Η στιγμή της Μεταπολίτευσης, είναι η μετάβαση-παράδοση
της εξουσίας από το δικτατορικό καθεστώς σε εκπροσώπους της προδικτατορικής
πολιτικής τάξης και συγκεκριμένα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που για το λόγο
αυτό επιστρέφει στην Αθήνα από το Παρίσι, στις 23-24 Ιουλίου 1974. Στα 11
χρόνια που έλειπε είχε μεσολαβήσει η σαρωτική νίκη της Ένωσης Κέντρου στις
εκλογές του 1964 και η ανατροπή της με το βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου
1965 και τα “Ιουλιανά”.
Στη συνέχεια, το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου
1967 για τη ματαίωση των εκλογών της 28ης Μαΐου 1967 και του βέβαιου εκλογικού
θριάμβου της Ένωσης Κέντρου και της δυναμικής που ένα τέτοιο ενδεχόμενο
απελευθέρωνε. Το εγχείρημα φιλελευθεροποίησης–μονιμοποίησης του δικτατορικού
καθεστώτος (Παπαδόπουλος–Μαρκεζίνης) που ακυρώθηκε με την εξέγερση του
Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973 και το νατοϊκής έμπνευσης πραξικόπημα κατά του
Μακαρίου (15-7-1974), η τουρκική εισβολή στις 20-7-1974, η αδυναμία του στρατού
να επιτελέσει τη βασική του λειτουργία και η κατάρρευση του στρατιωτικού
καθεστώτος.
Σε όλη αυτή την περίοδο –ουσιαστικά καθ’ όλη τη μετεμφυλιακή εποχή– το εθνικό-γεωπολιτικό (Κυπριακό) αποτελεί τον σκληρό πυρήνα των εξελίξεων, δίνοντας χαρακτηριστικά στον αγώνα για τη δημοκρατία, αλλά και για το κοινωνικό ζήτημα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό κυρίαρχο-κυριαρχούμενο όπως ο ελληνικός στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Με πιο ευρεία θεώρηση, η στιγμή της Μεταπολίτευσης, καταλαμβάνει την περίοδο που ξεκινά με την παράδοση της εξουσίας από τους εκπροσώπους του δικτατορικού καθεστώτος σε πολιτική κυβέρνηση υπό τον Καραμανλή και ολοκληρώνεται ένα χρόνο μετά με τη δίκη και καταδίκη των πρωταιτίων του “στιγμιαίου”, όπως δικαστικά κρίθηκε, εγκλήματος της Δικτατορίας.
Η μετάβασηΕίχε μεσολαβήσει με χρονολογική σειρά ο σχηματισμός
της λεγόμενης κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Καραμανλή, ο “Αττίλας ΙΙ”, η
κατοχή του 37% της Κύπρου και η έξοδος της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος
του ΝΑΤΟ (14-8-1974), η επαναλειτουργία κομμάτων και η νομιμοποίηση του
Κομμουνιστικού Κόμματος (ν.δ. 59/23-9-1974), οι πρώτες (μετά από 10 και πλέον
χρόνια)) βουλευτικές εκλογές στις 17-11-1974 και ο σχηματισμός μονοκομματικής
κυβέρνησης από τη ΝΔ, η 1η επέτειος του Πολυτεχνείου (24-11-1974), το
δημοψήφισμα για τη μορφή του Πολιτεύματος (8-12-1974), οι δημοτικές εκλογές
(30-3-1975 και 6-4-1975), η ψήφιση του Συντάγματος (7-6-1975), η επανέναρξη
διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος με σχετική
πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης (12-6-1975), η εκλογή του Κωνσταντίνου
Τσάτσου στην Προεδρία της Δημοκρατίας (20-6-1975).
Η ελληνική εμπειρία μετάβασης, η Μεταπολίτευση,
συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες εμπειρίες μετάβασης από δικτατορικά καθεστώτα
σε δημοκρατίες, σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, κινείται σε ενδιάμεση κατάσταση.
