Του Διονύση Ελευθεράτου
Από το πογκρόμ της Νεμπράσκα εναντίον των «filthy Greeks» και του Τορόντο σε βάρος των «Greek slackers», μέχρι το… εννοιολογικό χατίρι του Ντε Γκολ στον Καραμανλή.
(Δημοσιεύθηκε στο Πριν, στις 26 Αυγούστου 2012)
«Όπου κι αν μετανάστευσαν, οι Έλληνες κέρδισαν το σεβασμό με την εργατικότητα και τη συμπεριφορά τους. Δεν ήταν λαθραίοι, δεν παρανομούσαν». Κατά πόσο αληθεύει αυτό το ευρύτατα διαδεδομένο κλισέ;
Πρώτη βασική επισήμανση: Είναι διάτρητος ο ισχυρισμός πως οι συμπατριώτες μας μετανάστευαν πάντοτε «κανονικά και με το νόμο». Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Μιχάλη Τσάκαλου «Η σύγχρονη ελληνική μετανάστευση (σ.σ : μήπως έπεται και… πιο σύγχρονη;) μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας», έχει εξακριβωθεί πως ήσαν «λαθραίοι» 50.000 Έλληνες εξ όσων αναζήτησαν την τύχη τους στις ΗΠΑ και την Αυστραλία, την περίοδο 1950 -1974. Αμφιβάλλει κανείς ότι ο πραγματικός αριθμός είναι απείρως μεγαλύτερος του επισήμως εξακριβωμένου, όπως συμβαίνει πάντα;
Δεύτερη: Το «προφίλ» του φιλήσυχου, επαινούμενου έλληνα μετανάστη είναι πραγματικό…ανέκδοτο, όταν μιλάμε για την Αμερική και την Αυστραλία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ακολουθεί εκτενές «αφιέρωμα» στα της Αμερικής. Ως προς την Αυστραλία, υπενθυμίζουμε τα λόγια του γηγενούς υφυπουργού προεδρίας, το 1925, για τους Έλληνες του Κουίνσλαντ: «Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία, η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους (…) Κοινωνικά και οικονομικά αυτός ο τύπος του μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα. Θα ήταν προς όφελος της πολιτείας, αν η είσοδός τους απαγορευόταν ολοσχερώς».
Διαφοροποιήθηκε βεβαίως η εικόνα του «μέσου» έλληνα μετανάστη στα μεταπολεμικά χρόνια. Αποδείχθηκε όμως περίτρανα στη Γερμανία πως «άψογος μετανάστης» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη «σεβαστός μετανάστης»: Οι Έλληνες της Γερμανίας ακόμη διηγούνται ιστορίες υπεροπτικής και ρατσιστικής αντιμετώπισής τους.
Αξίζει πάντως τον κόπο να ασχοληθούν με αυτήν την αλλαγή του «προφίλ» των ελλήνων μεταναστών όσοι «διυλίζουν» τα γονίδια των ανθρώπων για να βρουν εξηγήσεις, αντί να εστιάζουν στις συνθήκες της ζωής τους! Κάποτε οι Έλληνες μετανάστευαν «κουβαλώντας» μαζί τους πρότυπα ζωής και κώδικες επιβίωσης που κυριαρχούσαν στη χώρα του Γιαγκούλα και των Ρετζαίων, αλλά και τα τραύματα μιας κοινωνίας, την οποία κάθε τόσο μάστιζαν πόλεμοι (1897, 1912-13, 1919-22). Ε, δεν «κουβαλούσαν» τα ίδια οι Έλληνες που έφευγαν, δεκαετίες αργότερα, από τη χώρα της αντιπαροχής και της αστυφιλίας.
