Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
Λέγεται πως το 1942, κατά τη διάρκεια της πρώτης γερμανικής κατοχής, τώρα διανύουμε τη δεύτερη, σε μια μικρή ελληνική επαρχιακή πόλη, ο Γερμανός ταγματάρχης, διοικητής του στρατού κατοχής, έκανε βόλτα στο μικρό πάρκο της πόλης το οποίο είχε μάθει πως φιλοξενούσε πάνω από πενήντα παγώνια. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να βάλει εισιτήριο σε είδος για όποιον ήθελε να μπει στο πάρκο και να κάνει τη βόλτα του, θαυμάζοντας τα παγώνια.
Προχωρώντας πεζός μέσα στο πάρκο, παρέα με τον λοχαγό του, είδε δίπλα σε κάτι θάμνους, ένα παγώνι νεκρό. Φιλόζωος όπως ήταν, μα και πλεονέκτης, κινήθηκε προς το νεκρό παγώνι για να διαπιστώσει πολύ σύντομα ότι πίσω από τους θάμνους υπήρχαν άλλα τρία παγώνια νεκρά. Αμέσως έδωσε εντολή στο λοχαγό του να διερευνήσει το θέμα και να βρει την αιτία που προκάλεσε το θάνατο των παγωνιών.
Ο λοχαγός, το επόμενο κιόλας πρωί, κάλεσε το δήμαρχο της πόλης και με τη βοήθεια ενός διερμηνέα τον ρώτησε αν γνωρίζει κάτι για την αιτία του θανάτου των παγωνιών. Ο δήμαρχος του απάντησε πως τα παγώνια πεθαίνουν από ασιτία, από έλλειψη τροφής. Το σιτάρι που τα τάιζαν σώθηκε εδώ και καιρό και κανένας δεν τους προμήθευσε ξανά, αφού όλο το σιτάρι πήγαινε για τις γερμανικές στρατιωτικές μονάδες.
Πήγε τα μαντάτα ο λοχαγός στον ταγματάρχη και ο δεύτερος αμέσως διέταξε να μεταφερθούν 30 σακιά με σιτάρι από τις στρατιωτικές αποθήκες στο σπίτι του δημάρχου κι εκείνος να φροντίσει ώστε να μη λείψει τροφή από τα παγώνια για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Χάρηκε ο δήμαρχος όταν είδε τα 30 σακιά σιτάρι να αποθηκεύονται στο κατώι του αλλά δεν άφησε να φανεί η χαρά του στο διερμηνέα που του εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει με το σιτάρι. Μόλις έφυγε ο διερμηνέας, έστειλε να φωνάξουν τον αντιδήμαρχο που ήταν το δεξί του χέρι και κατάλληλος για όλες τις δουλειές και του ανάθεσε, να πάρει 10 από τα 30 σακιά σιτάρι που ήταν στο κατώι και να τα πάει στον επιστάτη του πάρκου με την εντολή να δίνει το σιτάρι στα παγώνια για να μην πεθαίνουν από την ασιτία.
Αστραποβόλησε το μάτι του αντιδημάρχου ο οποίος μετέφερε τα 10 σακιά με σιτάρι στο σπίτι του και έστειλε κατόπιν το μικρό του γιο να μηνύσει στον επιστάτη να περάσει από το σπίτι του.
Σε λίγη ώρα ο επιστάτης περνούσε την πόρτα του σπιτιού του αντιδημάρχου ο οποίος, κοιτώντας τον με ύφος βλοσυρό του είπε να τσακιστεί να πάει έξω στην αυλή και να πάρει 4 από τα 10 σακιά με σιτάρι που θα βρει κάτω από τη μεγάλη αχλαδιά. Του εξήγησε λεπτομερώς τι θα κάνει το σιτάρι, υπενθυμίζοντάς του πολλές φορές ότι είναι διαταγή του Γερμανού ταγματάρχη.