Ούτε η 3ετής μεταβατική διαδικασία στην Ισπανία (1975-1978), ούτε η
επαναστατική διαδικασία στην Πορτογαλίας (1974-1976). Για την ελληνική
περίπτωση, ο χαρακτηρισμός της ως “τομή στη συνέχεια”, όπως έχει διατυπωθεί από
τον Δημήτρη Χαραλάμπη στο “Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της στη
μετεμφυλιακή Ελλάδα”, είναι νομίζω ακριβής.
Η Μεταπολίτευση, ως συνώνυμη της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (Α΄ Ελληνική Δημοκρατία είναι η περίοδος Καποδίστρια και Β΄ η αβασίλευτη κατά τον Μεσοπόλεμο), αποτελεί μια ιστορική διαδικασία που διακρίνεται σε τρεις επιμέρους περιόδους. Σε καθεμία καταγράφεται ο εκάστοτε κοινωνικο-πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, τα προτάγματα και οι αντίστοιχες διευθετήσεις, εντός της δυναμικής σχέσης εθνικού-υπερεθνικού όπως εξελίσσεται στο πλαίσιο της διεθνούς ενσωμάτωσης της χώρας.
Η περίοδος 1974-1988
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία σφραγίζεται αφετηριακά από
την Πύλη του Πολυτεχνείου και την τραγωδία της Κύπρου. Αυτά τα στοιχεία, μαζί
με μια ισχυρή κοινωνική διάσταση, αποτελούν τα γενετικά χαρακτηριστικά της, που
διαμορφώνουν την κυρίαρχη κουλτούρα της, τις θεσμίσεις της και θα την
επηρεάζουν στη συνέχεια, ακόμα και όταν ο κοινωνικο-πολιτικός και ιδεολογικός
συσχετισμός θα έχει διαφοροποιηθεί, μεταφέροντας το αναλυτικό σχήμα του
Πανεμπιάκο για το πολιτικό κόμμα.
Ο κομματικός σχηματισμός που κατόρθωσε να συνδυάσει το
εθνικό με τη δημοκρατία και το κοινωνικό στοιχείο, που ισχυροποιείται στη
μεταπολιτευτική συγκυρία, θα ηγεμονεύσει πολιτικά. Ο σοσιαλισμός στον τίτλο, η
στρατηγική της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, η Αλλαγή, το (κοινωνικό) Συμβόλαιο με
το Λαό, αποτελούν λέξεις-όρους που συμπυκνώνουν την ηγεμονική κίνηση του ΠΑΣΟΚ
με όρους γκραμσιανούς.
Είναι η λεγόμενη “ηγεμονία της Αριστεράς”, δηλαδή
ουσιαστικά, ως εφαρμοσμένη πολιτική, η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία της
μεταπολεμικής περιόδου στον ευρωπαϊκό χώρο. Αλλιώς το μεταπολεμικό ηγεμονικό
μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης-συναίνεσης με τα ιδιαίτερα ελληνικά χρώματα,
παρ’ όλο που τόσο η ΝΔ του Καραμανλή (πιο μακριά), όσο και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα
(πλησιέστερα) συλλογικά δεν αυτοκατανοήθηκαν τότε ως σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Το ΠΑΣΟΚ από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ειδικά το ΠΑΣΟΚ της περιόδου
1974-1985 είχε πολεμική απέναντι στη δυτικοευρωπαϊκή κυρίως τη δυτικογερμανική
σοσιαλδημοκρατία και αρνούνταν την ένταξή του στη Σοσιαλιστική Διεθνή.
Ήταν και μια εκδοχή ελληνικού ετεροχρονισμού. Λόγω της
παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (ανατροπή συστήματος σταθερών συναλλαγματικών
ισοτιμιών 1971-73, πετρελαϊκές κρίσεις 1973, 1979), των αντιφάσεων
εθνο-κρατοκεντρικών πολιτικών και της διεθνοποίησης της συσσώρευσης κεφαλαίου,
το ηγεμονικό μοντέλο της μεταπολεμικής παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας
(1945-1975) έμπαινε σε κρίση. Από τη μία λόγω διεθνοπολιτικών εξελίξεων (κρίση
υπαρκτού σοσιαλισμού), από την άλλη λόγω του περάσματος από τον
δευτερογενή-βιομηχανικό τομέα στη μεταβιομηχανική-μεταφορντική συνθήκη.