Προς την παραβατικότητα – εγκληματικότητα τους ωθούσαν και οι κακές συνθήκες, υπό τις οποίες πάσχιζαν να ζήσουν στις προπολεμικές ΗΠΑ. Δεν συνέβαινε το ίδιο στη μεταπολεμική Γερμανία που ήλεγχε τους μετανάστες με σχολαστικότητα αντίστοιχη μιας… φυλακής υψίστης ασφαλείας, παρέχοντάς τους όμως τα βασικά: Δουλειά, ασφάλιση, κατάλυμα. Εκεί μειώνονταν δραματικά τα ισχυρά κίνητρα για «παρατράγουδα», όπως και οι… σχετικές ευκαιρίες. Στην εποχή, όμως, του (αλά Δένδια) «Ξένιου Δία», δύσκολα διαβάζεται σωστά και η ημέτερη μεταναστευτική ιστορία…
Μέχρι το 1960, για τους Γάλλους ήμασταν «παλιάνθρωποι», «απατεώνες», «λωποδύτες»…
Αυγουστιάτικα κατέφθασαν στην Αθήνα τα χαρμόσυνα μαντάτα: Τελεσφόρησε η παρέμβαση της πρεσβείας στο Παρίσι και απαλείφθηκαν από γαλλικό λεξικό οι προδήλως ρατσιστικές ερμηνείες του όρου «Έλληνας». Ποιες ερμηνείες; «Παλιάνθρωπος», «απατεώνας», «λωποδύτης»!…
Πόσο παλιός ήταν ο… νικητήριος εκείνος Αύγουστος; Μήπως να τον αναζητήσουμε στα χρόνια της πρωθυπουργίας του Κωλέττη, αρχηγού του Γαλλικού Κόμματος, στον οποίον όλο και κάποια χάρη θα έκανε το Παρίσι; Όχι. Δεν πρόκειται για τον 19ο αιώνα… Ούτε καν για τον Μεσοπόλεμο, όταν οι Ευρωπαίοι μάθαιναν άφθονες αιματηρές ιστορίες σχετικές με τη δράση της τελευταίας «γενιάς» (1920- 1935) των ελλήνων λήσταρχων.
«Ας το πάρει το ποτάμι», λοιπόν- εν προκειμένω ο Σηκουάνας… Πρόκειται για εποχή εντυπωσιακά μεταγενέστερη: Αρχές Αυγούστου του 1960! Ο «εξευγενισμός» του λεξικού, μάλιστα, πιθανότατα θα είχε συντελεστεί πολλά χρόνια αργότερα, εάν το 1960 δεν ήταν έτος – επισφράγισμα των θερμότατων σχέσεων του κυβερνητικού κόμματος της ΕΡΕ με τη Γαλλία.
Λίγες εβδομάδες προτού «σβηστούν» οι επίμαχες ερμηνείες, ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής είχε επισκεφθεί το Παρίσι. Η «απόλυτος επιτυχία των συνομιλιών» που είχε με τον πρόεδρο Ντε Γκολ βρήκε τη… μεγαλειώδη αντανάκλασή της στη μέγιστη οικονομική επιτυχία της γαλλικής εταιρείας ΠΕΣΙΝΕ, στην Αθήνα, στις 27 Αυγούστου 1960. Την ημέρα εκείνη υπογράφηκε η σκανδαλώδης σύμβαση ΠΕΣΙΝΕ – ελληνικού κράτους, εξ αιτίας της οποίας λίγα χρόνια αργότερα (Φεβρουάριος του ’65) η Βουλή θα παρέπεμπε σε Ειδικό Δικαστήριο τους Κ. Καραμανλή, Π. Παπαληγούρα και Ν. Μάρτη. Άλλο αν ο αρχηγός και οι δυο υπουργοί της ΕΡΕ δεν κάθισαν ποτέ σε εδώλιο.
Εν ολίγοις, οι Γάλλοι το 1960 απάλλαξαν το λεξικό τους από τον χονδροειδή ρατσισμό εναντίον των Ελλήνων, όχι επειδή τον έκριναν παρωχημένο, απάνθρωπο, ανόητο, αλλά διότι οι πολιτικές – οικονομικές σχέσεις των δυο χωρών επέτρεπαν ένα ανώδυνο χατίρι εκ μέρους του Ντε Γκολ και του πρωθυπουργού Ντεμπρέ…
Φλας μπακ σε έναν άλλον Αύγουστο, πολύ παλιότερο. Εκείνον του 1918. Στις αρχές του μήνα και επί τρία μερόνυχτα, στο Τορόντο του Καναδά, ένα έξαλλο πλήθος πολλών χιλιάδων ανθρώπων βιαιοπραγούσε εναντίον των ελλήνων μεταναστών της πόλης. Τραυματίστηκαν σοβαρά ακόμη και γυναίκες, καθώς και ανήλικα παιδιά. Πολλά καταστήματα Ελλήνων καταστράφηκαν. Σε σημερινές τιμές, οι συνολικές ζημιές ανήλθαν σε 1,25 εκατομμύριο δολάρια.
