Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Το τρίτο συνέδριο του ΝΑΡ έχει στην ημερήσια διάταξη κρίσιμα ζητήματα προγράμματος, στρατηγικής και φυσιογνωμίας. Η αντιμετώπισή τους είναι εντελώς αναγκαία, αλλά δεν μπορεί να γίνει με αφηρημένο, θεωρητικό τρόπο, αποσπασμένο από την εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Η ισχυρή πιθανότητα απότομων εξελίξεων απαιτεί να επιταχύνουμε μια από καιρό αναγκαία αλλαγή νοοτροπίας, βάζοντας τη στρατηγική στο GPS και την πολιτική στο τιμόνι.
Τρεισήμισι χρόνια μετά την είσοδο στη Μνημονιακή κόλαση, βρισκόμαστε σε μια καμπή της ταξικής πάλης, με κεντρικό χαρακτηριστικό την «αδυναμία του ισχυρού, αδυναμία του αδύναμου». Παρά τις κατά καιρούς εξάρσεις του, το λαϊκό κίνημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση υποχώρησης και οι δυνάμεις του κεφαλαίου έχουν καταφέρει καίρια πλήγματα στους εργασιακούς χώρους. Ωστόσο, το αστικό μπλοκ αδυνατεί να πετύχει στοιχειώδη σταθεροποίηση, καθώς η κατάσταση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας και η κυρίαρχη, γερμανική πολιτική στους κόλπους της Ε.Ε. συναυλίζουν την ύφεση και την κοινωνική καταστροφή.
Κλείνοντας βίαια κάθε δρόμο για μερικές, συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, το αστικό μπλοκ σπρώχνει παρά τη θέλησή του τις λαϊκές μάζες στην αναζήτηση άμεσης πολιτικής λύσης. Τα πιο καθυστερημένα κομμάτια της μικροαστικής τάξης που καταστρέφονται, τρελαίνονται και παθαίνουν αμόκ, όπως και των εργατικών στρωμάτων που ξεπέφτουν σε λούμπεν κατάσταση, στρέφονται προς το νεοφασισμό της Χρυσής Αυγής. Το μεγαλύτερο τμήμα των μισθωτών, των ανέργων και των νέων στρέφονται όμως προς την Αριστερά, κι αυτό αποτελεί την ελπιδοφόρα, ελληνική ιδιορρυθμία σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η αποδόμηση του κυρίαρχου μπλοκ επιταχύνεται τελευταία, καθώς η κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ αναγκάζεται να στραφεί εναντίον του σκληρού, κοινωνικού της πυρήνα- μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, συνταξιούχοι.
Επομένως, η ανάδειξη κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα στον επόμενο χρόνο αποτελεί ισχυρό ενδεχόμενο, αν και θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να υποτιμήσει κανείς τις εφεδρείες του αστικού μπλοκ, τόσο στο κοινοβουλευτικό πεδίο, όσο και στα σκοτεινά εργαστήρια της «στρατηγικής της έντασης». Μια τέτοια εξέλιξη θα αποδιοργανώσει, για ένα διάστημα, τις αστικές δυνάμεις, θα ανοίξει ρήγματα που μπορούν να ευνοήσουν την αυτόνομη ανάπτυξη της ταξικής πάλης και θα έχει σημαντική διεθνή επίδραση, ιδίως στην Ευρώπη. Ωστόσο, η «αριστερή κυβέρνηση» κινδυνεύει να αποδειχθεί σύντομη αριστερή... παρένθεση, στο βαθμό που το εκλογικό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνοδεύεται ούτε από μαχητικό, λαϊκό ρεύμα, ούτε από ιδεολογική ηγεμονία, ούτε από στοιχειώδη οργάνωση και προετοιμασία για τις σκληρότατες συγκρούσεις που βρίσκονται μπροστά μας. Ακόμα χειρότερα, καιροσκοπικές κινήσεις φτηνού, επικοινωνιακού χαρακτήρα και διαπιστευτήρια υπευθυνότητας τύπου Τέξας αφοπλίζουν τις λαϊκές δυνάμεις, που θα κληθούν να δώσουν και να κερδίσουν τις κρίσιμες μάχες.
