Του Παναγιώτη Κονδύλη
Αν η αυτονόμηση της τεχνικής ορθολογικότητας συμβαδίζει με τη μόνιμη διάσπαση της ενότητας και της δεσμευτικότητας της πολιτισμικής σφαίρας, η οποία τώρα γίνεται μαζική κουλτούρα και απορροφάται από τη μαζική κατανάλωση, τότε δεν μπορούμε πια να προσδοκάμε ότι τα επιτεύγματα της τεχνικής ορθολογικότητας θα συνδεθούν με μονοσήμαντα και σαφή πολιτισμικά περιεχόμενα. Την πλανητική εξάπλωση της δυτικής τέχνης δεν την ακολουθεί λοιπόν αναγκαστικά η εξάπλωση των στοιχείων εκείνων, τα οποία κάποτε συνδέονταν πολιτισμικά με το τεχνικό-βιομηχανικό πνεύμα. Και μάλιστα η πολιτισμική εξέλιξη μπορεί να πάρει εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, όπως μαρτυρούν οι συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες εσωτερισμού και μαγείας ή σε πνευματικά απαιτητικότερο επίπεδο, καλλιτεχνικού πρωτογονισμού. τις οποίες η Δύση εισάγει από δεκαετίες στο βαθμό ακριβώς όπου εξάγει την τεχνική της.
Αν η αυτονόμηση της τεχνικής ορθολογικότητας συμβαδίζει με τη μόνιμη διάσπαση της ενότητας και της δεσμευτικότητας της πολιτισμικής σφαίρας, η οποία τώρα γίνεται μαζική κουλτούρα και απορροφάται από τη μαζική κατανάλωση, τότε δεν μπορούμε πια να προσδοκάμε ότι τα επιτεύγματα της τεχνικής ορθολογικότητας θα συνδεθούν με μονοσήμαντα και σαφή πολιτισμικά περιεχόμενα. Την πλανητική εξάπλωση της δυτικής τέχνης δεν την ακολουθεί λοιπόν αναγκαστικά η εξάπλωση των στοιχείων εκείνων, τα οποία κάποτε συνδέονταν πολιτισμικά με το τεχνικό-βιομηχανικό πνεύμα. Και μάλιστα η πολιτισμική εξέλιξη μπορεί να πάρει εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, όπως μαρτυρούν οι συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες εσωτερισμού και μαγείας ή σε πνευματικά απαιτητικότερο επίπεδο, καλλιτεχνικού πρωτογονισμού. τις οποίες η Δύση εισάγει από δεκαετίες στο βαθμό ακριβώς όπου εξάγει την τεχνική της.
Ας το διατυπώσουμε γενικότερα: ενώ η τεχνική, ως τύπος ορθολογικότητας και ως τύπος πράξης, παρουσιάζεται ενιαία σε πλανητικό επίπεδο, παραλλάσσει πολύ έντονα το πολιτισμικό περιεχόμενο των ενεργειών που συγκροτούν την ευρύτερη σφαίρα της κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο παραλλάσσουν τα πολιτισμικά περιεχόμενα, στα οποία αναφέρεται η υλική και πνευματική κατανάλωση, τόσο πιο άχρωμη και τόσο λιγότερο δεσμευτική γίνεται η τεχνική από πολιτισμική άποψη. Γι’ αυτό είναι και πρόωρη η προσδοκία ότι η τεχνική πραγματικότητα μέσω της πλανητικής της επικράτησης, θα γεννήσει έναν παγκόσμιο πολιτισμό προσανατολισμένο στις ειδικές της ανάγκες και επιταγές. Το χάσμα ανάμεσα σε τεχνικά-ορθολογικά κατευθυνόμενη παραγωγή και ηδονιστική κατανάλωση με σκοπό την «αυτοπραγμάτωση» θα μπορούσε ίσως και να διευρυνθεί με τις προόδους της τεχνικής. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας θα επιτρέπει σε όλο και περισσότερους ανθρώπους τη μετάβαση από την άμεση απασχόληση με την παραγωγή σ” έναν αντιτεχνοκρατικό τρόπο σκέψης και ζωής. Έτσι, το πάνθεο ή το πανδαιμόνιο του καταναλωνόμενου πολιτισμού θα γινόταν ακόμη πιο χαοτικό. Από την άποψη αυτή, η σημερινή τεχνική ορθολογικότητα, από μόνη της και δίχως τη σύμπραξη άλλων κοινωνικών παραγόντων, διόλου δεν μπορεί να ενοποιήσει υπό την αιγίδα της την πολιτισμική σφαίρα, το ίδιο όπως η κοινή χρήση του τροχού και του αλετριού δεν μπόρεσε να ενοποιήσει τον αρχαίο αιγυπτιακό και τον αρχαίο κινεζικό πολιτισμό ούτε και η χρήση του ίδιου αλφαβήτου σε μια κοινωνία εξασφάλισε ποτέ την ομοφωνία πάνω στο «αληθινό» νόημα επίμαχων εννοιών.
Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως μετά το 1945, κατέκλυσαν την υδρόγειο με τη μαζική τους κουλτούρα ο λόγος δεν ήταν μόνο η παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική τους παρουσία, αλλά και η υφή της κουλτούρας αυτής: παρ” όλη της την πολυμορφία, στην ουσία της αποτελεί ένα μείγμα από αμέριμνο τεχνικισμό και από κιτς αξιοποιήσιμο για κάθε είδους καταναλωτικούς σκοπούς, χωρίς όλα αυτά να σκιάζονται από τη βεβαρημένη συνείδηση της προδοσίας σε σεβάσμιες παραδόσεις.
Η εμπειρία της εξάπλωσης του δυτικού πολιτισμού στον 20ό αι. κάνει προφανές ότι η εξάπλωση τούτη ήταν τόσο επιτυχέστερη όσο περισσότερο εξοβελίζονταν τα «δυτικά» στοιχεία από τον πολιτισμικό κανόνα που διαμόρφωσαν η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός. Διδακτική είναι μια σύγκριση των σχετικών επιτευγμάτων των δύο βασικών εκπροσώπων της «Δύσης» μέσα στον σύγχρονο κόσμο, δηλαδή της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ευρώπη κυριάρχησε πολιτισμικά στον κόσμο στη φιλελεύθερη και ιμπεριαλιστική εποχή της, όταν η σημερινή μαζική κουλτούρα βρισκόταν μόλις στις απαρχές της· γι” αυτό ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έξω από την Ευρώπη επηρέασε κυρίως μέλη των ανωτέρων στρωμάτων, τα οποία άλλωστε συχνά βασανίζονταν από κρίση ταυτότητας. Διαφορετικά ήσαν τα πράγματα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, όπως αντιλήφθηκε ήδη ο Tocqueville, μπήκαν πολύ νωρίς στη μαζικοδημοκρατική φάση και με την αφομοιωτική δύναμη της μαζικής κουλτούρας, μεταξύ άλλων μέσων, αντιμετώπισαν τους κινδύνους που απειλούσαν τη συνοχή τους λόγω της πολυεθνικής τους σύνθεσης.
Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως μετά το 1945, κατέκλυσαν την υδρόγειο με τη μαζική τους κουλτούρα ο λόγος δεν ήταν μόνο η παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική τους παρουσία, αλλά και η υφή της κουλτούρας αυτής: παρ” όλη της την πολυμορφία, στην ουσία της αποτελεί ένα μείγμα από αμέριμνο τεχνικισμό και από κιτς αξιοποιήσιμο για κάθε είδους καταναλωτικούς σκοπούς, χωρίς όλα αυτά να σκιάζονται από τη βεβαρημένη συνείδηση της προδοσίας σε σεβάσμιες παραδόσεις. Το γεγονός ότι η «δυτικοποίηση» του σημερινού κόσμου, στο βαθμό που υφίσταται, πραγματοποιήθηκε μάλλον ως εξαμερικανισμός παρά ως εξευρωπαϊσμός, έχει λοιπόν βαθύτερη σημασία για την ιστορία της κοινωνίας και του πολιτισμού. Ορισμένα στοιχεία των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων ταξίδεψαν βέβαια κι αυτά ανά την υφήλιο. ριζώνοντας μάλιστα εδώ κι εκεί.
Όμως αποφασιστικό σήμερα δεν είναι το γεγονός αυτό, αλλά μάλλον το ευρύτερο πλαίσιο του πολιτισμικού πανθεϊσμού, στο οποίο εντάσσονται τα παραπάνω στοιχεία, εν μέρει δίπλα σε άλλα, εντελώς ετερογενή.
Με άλλα λόγια, αφομοιώνονται όχι ως δείγματα ενός ανώτερου ξεχωριστού πολιτισμού (όπως εννοούσε ο δυτικός πολιτισμός τον εαυτό του ίσαμε το 1900 περίπου), αλλά ως ισότιμα και πιθανώς ανταλλάξιμα μέρη ενός ρευστού όλου.
