρ’ όλα αυτά, το πολιτικό προσωπικό, δηλαδή το κόμμα, λειτουργεί ως εντεταλμένο της κοινωνίας των πολιτών; Προφανέστατα όχι. Εξού και το πολιτικό προσωπικό, από τη στιγμή που εκλέγεται, εντέλλεται από το σύνταγμανα λειτουργεί «κατά συνείδηση», να αποδεσμευθεί πλήρως από τη βούληση του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μέτρο της "συνείδησης" αυτής δεν είναι το πολιτεύεσθαι και την κοινωνική βούληση ή σύμφωνα με το κοινό συμφέρον, αλλά νεφελώδεις διατυπώσεις όπως το γενικό συμφέρον, το δημόσιο (κρατικό) συμφέρον κ.λπ. Με τον τρόπο αυτόν, εντολέας και εντολοδόχος συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Ο πολιτικός ως εντολέας αποφασίζει τι είναι εθνικό, σύμφωνο με το γενικό ή το κοινωνικό συμφέρον, και ως εντολοδόχος πολιτεύεται αναλόγως.
Αφού τα κόμματα δεν κατέχουν θέση εντολοδόχου της κοινωνίας, αλλά διαμεσολαβούν απλώς συμφέροντα τρίτων συνάγεται ότι και η ψήφος του πολίτη δεν έχει αντιπροσωπευτικό περιεχόμενο. Ο πολίτης είναι ατελής, η συμμετοχή του έχει αποκλειστικά νομιμοποιητικό περιεχόμενο για το πολιτικό προσωπικό που επιλέγεται από τους μηχανισμούς για να διαχειρισθεί την πολιτική εξουσία.
Στο σημείο αυτό σημειώνεται η διαφοροποίηση μεταξύ του ελληνικού πολιτικού συστήματος και εκείνου της Δύσεως. Εκεί το πολιτικό προσωπικό λειτούργησε ταξικά, κατά τη φύση των κοινωνιών που εξήρχοντο από τη φεουδαρχία. Εδώ, για πολλούς λόγους, το πολιτικό προσωπικό υπερέβη τους διαχωρισμούς αυτούς και ιδιοποιήθηκε ολοκληρωτικά το κράτος. Στη μια περίπτωση λειτούργησε ως διαμεσολαβητής τάξεων ή επιμέρους συμφερόντων. Στην άλλη συγκρότησε ευρέως ολιγαρχικές συμμορίες για να νεμηθούν διά του κράτους ένα ολόκληρο έθνος: αυτό που είχε περιέλθει στην επικράτειά του, αλλά και εκείνο που βίωνε ακόμη την προσδοκία της εθνικής ολοκλήρωσης.
Συμβαίνει στις ημέρες μας, για πρώτη φορά κατά τους νεότερους χρόνους, να συναντώνται οι βηματισμοί του ελληνικού κράτους με εκείνους της Δύσεως, μολονότι έρχονται από διαφορετικούς δρόμους. Διότι η σχετική ισορροπία που επιτεύχθηκε κατά μικρόν στη Δύση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει διαρραγεί και επομένως τίθεται το ερώτημα πώς θα αποτραπεί η περαιτέρω μονοσήμαντη κυριαρχία των αγορών στο κράτος και δι’ αυτού η απώλεια για τις κοινωνίες όσων επέτυχαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι σημαντικό να τονισθεί, ωστόσο, ότι η ισορροπία αυτή επιτεύχθηκε με μάχες που δόθηκαν στους δρόμους ανάμεσα στις δυνάμεις της εργασίας και στις δυνάμεις που κατέχουν το σύστημα. Όχι μέσα στο σύστημα της οικονομίας και της πολιτείας.
Στο πλαίσιο αυτό, το κομματικό σύστημα έπαιξε έναν εξισορροπητικό ρόλο, που κατέτεινε στην εκλογική οικειοποίηση της κοινωνίας και συνάμα στη συννομή του κράτους με τις δυνάμεις της οικονομίας. Η διαπίστωση ότι στις μέρες μας το κόμμα δεν δύναται και προφανώς δεν θέλει, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, να παίξει τον εξισορροπητικό αυτό ρόλο επιβάλλει να ξαναδούμε πώς η κοινωνία των πολιτών θα αποκαταστήσει τη συσχετισμική ισορροπία, ώστε η βαρύτητα της βούλησής της να επανέλθει στην πολιτική. Είναι προφανές ότι τον ρόλο αυτό δεν μπορούν να τον παίξουν τα κόμματα, ως έχουν σήμερα, διότι τον έχουν αποποιηθεί και έχουν παραδοθεί αύτανδρα στις αγορές. Από τότε που οι ιστορικές ιδεολογίες της μετάβασης (ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός) εξεπλήρωσαν τον ρόλο τους και οι πολιτικές δυνάμεις που τις διακινούσαν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους, η διελκυστίνδα μεταξύ τους εστιάσθηκε στη νομή της εξουσίας.
