Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από την Ρήξη φ. 125
To επικείμενο νομοσχέδιο για τα εργασιακά και τον συνδικαλισμό, που θα συζητηθεί τον Σεπτέμβριο με τους δανειστές, αποτελεί το επόμενο καυτό θέμα που θα αντιμετωπίσει η «αποτελεσματική» κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ουσιαστικά, θα ξαναπιάσει το νήμα από κει που το είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία προωθούσε τις ομαδικές απολύσεις, την αλλαγή/κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την αλλαγή στον τρόπο προκήρυξης των απεργιών και τη χρηματοδότηση των συνδικάτων, τη θέσπιση της ανταπεργίας (λοκ αουτ) από τις επιχειρήσεις, κ.α. Σε όλα τα παραπάνω θα προστεθεί και το θέμα της μείωσης του κατώτατου μισθού, της κατάργησης της τριετίας και της προϋπηρεσίας, καθώς τόσο το ΔΝΤ, όσο και ο ΟΟΣΑ, θεωρούν, λόγω της προϋπηρεσίας, ιδιαίτερα υψηλό τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα.
Η στρατηγική της κυβέρνησης καθορίζεται από τη γνωστή έως τώρα τακτική: ρίχνοντας την ευθύνη κυρίως στο ΔΝΤ (όντως προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού) και εμπιστευόμενη τις «βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.», θα επιδιώξει «συμφωνία τιμής» με εργοδότες και συνδικαλιστικές ενώσεις, για την υπεράσπιση της εργασίας και των εργαζομένων. Μας αναγκάζουν, δηλαδή, αλλά αν είμαστε όλοι ενωμένοι και «διαδηλώνουμε μαζί», θα «διαπραγματευτούμε» καλύτερα.
Βέβαια, η εμπιστοσύνη στην Ε.Ε, δεν είναι παρά άλλη μια πιρουέτα αυτής της εγκληματικής κυβέρνησης, εφόσον γνωρίζει καλά ότι : «Το μνημόνιο συνεννόησης δεν αποτελεί πράξη της Ε.Ε., αλλά πράξη που συμφωνήθηκε διμερώς μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, κατά την εφαρμογή μέτρων στο πλαίσιο μιας τέτοιας διακυβερνητικής ρύθμισης, οι αρχές του οικείου κράτους-μέλους δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ε.Ε», όπως το 2015 είχε διαμηνύσει η Κομισιόν.
Η κυβέρνηση, έως τώρα, έχει δείξει ότι σπρώχνει τα πράγματα σε τέτοιο σημείο απόγνωσης, ώστε το ελάχιστο να φαίνεται επιτυχία. Ποντάροντας τόσο στην κούραση, την απογοήτευση και την αποστράτευση του λαού από τον εξαετή στραγγαλισμό του, όσο και στο ότι μέχρι τώρα αποτελεί το καλύτερο παιδί της Ευρωπαϊκής ολιγαρχίας και του νεοφιλελευθερισμού, προκείμενου να διατηρείται την εξουσία.
Και από τη στιγμή που πολλοί αναλυτές μάς θυμίζουν ότι οι ταξικές αντιθέσεις θυμίζουν τις αρχές του 20 αιώνα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κυβέρνηση αυτή, χρησιμοποιώντας την αλαζονική διπλή της γλώσσα, τον αντιπερισπασμό και τη μετάλλαξη των εννοιών, θα τις υπηρετήσει στο έπακρο, μέσα από διακηρύξεις για «εξορθολογισμό» της εργασίας και «πάταξη» της υπαρκτής συνδικαλιστικής διαφθοράς. Οι παρασιτικές συνδικαλιστικές ηγεσίες θα ενισχύουν την επιβίωσή τους, ποντάροντας στον διευρυμένο αποσυνδικαλισμό των εργαζομένων, δίνοντας το απαραίτητο στήριγμα σε όλα τα παραπάνω.
