Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Η κοινωνική συναλλαγή με τον φασίστα

Μια παράμετρος του αντιφασιστικού λόγου και πράξης που συχνά αποσιωπάται, αφορά στην αναγκαστική κοινωνική συναλλαγή με τον φασίστα. Αν και παρακολουθώ με ζέση τα αντιφασιστικά έντυπα και τις αντίφα δράσεις, ωστόσο δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου περιπτώσεις που να καταγράφουν αυτόν τον προβληματισμό, πόσο μάλλον να απαντάται με κάποιο τρόπο. Η καραμπόλα με φασιστοειδή στο κοινωνικό πεδίο αποτελεί υλικό για το σινεμά και τη λογοτεχνία, αλλά στην καθημερινότητα είναι άλλο ζήτημα, πολύ πιο ακανθώδες, και ίσως γι’ αυτό χρειάζεται να ξεκινήσει μια κάποια κουβέντα γύρω από το θέμα.
Ξεκινώ σταχυολογώντας μερικές περιπτώσεις κοινωνικής αλληλεπίδρασης με φασίστες, επινοημένες ή αντλημένες από τον κοινωνικό μου περιβάλλον, αλλά σίγουρα διαφορετικής βαρύτητας και πολυπλοκότητας.
  • Ας υποθέσουμε πως μία αντιφασίστρια κοινωνική λειτουργός εργάζεται σε δομή του Υπουργείου Υγείας και είναι υποχρεωμένη να έρθει σε επαφή με έναν δηλωμένο χρυσαυγίτη, να του διαθέσει κάποια ατομικά ραντεβού όπου θα συνομιλήσει μαζί του. Θα χρειαστεί ακόμα, να πραγματοποιήσει επίσκεψη στο σπίτι του, να τον συντρέξει στην προσπάθειά του να πάρει κάποιο επίδομα πρόνοιας κ.λ.π. Είναι υποχρεωμένη να του παρέχει τις υπηρεσίες χωρίς να κάνει καμία διάκριση ως προς τα φρονήματά του. Τι κάνει; Τι μπορεί να κάνει; Τι πρέπει να κάνει;
  • Ας πούμε πως κάποιος αντιφασίστας ανακαλύπτει ότι ένα πρόσωπο του κοντινού του κοινωνικού περιβάλλοντος, κάποιος συγγενής, κάποιος συνάδελφος, κάποιος φίλος, έχει προσχωρήσει στην Χ.Α. Τι κάνει; Τι μπορεί να κάνει; Τι πρέπει να κάνει;
  • Ένα ζευγάρι βρίσκεται σε μία παιδική χαρά με τα δυο τους παιδιά. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας τύπος με βλοσυρό ύφος, ξυρισμένο κεφάλι και το χακί παντελόνι της παραλλαγής. Έχει την εμφάνιση του αρχετυπικού χρυσαυγίτη. Αρχίζει να κάνει ασκήσεις με ένα στρατιωτικό στιλ. Μονόζυγο στην μπάρα από τις κούνιες, πους απς κλπ. Διαλέγει έναν χώρο που παίζουν μικρά παιδάκια αμέριμνα για να μοστράρει τον αποτρόπαιο μιλιταρισμό της οργάνωσης που ανήκει. Πώς οφείλουν να αντιδράσουν;
  • Και τέλος, έστω ότι κάποιος αντιφασίστας βρίσκεται σε τακτική εμπορική συναλλαγή με κάποιον που ξαφνικά του φανερώνει τα φασιστικά του/της πιστεύω. Τι γίνεται πάλι τότε;
Τα παραδείγματα παρατίθενται ως εφαλτήρια προβληματισμού για ένα μάλλον άβολο ζήτημα. Μία κοινή απάντηση σε όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να αποτελέσει η σύγκρουση και έπειτα η κοινωνική απομονώση, που κατά βάση, η δεύτερη, αποσκοπεί στην αυτοπροστασία αυτού που δεν αντέχει να έρχεται σε επαφή με τους φασίστες και όχι να τους συνετίσει. Όμως δεν είναι πάντα εφικτό να στείλεις στο διάολο, έστω και με εύσχημο τρόπο, τους φασίστες. Για παράδειγμα, κανένας γιατρός, επαγγελματίας υγείας, εκπαιδευτικός, δημόσιος υπάλληλος δε μπορεί να αρνηθεί την προσφορά υπηρεσίας λόγω φρονημάτων, όσο ειδεχθή και αν είναι αυτά, όπως στην περίπτωση των ναζί. Εγείρονται όμως ηθικά διλήμματα. Δεν είμαστε στεγνά και μόνο οι επαγγελματικές μας ιδιότητες, δεν υπακούμε τυφλά στη δεοντολογία επαγγέματος, τυχαίνει είμαστε και συνειδητοποιημένες οντότητες. Το να αλλάξω ράφτη, κομμωτή, οδοντίατρο, φούρναρη και κρεοπώλη, αν αποκαλυφθεί πως είναι φασίστας είναι το εύκολο. Το να ξεκόψει κανένας με κάποιον που οι συναισθηματικοί δεσμοί υπήρξαν χαλαροί έως ανύπαρκτοι, αν μάθει πως είναι χρυσαυγίτης, δεν είναι και τρομερά δύσκολο. Το αντίθετο είναι το πρόβλημα.

