Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
«Μην πας Λάμπρο. Τι θα απογίνω εγώ και
τα παιδιά; Πώς να θρέψω πέντε στόματα; Αν σε σκοτώσουν τι θα κάνουμε;»
« Για τα παιδιά. Πρέπει να πάω για τα
παιδιά. Να μην ζήσουν σκλαβωμένα και ντροπιασμένα. Τι θα λένε για τον πατέρα τους;
Αν μείνω θα με σκοτώσουν σίγουρα οι Γερμανοί. Φεύγω. Καλό κουράγιο Σταυρούλα. Πάρε
τούτα τα χαρτιά με τα ονόματα και κρύψε τα κάπου να μην τα βρουν ούτε οι Γερμανοί
ούτε οι σπιούνοι. Να προτιμήσεις να πεθάνεις παρά να τους πεις που είναι. Αν βρουν
τα ονόματα θα τους αφανίσουν όλους. Και να θυμάσαι. Αν έρθεις κανείς να σου ζητήσει
αλεύρι, δώστου χωρίς αντάλλαγμα. Δεν θα πεθάνουμε για λίγο αλεύρι.»
Έτσι απλά, εκείνο το βράδυ σηκώθηκε ο
Λάμπρος κι έφυγε. Με μία βίτσα στο χέρι, όπως το συνήθιζε, χάθηκε αθόρυβα μες στο
σκοτάδι. Βγήκε στο βουνό. Καπετάν Καραφωτιά τον ήξεραν οι συναγωνιστές του.
Την άλλη μέρα κιόλας, στο σπίτι του στο
χωριό, κατέφτασε ο σπιούνος.
Ρωτούσε τη Λάμπραινα να μάθει πληροφορίες.
Πού ήταν ο άντρας της; Αν της έδωσε τίποτα χαρτιά με ονόματα; Αν της είπε τίποτε
άλλο; Και διάφορα τέτοια.
Φεύγοντας της είπε πως θα ξαναέρθει για
να πάρει και τα δέκα πρόβατα που είχαν στο σπίτι ίσα για να έχουν τα παιδιά λίγο
γάλα και τυρί.
«Τα χρειάζονταν οι Γερμανοί στρατιώτες»
της είπε.
«Αυτοί κάνουν κουμάντο τώρα σε όλο τον
κόσμο», της είπε και «Είναι βλάκας όποιος τους πάει κόντρα.»
Την επόμενη φορά που ήρθε ο σπιούνος είχε
και παρέα. Πήραν τα πρόβατα και μαζί και τη Λάμπραινα για να την ανακρίνουν οι Γερμανοί.
Την φόβισαν, τη χτύπησαν, την απείλησαν
για τα παιδιά της με σκοπό να πει ότι ήξερε για τον άντρα της. Δεν της πήραν λέξη.
Μόνο ένα φτύσιμο κράτησε στο τέλος για τον σπιούνο. Συγχωριανός να σου πετύχει.
Η ανάκριση επαναλήφθηκε αρκετές φορές
μέχρι που βρέθηκε, λέει, κάποιος «δικός τους» και εγγυήθηκε πως πράγματι δεν ήξερε
τίποτα. Αργότερα έμαθε πως ήταν κάποιος μακρινός συγγενής της από άλλο χωριό που
είχε ανοίξει παρτίδες με τους κατακτητές.
Κάθε που γυρνούσε στο σπίτι έπαιρνε αγκαλιά
τα πέντε παιδιά της και τους μίλαγε για τον πατέρα τους. Τους έλεγε πως πήγε μακρινό
ταξίδι και πως σύντομα θα επέστρεφε γεμάτος δώρα και καλούδια για όλους.
Ο καπετάν Καραφωτιάς δεν γύρισε ποτέ στο
σπίτι του να ξαναδεί τα παιδιά του. Περνούσε με τους συντρόφους του απέξω αλλά μέσα
δεν έμπαινε μην τυχών και τον δει κανένα μάτι και βάλει την οικογένειά του σε κίνδυνο.
Μέχρι που σκοτώθηκε σε μια μάχη με τους
Γερμανούς λίγο έξω από το χωριό.
Τα μικρότερα από τα παιδιά του δεν τον
θυμούνταν. Δεν είδαν τη μορφή του ούτε σε φωτογραφία.
Τη μορφή του σπιούνου την έβλεπαν συχνά.
Σχεδόν κάθε μέρα. Θέλοντας και μη αφού ζούσαν στο ίδιο χωριό τον συναντούσαν μέχρι
το τέλος της ζωής του.
Μια φορά μετά από πολλά χρόνια, τόλμησε
ο σπιούνος να ανταμώσει τη Λάμπραινα και να τη χαιρετήσει. Εκείνη, κουβέντα δεν
καταδέχτηκε να του πει. Μόνο γύρισε και τον έφτυσε, όπως τότε στην ανάκριση και
συνέχισε το δρόμο της. Ούτε δυο δάκρυα δεν είχε για να κλάψει. Είχαν στερέψει εδώ
και χρόνια. Είχε κλάψει τόσο πολύ στα χρόνια της κατοχής αλλά και αργότερα στα χρόνια
της εξορίας που τα δάκρυα κατάντησαν για εκείνη είδος πολυτελείας.
Θυμήθηκα την ιστορία αυτή όπως την άκουσα
πριν από πολλά χρόνια, δεν έχει σημασία από ποιον, επειδή στις μέρες μας οι Γερμανοί
ξαναήρθαν αλλά και επειδή πλησιάζει η μέρα που πρέπει να πούμε ένα νέο μεγάλο «ΟΧΙ».
Λίγοι θυμούνται και τιμούν την προσφορά
ανθρώπων σαν τον Λάμπρο και ακόμα λιγότεροι θυμούνται πως την περίοδο της κατοχής
υπήρξαν και σπιούνοι συνεργάτες των κατακτητών.
Τελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται, απλώς τη δεύτερη φορά η επανάληψη,
λένε, μοιάζει με φάρσα.
Ανάρτηση από: http://kyrgiakischristos.wordpress.com