Οι εργοδοτικές ενώσεις, από την άλλη, ιδιαίτερα στο επίπεδο των μεγάλων επιχειρήσεων και των πολυεθνικών, παρ’ όλο που εμφανίζονται να διαφωνούν με κάποια ψήγματα απορρύθμισης της εργασίας και να συμφωνούν με τη ΓΣΕΕ, ενεργούν στο πλαίσιο της συστημικής οικονομικής κρίσης, που δεν είναι άλλη από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε ολίγους, την ελάφρυνση του εργατικού κόστους, την υπονόμευση του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης και την είσοδό τους σε επικερδείς παραδοσιακούς «δημόσιους» τομείς. Οι ομαδικές απολύσεις, που αφορούν ιδιαίτερα τον τραπεζικό τομέα μετά τις συγχωνεύσεις τραπεζών, την κινητή τηλεφωνία και τις ΔΕΚΟ, θα συμβάλουν στη «διεθνοποίηση» του εργασιακού μνημονίου, σύμφυτο με το ξεπούλημα των τραπεζών στον ξένο παράγοντα και τα 99 χρόνια αποικιακής αρπαγής της δημόσιας περιουσίας.
Τι, άραγε, απομένει απέναντί τους, εκτός από την ενεργοποίηση της ακηδεμόνευτης αντίδρασης, ενός κινήματος του λαού από τον λαό; Κόντρα στις «κόκκινες γραμμές» Κατρούγκαλου, που γρήγορα θα αποδειχτούν ανύπαρκτες; Κόντρα στον διεφθαρμένο συνδικαλισμό, παρά με την ενεργοποίηση της αρχαίας ετυμολογίας του συνδικάτου, που ήταν η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή των ανθρώπων και του τόπου;
Το επόμενο διάστημα, μόνο ο λαός –ιδιαίτερα όσοι επωμίστηκαν το μεγαλύτερο μερίδιο της κρίσης, λεηλατημένοι από τις συμμορίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τη διαπλοκή και την κομματοκρατία–μπορεί να οδηγήσει τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ στην έξοδο από την εξουσία. Απαραίτητο βήμα στην αυτοοργάνωση του αγώνα, για αναγέννηση της ενδογενούς παραγωγής, της εργασίας, του τόπου.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr
To επικείμενο νομοσχέδιο για τα εργασιακά και τον συνδικαλισμό, που θα συζητηθεί τον Σεπτέμβριο με τους δανειστές, αποτελεί το επόμενο καυτό θέμα που θα αντιμετωπίσει η «αποτελεσματική» κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ουσιαστικά, θα ξαναπιάσει το νήμα από κει που το είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία προωθούσε τις ομαδικές απολύσεις, την αλλαγή/κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την αλλαγή στον τρόπο προκήρυξης των απεργιών και τη χρηματοδότηση των συνδικάτων, τη θέσπιση της ανταπεργίας (λοκ αουτ) από τις επιχειρήσεις, κ.α. Σε όλα τα παραπάνω θα προστεθεί και το θέμα της μείωσης του κατώτατου μισθού, της κατάργησης της τριετίας και της προϋπηρεσίας, καθώς τόσο το ΔΝΤ, όσο και ο ΟΟΣΑ, θεωρούν, λόγω της προϋπηρεσίας, ιδιαίτερα υψηλό τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα.
Η στρατηγική της κυβέρνησης καθορίζεται από τη γνωστή έως τώρα τακτική: ρίχνοντας την ευθύνη κυρίως στο ΔΝΤ (όντως προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού) και εμπιστευόμενη τις «βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.», θα επιδιώξει «συμφωνία τιμής» με εργοδότες και συνδικαλιστικές ενώσεις, για την υπεράσπιση της εργασίας και των εργαζομένων. Μας αναγκάζουν, δηλαδή, αλλά αν είμαστε όλοι ενωμένοι και «διαδηλώνουμε μαζί», θα «διαπραγματευτούμε» καλύτερα.
