Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Α) Προφητείες και οράματα
Πριν από λίγες βδομάδες, κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο μια παλιά, από το 2012, συνέντευξη του Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Τρία χρόνια πριν από τις δραματικές εξελίξεις του έτους που φεύγει, ο πρώην βουλευτής, υπουργός και Δήμαρχος Πειραιά, προέβλεπε την επικράτηση ΣΥΡΙΖΑ και την πρωθυπουργία Τσίπρα, αλλά και την επικράτηση των «πραγματιστών» στον ΣΥΡΙΖΑ, με τον ταυτόχρονο εξοβελισμό όλων των διαφωνούντων αριστερών στοιχείων.
Η ανάσυρση αυτής της ξεχασμένης συνέντευξης, στην οποία κανείς σχολιαστής δεν είχε αναφερθεί, δεν αποβλέπει φυσικά στην αγιοποίηση του πρώην υπουργού. Μάλλον είναι μια ακόμη κίνηση στο ανακάτωμα της τράπουλας του πολιτικού συστήματος.
Μετά το «Ποτάμι», τους Λεβεντοκεντρώους και τους Γλύξμπουργκ, ένας ακόμη παίκτης μπαίνει στην πολιτική αρένα, κουβαλώντας και την προίκα του, την πολιτική του πείρα και οξυδέρκεια.
Η επανεμφάνιση Ανδριανόπουλου, όπως και του Κοκού, αλλά και του Λεβέντη διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, σκοπούν στην αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος, αλλά μονάχα προς την δεξιά μεριά του. Στα αριστερά αυτή η αναδιάρθρωση έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με τα σχέδια του μεγαλοεκδότη και εξυπνότερου από τα υπόλοιπα μέλη της Αγίας Τριάδας των ΜΜΕ.
Υπάρχει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ σαν βασικός κορμός ενός κεντροαριστερού σχήματος (2), με πιθανούς παρτενέρ το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι αλλά και τους Λεβεντοκεντρώους και δικλείδα ασφαλείας στα αριστερά του την ΛΑΕ (που όμως λόγω ανεπαρκούς ηγεσίας δεν εννοεί να πάρει τα πάνω της) και το ΚΚΕ που κατορθώνει να κρατά σταθερό σχεδόν το ποσοστό του.
Η δραστηριοποίηση πολλών συντελεστών στο πολιτικό παιχνίδι, εξυπηρετεί κι έναν ακόμη βασικό στόχο του εκδοτικού κατεστημένου, πέρα από την σωτηρία μέσω της αναδιάρθρωσης του πολιτικού συστήματος.
Την επικυριαρχία του εκδοτικού κατεστημένου επί του πολιτικού συστήματος, μέσω της κατάτμησης του και της αδυναμίας σχηματισμού μονοκομματικών κυβερνήσεων. Η κατάτμηση φυσικά έχει τα όρια της. Οι δύο βασικοί σχηματισμοί, ο κεντροαριστερός και ο κεντροδεξιός, θα πρέπει να είναι συγκεντρωμένοι γύρω από ισχυρούς ηγέτες, ώστε να εξασφαλίζεται η συνοχή τους και η δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμων κυβερνήσεων.
Το σχέδιο χωλαίνει ακόμη από την δεξιά μεριά, όπου η οικογενειοκρατία και τα τζάκια, αλλά και η πολιτική ανικανότητα των δύο πρώην αρχηγών και πρωθυπουργών εμποδίζει την ανάδειξη ενός νέου αρχηγού.
Η εμφάνιση λοιπόν των Γλύξμπουργκ και Ανδριανόπουλου, ίσως να σημαίνει την αρχή μιας «επανάστασης» στο χώρο της Δεξιάς ενάντια στις απαρχαιωμένες δομές της, καθώς αμφότεροι δεν διαθέτουν οργάνωση στο χώρο της παραδοσιακής Δεξιάς, έχουν όμως κύρος το οποίο στερούνται οι Τζιτζικώστας και Μητσοτάκης.
Οπωσδήποτε, τόσο ο Κοκός όσο κι ο Ανδριανόπουλος δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μιας νεαρής ηλικιακά φυσιογνωμίας που είναι και ο διακαής πόθος όλης της παράταξης. Δεν αποκλείεται όμως να λειτουργήσουν σαν γκουρού κάποιων φερέλπιδων νέων ή σαν μεταβατικές προσωπικότητες.
Οι προθέσεις του Τσίπρα για αναθεώρηση του Συντάγματος με την επαναφορά μάλιστα του γαλλικού μοντέλου της Προεδρικής δημοκρατίας, με τις ενισχυμένες εξουσίες του Προέδρου, ακόμη και σε βέρος του Κοινοβουλίου, μάλλον δείχνουν την προσπάθεια αναχαίτισης των επιδιώξεων του εκδοτικού κατεστημένου, μέσω της συμμαχίας με την καραμανλική δεξιά.
Β) Αναμνήσεις από το μέλλον
Μια παρενέργεια της επανεμφάνισης της συνέντευξης Ανδριανόπουλου, είναι και η υπενθύμιση της «ξεχασμένης» αυτοκριτικής όλων των αριστερών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, για τις δικές τους ευθύνες σχετικά με τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών.
Ο μόνος που επιχείρησε μιαν «στιγμιαία» αυτοκριτική ήταν ο Ρούντι Ρινάλντι- ο οποίος σε πρόσφατο άρθρο του υποσχέθηκε ακόμη περισσότερη αυτοκριτική- όταν τον περασμένο Σεπτέμβρη και σε μιαν εκδήλωση του Δρόμου της Αριστεράς, παραδέχθηκε τις ευθύνες του (και της οργάνωσης που εκπροσωπεί μάλλον) σχετικά με την μη ανακίνηση του νόμου περί ευθύνης (ανευθυνότητας ) υπουργών, αλλά και άλλων νόμων που συνθέτουν το πλέγμα διακυβέρνησης της χώρας μας, πριν και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Παρόλα αυτά, στα άρθρα που δημοσιεύονται τόσο στον «Δρόμο», όσο και στην «Ίσκρα» εξακολουθεί να διατυπώνεται σταθερά η άποψη πως τάχα η «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε σιωπηλά κι ανεπαίσθητα – και γι’ αυτό δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτή – από τα μέσα του 2014 και συνεχίσθηκε ακάθεκτη από τον Φεβρουάριο του 2015.
Δέσμιοι της αντίληψης και της πρακτικής, της υποκατάστασης της κοινωνίας από το «κόμμα- πρωτοπορία» αγνόησαν αυτό που ο δεξιός πρώην υπουργός θεωρούσε αυτονόητο. Ότι δηλαδή είναι οι δομές της εξουσίας που παίζουν τον καθοριστικό ρόλο κι όχι οι καλές προθέσεις των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία.
Για τον Ανδριανόπουλο ήταν αυτονόητο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μεταλλάσσονταν και πως οι αιθεροβάμονες θα βρίσκονταν εκτός κόμματος και εξουσίας πολύ σύντομα. Άλλωστε όποιος είχε μάτια και αυτιά έβλεπε και άκουγε τους παρατρεχάμενους της ηγετικής ομάδας να συμπεριφέρονται σαν νεόπλουτοι με τα μόλις αποκτηθέντα ψηφαλάκια τους, από τις εκλογές του Μαϊου 2012 και πριν από τις επαναληπτικές του Ιουνίου, αποστομώνοντας κάθε έναν που τολμούσε να ασκήσει καλόπιστη κριτική με το επιχείρημα «εσύ μην μας ψηφίσεις!».
Οι υπόλοιποι, απλώς έκλειναν τα μάτια μπροστά στο αναπάντεχο δώρο, της ανάδειξης μερικών βουλευτών και αργότερα υπουργών από τις συνιστώσες τους και την συμμετοχή τους μ’ αυτόν τον τρόπο στο παιχνίδι της εξουσίας. Όταν κατάλαβαν πως είχαν εξαπατηθεί, ήταν πολύ αργά.
Το δεύτερο σημείο για το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει σιωπή από όλους τους αναχωρητές του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η έλλειψη σχεδίου διακυβέρνησης για το οποίο τους κατηγορούσε και ο τύπος της αντιπολίτευσης, επικεντρώνοντας μάλιστα την κριτική στο ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά;».
Το χειρότερο είναι πως ακόμη εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η έλλειψη όχι μονάχα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στους αποχωρήσαντες, όπως φαίνεται από την αρθρογραφία στον «Δρόμο» και την «Ίσκρα», με την μοναδική εξαίρεση του Κώστα Λαπαβίτσα που όμως εστιάζει σε ένα μονάχα ζήτημα, αυτό της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Όλη η υπόλοιπη θεματολογία αποτελείται από καταγγελίες συνδικαλιστικού τύπου και λεκτικές «φιοριτούρες», που δείχνουν την αμηχανία που διακατέχει όλες τις συνιστώσες που με την αποχώρηση τους έχουν μείνει ξεκρέμαστες.
