Η ατμόσφαιρα γίνεται καθημερινά πιο αποπνικτική. Η πόλη, οι πόλεις, αλλάζουν, όπως μετατρέπονται σε πεδίο ασκήσεων ενός νέου, όσο και παλαιού, επίδοξου κατακτητή, ο οποίος απειλεί κάθε έναν που θα διεκδικήσει μερίδιο ομαδικής ή ατομικής παρουσίας στους δρόμους. Είτε ρομά είναι αυτός, είτε διαδηλωτής, πυροσβέστης ή άλλος. Ο ήχος όπλων που δολοφονούν, είτε σε πραγματική εκδοχή, είτε σε «αθώες» εκδοχές κρότου-λάμψης, και η οσμή των δακρυγόνων, είναι η εκκρίσεις της μηχανής που παράγει και πολλαπλασιάζει το φόβο και την επιβολή.
Η εποχή των τεράτων είναι παρούσα. Ηλίθια τέρατα, αλλά έτσι είναι αυτά!
Εμείς, βέβαια κατά πλειοψηφία, το πλείστον σιωπηρή, περιφρουρούμε μανιωδώς την ασφαλή διαβίωσή μας, φοράμε μάσκες, από εκείνες που αποτρέπουν τους πειρασμούς της όρασης, χρησιμοποιούμε ωτοασπίδες, βαλσαμώνουμε τα αισθήματά μας και κυκλοφορούμε όσο γίνεται λιγότερο, όχι μόνο γιατί απειλεί ο κορονοϊός, αυτό μπορεί να γίνεται και πρόσχημα, αλλά γιατί η ατμόσφαιρα… αυτά που λέμε. Αφήνουμε στη μικρή οθόνη, της τηλεόρασης ή του υπολογιστή να διυλίσει τις πληροφορίες, να δούμε την ρέουσα ανασφάλεια εκεί έξω και να σιγουρέψουμε τη θέση μας μέσα από κλειστά παράθυρα, με διπλά τζάμια, που εμποδίζουν τον αέρα να διοχετεύσει τη μόλυνση εντός του σπιτιού και εντός της ύπαρξής μας. Νομίζουμε.
Όταν, όμως, ανοίξει η πόρτα του κάτω κόσμου, έστω μια χαραμάδα, ένα αμυδρό σκοτάδι, όπως μια γραμμή, βγαίνει στην ατμόσφαιρα μας κι αργά-αργά απλώνει σαν σύννεφο.
Κάθε φορά που τα δυσώδη αέρια φθάνουν στην επιφάνεια του κόσμου μας δεν χρωστάμε να κλείνουμε τη μύτη μας και να στρέφουμε το βλέμμα προς τις οικιακές ευημερίες, δήθεν. Έχουν πολλαπλασιαστεί οι αιτίες που μας οδηγούν στη μοναχικότητα, αλλά όταν βγούμε στον αέρα των δρόμων οφείλουμε ακόμη να διεκδικούμε να είναι απαλλαγμένος από τη δυσωδία των αναθυμιάσεων του έρποντος θηρίου.
Κάθε φορά, όταν μπαίνει στο στόχαστρο ένας άνθρωπος που αντιστέκεται είναι υποχρέωση στον εαυτό μας, να είμαστε δίπλα του. Όχι μόνο οι ομοφρονούντες.
Διότι το μυστικό του φασισμού, κυρίως του καθημερινού φασισμού, δεν είναι άλλο από εκείνους τους αμέτοχους, ή τους γλειψιματίες των πολιτικών, δημοσιογραφικών και καθημερινών άλλων ενδιαιτημάτων, όπου αρκεί «να σφυρίζει το δρεπάνι σ’ άλλο χωράφι», ή ακόμη χειρότερα, που όταν το δρεπάνι σφυρίζει βάζουν κι αυτοί ένα χεράκι. Είναι εκείνοι που πολλαπλασιάζουν το φόβο, μην εκτεθούν, υποπολλαπλασιάζουν την ανάγκη αντίδρασης, μην ταράξουν το θηρίο, αποθεώνουν το «κοίταζε τη δουλειά σου» και υπερασπίζονται, περισσότερο από άγνοια και προσαρμογή, συνήθως (το κάνουν τσάμπα σαν κι εκείνη την εκδιδόμενη του ανέκδοτου, που αυτοκτόνησε όταν κατάλαβε πως τόσα χρόνια οι άλλες πληρώνονταν), παρά από συνειδητό όφελος, τις επιλογές που δεν κουράζουν, δεν θέλουν σκέψη και δεν προκαλούν αντιδράσεις στο κυρίαρχο στρατόπεδο.
Φυσικά, όταν έρχεται ο καιρός του θερισμού τα δρεπάνια κινούνται αδιακρίτως. Τότε, είναι που όλοι μουρμουρίζουν: αν το ξέραμε!.. Κι έπειτα, όταν περάσει ο θεριστής οι εναπομείναντες, αυτού του είδους, ξεπερνάνε τις ευθύνες τους με μια ευθυμία και μια επίκληση αντίστασης που δεν έκαναν ποτέ, θαυμάζοντας πιθανόν εκείνους που μόχθησαν (και ενδεχομένως μαρτύρησαν) και ξαναρχίζοντας να ξετυλίγουν το κουβάρι μιας καθημερινότητας ίδιων λαθών.
Τους ακούω να περνάνε βιαστικοί έξω από τη Νομική το Φλεβάρη του 73 και να ψιθυρίζουν αγανακτισμένοι, τι θέλουν πάλι αυτοί οι φοιτητές και μας χαλάνε την ησυχία, και σπεύδουν στο λεωφορείο να απομακρυνθούν όσο γίνεται πιο σύντομα, από το βεληνεκές της αστυνομίας, των χαφιέδων και των συνθημάτων. Κυρίως των συνθημάτων, μην τυχόν και τους αγγίξουν. Τους βλέπω μετά να μιλούν για ηρωισμούς, όταν οι εφημερίδες έδωσαν το πράσινο φως στον ηρωισμό. Τους βλέπω έπειτα από χρόνια πάλι να τρέχουν να βουλιάξουν στο σπίτι και στην οθόνη τους, όταν οι πατέληδες, ένστολοι και μη, βγαίνουν στην παγανιά του θανάτου και να οικτίρουν εκείνους που διαμαρτύρονται, γιατί πάλι έκλεισε ο δρόμος και θ’ αργήσουν στο γυμναστήριο.
Μη μας κακοφαίνεται. Αν αυτό το δάσος των ακίνητων φύλλων δεν υποδήλωνε τη δύναμη του κακού να προχωράει, το θρόισμα της ανοιξιάτικης πορείας εκείνων που παλεύουν ακόμη δεν θα είχε μια τόσο εκκωφαντική σημασία. Φυσικά θα προτιμούσαμε μια σημασία της καθημερινότητας, που θα εμπόδιζε το κακό στο προχώρημα του, παρά τους ηρωισμούς των ανοιξιάτικων αντιστάσεων. Αλλά, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε ως εκεί.
Κι ως τότε θα αναπαράγονται οι αμαθείς τύποι των τηλεοπτικών παραθύρων, ηλίθιοι σκοταδιστές θα γίνονται υπουργοί (ή πρωθυπουργοί, αναλόγως) και οι ενώσεις αποστράτων θα διώκουν τους Μπογιόπουλους.
Ανάρτηση από: https://www.kommon.gr/