Δυστυχώς, ούτε το ΚΚΕ στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Ουσιαστικά αποσύρεται από τη μάχιμη, ανατρεπτική πολιτική μαζών σε μια φιλολογική, φωνακλάδικη κριτική του καπιταλισμού, με σχεδόν αποκλειστικό προσανατολισμό στην πολεμική εναντίον των άλλων αριστερών δυνάμεων και πολύ αδύναμη αίσθηση ιστορικής ευθύνης για το μέλλον του εργατικού κινήματος και των επόμενων γενιών. Το αποτέλεσμα, για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι να μην δέχεται σχεδόν καμία πίεση από τα αριστερά της (αν εξαιρέσουμε την εσωτερική πίεση της Αριστερής Πλατφόρμας), παρά μόνο από τα δεξιά της.
Σ᾽αυτό το φόντο, η δημιουργία ενός ισχυρού πόλου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αποκτά κρίσιμη σημασία. Βήμα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να αποτελέσει η μετωπική συμπόρευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του Σχέδιου Β και άλλων δυνάμεων. Ασφαλώς, δεν γίνεται λόγος για στρατηγική και θεωρητική ενότητα- αν μιλάγαμε με τέτοιους όρους, θα δρομολογούσαμε όχι ένα νέο πολιτικό μέτωπο, αλλά ένα νέο κόμμα. Λόγος γίνεται για μια μάχιμη πολιτική συμμαχία, με βάση τα αγωνιώδη, άμεσα προβλήματας της λαϊκής πλειοψηφίας, οι πιο συνειδητοποιημένες δυνάμεις της οποίας δεν θα καταλάβουν ποτέ πως γίνεται αριστεροί αγωνιστές να συμφωούν σε όλα τα επίμαχα προβλήματα, από το χρέος μέχρι το ευρώ και να προτιμούν τους ξεχωριστούς δρόμους, προτάσσοντας θεωρητικές και στρατηγικές διαφορές. Όσο για το φόβο ότι μια παρόμοια συμμαχία, αν δεν έχει ξεκάθαρους επαναστατικούς στόχους, μπορεί να μας στοιχίσει εξ αριστερών κριτική του ΚΚΕ ή άλλων δυνάμεων, δεν μπορεί να αποτελεί οδηγό δράσης. Το «όσο πιο αριστερά, τόσο πιο καλά» δεν ταιριάζει σε μια δύναμη που θέλει να λέγεται επαναστατική, δηλαδή να είναι επικίνδυνη για τους αντιπάλους της και όχι γραφική στην υποτιθέμενη καθαρότητά της. Μήπως η αυτοκαστροφική πορεία του ΚΚΕ δεν αποτελεί το πιο πειστικό επιχείρημα;
Μια μετωπική συμπόρευση αυτού του είδους θα πρέπει να αποφύγει τον μονόπλευρο προσανατολισμό στο θέμα του ευρώ (όσο κι αν αυτό όντως αποτελεί σοβαρή αιχμή της πολιτικής μας πρότασης) όσο και την εμπάθεια απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ (όσοι δεν ανήκαμε ποτέ στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουμε τη συναισθηματική φόρτιση της ενδοοικογενειακής διαμάχης στην αντιπαράθεση μαζί του). Η μετωπική συμπόρευση θα αποκτήσει γρήγορα εμβέλεια αν καταφέρει να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα που δεν καταφέρνουν να απαντήσουν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ: ποιο είναι το οικονομικό πρόγραμμα, το πολιτικό σχέδιο, ο «Οδικός Χάρτης» που μπορεί να μας βγάλουν από τη σημερινή, ζοφερή πραγματικότητα σε μια νικηφόρα ρήξη, ανοιχτή στη σοσιαλιστική προοπτική. Η ανάδυση ενός αυτοτελούς, δυναμικού και πειστικού τρίτου πόλου θα αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα ριζοσπαστικής επίδρασης σε λαϊκά στρώματα που επηρεάζονται και επηρεάζουν τις δυνάμεις του αριστερού ρεφορισμού, ίσως σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από όσο μπορούμε να φανταστούμε.
Ανάρτηση από: http://prin.gr
Ευχαριστώ τον φίλο Παύλο Τ.