Γενικά, λοιπόν, η Δύση με την τεχνική της εξήγαγε κάτι που έχει βέβαια σημασία για τον πολιτισμό, συνάμα, όμως, καθώς μπορεί να συνδυαστεί με πολύ διαφορετικά πολιτισμικά περιεχόμενα, είναι άχρωμο από πολιτισμική άποψη. Δεν εξήχθη ένα συνεκτικό και αυτοτελές πολιτισμικό σύνολο, η πλανητική επικράτηση του οποίου θα εξασφάλιζε μακροπρόθεσμα την υπεροχή της Δύσης, αλλά ένα απομονώσιμο και ελεύθερα αξιοποιήσιμο εργαλείο, το οποίο σύντομα μπορεί να στραφεί ως όπλο εναντίον της ίδιας της Δύσης (όπως άλλωστε και το «ελεύθερο εμπόριο» ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα», εφόσον αυτά συνεπάγονται την πλήρη ελευθερία εγκατάστασης). Βέβαια, ο εξαγωγέας αρχικά πλεονεκτεί. Ξεγελιέται από βραχυπρόθεσμα κέρδη και χάνει εύκολα από τα μάτια του την εσωτερική λογική της εξέλιξης. Ωστόσο γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι οι μιμήσεις μπορούν να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία από τις πρωτότυπες δημιουργίες του. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα ήταν δυνατόν ν” αποφευχθούν εκρηκτικά ανισοζύγια και να επιτευχθεί σε παγκόσμια κλίμακα μια ομοιογενής εκδίπλωση της τεχνικής και μια ομοιογενής κοινωνία, και πάλι αυτό πολιτισμικά θα συνεπέφερε εν τέλει την εξάπλωση του συγκρητισμού και του πανθεϊσμού, όχι την επικράτηση της δυτικής του διάστασης. όποια όψη κι αν πάρει αυτή ύστερα από μερικές δεκαετίες.
Ωστόσο η πραγμάτωση τούτης της δυνατότητας, την οποία ονειρεύονται σήμερα οι αισιόδοξοι κοσμοπολίτες, προσκόπτει σε σοβαρά εμπόδια. Το αναπόδραστο πρόβλημα της κατανομής εξαναγκάζει κάθε υποκείμενο της διεθνούς σκηνής να σκέφτεται την αυτοσυντήρησή του – και η αυτοσυντήρηση συμπεριλαμβάνει την πολιτισμική ταυτότητα ως συμβολικό συνδετικό ιστό. Ακόμη κι αν λάβουμε υπ” όψιν μας τα σημαντικά περιθώρια ιδεολογικής ελευθερίας, τα οποία αφήνει κάθε καταναλωτική κοινωνία κατακερματισμένη σε άτομα, πάλι μπορούμε να φανταστούμε ότι η πολιτισμική όσμωση σε πλανητικό επίπεδο θα παραμείνει εντός ορισμένων ελαστικών ορίων.
Τούτο θα ανταποκρινόταν στη διαμόρφωση περισσότερων τύπων μαζικής δημοκρατίας. Ο διαφορισμός των τέτοιων τύπων ενδεχομένως να διέλυε τη σύζευξη ελεύθερης οικονομίας και κοινοβουλευτισμού δυτικού τύπου. Ας σημειωθεί ότι το ζήτημα της κατανομής τίθεται ακόμη και στην περίπτωση γενικής ανάπτυξης και ευημερίας, όταν δηλαδή στα μάτια των ενδιαφερόμενων μετρούν λιγότερο τα απόλυτα κέρδη από τα σχετικά, εκείνα δηλαδή που κάποιος επιτυγχάνει σε σύγκριση με άλλους. Αν όμως το ζήτημα της κατανομής τεθεί ποτέ υπό συνθήκες σοβαρής στενότητας εξαιτίας δραματικών οικολογικών και δημογραφικών εξελίξεων, τότε η αισθητή μείωση της μαζικής κατανάλωσης θα οδηγούσε σε αντίστοιχους περιορισμούς του πολιτισμικού πανθεϊσμού. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις ανάμεσα στους διάφορους τύπους μαζικής δημοκρατίας θα εντείνονταν. Και τότε δεν θα κατέρρεε απλώς μια νομιμοποίηση του πολιτικού καθεστώτος βασιζόμενη εν τέλει στην πραγματικότητα ή στην ελπίδα μεγαλύτερης ευημερίας.
Επί πλέον θα χρειαζόταν ένας κοσμοθεωρητικός αναπροσανατολισμός, γιατί θα είχε χρεοκοπήσει το καύχημα και η κινητήρια δύναμη της κοινωνίας της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης: η τεχνική. Ήδη σήμερα η τεχνική εν μέρει αποζεί από την καταπολέμηση των ίδιων της των παρενεργειών. Έτσι οι πρόοδοι της γίνονται όλο και πλασματικότερες. Και τα μεγάλα διλήμματα του δυτικού κοινωνικού προτύπου στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και της πολιτισμικά άχρωμης τεχνικής προβάλλουν όλο και πιο ξεκάθαρα.