Τσακίστηκε ο επιστάτης, σφούγγισε με το μανίκι τον ιδρώτα στο μέτωπό του και μετέφερε με το κάρο που έσερνε ο ίδιος τα 4 σακιά σιτάρι, από το σπίτι του αντιδημάρχου, στο δικό του σπίτι που ήταν κοντά στο πάρκο. Χωρίς να καθυστερήσει, άφησε τα 3 σακιά με το σιτάρι στο υπόστεγο του σπιτιού του και αφού τα σκέπασε με κάτι κουρέλια για να μη φαίνονται πήρε το ένα σακί στον ώμο και κατευθύνθηκε προς το πάρκο για να βρει τον μπάρμπα Νίκο που έμενε με τη γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του σε μια καλύβα δίπλα στο περιφραγμένο μέρος που μαζεύονταν και τα παγώνια για να περνάνε τη νύχτα τους και ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το τάισμα των παγωνιών. Στο μέρος εκείνο ο μπάρμπα Νίκος είχε μαζέψει και τρεις κοτούλες με έναν πετεινό που του τις είχε δώσει ο ξάδερφός του από το διπλανό χωριό για να τρώνε τα μικρά κανένα αυγό που και που. Πέντε κότες του είχε δώσει αλλά οι δύο ψόφησαν από έλλειψη τροφής. Πόσα σκουλήκια θα μπορούσε να έχει εκείνο το περιφραγμένο μέρος για να θρέψει έξι πτηνά; Να τις σφάξει πάλι τις λυπόταν έτσι ανυπεράσπιστες που τις έβλεπε οπότε τις τελείωνε η αφαγία πριν προλάβει να το καταλάβει.
Σαν είδε τον επιστάτη να πλησιάζει με το σακί στον ώμο και άκουσε για πού προοριζόταν το σιτάρι, χάρηκε, είναι η αλήθεια, μα και λυπήθηκε λίγο.
Έφυγε ο επιστάτης φοβερίζοντάς τον να κάνει καλά τη δουλειά του γιατί τη διαταγή την έδωσε ο ίδιος ο Γερμανός διοικητής «αυτοπροσώπου».
Ο μπάρμπα Νίκος, γέμισε ένα παλιό μικρό τσουκάλι με σιτάρι για τις κότες του και το υπόλοιπο το πήρε στον ώμο και κίνησε στο πάρκο να βρει τα ξεθεωμένα από την ασιτία παγώνια. Έπρεπε να τους δίνει λίγο-λίγο το σιτάρι γιατί αν έτρωγαν απότομα μεγάλη ποσότητα θα έσκαγαν οι «γκούσιες» τους.
Τα βρήκε μαζεμένα κάτω από μία μεγάλη λεύκα και τους έριξε να φάνε. Εκείνα, μόνο τον μπάρμπα Νίκο δεν έφαγαν. Τόση πείνα είχαν.
Γύρισε στο σπίτι, τάισε και τις κότες με τον πετεινό του και μπήκε χαρούμενος στην καλύβα του για να ξεκουραστεί.
Μετά από μία εβδομάδα, ο Γερμανός διοικητής με τη συνοδεία πάλι του λοχαγού του, θέλησε να βολτάρει στο πάρκο για να θαυμάσει τα παγώνια. Αφού περπάτησε για κάμποση ώρα, κοντοστάθηκε όταν είδε κι άλλο παγώνι να βρίσκεται νεκρό στο χώμα.
Άναψε, κόρωσε, πρασίνισε , κιτρίνισε, κοκκίνισε και αφού έριξε μια βρισιά απευθύνθηκε στο λοχαγό του για να μάθει τι είχε συμβεί. Του εξήγησε ο λοχαγός, με φωνή που έτρεμε, πως παρέδωσε 30 σακιά στο δήμαρχο με την εντολή να ταϊστούν τα παγώνια.
Την ίδια κιόλας μέρα ο δήμαρχος έδινε εξηγήσεις στον Γερμανό διοικητή οποίος ζήτησε να έρθουν αμέσως μπροστά του και ο αντιδήμαρχος με τον επιστάτη και φυσικά, ο μπάρμπα Νίκος, ο τελευταίος τροχός της άμαξας.
Το βράδυ, βρήκε τον μπάρμπα Νίκο στη φυλακή, απ’ όπου βγήκε μετά από ένα μήνα, και τους υπόλοιπους στα σπίτια τους να τα βάζουν με τον μπάρμπα Νίκο για το κακό που, παραλίγο, μπορούσαν να πάθουν.
Βγαίνοντας ο μπάρμπα Νίκος από τη φυλακή, πήγε και βρήκε το δήμαρχο ο οποίος του εξήγησε με πόση δυσκολία κατάφερε να τον γλυτώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα. Τόσο μεγάλος ήταν ο θυμός του Γερμανού διοικητή!
Ο λοχαγός, απομακρύνθηκε τις επόμενες μέρες από το πόστο του και τη θέση του κατέλαβε ένας άλλος λοχαγός που η παράδοση λέει πως ονομαζόταν φον Ράινχεμπαχ.
Το ίδιο συνέβη και με το δήμαρχο.
Η παράδοση δεν λέει αν ο δήμαρχος αντικαταστάθηκε με κάποιον άλλον που ονομαζόταν Παπαδήμος.
Είπαμε η ιστορία κάποιες φορές επαναλαμβάνεται ως φάρσα αλλά έχει και αυτό τα όριά του!
Ανάρτηση από: http://kyrgiakischristos.wordpress.com