Του Κώστα Ράπτη
Η πώληση από την Εθνική Τράπεζα της τουρκικής θυγατρικής της Finansbank, στο φόντο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, δεν είναι μόνο μια ιστορική κίνηση αναδίπλωσης που κλείνει την διείσδυση των “εθνικών πρωταθλητών” στον βαλκανικό περίγυρο. Είναι και η επισφράγιση, σε ό,τι αφορά τον αγοραστή, μιας διαρκώς διευρυνόμενης σύμπραξης με στοιχεία όχι μόνο οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά.
Η έκτακτη συνεδρίαση της Γ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας στις 18 Ιανουαρίου θα επικυρώσει και τυπικά την μεταβίβαση, η οποία θα φέρει τη Finansbank των 647 υποκαταστημάτων, των 5,3 εκατ. πελατών και των 19,5 δισ. δολαρίων σε δάνεια, υπό τον έλεγχο της Qatar National Bank, η οποία ανήκει κατά 50% στην Qatar Investment Authority.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της, Ali Ahmed al-Kuwari “η συναλλαγή αυτή αποτελεί σημαντικό ορόσημο στο όραμα της QNB να αποτελέσει εμβληματική τράπεζα της Μέσης Ανατολής μέχρι το 2017 και ηγέτιδα διεθνή τράπεζα μέχρι το 2030”. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι περισσότερο και από αυτό.
Η συμμαχία Τουρκίας-Κατάρ αποτελεί μία σταθερά του μεσανατολικού τοπίου μετά το ξέσπασμα της λεγόμενης “αραβικής άνοιξης” καθώς οι δύο χώρες συμπίπτουν στην επιδίωξη ανατροπής του καθεστώτος Assad στην Δαμασκό, την οποία και προωθούν με κάθε είδους θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Επιπλέον, Άγκυρα και Ντόχα αποτελούν τους μεγάλους προστάτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην περιοχή, αν και το φιλόδοξο εμιράτο υποχρεώθηκε να κρατήσει επ’ αυτού πιο χαμηλό προφίλ, μετά τον διπλωματικό αποκλεισμό του το 2014 από τις υπόλοιπες μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, οι οποίες απέσυραν τους πρεσβευτές τους από το Κατάρ, καταγγέλλοντάς το για στήριξη υπονομευτικών για αυτές δραστηριοτήτων.
Η σχέση Τουρκίας-Κατάρ απέκτησε και στρατιωτική διάσταση με την συμφωνία που υπέγραψαν σχετικά τα δύο μέρη πέρσι και υλοποιήθηκε με την ανακοίνωση τον μήνα αυτόν της δημιουργίας στο εμιράτο τουρκικής στρατιωτικής βάσης, δυναμικότητας 3.000 ανδρών – όχι μακριά από την αεροπορική βάση Al Udeid, όπου εδρεύει η Κεντρική Διοίκηση (Centcom) των Ηνωμένων Πολιτειών, με χώρο δράσης τη Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία.
Η εξαγορά του 99,8% της Finansbank από την QNB έρχεται σε αυτό το τοπίο να συμπληρώσει μια κρίσιμη ψηφίδα στις τουρκο-καταριανές σχέσεις. Κυρίαρχο πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας αποτελεί το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (της τάξης των 38,1 δισ. δολαρίων σε ετήσια βάση τον περασμένο Οκτώβριο), λόγω της απόλυτης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, και η χρηματοδότηση του ελλείμματος αυτού από εισροές κεφαλαίων, μέσω τοποθετήσεων χαρτοφυλακίου.
Το Κατάρ έχει σημαντικό ρόλο να παίξει και στα δύο αυτά μέτωπα: είτε με την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας με υγροποιημένο φυσικό αέριο (ιδίως στο φόντο των πρόσφατων εντάσεων με την Ρωσία, η οποία προμηθεύει τη γείτονα με 60% του φυσικού αερίου που καταναλώνει), είτε με την ενίσχυση των κεφαλαιακών ροών.
Σύμφωνα με τους Asia Times, η κρατική ενεργειακή εταιρεία Botaş της Τουρκίας υπέγραψε εντός του Δεκεμβρίου προκαταρκτική συμφωνία με την καταριανή κρατική εταιρεία πετρελαίου για την μακροχρόνια προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου, ενώ κατά τη διάρκεια του 2015 τα “ζεστά” κεφάλαια που εισήλθαν από το εμιράτο στο τουρκικό σύστημα έφθασαν τα 350 εκατ. δολάρια, δίνοντας στο Κατάρ την τέταρτη θέση μεταξύ των χρηματοδοτών μετά την Ρωσία, την Ολλανδία και την Κίνα.
Η Finansbank προορίζεται να αποτελέσει προνομιακό δίαυλο για τη διεύρυνση των κεφαλαιακών εισροών, αλλά και για την προώθηση του διμερούς εμπορίου, το οποίο το 2014 είχε όγκο 740 εκατομμυρίων, 13πλάσιο αυτού του 2004. Αιχμή του δόρατος από τουρκικής πλευράς αποτελούν πάντα οι υπηρεσίες των κατασκευαστικών εταιρειών, οι οποίες μέχρι στιγμής έχουν εκτελέσει στο εμιράτο 118 έργα, συνολικής αξίας 11,6 δισ. δολαρίων. Το Κατάρ αποτελεί για τις τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες την τρίτη μεγαλύτερη αγορά τους στη Μέση Ανατολή και την όγδοη μεγαλύτερη στον κόσμο. Και εδώ, πάλι, ο ρόλος της Finansbank αναμένεται να είναι κομβικός.
Η ίδια η QNB σε ανακοίνωσή της υπενθύμισε ότι το εμπόριο της Τουρκίας με την περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής σχεδόν δεκαπλασιάστηκε από το 2000 στο 2014, φθάνοντας τα 52,2 δισ. δολάρια. Το συμβολικό τέλος της ελληνικής βαλκανικής διείσδυσης ταυτίζεται με την όλο και μεγαλύτερη ενσωμάτωση της γείτονος στο μεσανατολικό της περιβάλλον.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr