Η Κατίνα Μανιτάρα – Ζωργίου, Ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, διηγείται μικρές αναμνήσεις από την πολυτάραχη ζωή της στα βουνά της Ρούμελης
Του Ανδρέα Δανεζάκη
Την περασμένη Δευτέρα, εκεί, στα εγκαίνια του Μουσείου ΕΑΜικής Αντίστασης, στην Καισαριανή, συναντήσαμε, μέσα στο πλήθος, αρκετούς ΕΛΑΣίτες, ΕΠΟΝίτες και μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ολοι τους συγκινημένοι, χαρούμενοι, με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στα πρόσωπά τους. Ανάμεσά τους η μικροκαμωμένη αλλά αλύγιστη, ατίθαση και ανυποχώρητη μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, η Κατίνα Μανιτάρα. Μια αγαπημένη μορφή, που δεν έλειψε από κανέναν αγώνα του λαού μας και εξακολουθεί να είναι παρούσα, με εφηβικό δυναμισμό, σε όλα τα συλλαλητήρια και τις συγκεντρώσεις, στους σημερινούς αγώνες για να μπορέσει ο λαός μας να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια κοινωνία αντάξια του Ανθρώπου.
Δεν χάσαμε την ευκαιρία. Προς το τέλος της εκδήλωσης των εγκαινίων καταφέραμε να μοιραστεί μαζί μας μερικές από τις αναμνήσεις της:
Μας είπε για τον τραυματισμό της στο κεφάλι από θραύσμα ρουκέτας αεροπλάνου, το απόγευμα της 28ης Φλεβάρη 1948, στην Ανω Χώρα Ναυπακτίας, στην επιχείρηση στη θέση Μακρύβαλτος. Ένα θραύσμα που ακόμα το κουβαλάει σφηνωμένο μέσα στο κεφάλι, πάνω από το δεξί της φρύδι.
— Ο δεύτερος τραυματισμός, μας λέει, στο πόδι, ήταν στη μάχη της Καρδίτσας, στις 12 Δεκέμβρη 1948. Ένα μήνα μετά, στις 19 με 21.1.1949 δώσαμε τη μάχη και πήραμε το Καρπενήσι και το κρατήσαμε 20 μέρες.
Το Καρπενήσι ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Στις 11 του Φλεβάρη αρχίζανε στη Φλώρινα αυτή η μεγάλη μάχη, και στις 9 εμείς αποχωρούσαμε από το Καρπενήσι. Αυτές οι στρατηγικές κανονίζονταν ώστε να μην συμπίπτουν και να απασχολούμε τμήματα εμείς, να απασχολούν και εκείνοι ώστε να μοιράζονται τα κυβερνητικά τμήματα, να γίνεται καλύτερα η δουλειά μας. Αλλά επίσης μια καλή μάχη, το γράφω στο βιβλίο μου, δεν ήμουν εγώ σ’ αυτή τη μάχη, αλλά ήμουν εκεί κοντά, στην περιοχή, το Λιδωρίκι, 19 – 20 Απρίλη 1949, που ο Δημοκρατικός Στρατός αιχμαλώτισε τον Ταξίαρχο τον Μαρκόπουλο και τον κρατήσαμε για ανταλλαγή με άλλους, δικούς μας. Αλλά ερχόταν και το τέλος, εγώ πιάστηκα … Από τον Μάη του ’47 που εντάχθηκα στον Δημοκρατικό Στρατό, τότε δεν γίνονταν επιστρατεύσεις ακόμα, πιάστηκα 13 Μάη 1949.
—Τότε θα ήσουν 17 χρονών, ε; ρωτάμε.
— Στα 15 ήμουνα ένοπλη, το ’32 γεννηθείσα, ήμουν 15 χρονών το Μάη του ’47. Οταν έγινα Ανθυπολοχαγός ήμουν 17 χρονών (30 Μάρτη 1949) και μετά τον Νοέμβρη με περάσανε στρατοδικείο. Γι αυτό σαν ανήλικη με καταδικάσανε μόνο σε τριάμισι χρόνια φυλακή. Με πήραν στις φυλακές, μετά στο Μεταγωγών στην Αθήνα, μετά Αβέρωφ.
— Στη Λαμία στρατοδικείο;
— Στη Λαμία, στο Εκτακτο Στρατοδικείο. Το ’53 βγήκα από τη φυλακή και με περάσανε Αναθεωρητικό Δικαστήριο στη περιοχή μου, στην Αμφισσα, με το ερωτηματικό αν έπρεπε να δικαστώ ή δεν έπρεπε. Αλλά εγώ είχα δικαστεί, είχα κάνει τριάμισι χρόνια φυλακή κλπ.
— Αβέρωφ;
— Αβέρωφ. Μου βγάλανε την ακτινογραφία εδώ. Λεγόταν ένα νοσοκομείο Αγιος Παύλος. Και μετά από λίγο καιρό, μαζί με άλλες κοπέλες, σαν ανήλικη με πήγανε στις Φυλακές Ανηλίκων στην Καλλιθέα.