Το 1/5 όσων συμμετείχαν στο πογκρόμ ήταν στρατιώτες, οι οποίοι είχαν επιστρέψει από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που όδευε προς το τέλος του. Γιατί τιμωρήθηκαν, τόσο βάναυσα, οι Έλληνες; Για τη σημαντική καθυστέρηση, με την οποία η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο- ήταν Ιούνιος του 1917. Μόνη αιτία; Ασφαλώς όχι.
Θα ήταν μάλλον ανεπαρκής ως «κινητήρια δύναμη» αυτού του πογκρόμ η προαναφερθείσα πολιτική – πολεμική παράμετρος, εάν στο Τορόντο δεν είχε ήδη διαμορφωθεί, προ ετών, κλίμα εχθρικό για τους «slackers»: Τους «τεμπέληδες», «χαλαρούς» μετανάστες από την Ελλάδα, οι οποίοι συνήθως δούλευαν ως μάγειροι και σερβιτόροι, αποφεύγοντας τις σκληρότερες εργασίες των υλοτόμων, φορτοεκφορτωτών, βιομηχανικών εργατών. Πολλοί μάλιστα αποκτούσαν καταστήματα. Εντυπωσιακά πολλοί…
Σύμφωνα με τον Τομ Γκάλαντ, πανεπιστημιακό καθηγητή και μελετητή της νεοελληνικής ιστορίας, οι έλληνες μετανάστες το 1918 κατείχαν το 35% των καφενείων και εστιατορίων του Τορόντο, αν και αντιπροσώπευαν μόλις το 0,5% του πληθυσμού του (Athens News, 12 Ιουλίου 2010).
Ευημερούσαν λοιπόν σε αξιοπρόσεκτο βαθμό οι «οκνοί» Έλληνες του Τορόντο, σε εποχές κατά τις οποίες πολεμούσαν στην Ευρώπη 620.000 Καναδοί. Εξ αυτών μάλιστα, μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου, έμελλε να σκοτωθούν 67.000 και να τραυματιστούν 173.000. Εν ολίγοις, μόνο τέσσερις στους δέκα επέστρεψαν σωματικά ακέραιοι!
Η ευημερία των «slackers» αντιπροσώπευε την εξαίρεση στον κανόνα των συνθηκών ζωής των ελλήνων μεταναστών στη Β. Αμερική, την εποχή εκείνη. Την εκλάμβαναν δε ως πρόκληση οι στρατιώτες που επέστρεφαν στα σπίτια τους, ψυχικά πληγωμένοι, ενίοτε σωματικά σακατεμένοι, συχνά βυθισμένοι σε μεταπολεμικά οικονομικά αδιέξοδα. Ο θυμός των οικογενειών των στρατιωτών και η προϋπάρχουσα εχθρότητα για τους «φυγόπονους» αλλά «καταφερτζήδες» Έλληνες συνέθεσαν το εκρηκτικό μείγμα…
Παρουσιάζει αναλογίες το πογκρόμ του 1918 με τη σύγχρονη Ελλάδα; Ασφαλώς – αρέσει δεν αρέσει!
«Προνομιούχους» και «ευκατάστατους» δεν χαρακτηρίζεις φυσικά τους πακιστανούς μαγαζάτορες της Νίκαιας, που πασχίζουν να επιβιώσουν στην Ελλάδα της ένδειας και των Μνημονίων, αντιμετωπίζοντας κι έναν πρόσθετο «εχθρό». Τον περιέγραψε μιλώντας στα «Νέα» (3 Ιουλίου) ένας εξ αυτών, ο Ιμπραήμ Μουχάμαντ, που βρίσκεται επί 18 χρόνια στην Ελλάδα και ο οποίος διατηρεί κατάστημα–καθ’ όλα νόμιμο: «Χάσαμε κοντά στα δύο τρίτα των πελατών μας. Δεν φταίει τόσο η κρίση όσο ο φόβος. Δεν κυκλοφορούν πολύ πλέον οι μετανάστες».