Χαρακτηριστικό αυτής της αμηχανίας είναι το άρθρο του Ρούντι Ρινάλντι «Πολιτικό σύστημα παραδομένο στους αέρηδες». (3)
Σύμφωνα με τον Ρινάλντι, το πολιτικό σύστημα της χώρας μας είναι παρασιτικό. Στην πραγματικότητα, όλα τα πολιτικά συστήματα, από καταβολής διαχωρισμού της ανθρώπινης κοινωνίας σε τάξεις και συγκροτήσεως της σε κρατική υπόσταση, ήταν και είναι παρασιτικά, αφού παρασιτούν στην υπόλοιπη κοινωνία.
Ακόμη και το πιο φιλικό στον άνθρωπο και τον πολίτη πολίτευμα, αυτό της αρχαίας Αθήνας και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων που διοικήθηκαν δημοκρατικά, ήταν και αυτό παρασιτικό, έστω κι αν ήταν λιγότερο κοστοβόρο από τα υπόλοιπα. Ο Όργουελ στη Φάρμα των Ζώων, δίνει μια γλαφυρή εικόνα του παρασιτισμού του στρώματος που αναλαμβάνει την πολιτική οργάνωση και διοίκηση της.
Συνεχίζοντας ο Ρινάλντι, αφού αναρωτιέται πως «μετά από 5,5 χρόνια θεραπείας και απωλειών που ισοδυναμούν με πραγματικό πόλεμο δεν θα μπορούσε να είχε βρεθεί μια λύση, ένας δρόμος, μια πορεία διεξόδου;» συμπεραίνει «πως το πολιτικό σύστημα, σε όλες του τις διαστάσεις, υπηρέτησε, υποτάχθηκε, συνδέθηκε με τα διεθνή κέντρα και τις ντόπιες διαπλεκόμενες ελίτ και απλά διατήρησε, αναπαρήγαγε, έστρωσε το δρόμο στο νέο καθεστώς, με αντάλλαγμα να υπάρχει το ίδιο ως ολόγραμμα και όχι ως πραγματικός συντελεστής».
Στην δεκαετία του ’30, η συνήθης κομμουνιστική φρασεολογία θα αποκαλούσε τους (αστούς) πολιτικούς «λακέδες της μπουρζουαζίας». Το 2015 χρησιμοποιούνται πιο ραφιναρισμένες εκφράσεις, όπως «συνδέθηκε», «υποτάχθηκε», «υπηρέτησε». Στην πράξη είναι η ίδια μηχανιστική αντίληψη που επιβιώνει και στοιχειώνει την ελληνική Αριστερά, που βλέπει τον κόσμο κλεισμένο σε κουτάκια και την κοινωνία χωρισμένη σε στεγανά.
Φυσικά και δεν μπορεί να καταλάβει ότι το πολιτικό σύστημα είναι ένα τμήμα του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μπλόκ εξουσίας και πως κάθε μερίδα του που αναδεικνύεται κυριαρχεί και το αναδιοργανώνει, ενσωματώνεται σ’ αυτό το μπλόκ, στις λειτουργίες του και τις αντιθέσεις του.
«Λύση δεν βρέθηκε κι ούτε δόθηκε απάντηση», όπως τραγουδά η Αρλέτα, γιατί κανείς μέσα στην άρχουσα τάξη δεν θέλει λύσεις που θα θίξουν έστω και στο ελάχιστο τα συμφέροντα τους.
Λύση θα ήταν να μην προχωρήσει η χώρα σε καινούργιους δανεισμούς, ακόμη και τον Ιούλιο του 2015, αλλά να προσπαθήσει με αιματηρές οικονομίες και θυσίες να στραφεί σε μιαν πορεία ανάπτυξης.
Όμως κάτι τέτοιο έθιγε άμεσα την οικονομική μας ολιγαρχία, που ζεί και αναπαράγεται στο επίπεδο του κράτους, δηλαδή του προϋπολογισμού και αρνείται πεισματικά να προχωρήσει σε οποιαδήποτε παραγωγική επένδυση, χωρίς την κρατική εγγύηση και προστασία.
Και καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός, λόγω ακριβώς της εξαφάνισης κάθε παραγωγικής διαδικασίας είναι πάντοτε ελλειμματικός, τα ξένα δάνεια είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του κράτους, αλλά και τον πλουτισμό των κυρίαρχων τάξεων.