— Στρατοδικείο μόνη σου πέρασες ή με άλλους;
— Στρατοδικείο ήταν κι άλλοι μαζί, αλλά αφού πιάστηκα τον Μάη, 11 Μάη, όχι ψέματα 13 Μάη πιάστηκα, 11 ήταν για Καρπενήσι. Στρατοδικείο με περάσανε αργά. Τον Νοέμβρη, και όταν ήσουν υπόδικος είχε βασανιστήρια πολλά, όταν περνούσες Στρατοδικείο τότε δεν σε βασανίζανε όπως πρωτύτερα.
– Στις φυλακές Λαμίας;
— Στις φυλακές Λαμίας. Μόλις δικάστηκα με πήγαν αμέσως στις φυλακές Λαμίας. Ούτε πράγματα ούτε τίποτα. Αν είχα κάτι, που δεν είχα τίποτα. Και μετά μεταγωγή στο Μεταγωγών Αθηνών, μετά Αβέρωφ, έκατσα και στο Αβέρωφ κάμποσο και μετά σαν ανήλικη στις Φυλακές Ανηλίκων Καλλιθέας, για τριάμισι χρόνια.
– Πως ήταν η ζωή τότε πάνω, στο βουνό; Ιδίως προς το τέλος, μετά το Καρπενήσι
— Στο βουνό; Το διάβασες όλο; (με ρωτάει διερευνητικά για το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της που μου χάρισε λίγους μήνες πριν και είναι, δυστυχώς, σε πολύ λίγα αντίτυπα) Το αίμα από τα ζώα που σφάζανε, αν σφάζανε, το πιάναμε στις καραβάνες και πηγαίναμε κοντά – κοντά να μην πέσει σταγόνα. Το βράζαμε κι αυτό γινόταν τροφή. Σαν συκώτι. Αν είχαμε βέβαια φωτιά. Απ’ την πείνα, απ’ την νηστεία, όχι μια μέρα, ούτε δέκα, ούτε είκοσι, μας κάνανε διανομή μια κουταλιά ή δύο κουταλιές αλεύρι. Το βάζαμε στη γλώσσα, πίναμε λίγο νερό για να πάει κάτω. Δεν υπήρχε, γιατί όλο τον ορεινό όγκο, από τη Ρούμελη, τα Αγραφα και λοιπά, αδειάσανε όλα τα χωριά, για να μην έχουμε τροφή, να μην έχουμε πληροφορίες και να μην έχουμε και εφεδρείες, γιατί είχαμε και εφεδρείες. Ετσι μετά ο Δημοκρατικός Στρατός αναγκάστηκε και επιστράτευε και γυναίκες ακόμα. Ας πούμε στη μάχη της Καρδίτσας επιστρατεύσαμε 300 κοπέλες, και από τη γύρω περιοχή.
– Παπούτσια;
— Ααα, άαα, αναφώνησε και μια θλίψη άρχισε να φαίνεται στα μάτια της. Οχι εγώ, αλλά όλοι μας, πολλές φορές το πόδι άφηνε αποτύπωμα αίμα πάνω στο χιόνι. Κι όταν στη μάχη του Καρπενησιού, εγώ ήμουν και μικρό νούμερο και δεν έβρισκα εύκολα παπούτσι, μου βρήκανε κάτι σύντροφοι που ακολουθούσαν, ήταν ένας ή παγωμένος ή σκοτωμένος στρατιώτης, από μέρες. Πασχίσανε και του τα βγάλανε. Καθυστερήσανε πίσω – το γράφω αυτό – κι έλεγα «τι χαρά που κάνω για αυτά τα καινούργια παπούτσια, ολοκαίνουργια και τους λέω με σώσατε μου δώσατε το καλύτερο δώρο, αλλά μετά – το γράφω κι αυτό – ένας νέος που τον περίμενε η μάνα του. Όπως και εμένα. Και εκείνος σκοτώθηκε στα βουνά.
Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα που πάσχιζε να τα συγκρατήσει…
— Ποιοι μας αναγκάσανε να βρισκόμαστε εκεί πάνω; Ποιός; Ο Φασισμός. Και δεν τον πολεμάμε όλοι, και δεν ξυπνάμε, ξέσπασε. Μικροί – μεγάλοι. Να είστε καλά ευχαριστώ!
Την παραπάνω κουβέντα μας, είχαμε την τύχη να την καταγράψει η κάμερα του Λεωνίδα Βαρδαρού, ο οποίος πολύ ευγενικά μας παραχώρησε το σχετικό απόσπασμα και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Δεν χάσαμε την ευκαιρία. Προς το τέλος της εκδήλωσης των εγκαινίων καταφέραμε να μοιραστεί μαζί μας μερικές από τις αναμνήσεις της:
Ανάρτηση από: http://www.imerodromos.gr