Της Κατερίνας Δήμα
Διάβασα τις προάλλες στην βρεττανική εφημερίδα Independent ότι στο Ντουμπάι ένας φανατικός ισλαμιστής άφησε την εικοσάχρονη κόρη του να πνιγεί μπροστά στα μάτια του προκειμένου να μην την αγγίξουν οι ναυαγοσώστες. Ο στοργικός πατέρας τούς απαγόρεψε να την ακουμπήσουν και προτίμησε να τη βλέπει να ξεψυχάει λίγα μέτρα πιο κει.
Αυτή ήταν άλλη μια γυναίκα, ανάμεσα στα εκατομμύρια στον πλανήτη, που για ζωή γνώρισε την αποκλειστική της διαχείριση-διάθεση-ανάθεση-διακίνηση-απόσυρση από έναν άντρα, ως προϊόν που του ανήκει.
Για την «πολιτισμένη» Δύση η παραδοχή της κατάστασης της γυναίκας-σκλάβας σε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου, λόγω θρησκευτικής καταπίεσης, είναι εύκολη. Το δύσκολο είναι να καταλάβει ο καθένας σ’ αυτό το τεταρτιμόριο της γης, που σου λέει «ποια καταπίεση, ξεβράκωτες γυρνάνε όλες» ότι η γυναίκα παραμένει υπό εκμετάλλευση ως το πιο κερδοφόρο είδος στον πλανήτη.
Αλλού δηλαδή είναι γυναίκα με μπούργκα, που απαγορεύεται να φανεί ο αστράγαλός της, και που ο γυναικολόγος κοιτάζει με καθρεφτάκι τη μήτρα της γιατί θα τον αποκεφαλίσουν αν κοιτάξει την κλειτορίδα της επειδή ανήκει σε άλλον, εδώ είναι γυναίκα με ψυχική αναπηρία, που ένα ολόκληρο σύστημα την κάνει από τότε που γεννιέται -συμπεριλαμβανομένης και της γεμάτης αγάπη θρησκείας που την αποκαλεί «σκεύος ακαθαρσιών»- να νιώθει μισός άνθρωπος αν δεν παστωθεί πατόκορφα με διάφορα σκευάσματα, σε σημείο μετάλλαξης, για να είναι αποδεκτή από τα κοινωνικά πρότυπα.
Τα κοινωνικά πρότυπα… Έτσι γενικά κι αφηρημένα… Πού τα όρισε ποιος; Πότε; Που τα αναπαρήγαγε ποιος, όταν η γυναίκα δεν είχε καν δικαίωμα ψήφου μέχρι και λίγες δεκαετίες πριν;
«Νιιώσε ο εαυτός σου» λέει η κάθε διαφήμιση σουτιέν με δέκα κιλά αφρολέξ ενίσχυσης για να εκτινάσσεται ανέμελα κι ανεπιτήδευτα το βυζί στο μάτι του κάθε υποψήφιου αγοραστή της σεξουαλικότητας που πρέπει να του πετάξεις στα μούτρα αλλιώς δεν μετράς ούτε για ζήτω. Που και η λέξη «ενίσχυση» από μόνη της άλλωστε υπαινίσσεται την «αδυναμία».
Σε όλες του τις μορφές δηλαδή το εμπόριο με επίκεντρο τις προ-κατ ανάγκες που πνίγουν τη δυτική γυναίκα γίνεται μπούσουλας για τη ζωή της, είτε με την μορφή ανασφαλειών που εκτονώνονται σε άι-λάινερ, είτε συμπλεγμάτων κατωτερότητας που ζώνονται κραγιόν, είτε ανεπάρκειας που εθίζονται σε μασκάρα, και όλα αυτά την οδηγούν στη μανιώδη κατανάλωση που υποδεικνύει η ανθρώπινη κρεαταγορά γιατί όπως τη γέννησε η μάνα της δεν είναι αρκετή. Άσε που είναι έτσι κι αλλιώς χρεωμένη από κούνια με μήλα και με φίδια, κι είναι τίγκα στις ενοχές από μόνη της, οπότε το μάρκετινγκ του «κώλου» που θα την φέρει στα ίσα της, καλά κρατεί παραμένοντας το πιο ανθηρό παγκοσμίως.
Από τις συννεφοχαϊδεύτρες στον καιρό της Τιβί, που αγγίζουν με λαγνεία τις αυριανές θερμοκρασίες, ως τις μοντέλες που ηδονίζονται με το νέο τετρακίνητο τζιπ, ως τις μισοπεθαμένες από ανορεξία κοπελίτσες που οι μόδιστροι χρησιμοποιούν σαν κρεμάστρες για να μην ξοδεύουν πολύ ύφασμα, για να μην μιλήσουμε για τα τεράστια κέρδη του τράφικινγκ της γυναικείας σκλαβιάς και της πορνοβιομηχανίας που ακόμα και κάτω από τη μύτη του Χόλιγουντ φτιάχνει ταινίες snuff όπου σκοτώνουν κορίτσια στην οθόνη, προς τέρψιν των άρρωστων λεφτάδων που πληρώνουν μέγκα μπακς για να τις εξασφαλίσουν.
Αλλά και χωρίς αυτές τις αναφορές τρόμου, η λίστα της θηλυκής αιχμαλωσίας στην εικόνα είναι τόσο τεράστια, που αν αποφάσιζε η γυναίκα -ή να πω καλύτερα αν την άφηνε η διεθνής βιομηχανία- να πετάξει από πάνω της ό,τι ψεύτικο, βαμμένο, μοδάτο, περιφέρει μαζί με τα ψυχικά της απομεινάρια σε μια κοινωνία που της μοστράρει νυχθημερόν πλαστικές κατασκευασμένες γκόμενες της δήθεν διπλανής πόρτας, κι εκείνη συγκρίνεται μαζί τους και νιώθει δέκα μέτρα κάτω απ’ τη γη, είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς με έναν πρόχειρο υπολογισμό πόσες βιομηχανίες θα κατέρρεαν.
Από τις σοκολάτες που την στουμπώνουν του Αγίου Βαλεντίνου, μέχρι τις δίαιτες που της επιβάλλουν μετά, υπάρχει ένα σύμπαν επίπλαστων αναγκών, επιθυμιών, πόθων, οργασμών, ονείρων, προσδοκιών, που κινείται γύρω απ’ αυτό το κέρδος. Δεν είναι λίγες οι φορές που μια γυναίκα κάθεται να τη γαμήσουνε για να την αγαπήσουνε, και κάθε φορά που δεν συμβαίνει αυτό, μαζεύει τα ανέμελα κουρέλια της και πάει παρακάτω, παριστάνοντας απλά πως το ευχαριστήθηκε κι εκείνη όσο κι εκείνος.
Μία από τις πιο χυδαίες μορφές της δυτικής γυναικείας καταπίεσης, δε, είναι αυτή που έρχεται σε woman-friendly μορφή και εκδηλώνεται από εκείνους που δηλώνουν «λάτρεις» του γυναικείου φύλου. Αυτή είναι από μόνη της μία γελοία έκφραση που αυτομάτως σε στήνει απέναντι ως παρατηρητή στο μπούτι, στήθος, σπάλα, και δεν ξερωγω τι άλλο κρέμεται στο τσιγκέλι του χασάπη της γυναικείας χειραφέτησης, γιατί αν βεβαίως ακουγόταν ποτέ η έκφραση «λάτρης του ανδρικού φύλου» στην συνείδηση όλων αυτών, θα σήμαινε μια πουτάνα με περικεφαλαία που δεν ντρέπεται να βροντοφωνάζει ότι σκυλοπηδιέται από δω κι από κει.
Κι άλλωστε η «λατρεία» είναι ένα λεπτεπίλεπτο, κομψό, εξευγενισμένο συναίσθημα που ταιριάζει απόλυτα με την αισθητική της δαντέλας και της χυμένης σοκολάτας μέσα στα ανοιχτά τσιμπουκόχειλα της αιθέριας ύπαρξης, καθώς και με την λαγνεία των μισάνοιχτων οπισθίων που καταλήγουν στο αιχμηρό τακούνι – με τους ανάλογους συνειρμούς που προκαλούν είτε σ’ αυτόν που τον παίζει και σκουπίζεται με τη σελίδα, είτε σ’ αυτόν που θα βάλει το 20ρικο στην τσέπη και θα κατηφορίσει στην Αθηνάς.
Σε όλα αυτά ήταν και παραμένει δεδομένος ο αντίλογος των φαλλοκρατικών επιχειρημάτων τύπου «γιατί να αναπαράγουν αυτά τα πρότυπα, μόνες τους το κάνουν», όπως είναι δεδομένος και ο μισογυνισμός από τις ίδιες τις γυναίκες (ας μου επιτραπεί το αδόκιμο του όρου προς χάριν επιχειρήματος) οι οποίες χωρίς να συνειδητοποιούν καν την ανελευθερία που έχουν αποδεχτεί, σαν τα ψαράκια που τρέφονται από τα αποφάγια του καρχαρία κολυμπώντας κάτω απ’ τα πλευρά του, σπεύδουν να βοηθήσουν στον κανιβαλισμό που συντελείται από τους άντρες απέναντι σε ό,τι κινείται με μουνί που ενδεχομένως το γούσταραν και δεν τους έκατσε.
Άλλες γυναίκες, στην πλειονότητά τους μάλιστα, με το «σύνδρομο της Στοκχόλμης», ερωτεύονται το σατράπη τους -στην προκειμένη περίπτωση την φαλλοκρατική κοινωνία- και ταυτίζονται με τον άνδρα που η δύναμη και η υπεροχή του παραμένει προβεβλημένη. Καταλήγουν λοιπόν να θέλουν απλά να νοικιάζουν κι αυτές ισότιμα έναν άντρα ή να μπορούν να τον παρενοχλούν κι εκείνες σεξουαλικά στη δουλειά σαν προϊστάμενοί του, όπως παραδοσιακά κάνει εκείνος δεκαετίες τώρα, και νιώθουν απόλυτα καλυμμένες από τόσο ίση «μεταχείριση» (εστιάζοντας μόνο στο «ίση» και αγνοώντας παντελώς το «μεταχείριση»).
Δεδομένη είναι επίσης η στενομυαλιά των γυναικών που χειραφέτηση θεωρούν το σύρσιμό τους σε ψυχικοσωματικές παρτούζες που επιβάλλοναι από τα trend των καιρών, χωρίς καν να τις γουστάρουν (και εδώ ή έκφραση κλειδί είναι «χωρίς καν να τις γουστάρουν» ειδάλλως με γεια τους με χαρά τους) αλλά επειδή η κάθε Πάρις Χίλτον έχει πάρει και δέκα άντρες μαζί στην καθισιά της, αυτό σημαίνει ότι το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ μις bitch απ΄το κάτω Καλογρίτσι.
Το γεγονός παραμένει βέβαια ότι πριν 40 χρόνια ακόμα, στο κάτω Καλογρίτσι άμα πήγαινε να χωρίσει μια γυναίκα επειδή τη βάραγε ο άντρας της, και ζήταγε βοήθεια απ’ τον πατέρα της με μαυρισμένη τη μισή πλάτη απ’ το ξύλο, ο πατέρας της απειλούσε να της μαυρίσει και την άλλη μισή μισή αν τολμούσε να τον ρελιζέψει και να διαλύσει το σπίτι της. Και αυτή ήταν μια πολύ συνηθισμένη ιστορία του βουκολικού τοπίου της ελληνικής υπαίθρου.
Και πόσο στ’ αλήθεια διαφέρει αυτό από τον φανατικό ισλαμιστή που άφησε την κόρη του να πνιγεί για να μην την αγγίξουν οι ναυαγοσώστες;
Πόσο διαφέρει από το κορίτσι που βιάζεται ομαδικά στο Γυμνάσιο και μια ολόκληρη κοινωνία σιωπά, ή ακόμα χειρότερα βυσσοδομεί πάνω στην ήδη βιασμένη ψυχή της χρεώνοντάς το στη δική της συμπεριφορά, και στο «άσεμνο» ντύσιμό της;
Δεν διαφέρει σε ποιότητα -είναι το ίδιο αισχρά και τα δύο- διαφέρει μόνο σε ποσότητα, δηλαδή ο χρόνος που μεσολάβησε για να ξεπεραστεί ο φερετζές της γυναίκας στη Δύση είναι λιγότερος απ’ ό,τι στην Ανατολή. Να ξεπεραστεί; Όχι βέβαια. Απλά να αντικασταθεί και να μεταλλαχτεί, γιατί η χειραγώγησή της είναι όπως είπαμε κερδοφόρα βιομηχανία.
Έτσι η γυναίκα στη Δύση κέρδισε την ελευθερία να ξεβρακώνεται, αλλά βεβαίως όχι ισότιμα με τον άντρα, οπότε ακόμα πρέπει να κυκλοφορεί με τα βυζιά κρυμμένα, διότι αυτά τα σιχαμένα και ανήθικα πράγματα που παράγουν ζωή, τροφή, φροντίδα και στοργή, είναι ποινικοποιημένα και δεν μπορεί να εκτίθενται στο γυμνό μάτι, γιατί τότε πώς αλλιώς θα πληρωνόταν το στριπτίζ;
Η γυναίκα στη Δύση, δηλαδή, κέρδισε απλά το δικαίωμα να γδύνεται για λεφτά, να πονάει για λεφτά τραβώντας τις τρίχες της από παντού, να δηλητηριάζεται για λεφτά με τις τοξικές βαφές μαλλιών, χειλιών, μυτών, ματιών, μην έχοντας άλλη επιλογή μέσα στην αρένα της κοινωνίας του θεάματος παρά να συνεχίσει να κακοποιείται ως ημιτελής οντότητα, αλλά τώρα πλέον με τη ρετσινιά ότι το γουστάρει και το κάνει και οικειοθελώς.
Τέτοιες απόψεις, όταν διατυπώνονται στο χαρτί, μπορεί να θεωρήσει κανείς πως απευθύνονται πρωτίστως στους άντρες. Όμως κάτι τέτοιο θα νομιμοποιούσε επί της ουσίας την γυναικεία θυματοποίηση, διαιωνίζοντάς την ακόμα περισσότερο, γιατί θα ήταν σαν να ζητούσε κανείς -ως αυτονοήτως αναμενόμενο στην κεθεστηκυία κατάσταση- το οκαίυ από τους άνδρες. Σαν να ήταν δηλαδή απαραίτητη αποκλειστικά και μόνο η δική τους συνειδητοποίηση -που σίγουρα είναι αναγκαία, επιθυμητή και ουσιαστική- προκειμένου να ανατραπούν αυτές οι πατριαρχικές δομές.
Προσωπικά ωστόσο θεωρώ πιο αξιοπρεπές και λιγότερο απαξιωτικό για την κριτική σκέψη της γυναίκας, να τις απευθύνω πρωτίστως σε αυτήν. Σε αυτήν που πάει με το σκίσιμο μέχρι τον αφαλό -κι αυτό την κάνει να νιώθει πολύ πιο ελεύθερη απ’ την άλλη με τη μπούργκα- να βαφτίσει το παιδί της σε μια μαζική ψευδαίσθηση που την αποκαλεί «πόρνη» επειδή έτσι αποφάσισαν οι άντρες που είχαν τον έλεγχο στις κοινωνίες, πολύ περισσότερο δε αυτοί οι καρακομπλεξάρες που πηγαίνοντας να γίνουν καλόγεροι και αρχιπαπάδες, είχαν προφανώς θέμα με την κοινωνικοποίησή τους, άρα και περισσότερο μίσος για τη γυναίκα.
Θεωρώ πιο αξιοπρεπές να απευθύνομαι σε αυτή που θεωρεί φυσιολογικό να διαπομπεύεται μια οροθετική κι όχι ο «οικογενειάρχης» που πήγε και την πήδηξε για ένα δεκάρικο χωρίς προφυλακτικό.
Σε αυτή που θεωρεί κολακευτικό να της μιλάνε στο δρόμο οι άντρες σαν να τους ανήκει, και δεν πειράζει που τη βρίζουν αν τους αγνοεί, είναι «που όσα δεν φτάνει η αλεπού…».
Σε αυτή που ενώ μπορεί να κάνει σεξ πριν το γάμο, ενώ οι καημένες οι άλλες με το τσαντόρ όχι, υποκρίνεται τους οργασμούς της γιατί ντρέπεται και φοβάται να του πει ότι η κλειτορίδα της είναι 2 εκατοστά πιο δίπλα από κει που τρίβει αυτός, γιατί τρέμει μην δεν του δείξει ότι είναι γαμάτος εραστής.
Σε αυτή που όταν ακούει την έκφραση το «μουνί της μάνας σου» ο πρώτος της συνειρμός δεν είναι η χυδαιότητα της αναπαραγωγής του σεξιστικού προτύπου, αλλά η σκέψη αν το δικό της είναι ξυρισμένο, ή όχι.
Χρόνια πολλά γυναίκες! Σήμερα εσείς οι πόρνες, τα σκεύη ακαθαρσιών και τα λοιπά μιαρά, εξαγνιζόσαστε προς χάριν της πιο κερδοφόρας βιομηχανίας απ’ όλες, της θρησκευτικής. Σήμερα όλες τις πίπες και όλα τα πισωκολλητά που ευχαριστηθήκατε (αμαρτία!) στη ζωή σας, μπορείτε να τα ανταλλάξετε -ακουμπώντας τα χρυσά σας βραχιόλια- με την περσόνα της αγίας μανούλας που γκαστρώθηκε απ’ τον «κρίνο».
Μα δεν είναι να απορείς που το sex industry δεν έχει βγάλει ακόμα τέτοιο όνομα για δονητή;
(O τίτλος είναι από το ομώνυμο τραγούδι των «Ενδελέχεια»)
Ανάρτηση από: http://kollectnews.org