Οικονομίες και θυσίες σήμαιναν και σημαίνουν τον περιορισμό του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, κυρίως του τρομακτικού αριθμού των «διοικητικών», αλλά και των κρατικών δαπανών.
Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα όλων των κομματικών μηχανισμών, καθώς η ύπαρξη τους στηρίζεται ακριβώς στην υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα μέσω των πελατειακών σχέσεων. Σύμφωνα με τον Π. Κονδύλη, όλα τα ελληνικά κόμματα υπήρξαν «κρατιστικά» (4). Αυτό ίσχυε για τον ΣΥΡΙΖΑ πολύ πριν από την εκλογική του εκτίναξη, πόσο μάλλον σήμερα. Το τελευταίο μέτρο της αύξησης στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και οι αναγγελθείσες προσλήψεις, με έμφαση φυσικά στους «διοικητικούς» και τους «βοηθητικούς», αλλά και τις λοιπές ειδικότητες που όμως εν μια νυκτί μεταλλάσσονται σε διοικητικούς, δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φροντίζει για τη διατήρηση και αύξηση της εκλογικής του βάσης, αλλά και της βάσης όλου του πολιτικού συστήματος.
Το ίδιο πρόβλημα με το σημερινό παρουσιάστηκε πολλές φορές στην ελληνική ιστορία. Ιδιαίτερα οξύ ήταν μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Και τότε όπως και σήμερα, οι ξένοι ειδικοί (αμερικανοί), συνέστησαν τον περιορισμό του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων που είχαν αυξηθεί στα χρόνια της Κατοχής και την περιστολή των κρατικών δαπανών. Φυσικά τίποτε δεν έγινε, αφού αυτές οι συστάσεις συνάντησαν τη λυσσαλέα αντίδραση όλων των πολιτικών κομμάτων της Δεξιάς και του Κέντρου που κυβερνούσαν (5).
Ο μακαρίτης ο Politzer έλεγε πως ο μόνος τρόπος για να αποδείξεις πως η πουτίγκα υπάρχει, είναι να την φάς (6). Και για το αν το πολιτικό μας σύστημα, είναι μια απτή ή εικονική πραγματικότητα, ένα «ολόγραμμα», όπως ισχυρίζεται ο Ρινάλντι, ο μόνος τρόπος για να το διαπιστώσεις είναι να προσπαθήσεις να το ανατρέψεις ή έστω να το μεταρρυθμίσεις έστω και σε επουσιώδη σημεία. Διαπιστώνοντας δυστυχώς την ύπαρξη του, ο Π. Κονδύλης το θεωρούσε σαν το κυρίως εμπόδιο στην οποιαδήποτε εξέλιξη και πρόοδο της χώρας (7).
1) Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας υπήρξε μάγκας σκληρός και νταής στον Πειραιά, πριν και μετά τον Πόλεμο. Υπήρξε όμως και στιχουργός πολλών λαϊκών, ρεμπέτικων τραγουδιών, αλλά και του μοιρολογιού για τον Αρχηγό της Εθνικής μας Αντίστασης (μαράθηκαν τα λούλουδα/έσβησε το φεγγάρι/ένας λεβέντης χάθηκε/που τόνε λέγαν Άρη). Λαϊκός φιλόσοφος (αν και κυνικός), όπως όλοι οι γνήσιοι ρεμπέτες και σωστοί μάγκες, αποκαλούσε τον Ζαχαριάδη «μολύβι με σπασμένη μύτη». Είναι ο πιο πετυχημένος χαρακτηρισμός, όχι μονάχα για τον παλιό αρχηγό του ΚΚΕ, αλλά και όλους τους καλαμαράδες που λένε πολλά χωρίς να λένε τίποτα και κυρίως τίποτα που να βοηθά πραγματικά τον λαό.
2) Γ. Δεληβοριάς «Η Αρετή, η Τόλμη και η Ελευθερία», blogvirona 24/6/2015
3) Ρούντι Ρινάλντι, «Πολιτικό σύστημα παραδομένο στους αέρηδες» Δρόμος της Αριστεράς.
4) Π. Κονδύλης, «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία»
5) Π. Βόγλης «Η Αδύνατη Επανάσταση» εκδόσεις Αλεξάνδρεια
6) G.Politzer, Στοιχειώδεις αρχές της φιλοσοφίας
7) Π. Κονδύλης, στο ίδιο ο.π.