Στην περίοδο 1974-1988 στην Ελλάδα κυριάρχησαν:
Πρώτον το κλείσιμο ιστορικών λογαριασμών (π.χ. το
γλωσσικό ν. 309/76 και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ν. 1285/82).
Δεύτερον, η τάση διεύρυνσης των βαθμών
διεθνοπολιτικής-εθνικής αυτονομίας εντός της Δύσης σε μια αντι-αμερικανική
ατμόσφαιρα.
Τρίτον, η διάθεση αντίστασης στον τουρκικό
επεκτατισμό.
Τέταρτον, η διαδικασία αναδιανομής.
Πέμπτον, ο εκδημοκρατισμός και η κίνηση κοινωνικού
εξισωτισμού/κοινωνικής δικαιοσύνης, με πιο εμβληματικούς τομείς τις εργασιακές
σχέσεις (ν. 1264/82), την εκπαίδευση (ν-π 1268/82, ν. 1566/85), την υγεία (ν.
1397/83), την ισότητα των δύο φύλων και τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού
Δικαίου (ν. 1329/83), το εγχείρημα σύνθεσης παραδοσιακών και σύγχρονων
στοιχείων στο χώρο του πολιτισμού, σ’ ένα μεταπολεμικό αναπτυξιακό παράδειγμα
που εξαντλούσε τη δυναμική του.
Στη δύση αυτής της περιόδου, η κρατικοποίηση του κόμματος
και η συλλογική του γραφειοκρατία, αλλά και οι σχέσεις ηγετικών τμημάτων του με
μερίδες της επιχειρηματικής τάξης, οδηγούν σε ήττα το εγχείρημα της Αλλαγής,
στη διάσταση κυρίως της προοπτικής. Επίσης, το ΠΑΣΟΚ αρχίζει να χάνει την
αυτονομία του και να οδηγείται σε πολιτικό μεταμορφισμό.
Η περίοδος 1989-2009
Η σχέση εθνικού-υπερεθνικού, τοπικού-παγκόσμιου
διαμορφώνει τις δυναμικές αυτής της περιόδου.
Παγκοσμιοποίηση/ΗΠΑ-ΕΕ-Βαλκάνια-Τουρκία δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο
κινείται η χώρα. Τα αφετηριακά στοιχεία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας,
εθνικό-δημοκρατία-κοινωνικό, αναδιαμορφώνονται μέσα από τους νέους
κινητοποιητικούς μύθους του ευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού.
Τα πολιτικά κόμματα (με την εξαίρεση του ΚΚΕ) συγκλίνουν σ’ αυτή την κατεύθυνση μέσα από σχέση με άλλους εξω-πολιτικούς δρώντες, διαμορφώνοντας ένα καρτελοποιημένο κομματικό σύστημα. Η χώρα χάνει το “παράθυρο ευκαιρίας”, που η διεθνοπολιτική εξέλιξη είχε δημιουργήσει. Αντί να εκσυγχρονίζεται και να ισχυροποιείται, σύμφωνα με την ρητορεία της εποχής, μολονότι δεχόταν σημαντικούς οικονομικούς πόρους, απο-παραγωγικοποιείται και οπισθοχωρεί. Η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης στηρίζεται κυρίως στον εύκολο τραπεζικό δανεισμό.
Ο τρόπος ένταξης στην ΟΝΕ, η σταδιακή απώλεια ελέγχου
της διαχείρισης του δημοσίου χρέους και η υποχώρηση στο Αιγαίο προδιαγράφουν
ήδη από το 2ο μισό της δεκαετίας του ‘90 το άμεσο μέλλον. Στο 5ο συνέδριο του
ΠΑΣΟΚ (3ος/1999), μετά την παράδοση Οτζαλάν, «το κόμμα σε δημόσιο αξίωμα»
(χρησιμοποιώ την ορολογία των Κατς και Μερ όπως την παραθέτει ο Κώστας
Ελευθερίου στο βιβλίο του “Το Πολιτικό Κόμμα”) κινείται στην αντίθετη
κατεύθυνση από την προειδοποίηση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη στο κείμενο του
αποχωρισμού «Οι εξωτερικοί δανειστές διαφόρων μορφών, η απειλή πολέμου και όχι
η ελεύθερη λαϊκή θέληση θα αποφασίζουν για το πώς και από ποιον θα κυβερνάται η
χώρα» (“Ελληνική Πολιτική Παιδεία”).
Αντιστάσεις υπήρξαν στην περίοδο αυτή, με κυριότερη
την εναντίωση στο Σχέδιο Ανάν το 2004, αλλά και ορισμένοι σημαντικοί κοινωνικοί
αγώνες όπως για το ασφαλιστικό το 2001 και το άρθρο 16 του Συντάγματος για την
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση το 2006-2007. Όμως, αδυνατούσαν να συγκροτηθούν σε
ανταγωνιστική συνολική προοπτική, ιδίως στο πεδίο της παραγωγής. Η παγκόσμια
οικονομική κρίση του 2007-2008 θα βρει την Ελλάδα θεσμικά υπονομευμένη,
οικονομικά χρεωμένη και αδύναμη, πολιτικά έτοιμη να παραδοθεί.
Περίοδος 2010-2021
Η μνημονιακή συνθήκη υπαγωγής της χώρας στους διεθνείς
πιστωτές θα έρθει σε σύγκρουση με τους καταγωγικούς μύθους της Γ΄ Ελληνικής
Δημοκρατίας, την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία, την κοινωνική
δικαιοσύνη. Εκδηλώθηκαν μαζικές αντιδράσεις, αλλά το αντιμνημονιακό κίνημα
ηττήθηκε. Τα τρία μνημόνια (ν. 3845/2010, 4046/2012 και 4336/2015) οδήγησαν
μεταξύ άλλων στην εκχώρηση του δημόσιου πλούτου της χώρας, στη βίαιη εσωτερική
υποτίμηση, στην απώλεια του 25% του ΑΕΠ, στη δραστική μείωση του μέσου εισοδήματος
κατά 40 %, στη συρρίκνωση των δημοσίων-κοινωνικών υποδομών, στο μαζικό ρεύμα
μεταναστευτικής εξόδου, εντείνοντας κατά πολύ τα ήδη σαφή σημάδια δημογραφικής
γήρανσης.
Η βαθιά μετα-εθνική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, και
δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (ηγεμονική ιδεολογική συνθήκη της
ευρωπαϊκής Αριστεράς από τη δεκαετία του 1990 και μετά) προϊόντος του χρόνου
εντείνεται σε φάση μάλιστα ανόδου της τουρκικής επιθετικότητας. Το ίδιο και η
μη ταξική προσέγγιση της λεγόμενης δικαιωματικής ατζέντας, αφού απορρίπτεται η
διάκριση ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις δευτερεύουσες αντιθέσεις. Τέλος
έχουμε την εμμονή του ΚινΑλ-ΠΑΣΟΚ στην αυτοδικαίωση για τη μνημονιακή
επιλογή, χωρίς διάθεση αυτοκριτικής για την πορεία που οδήγησε στη χρεοκοπία.
Όλα τα ανωτέρω καθιστούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης
εύκολους αντιπάλους για τη νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική ΝΔ και το μιντιακό
καθεστώς που την στηρίζει. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη βίαιη αναδιανομή σε
βάρος των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, όπως εκδηλώνεται στα εργασιακά,
στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία, στο θεσμικό αυταρχισμό και στις
μονοδιάστατες πρακτικές lobbying στην εξωτερική πολιτική.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς με τον τίτλο του τελευταίου του
βιβλίου “1821-2021: Ρέκβιεμ ή Αναγέννηση;” θέτει το κομβικό ερώτημα. Η ελληνική
κοινωνία έχει τις δυνάμεις, ενεργοποιώντας τα καταγωγικά στοιχεία της Γ’
Ελληνικής Δημοκρατίας, στις σύγχρονες συνθήκες και αφήνοντας πίσω τις αρνητικές
συνήθειες, να πάρει το δρόμο της Αναγέννησης.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/