Από την άλλη, καραδοκούν και οι αλά καρτ δημοκράτες που θα σπεύσουν να επικρίνουν την κοινωνική απομόνωση σαν φασιστική μέθοδο και ως τέτοια θα την απορρίψουν. Είναι οι ίδιοι που σε ένα τρίβιαλ περσούτ για ενήλικες θα αντιμετώπιζαν μεγάλη δυσκολία στο να απαντήσουν σε ερώτηση σχετική με την περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης, φανερώντας το έλλειμμά τους πρωταρχικά στη γνώση για το ναζισμό και συνεπακόλουθα στην αντιμετώπιση της επανόδου του σήμερα. Ο φασισμός και ο ναζισμός, είτε μας αρέσει, είτε όχι, δεν αντιμετωπίστηκαν ιστορικά με συζητήσεις με τους οπαδούς τους. Οι συγκεκριμένες ιδεολογίες αντιστρατεύονται συθέμελα την έννοια του διαλόγου. Τον φασίστα δεν τον ενδιαφέρει να συζητήσει, ούτε καν να πείσει, αλλά να πειθαναγκάσει, να στρατολογήσει, να εξαγοράσει όσους θα τείνουν προς το μέρος του. Και όσους του εναντιωθούν θα επιδιώξει να τους τρομοκρατήσει, να τους καταρρακώσει ηθικά, να τους ασκήσει βία, να τους επιβάλλει βασανιστήρια, να τους εκτελέσει, να σκορπίσει τη δυστυχία, τον όλεθρο, το θάνατο. Τι συζήτηση να κάνεις με την ενσάρκωση του θανάτου, όπως εύστοχα έχει χαρακτηρίσει η Σούζαν Σόνταγκ το ναζισμό στο δοκίμιο Η γοητεία του φασισμού (εκδόσεις Ύψιλον);
Ωστόσο, η κοινωνική απομόνωση δεν είναι πάντα εφικτή. Ζούμε σε έναν γαλαξία που δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί από το παρεπόμενο της καπιταλιστικής παραγωγής, και άρα θα είμαστε υποχρεωμένοι να ερχόμαστε σε επαφή με φασίστες και ναζί. Το εύρος των κοινωνικών συναναστροφών απαιτεί μια αδιάλειπτη μεταμφίεση στο βεστιάριο του κοινωνικού. Και στην εναλλαγή των ρόλων – τη συχνά εξουθενωτική, αλλά γόνιμη από άποψη ερεθισμάτων- θα απεκδύεται κανείς την πιο οικεία, την πιο αγαπημένη αμφίεση, για μια πιο παράταιρη αλλά μάλλον αναγκαστική στολή. Όμως, σε κάθε περίπτωση, όσο μεγαλύτερο είναι το φάσμα των κοινωνικών επαφών, και ταυτόχρονα των κοινωνικών ρόλων, τόσο πιο απίθανος είναι ο εγκλεισμός στο ενκλάβιο ενός ομοιογενούς και στατικού κοινωνικού δικτύου, που θα φροντίζει να αποκλείει τέτοια στοιχεία. Όμως για όσους από μας δεν ισχύει η συνθήκη του περίκλειστου και είμαστε εξαναγκασμένοι στη μεγάλη μασκαράτα της καθημερινότητας, τίθεται ένα ζήτημα τι συμβαίνει όταν ερχόμαστε σε επαφή με τον φασίστα του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου. Το απαντάει ο καθένας μόνος του, θέλοντας και μη, αλλά δεν αρκεί…
Ανάρτηση από:  http://popaganda.gr