Αναγκαία μια σύνθεση που οδηγεί σε συμπεράσματα
Του Ρούντι Ρινάλντι
Λένε πως για
τους ηλικιωμένους που πλησιάζουν τις παρυφές του Αλτσχάιμερ, η μακρινή μνήμη είναι
ισχυρότερη από την πρόσφατη. Σήμερα, στη χώρα μας καταγράφονται 160.000 ασθενείς
με τη συγκεκριμένη νόσο, ενώ ο αριθμός αυτός προβλέπεται να αυξηθεί σε 340.000 το
2030 και 560.000 το 2050. Σκοπός του σημειώματος δεν είναι βέβαια να τρομοκρατήσει
τους αναγνώστες αυτών των ηλικιών…
«Εκάναμεν επανάστασιν»
Κλείνουν αύριο
52 χρόνια από την 21η Απριλίου 1967. Η χούντα των συνταγματαρχών αιφνιδίασε σχεδόν
τους πάντες, αφού ως τότε γινόταν λόγος για τη χούντα των στρατηγών που ετοίμαζε
το παλάτι. Επέβαλαν ένα πραξικόπημα, που το ονόμασαν «επανάστασιν», και έτσι ξεκίνησε
η φασιστική επταετία των Παπαδόπουλου, Παττακού, Ιωαννίδη κ.λπ. Υπό τις ευλογίες
βεβαίως της CIA και των ΗΠΑ. Λίγους μήνες μετά, θα εξαπολυθεί ο «πόλεμος των 6 ημερών»
στη Μέση Ανατολή για να υποστούν μεγάλα πλήγματα οι αραβικές χώρες.
Η χούντα επιβλήθηκε,
όχι γιατί κινδύνευε το καθεστώς από κάποια ισχυρή αριστερή απειλή. Αλλά γιατί οι
αντιθέσεις ανάμεσα σε Ευρωπαίους και Αμερικανούς είχαν οξυνθεί πολύ, ενώ το πολιτικό
σύστημα ήταν διάτρητο και αδυνατούσε να εξασφαλίσει μια πιο «ομαλή» πορεία. Οι ανάγκες
διευθετήσεων στη Μέση Ανατολή, ανάγκαζαν τις ΗΠΑ να τελειώνουν με «εκκρεμείς» υποθέσεις.
Παρ’ όλο που
η χώρα θα βάδιζε σε εκλογές (τον Μάιο του 1967), τις οποίες θα κέρδιζε η Ε.Κ., παρ’
όλο που είχε εκδηλωθεί μια μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση το δίχρονο 1963-65, το αριστερό
κίνημα ήταν αποπροσανατολισμένο. Ανέτοιμο να αντιμετωπίσει την φασιστική εκτροπή,
παρά τα ηχηρά σημάδια. Το γεγονός αυτό, επέτρεψε την εύκολη επικράτηση του πραξικοπήματος
και οδήγησε στη βύθιση των λαϊκών δυνάμεων σε πρωτοφανή κρίση. Θα περάσουν πέντε
χρόνια για να βγουν «στο κλαρί» φουρνιές νέων αγωνιστών, ειδικά μέσα από τον φοιτητικό
χώρο (Πολυτεχνείο 1973, μεταπολίτευση 1974).
Μια από τις μεγάλες
πληγές της αμερικανόπνευστης χούντας, ήταν η κυπριακή τραγωδία. Με το πραξικόπημα
για την ανατροπή του Μακάριου και την τουρκική εισβολή (Αττίλας 1 και 2) το καλοκαίρι
του 1974. Η Ελλάδα τότε έφθασε στα πρόθυρα του πολέμου με την Τουρκία, βγήκε από
το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και γνώρισε ένα μεγάλο κύμα αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού
ριζοσπαστισμού (1974-76).
Ο πολιτικός κόσμος
που προέκυψε από τους συμβιβασμούς ΗΠΑ, Ευρωπαίων αλλά και του σοβιετικού παράγοντα
(που είχε πλέον παρουσία) φρόντισε να μη γίνει πραγματική αποχουντοποίηση. Να μην
βγει στο φώς ο φάκελος της Κύπρου και να συνεχιστεί το καθεστώς της εξάρτησης μέσα
από νέες και πιο εκσυγχρονισμένες μορφές: Κατάργηση βασιλείας, είσοδος στην ΕΟΚ,
επανεισδοχή στο ΝΑΤΟ, ξεπέρασμα του μετεμφυλιακού καθεστώτος ειδικά με την πασοκική
διαχείριση, ενσωμάτωση συνδικαλισμού και ριζοσπαστισμού σε ανώδυνα κανάλια κ.λπ.
Πρωταγωνιστές
της δεκαετίας
Υπάρχουν πολλές
και σημαντικές διαφορές με την εποχή εκείνη. Οι μεγαλύτεροι το γνωρίζουν καλά. Εκεί
που πάσχουμε περισσότερο είναι στην κοντινή μνήμη. Σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε τι
έγινε τα τελευταία δέκα χρόνια και ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές.
Για έξι χρόνια
(2009-15) πρωταγωνιστές ήταν οι ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΛΑΟΣ και ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΔΗΜΑΡ. Ύστερα,
για 4 χρόνια, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ (για λίγο, το καλοκαίρι 2015, ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Ποτάμι-Ν.Δ.
που ψήφισαν μαζί το τρίτο Μνημόνιο), και πρόσφατα ΣΥΡΙΖΑ και υπόλοιπα κόμματα που
ψήφισαν τη Συμφωνία των Πρεσπών και οδηγούν τη χώρα στην… κανονικότητα.