Βέβαια, η εμπιστοσύνη στην Ε.Ε, δεν είναι παρά άλλη μια πιρουέτα αυτής της εγκληματικής κυβέρνησης, εφόσον γνωρίζει καλά ότι : «Το μνημόνιο συνεννόησης δεν αποτελεί πράξη της Ε.Ε., αλλά πράξη που συμφωνήθηκε διμερώς μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, κατά την εφαρμογή μέτρων στο πλαίσιο μιας τέτοιας διακυβερνητικής ρύθμισης, οι αρχές του οικείου κράτους-μέλους δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ε.Ε», όπως το 2015 είχε διαμηνύσει η Κομισιόν.
Η κυβέρνηση, έως τώρα, έχει δείξει ότι σπρώχνει τα πράγματα σε τέτοιο σημείο απόγνωσης, ώστε το ελάχιστο να φαίνεται επιτυχία. Ποντάροντας τόσο στην κούραση, την απογοήτευση και την αποστράτευση του λαού από τον εξαετή στραγγαλισμό του, όσο και στο ότι μέχρι τώρα αποτελεί το καλύτερο παιδί της Ευρωπαϊκής ολιγαρχίας και του νεοφιλελευθερισμού, προκείμενου να διατηρείται την εξουσία.
Και από τη στιγμή που πολλοί αναλυτές μάς θυμίζουν ότι οι ταξικές αντιθέσεις θυμίζουν τις αρχές του 20 αιώνα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κυβέρνηση αυτή, χρησιμοποιώντας την αλαζονική διπλή της γλώσσα, τον αντιπερισπασμό και τη μετάλλαξη των εννοιών, θα τις υπηρετήσει στο έπακρο, μέσα από διακηρύξεις για «εξορθολογισμό» της εργασίας και «πάταξη» της υπαρκτής συνδικαλιστικής διαφθοράς. Οι παρασιτικές συνδικαλιστικές ηγεσίες θα ενισχύουν την επιβίωσή τους, ποντάροντας στον διευρυμένο αποσυνδικαλισμό των εργαζομένων, δίνοντας το απαραίτητο στήριγμα σε όλα τα παραπάνω.
Οι εργοδοτικές ενώσεις, από την άλλη, ιδιαίτερα στο επίπεδο των μεγάλων επιχειρήσεων και των πολυεθνικών, παρ’ όλο που εμφανίζονται να διαφωνούν με κάποια ψήγματα απορρύθμισης της εργασίας και να συμφωνούν με τη ΓΣΕΕ, ενεργούν στο πλαίσιο της συστημικής οικονομικής κρίσης, που δεν είναι άλλη από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε ολίγους, την ελάφρυνση του εργατικού κόστους, την υπονόμευση του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης και την είσοδό τους σε επικερδείς παραδοσιακούς «δημόσιους» τομείς. Οι ομαδικές απολύσεις, που αφορούν ιδιαίτερα τον τραπεζικό τομέα μετά τις συγχωνεύσεις τραπεζών, την κινητή τηλεφωνία και τις ΔΕΚΟ, θα συμβάλουν στη «διεθνοποίηση» του εργασιακού μνημονίου, σύμφυτο με το ξεπούλημα των τραπεζών στον ξένο παράγοντα και τα 99 χρόνια αποικιακής αρπαγής της δημόσιας περιουσίας.
Τι, άραγε, απομένει απέναντί τους, εκτός από την ενεργοποίηση της ακηδεμόνευτης αντίδρασης, ενός κινήματος του λαού από τον λαό; Κόντρα στις «κόκκινες γραμμές» Κατρούγκαλου, που γρήγορα θα αποδειχτούν ανύπαρκτες; Κόντρα στον διεφθαρμένο συνδικαλισμό, παρά με την ενεργοποίηση της αρχαίας ετυμολογίας του συνδικάτου, που ήταν η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή των ανθρώπων και του τόπου;
Το επόμενο διάστημα, μόνο ο λαός –ιδιαίτερα όσοι επωμίστηκαν το μεγαλύτερο μερίδιο της κρίσης, λεηλατημένοι από τις συμμορίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τη διαπλοκή και την κομματοκρατία–μπορεί να οδηγήσει τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ στην έξοδο από την εξουσία. Απαραίτητο βήμα στην αυτοοργάνωση του αγώνα, για αναγέννηση της ενδογενούς παραγωγής, της εργασίας, του τόπου.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr