Του Θεόδωρου Ντρίνια
Υπάρχουν δυο κατηγορίες αρνητών του κορωνοϊού. Οι φανεροί, οι οποίοι αποδίδουν τα πάντα σε μια συνομωσία κατά των ελευθεριών (όπως τις ορίζει ο καθένας τους) ή του ανθρώπινου είδους εν γένει (μέσω του επικείμενου εμβολιασμού). Και οι κρυφοί, οι οποίοι δημοσίως αναγνωρίζουν την ύπαρξη του ιού αλλά καταφέρονται εναντίον των περιοριστικών μέτρων επικαλούμενοι και αυτοί ένα σωρό δικαιολογίες (η οικονομία, η φτωχοποίηση, η κατάθλιψη, οι ελευθερίες, τα ατομικά δικαιώματα, κ.ά.). Οπότε, καταλήγουν πάλι στην αδιαφορία για την ύπαρξη του ιού, αφού χωρίς μέτρα ο ιός θα συνεχίσει να επεκτείνεται και να σκοτώνει, μέχρι, μετά από μια εκατόμβη νεκρών, να επιτευχθεί η περίφημη «ανοσία αγέλης», η οποία στην ουσία είναι ξεπάστρεμα των αδύναμων (λόγω ηλικίας ή παθήσεων ή εξασθενημένου οργανισμού).
Επειδή, όμως, οι εντατικές άρχισαν να γεμίζουν και όλοι μας έχουμε πλέον και κάποιο γνωστό που ασθένησε ή, ακόμα χειρότερα, κατέληξε, ένα τμήμα της πρώτης κατηγορίας μετακινείται στη δεύτερη και ένα τμήμα της δεύτερης κατηγορίας αναγκάζεται να εκλογικεύσει την έμμεση άρνησή του, κραυγάζοντας υπέρ κάποιων πολιτικών που υποτίθεται θα περιορίσουν την πανδημία, περιορίζοντας τα περιοριστικά μέτρα.
Ένα από αυτά τα μέτρα είναι η μαζική χρήση των λεγόμενων, αγγλιστί, rapid test. Σιγκαπούρη, Νότ. Κορέα, Σλοβακία, κ.ά. ανάγονται σε πρότυπα αντιμετώπισης της πανδημίας (την άνοιξη ήταν η Σουηδία το πρότυπο αλλά έχασε την αίγλη του μετά την αποτυχία της «ανοιχτής» πολιτικής), απομονώνοντας από το πλέγμα πολιτικών, που οι εν λόγω χώρες ακολούθησαν, τη μαζική χρήση των εξετάσεων αυτών και κρύβοντας το γεγονός ότι όλες ακολούθησαν και άλλες, δυσάρεστες, περιοριστικές πολιτικές ταυτόχρονα.Πράγματι, οι ταχείες εξετάσεις, αν γενικευθούν, μπορούν γρήγορα να αποτυπώσουν αριθμητικά και γεωγραφικά τη διασπορά της μόλυνσης από τον ιό στον γενικό πληθυσμό. Επομένως, δίνουν στις κυβερνήσεις ένα σοβαρό και χρήσιμο εργαλείο για μια σταθμισμένη πολιτική αντιμετώπισης, η οποία μπορεί να μην έχει τον εντελώς οριζόντιο χαρακτήρα του απόλυτου «κλεισίματος/κλειδώματος» που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Τι χαρακτηριστικά θα έχει αυτή η πολιτική, πέρα από μια γκάμα γνωστών μας περιοριστικών μέτρων; Πρώτα και κύρια, την (άμεση ή έμμεση/τιμωρητική) επιβολή του τεστ, τη μαζική ιχνηλάτηση των επαφών των ανακαλυφθέντων κρουσμάτων (γνωστών τους και αγνώστων), τον κατ’ οίκον ή σε ξενοδοχειακή μονάδα περιορισμό αυτών και φυσικά, τον συνεχή έλεγχο τήρησης της ατομικής καραντίνας. Ανακάλυψη όλων των κρουσμάτων χωρίς αποτελεσματική απομόνωσή τους (καραντίνα) είναι μια τρύπα στο νερό. Ο τρόπος που θα γίνουν όλα αυτά είναι πολιτική απόφαση και έχει εγγενές το στοιχείο της πειθάρχησης, καθώς, μέσα σε λίγες μέρες, τα κράτη θα πρέπει να διαχειριστούν χιλιάδες κρούσματα, ίσως και το σύνολο των φανερών και κρυφών κρουσμάτων του πληθυσμού. Στην πράξη, υπάρχει μια ποικιλία πρακτικών αντιμετώπισης: η αυτοπειθάρχηση, η εκούσια συλλογική πειθάρχηση, ο κρατικός καταναγκασμός, η καταστολή και τιμωρία.
Υπάρχουν χώρες (όπως η Φινλανδία) που οι πολίτες ευχαρίστως κλείνονται στα σπίτια τους, υπάρχουν χώρες με κουλτούρα πειθάρχησης του ατόμου στο σύνολο και τις αποφάσεις του (Ιαπωνία, Ν. Κορέα), υπάρχουν άλλες με κουλτούρα μαζικής κρατικής καταστολής (Κίνα) και υπάρχουν χώρες που θα χρειαστεί ένα μείγμα όλων αυτών των τακτικών (οι περισσότερες δημοκρατικές χώρες). Να σημειώσουμε εδώ ότι η Νοτ. Κορέα παραχώρησε στις υγειονομικές και αστυνομικές αρχές το πιο πλούσιο μείγμα σύγχρονων τεχνολογιών παρακολούθησης και ελέγχου, εκείνο που μόνο μυστικές υπηρεσίες και πανίσχυροι κυβερνητικοί οργανισμοί άμυνας διαθέτουν.
Για την ιχνηλάτηση (των άγνωστων) επαφών των αποκαλυφθέντων από τα τεστ κρουσμάτων και της τήρησης του εγκλεισμού στο σπίτι, χρησιμοποιήθηκαν συνδυαστικά, και με αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης, στοιχεία που προήλθαν: από το σύνολο των δεδομένων εντοπισμού των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, από επί τούτου και υποχρεωτικά χρησιμοποιούμενες εφαρμογές εντοπισμού στα κινητά, από το σύνολο των δημοσίων και ιδιωτικών καμερών ασφαλείας και από το σύνολο των τραπεζικών συναλλαγών με ηλεκτρονικό ή φυσικό τρόπο (κυρίως της χρήσης καρτών για πληρωμές).
Δημιουργήθηκε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά ένα κυριολεκτικά τερατώδες στην έκτασή του δίκτυο εντοπισμού και παρακολούθησης των πολιτών. Όσο για τη Σιγκαπούρη, μιλάμε για μια χώρα που ακόμα φυλακίζονται για δύο έτη οι ομοφυλόφιλοι άντρες, απαγορεύονται οι πολιτικές συναθροίσεις ακόμα και σε σπίτια ή καταστήματα, αν δεν έχουν άδεια από την αστυνομία, και οι δημοσιογράφοι διώκονται για διασπορά ψευδών ειδήσεων κάθε φορά που κριτικάρουν την κυβέρνηση. Η πειθάρχηση στην καραντίνα είναι εξασφαλισμένη με το καλό ή με το ζόρι. Για την Κίνα ας μη μιλήσουμε καλύτερα…
Για να ξαναγυρίσουμε στους συμπολίτες μας που φωνάζουν αποκλειστικά υπέρ των μαζικών τεστ. Πόσο έτοιμοι είναι γι’ αυτό που πρέπει να ακολουθήσει για να είναι αποτελεσματική μια πολιτική που θα στηρίζεται σε αυτό το εργαλείο; Όταν θα αρχίσει η μαζική επιβολή των τεστ, η μαζική παρακολούθηση, ο έλεγχος και η συνακόλουθη τιμωρία των ανυπάκουων κρουσμάτων, θα τα αποδεχτούν (συναινετικά), όπως οι Νοτιοκορεάτες ή (καταναγκαστικώς) όπως οι Σιγκαπουριανοί, ή θα αρχίσουν να ουρλιάζουν, διαδικτυακώς, για «χούντες», «καθεστώς εξαίρεσης», «παραβίαση του Συντάγματος», κλπ., κλπ.;
Κοντολογίς, το πρόβλημα δεν είναι τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση της πανδημίας με το μικρότερο δυνατό κόστος σε ανθρώπινες ζωές και οικονομική βλάβη. Το πρόβλημα έγκειται στο αν η κοινωνία μας θέλει και μπορεί να περιορίσει για λίγο το ατομικό όφελος και την προσωπική βολή της ώστε να βγει κατά το δυνατόν συλλογικά αλώβητη από τη δοκιμασία αυτή.
Όσοι και όσες αντιδρούν στον εθελούσιο αυτοπεριορισμό τους και θέλουν να συνεχίσουν τη ζωή τους ως είχε, αδιαφορώντας για τους συμπολίτες τους (ή τον εαυτό τους), θέλουν να μας πείσουν ότι θα αποδεχτούν και τις συνέπειες μιας (σχεδόν υποχρεωτικής) πολιτικής «μεγάλου αδελφού» που θα συνοδεύσει το μαζικό σκανάρισμα του πληθυσμού και την οποία επιμελώς αποσιωπούν, αποκρύπτοντας έτσι τον βαθιά πολιτικό χαρακτήρα κάθε επιλογής που γίνεται στην αντιμετώπιση της σύγχρονης πανδημίας. Όσο πιο ριζοσπαστική είναι μάλιστα η κριτική τους στα σημερινά περιοριστικά μέτρα, τόσο μεγαλύτερο και το πολιτικό θόλωμα. Για να επιβεβαιωθεί, δυστυχώς για όσους δεν τον πιστεύαμε, ένας σοφός Γερμανός ιστορικός των ιδεών που υποστήριζε ότι η υποκρισία είναι συχνά το ανώτατο στάδιο και η κατάληξη της ριζικής κριτικής.
Ανάρτηση από: https://ardin-rixi.gr/