Τα ανωτέρω συνομολογούν ότι το κόμμα της κομματοκρατίας έχει μεταβληθεί σε αντικοινωνικό λειτουργό της πολιτικής και νομέα του κράτους, δηλαδή σε τυπικό αντιδραστικό μόρφωμα. Στον ρόλο του αυτόν συνάδει η οικοδόμηση πλήθους από αναχώματα προστασίας του πολιτικού προσωπικού από κάθε δυνατότητα ελέγχου των πολιτικών του ή της πολιτικής του συμπεριφοράς από τη δικαιοσύνη. Ο πολιτικός κηρύσσεται ανεξέλεγκτος αλλά και ανεύθυνος απέναντι στην κοινωνία των πολιτών, ενώ η περιένδυσή του με δικαστικές και άλλες αρμοδιότητες νομιμοποιεί την λεηλατική του στόχευση και τη μεταβολή του κράτους (ως πολιτικού συστήματος, ως διοίκησης κ.λπ.) σε εκτροφείο ολιγαρχικών συμμοριών που ενορχηστρώνουν κυβέρνηση και Βουλή με όχημα τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Εφεξής, ο αποκλεισμός της δικαιοσύνης από τα δρώμενα της πολιτικής γίνεται στο όνομα της "μη ποινικοποίησής" της, ενώ η κακή πολιτική τάξη αιτιολογείται από την κακή κοινωνία που την εκλέγει! Η ενοχοποίηση της κοινωνίας για τα πεπραγμένα και την ποιότητα της πολιτικής τάξης αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξή της.
Η θέση της διανόησης, ιδίως εκείνης που καταγίνεται με τα κοινωνικο-πολιτικά και ιστορικά δρώμενα, αποδεικνύεται καταλύτης, σε συνδυασμό με το σύνολο των συνταγματικών και πολιτικών μέτρων που οδηγούν στη χειραγώγηση της σκέψης και της πράξης του πολίτη. Μάλιστα, από τη στιγμή που οι νομείς της πολιτικής και η διανόηση όρισαν τη δημοκρατία ως ταυτολογία του κομματικού συστήματος, εννοούν να εγκαλούν την αμφισβήτηση της «πολιτείας» τους ως αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Όποιος δεν αποδέχεται, όχι τα κόμματα, αλλά τη μετάλλαξή τους, που συνεπάγεται την ιδιοποίηση της πολιτικής και την αποξένωσή τους από την κοινωνία των πολιτών, ανακηρύσσεται εχθρός της δημοκρατίας. Η προβολή του επιχειρήματος της αντιπροσώπευσης ή της δημοκρατίας καταγράφεται, στην καλύτερη περίπτωση, ως λαϊκισμός. Φθάνουν, μάλιστα, στο σημείο να προβάλλουν θεωρίες που στοχοποιούν την πλειοψηφία, δηλαδή την κοινωνία, ως εχθρό των δικαιωμάτων, δηλώνοντας με περισσή θρασύτητα ότι τοδικαίωμα είναι ανώτερο της ελευθερίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιδραστική μετάλλαξη του κομματικού συστήματος συνάδει με μια προφανή ταξινόμηση της κοινωνίας στην κατηγορία του μέγιστου εχθρού του κράτους. Όχι την κοινωνία ιδιώτη, αλλά την κοινωνία των πολιτών που αξιώνει τη συμμετοχή της στα πολιτικά πράγματα. Σ’ αυτήν που μπορεί δυνάμει να θέσει σε αμφισβήτηση τη μονοσήμαντη πολιτική κυριαρχία της πολιτικής τάξης, που ενδέχεται να αξιώσει τη μετάλλαξή της σε δήμο της πολιτείας.
Τα παραπάνω κάνουν ολοφάνερο, νομίζω, ότι όποιος συντάσσεται με την παρούσα λειτουργία των κομμάτων είναι βαθιά ολιγαρχικός διότι αρνείται την αντιπροσώπευση, και προφανώς τη δημοκρατία, υπέρ ενός προ-πολιτειακού πολιτεύματος, «τριτοκοσμικού» ακόμη και για τις συνθήκες της εποχής μας. Στο μέτρο δε που το πολίτευμα αυτό έχει βαθιά μεταλλαχθεί σε λεηλατικό και δεσποτικό έναντι του κράτους και της κοινωνίας ταξινομείται επίσης ως οπισθοδρομικό. Είναι τέλος και αντιδραστικό, επειδή έρχεται αντιμέτωπο με τη λογική της εξέλιξης, η οποία επαγγέλλεται ήδη κατά τρόπο αδήριτο τη μετάβαση στην αντιπροσωπευτική και, στο βάθος του χρόνου, στη δημοκρατική πολιτεία. Οι φορείς της κομματοκρατίας -και όχι οι κριτικοί της- έκαμαν δυσδιάκριτη τη διαφορά μεταξύ νομιμότητας και ανομίας, μεταξύ κοινοβουλευτικών και αυταρχικής αναφοράς κομμάτων, μεταξύ ιδίου και δημόσιου συμφέροντος. Αυτοί εμμένουν να αντιστρατεύονται το κοινό συμφέρον υπέρ εκείνου των αγορών και να αντιμετωπίζουν την κοινωνία των πολιτών, ιδίως δε την προοπτική της εισόδου της στην πολιτεία και του ελέγχου από αυτήν της πολιτικής τάξης, ως το μέγιστο και πλέον αποκρουστικό διακύβευμα του 21ου αιώνα.
Συμπέρασμα: Η ιδέα της εναντίωσης στην κομματοκρατία αντιμετωπίζεται με βαθύτατη εχθρότητα από όλο το πολιτικό φάσμα, από τη Δεξιά έως την Αριστερά και τους αντιεξουσιαστές, διότι όλοι τους είναι, συνειδητά ή μη, ιδεολογικά ολιγαρχικοί και, συχνά, αντιδραστικοί. Αντιμετωπίζεται επίσης με απορία, αφού εκτός από τη βαθιά τους άγνοια, που αποδίδει την άγνοια του συνόλου της νεοτερικότητας για το τι είναι δημοκρατία και, έστω, αντιπροσώπευση, δυσπιστούν κατέναντι της κοινωνίας των πολιτών, μη θεωρώντας την ικανή να διοικήσει τα του οίκου της.
Οι θεσμοί της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας δεν αποκλείουν τα κόμματα/παρατάξεις. Τα προορίζουν όμως για ρόλους θεράποντος της πολιτείας, την οποία εν όλω ή εν μέρει ενσαρκώνει η κοινωνία, συγκροτημένη σε δήμο. Όσοι δεν μπορούν να «φαντασθούν θεσμούς χωρίς τον κομματικό έλεγχο» δεν έχουν παρά να αποσυρθούν στην ιδιωτεία τους, δεν είναι αναγκαίο να παρακωλύουν την πρόοδο προσποιούμενοι τους προστάτες του λαού στην πολιτική εξουσία. Εκεί, στην ιδιωτεία, θα έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να διαβάσουν για να ενημερωθούν και κυρίως να αποβούν ενδεχομένως παραγωγικοί συντελεστές του βίου τους. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουν να γνωρίζουν ότι το αυταρχικό φαινόμενο (ενοίς και ο φασισμός) είναι δομικά ετεροθαλές αδελφάκι του σημερινού πολιτικού συστήματος. Αποτελεί, ως εκ τούτου, παράγωγο του κράτους που ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα (όπως αυτό της νεοτρικότητας) και ασυζητητί μορφολογική του παρέκκλιση. Η αντιπροσώπευση και, περαιτέρω, η δημοκρατία τοποθετούνται στον αντίποδά τους. Θα ήταν οξύμωρο να εγκαλείται για τις φασιστικές του ρίζες όποιος εναντιώνεται στο προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα της νεοτερικότητας στο όνομα της αντιπροσώπευσης και, μάλιστα, της δημοκρατίας, και όχι ο δυνάμει θιασώτης του πολιτικά κυρίαρχου κράτους από το οποίο αναδύθηκε το αυταρχικό φαινόμενο σε όλες του τις εκδοχές (το απολυταρχικό, το ολοκληρωτικό, το χουντικό κ.ά.).
Ανάρτηση από: http://contogeorgis.blogspot.gr