Με αφορμή την επέτειο της Επανάστασης του 1821 ίσως θα έπρεπε να μιλήσουμε λίγο για το ζήτημα του έθνους, επιχειρώντας μια συνοπτική παρουσίαση της μαρξιστικής θεωρίας για αυτό.
Καμία συζήτηση για κανένα κοινωνικό ή πολιτικό φαινόμενο δεν μπορεί να γίνει χωρίς να υπάρχει, έστω και έμμεση αναφορά στο έργο του Καρλ Μαρξ. Η επιρροή που άσκησε και συνεχίζει να ασκεί, τόσο σε θεωρητικούς κύκλους όσο και στην παγκόσμια πολιτική ζωή είναι χωρίς προηγούμενο. Είναι προφανές ότι στις συζητήσεις για το εθνικό ζήτημα δεν μπορεί να απουσιάζει ο μαρξισμός. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε συστηματικά με το έθνος, από το σύνολο της θεωρίας του προκύπτει μια ιδιαίτερα σημαντική προσέγγιση του εθνικού ζητήματος. Ο Μαρξ μαζί με τον Ένγκελς αφιερώνουν τη ζωή τους στην θεμελίωση μιας θεωρίας που θα αναδείξει τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και θα συμβάλλει στην επαναστατική μεταβολή της κοινωνίας, στο πέρασμα της ανθρωπότητας σε αταξικές κομμουνιστικές κοινωνίες του μέλλοντος. Η προσέγγιση του εθνικού ζητήματος από τους δύο στοχαστές εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Ο Μαρξ αντιλαμβάνεται ότι η ανθρωπότητα κινείται με προοδευτική κατεύθυνση δημιουργώντας αντιφάσεις. Η πρόοδος της βασίζεται στις οικονομικές σχέσεις, τις σχέσεις παραγωγής. Αυτές αναπτύσσονται διαρκώς και λειτουργούν ως τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι αντιφάσεις που δημιουργούνται, λόγω του ταξικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των μέχρι τώρα κοινωνιών, έχουν σαν αποτέλεσμα τη σύγκρουση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων και αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία μπαίνει σε μια εποχή επανάστασης και ριζικής κοινωνικής μεταβολής. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι η εποχή που έζησαν και ανέπτυξαν τη θεωρία τους ήταν μια τέτοια εποχή. Ήταν η εποχή που ο καπιταλισμός έφτανε στα όριά του και οι εξεγερμένοι προλετάριοι θα έπαιρναν με επαναστατικό τρόπο την εξουσία και θα απάλλασσαν την ανθρωπότητα από τα ταξικά δεσμά του καπιταλισμού. Ιδιαίτερα τα πρώιμα έργα τους, μεταξύ των οποίων η Γερμανική Ιδεολογία και το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στα οποία υπάρχουν σημαντικές αναφορές για το εθνικό ζήτημα, εμφορούνται από αυτήν την αισιοδοξία.
Από την μελέτη των αναφορών του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με το εθνικό ζήτημα, προκύπτουν δύο αντίθετες τάσεις μεταξύ των σύγχρονων μαρξιστών. Ορισμένοι θεωρούν ότι στο έργο τους δεν υπάρχει μια συγκροτημένη θεωρία σχετικά με το έθνος. Ισχυρίζονται ότι από τις σποραδικές αναφορές τους στο εθνικό ζήτημα δεν προκύπτει η διάθεσή τους να ασχοληθούν συστηματικά με αυτό. Έτσι χρεώνουν στον Μαρξ ότι δεν αντιλήφθηκε πλήρως τη σημασία του εθνικού ζητήματος και ασχολήθηκε με αυτό επιδερμικά στο πλαίσιο της ευρύτερης κριτικής του στον καπιταλισμό. Ως εκ τούτου δεν κατάφερε να συγκροτήσει μια θεωρία για το εθνικό ζήτημα παρά μόνο μια ιδέα γι’ αυτό.