Στην πραγματικότητα,
ο γύψος της τροϊκανής, ευρωκρατικής «δικτατορίας» έχει αφαιρέσει πλήθος από κυριαρχικά
δικαιώματα με επιτυχία που θα ζήλευε και κανονική χούντα. Τα τελευταία σκαλοπάτια,
τα διανύει η χώρα υπό τη διακυβέρνηση της Αριστεράς. Η Αριστερά το 1967 έπαιζε οικειοθελώς
ρόλο περιθωριακό και στη συνέχεια, από το 1974 μέχρι το 2010, συμπληρωματικό στο
ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. όποτε χρειάστηκε (π.χ. συγκυβέρνηση 1989-1990).
Τώρα, η ασύγκριτη
«πρώτη φορά Αριστερά» δεν εφαρμόζει απλώς όσα επιθυμούν η ευρωκρατία και η πρεσβεία
των ΗΠΑ. Ως οργανική δύναμη της παγκοσμιοποίησης, μπαίνει δήθεν στον αγώνα «ενάντια
στον φασισμό και την ακροδεξιά», για να προωθήσει στην ουσία τον χειρότερο σημερινό
ολοκληρωτισμό. Αυτόν της παγκοσμιοποίησης. Το 1967 διαβεβαίωνε μέσω της Αυγής
ότι αποκλείεται να γίνει φασιστικό πραξικόπημα, την ίδια μέρα που έγινε. Σήμερα,
η «Αριστερά» κρύβει τη σύγχρονη αποδόμηση και διάλυση της χώρας με έναν τάχα αντιφασιστικό
και αντιακροδεξιό μανδύα. Το φως πολεμά με το σκοτάδι. Φως ο ΣΥΡΙΖΑ με την παρέα
του και την υπό εκκόλαψη κεντροαριστερή παράταξη, σκοτάδι η Ν.Δ. του Μητσοτάκη.
Κρύβεται η αλήθεια,
πως η παγκοσμιοποίηση εμπεριέχει ως «ενιαίο κόμμα» κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση
μαζί. Αυτό συμβαίνει σήμερα και θα συνεχιστεί και αύριο με την όποια εναλλαγή.
Μαζί, σχεδόν
ολόκληρο το πολιτικό σύστημα οδηγεί τη χώρα στον οικονομικό στραγγαλισμό και την
εκποίηση που φτάνει στον βαθμό να χάνονται όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα. Μαζί ολόκληρος
ο πολιτικός κόσμος συγκατατίθεται στη μετατροπή της χώρας σε χώρο, σε ζώνη επικυριαρχίας
διαφόρων δυνάμεων.
Η πραγματικότητα
είναι ακόμα χειρότερη. Η επιβίωση του πολιτικού συστήματος πηγαίνει μαζί με τη διαρκή
έκπτωση της κοινωνικότητας, της συνοχής της κοινωνίας. Μαζί με την υποβάθμιση κάθε
θεσμικής λειτουργίας, το κουρέλιασμα κάθε μορφής κρατικότητας, από την πολιτική
προστασία, την παιδεία και την υγεία, μέχρι την άμυνα, την κοινωνική πρόνοια, την
οικονομία. Η επιδοματοποίηση, το μοίρασμα της φτώχειας, μετατρέπουν μεγάλες περιοχές
της κοινωνίας σε hot spot, ενώ είναι τα συσσίτια και η αλληλεγγύη που σώζουν εκατοντάδες
χιλιάδες πολίτες. Κι ας μη βλέπει ο Φλαμπουράρης ανθρώπους να ψάχνουν για τροφή
στα σκουπίδια. Στου Μαξίμου άλλωστε το μενού σερβίρεται κάθε μέρα…
Ο Κανένας κι
ο τρόπος του
Δικαιολογημένα
λοιπόν η κοινωνία, το μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον, νοιώθει αηδία για τα σκάνδαλα
και τα ψέματα, για όλα τα μέσα που χρησιμοποιεί ο πολιτικός κόσμος για να υφαρπάξει
μία ψήφο. Η εχθρότητα που νοιώθουν οι πολίτες δεν εκφράζεται αυθεντικά μέσα από
τα ΜΜΕ, αλλά όλες οι δημοσκοπικές εταιρείες κάνουν λόγο για αυτήν.
Πρόσφατα, συνάγεται
από δημοσκοπήσεις ότι πάνω από το 60% δεν βλέπει να πηγαίνει τίποτα προς το καλύτερο,
67% είναι αρνητικό προς την κυβέρνηση και 61% προς την αντιπολίτευση. Ο ΚΑΝΕΝΑΣ
(και μάλιστα ως αυθόρμητη απάντηση) είναι, με 34%, σταθερά μπροστά από τον Μητσοτάκη
(28%) και τον Τσίπρα (23%) στην ερώτηση «ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό».
Ενεργοποίηση μακρινής και πρόσφατης μνήμης, σύνθεση της μνήμης
σε συμπεράσματα, γέννηση μιας πολιτικής που να εκφράζει τα βαθύτερα «θέλω» του λαού.
Αντίσταση στον νέο ολοκληρωτισμό που, με τους υπηρέτες του, θέλει να διαλύσει τη
χώρα. Αναζητείται ο τρόπος για να εκφραστεί αυτή η ανάγκη.
Ανάρτηση από:https://edromos.gr