Από την άλλη, υπάρχει η άποψη ότι παρά την μη συστηματική ενασχόληση με το εθνικό ζήτημα και τις αντιφάσεις που μπορεί να περιέχονται στο έργο του Μαρξ και του Ένγκελς, υπάρχει μια συνεκτική θεωρία για το έθνος. Αυτή σχετίζεται με την ένταξη της εξέτασης του εθνικού ζητήματος στην διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στην προτεραιότητα της οικονομικής εξέλιξης και της επεξεργασίας του εθνικού ζητήματος ως ιστορική κατηγορία που εμφανίζεται στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στα γραπτά τους εμφανίζεται μια συνεκτική θεωρία για το εθνικό ζήτημα. Η συγκρότηση μιας θεωρίας άλλωστε δεν απαιτεί απαραίτητα την απόδοση ορισμού για το φαινόμενο του έθνους. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο ποτέ δεν επιδίωξε ο Μαρξ. Όμως μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο Μαρξ αντιμετωπίζει το έθνος ως ένα φαινόμενο που εμφανίζεται στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της ανόδου του καπιταλισμού. Συνδέει διαλεκτικά το έθνος με την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. Τα διακριτά εθνικά συμφέροντα που διατηρεί ο καπιταλισμός, παρά τον εγγενώς διεθνή χαρακτήρα του, οφείλονται στην αστική κυριαρχία. Έτσι προκύπτει η ανάγκη για δημιουργία εθνικών κρατών και το έθνος συνδέεται αναπόσπαστα με το κράτος και αποκτά την έννοια που του δίνει η αστική τάξη. Η σύνδεση του εθνικού ζητήματος με την οικονομική βάση της κοινωνίας, αλλά και με την πολιτική εξουσία, οδηγεί τον Μαρξ στην σκέψη ότι οι εθνικοί αγώνες για αυτονομία μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου.
Προφανώς όσοι ισχυρίζονται ότι ο Μαρξ δεν έχει αφήσει θεωρία για το εθνικό ζήτημα θα περίμεναν μια πιο συστηματική επεξεργασία η οποία θα κατέληγε πιθανόν σε ορισμούς και απόλυτες προτάσεις. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στον Μαρξ. Το έθνος είναι μέρος της εξέλιξης του καπιταλισμού και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται. Με το ίδιο σκεπτικό μπορεί κανείς να χρεώσει στον Μαρξ ότι δεν συγκρότησε θεωρία ούτε για το κράτος, αφού κι αυτό το ενέταξε στο πλαίσιο της συνολικής του κριτικής στον καπιταλισμό. Όμως, όπως δεν μπορεί καμία συζήτηση για το κράτος να γίνει χωρίς να αναγνωριστεί η θεωρία του Μαρξ, έτσι και στο έθνος η συνεισφορά της θεωρίας του είναι εξαιρετικά σημαντική.
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι δύο στοχαστές παρουσιάζουν την εξελικτική πορεία του καπιταλισμού και τις αντιφάσεις που αυτή η ανάπτυξη προκαλεί. Στην αναπτυξιακή πορεία του καπιταλισμού σταδιακά απαλείφονται, όχι όμως ολοκληρωτικά, οι εθνικές διακρίσεις. Η εργατική τάξη δεν έχει καμία θέση σε αυτές τις εθνικές συγκρούσεις, αφού τα συμφέροντά της δεν είναι εθνικά αλλά ταξικά. Συνεπώς η ανάδειξή της σε εθνική τάξη είναι η προϋπόθεση για την ολοκληρωτική άρση των εθνικών συγκρούσεων. Αυτή είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, η σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς για το έθνος στην εποχή του καπιταλισμού. Είναι αλήθεια όμως ότι αυτή είναι μια μάλλον ακατέργαστη προσέγγιση που γίνεται στα έργα της νεότητας των δύο στοχαστών. Δεν μπορεί κάποιος να αντιληφθεί την ουσία της θεωρίας τους για το έθνος αν δεν λάβει υπόψη την αντιμετώπιση των φαινομένων της αποικιοκρατίας και του εθνικού αγώνα για ανεξαρτησία.
Στα δημοσιογραφικά του κείμενα για την βρετανική κυριαρχία στην Ινδία, ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι η σκληρότητα της βρετανικής κυριαρχίας στην ασιατική χώρα θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα ευεργετικά, καθώς έτσι θα τεθούν οι βάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ινδία, άρα θα τεθούν και οι βάσεις για την ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού. Η Βρετανία λειτουργεί σαν το ασυνείδητο όργανο της ιστορίας. Ο Μαρξ επικρίθηκε έντονα καθώς θεωρήθηκε ότι η άποψη του σχηματίζεται από έναν ευρωκεντρικό τρόπο σκέψης, που θέτει ως πρότυπο εξέλιξης την Ευρώπη και τον πολιτισμό της. Όμως η κριτική αυτή είναι λανθασμένη. Ο Μαρξ δεν θεωρεί αφηρημένα και ιδεαλιστικά ότι η Ευρώπη είναι η ανώτερη κοινωνική και πολιτιστική δύναμη και τον πολιτισμό της πρέπει να ακολουθήσουν οι άλλοι υποανάπτυκτοι λαοί. Για τον Μαρξ ο πολιτισμός είναι άμεση αντανάκλαση των υλικών συνθηκών ζωής, άρα η Ευρώπη μπόρεσε να αναπτύξει τον πολιτισμό της σε τέτοιο επίπεδο επειδή οι υλικές παραγωγικής σχέσεις, η οικονομία της είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη. Συνεπώς το κέντρο δεν είναι η Ευρώπη, αλλά η οικονομική ανάπτυξη.
Για τον Μαρξ το ζήτημα του έθνους είναι πάντα συνδεδεμένο τόσο με την κρατική εξουσίαόσο και με τον αγώνα για την επαναστατική κατάληψη αυτής της εξουσίας. Ενώ αναφορικά με το ινδικό ζήτημα φαίνεται να αναγνωρίζει ότι η βρετανική κυριαρχία θα δημιουργήσει τις συνθήκες ανάπτυξης ταξικού αγώνα, βλέπει με θετικό μάτι και την πάλη των εξεγερμένων Ινδών το 1857 υποστηρίζοντας ότι τα εθνικά κινήματα αυτά δείχνουν να έχουν δυναμική τέτοια που μπορεί να συμβάλει στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και το ζήτημα της Ιρλανδίας. Παρατηρεί ότι ο λόγος για τον οποίο η επανάσταση στην Αγγλία δεν πραγματοποιήθηκε παρά την οργάνωση του προλεταριάτου, είναι η σχέση κυριαρχίας μεταξύ Αγγλίας και Ιρλανδίας που μεταφέρεται στο προλεταριάτο και κάνει τον Άγγλο να θεωρεί τον εαυτό του μέρος του κυρίαρχου έθνους, άρα ανώτερο από τον Ιρλανδό. Έτσι, το αγγλικό προλεταριάτο αδυνατεί να αντιληφθεί την εκμετάλλευση που υφίσταται. Ο Μαρξ αντιλαμβάνεται ότι λαός που κυριαρχεί σε άλλον λαό δεν μπορεί να είναι ελεύθερος και επισημαίνει ότι καθήκον του αγγλικού προλεταριάτου είναι να στηρίξει το ιρλανδικό απελευθερωτικό κίνημα. Διαπιστώνουμε ότι και εδώ ο Μαρξ εξετάζει το εθνικό ζήτημα από την οπτική της συνολικής πάλης για χειραφέτηση των καταπιεσμένων κοινωνικών τάξεων.
Αυτή είναι η ουσία της θεωρίας του Μαρξ και του Ένγκελς για το εθνικό ζήτημα. Το έθνος εμφανίζεται με την μορφή του έθνους κράτους στον καπιταλισμό. Η ύπαρξη και η εξέλιξή του είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στην οικονομική βάση της κοινωνίας. Οι αντιφάσεις που δημιουργούνται στην πορεία της ανάπτυξης του καπιταλισμού γεννούν τις δυνάμεις οι οποίες θα ανατρέψουν συνολικά το κοινωνικο-οικονομικό αυτό σύστημα, μέσω του πολιτικού αγώνα για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Η εξουσία ασκείται στα πλαίσια του έθνους από το κράτος. Το προλεταριάτο δεν έχει διαφορετικά εθνικά συμφέροντα σε καμία χώρα. Τα συμφέροντα του είναι καθολικά, ταξικά συμφέροντα. Το κράτος υπάρχει για να προστατεύει τα ιδιαίτερα συμφέροντα της αστικής τάξης. Η εξαφάνιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης θα εξαλείψει την ανάγκη ύπαρξης του κράτους με την μορφή που αυτό έχει στην συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού. Άρα μαζί με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο παύει η ανάγκη ύπαρξης του έθνους κράτους και εφόσον το προλεταριάτο δεν έχει ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα οργανώνει την πολιτική του εξουσία σε παγκόσμια διεθνιστική κλίμακα.
Η θεωρία των Μαρξ και Ένγκελς για το εθνικό ζήτημα πηγάζει από την διαλεκτική ιστορική και υλική εξέταση του φαινομένου. Μοναδική κηλίδα σε αυτήν την θεωρία αποτελεί η θέση που κάποια στιγμή υποστηρίζει ο Ένγκελς σχετικά με τα ιστορικά και μη ιστορικά έθνη. Ο Ένγκελς μεταφέρει την αντίληψη του Χέγκελ ότι κάποια έθνη, τα οποία δεν κατόρθωσαν να συγκροτηθούν σε κράτη είναι μη ιστορικά και αποτελούν υπολείμματα παλαιών εθνών. Αυτά σύμφωνα με τον Ένγκελς θα εξαφανιστούν με την πρόοδο του καπιταλισμού καθώς η ύπαρξή τους υποδηλώνει καθυστέρηση. Η θέση αυτή είναι σαφώς λανθασμένη και πρέπει να εκληφθεί ως μια κακή παρένθεση στην κατά τα άλλα ορθή προσέγγιση του εθνικού ζητήματος.
Η συζήτηση για το εθνικό ζήτημα αναπτύχθηκε μεταξύ των μαρξιστών στις αρχές του 20ου αιώνα. Η διάλυση των αυτοκρατοριών δημιούργησε τις συνθήκες για την γέννηση κινημάτων που διεκδικούσαν την εθνική τους αυτονομία κι έτσι προέκυψε η ανάγκη για καλύτερη και πιο συστηματική επεξεργασία του εθνικού ζητήματος. Πολλοί μαρξιστές ασχολήθηκαν με το εθνικό ζήτημα προσπαθώντας να αντιληφθούν τους λόγους της ιδιαίτερης αυτής ταύτισης των λαϊκών μαζών με την εθνική κοινότητα. Ανάμεσα σε αυτούς που προσπάθησαν να αναλύσουν και να ορίσουν το έθνος ήταν ο Αυστρομαρξιστής Όττο Μπάουερ, ο οποίος επικέντρωσε την έρευνά του στα πολιτιστικά στοιχεία που συνθέτουν μια κοινότητα χαρακτήρα, η οποία δημιουργεί μια κοινή εθνική μοίρα. Αυτό για τον Μπάουερ είναι το έθνος. Από αυτόν τον ορισμό του φαίνεται η διαφορετική σε σύγκριση με τον Μαρξ αντίληψη του έθνους, ως κυρίως πολιτιστικό, ψυχολογικό φαινόμενο. Ο τρόπος αντιμετώπισης του έθνους από τον Μπάουερ προκάλεσε πολλές διαφωνίες. Μια από αυτές προήλθε από την Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος αν και παραδέχθηκε ότι ο ψυχολογικός τομέας, η αίσθηση δηλαδή των μελών ενός έθνους ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα είναι σημαντικός, τόνισε ότι το έθνος για να είναι έθνος θα πρέπει να εμφανίζει ένα σύνολο από κοινά χαρακτηριστικά όπως η γλώσσα, η οικονομική ζωή, το έδαφος. Αναμφισβήτητα ο ορισμός του Στάλιν έδινε μια πιο πλήρη εικόνα σε σχέση με αυτόν του Μπάουερ, όμως και οι δύο έδειχναν να παραγνωρίζουν την σημασία της συνάντησης του έθνους με το κράτος στην ιστορική περίοδο της αυγής του καπιταλισμού. Το έθνος λαμβάνει την συγκεκριμένη του μορφή στον καπιταλισμό επειδή ταυτίζεται με ένα κράτος, με μια μορφή πολιτικής εξουσίας. Πριν από τον καπιταλισμό εμφανίζονταν ομάδες πληθυσμών οι οποίες είχαν κοινά χαρακτηριστικά όπως αυτά που αναφέρει ο Στάλιν, ή κοινό χαρακτήρα όπως ισχυρίζεται ο Μπάουερ. Αυτές οι ομάδες όμως δεν αποτελούν έθνη αλλά φυλές και είναι αντικείμενα ανθρωπολογικών και όχι πολιτικών ερευνών. Συνεπώς για να αντιληφθούμε το έθνος οφείλουμε να το εντάξουμε στην πολιτική του διάσταση.
Με αφορμή τον αγώνα της Πολωνίας για εθνική ανεξαρτησία, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναπτύσσει την θεωρία της για το εθνικό ζήτημα. Υποστηρίζει ότι ο εθνικός αγώνας δεν μπορεί να γίνει υπόθεση του προλεταριάτου. Στην αναπτυξιακή πορεία του καπιταλισμού βλέπει να εξαφανίζονται σταδιακά τα έθνη κράτη και στη θέση τους να δημιουργούνται μεγάλα κράτη, ταιριαστά με το στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Καταλήγει να θεωρεί πως είναι ουτοπική η εξαγγελία για εθνική αυτοδιάθεση καθώς ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει το στάδιο των εθνικών κρατών. Χαρακτηρίζει το αίτημα για το δικαίωμα όλων των εθνών στην αυτοδιάθεσή τους ως μεταφυσικό και ξένο προς τις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Ο Βλάντιμιρ Λένιν απαντά στην Λούξεμπουργκ, κατηγορώντας την για τον ανιστορικό και αντιδιαλεκτικό χαρακτήρα της κριτικής της. Αποδέχεται το δικαίωμα όλων των εθνών στην αυτοδιάθεσή τους, καθώς τονίζει ότι ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία συνιστά στην πραγματικότητα αγώνα για κρατική αυτονομία, για ανεξαρτητοποίηση του εθνικού κράτους. Ο Λένιν συνδέει το εθνικό ζήτημα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, και διαβλέπει, όπως ο Μαρξ στο ιρλανδικό ζήτημα, ότι η εθνική άρα και κρατική ανεξαρτησία αποτελεί όρο για την βελτίωση των συνθηκών του πολιτικού αγώνα του προλεταριάτου. Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν πιστεύει ότι το προλεταριάτο οφείλει να συμμετέχει στους εθνικούς αγώνες, υπό τους δικούς του όρους, καθώς η εθνική ανεξαρτησία συνδέεται άμεσα με την χειραφέτηση του. Αυτή η αντίληψη, σε συνδυασμό με άλλες ιστορικές συνθήκες, αποτέλεσε και το θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων από την Κούβα ως την Αφρική προσφέροντας πολλά παραδείγματα ιστορικών αγώνων των λαών. Προσφέρουν ακόμα, το ιστορικό δίδαγμα, ότι η συζήτηση για το εθνικό ζήτημα δεν πρέπει να είναι ταμπού ούτε να αφήνεται να γίνει προνομιακός τόπος εθνικιστικών και ακροδεξιών κινημάτων.
Ανάρτηση από: http://atexnos.gr