Υπό αυτήν την έννοια, ο Μουχάμαντ και οι «ομόλογοί» του δεν μοιάζουν πολύ με τους παλιούς έλληνες καταστηματάρχες του Τορόντο. Οι Καναδοί όμως εκείνοι που επικροτούσαν τη ρατσιστική τρομοκρατία παρουσιάζουν ομοιότητες με όσους Έλληνες χαίρονταν – ανοιχτά ή ανομολόγητα- προσφάτως, όταν τα φασιστοειδή εκφόβιζαν τους μετανάστες μαγαζάτορες, με «τελεσίγραφα». Κοινός παρονομαστής; Μα η ανέξοδη και αδιέξοδη «ευχέρεια» του πάμφτωχου ή του άνεργου να στρέφεται εναντίον, όχι των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που του έχουν αφαιρέσει σχεδόν κάθε «θέση στον ήλιο», αλλά του ξένου τον οποίο «βλέπουν» δυο- τρεις ηλιαχτίδες…
Να και η δεύτερη «ευχέρεια», την οποία προσφέρει η μέθοδος της αναζήτησης αποδιοπομπαίων: Τα θύματα είναι «ένοχα», σε κάθε περίπτωση! Βολοδέρνουν στην εξαθλίωση; Πρέπει να εξαφανιστούν – αυτά, όχι η εξαθλίωση- διότι σήμερα προσβάλλουν την αισθητική μας κι αύριο πιθανόν το πορτοφόλι ή τη ζωή μας. Δεν είναι εξαθλιωμένα; Να πάνε στον αγύριστο διότι δεν δικαιούνται να μην είναι «οι τελευταίοι τροχοί της άμαξας»…
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τους έλληνες μετανάστες στη Βόρεια Αμερική, στα πρώτα χρόνια και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα: Εάν την επίθεση στο Τορόντο την τροφοδότησε η απέχθεια προς τους «βολεμένους slackers», τα προγενέστερα ανθελληνικά πογκρόμ στις ΗΠΑ έφεραν κυρίως τη «σφραγίδα» της… βδελυγμίας απέναντι σε ένα εκ διαμέτρου αντίθετο τύπο μεταναστών. Ήταν οι «βρομιάρηδες Έλληνες» («filthy Greeks»). «Βρομιάρηδες»… γενικώς και ειδικώς. Δηλαδή «βρομο- ράτσα», αλλά και άνθρωποι που έκαναν τις πλέον βαριές δουλειές και οι οποίοι συχνότατα ζούσαν σε ρυπαρά «δωμάτια – τρώγλες».
Τι τους καταλόγιζε ο «μέσος Αμερικανός», αλλά και ο αμερικανικός Τύπος; Γενική συμπεριφορά που αποδείκνυε «φυλετική κατωτερότητα». Εντονότατη ροπή προς την εγκληματικότητα. Πάθος για τον τζόγο. Θορυβώδεις, ενοχλητικές συνήθειες (πχ έντονες συζητήσεις στα καφενεία) και πολλά ακόμη από όσα «δικαιολογούσαν» την εξής επιγραφή σε εστιατόριο, στην Καλιφόρνια, το 1913: «Το εστιατόριο του Τζον, αμιγώς αμερικανικό. Όχι ποντίκια, όχι Έλληνες».
Μόνο στην τετραετία 1906 -1909, καταγράφηκαν περίπου δέκα πογκρόμ εναντίον των «filthy Greeks», σε διάφορα σημεία των ΗΠΑ. Το σοβαρότερο ήταν εκείνο του Φεβρουαρίου 1909, στη Σάουθ Ομάχα- μια πόλη 20.000 κατοίκων, στη Νεμπράσκα. Τότε οι κάτοικοι, ξυλοκοπώντας τους Έλληνες και λεηλατώντας τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, διέλυσαν τη «Greek Town» της Σάουθ Ομάχα: Πριν από το πογκρόμ αριθμούσε 2.000 άτομα, αλλά η απογραφή του 1910 έδειξε πως μόλις 59 είχαν απομείνει. Οι άλλοι διασκορπίστηκαν.
Όλα άρχισαν όταν ο αστυνομικός Εντ Λόουρι έσπευσε να συλλάβει ένα μετανάστη από την Καλαμάτα, τον Γιάννη Μασουρίδη, ο οποίος είχε καταγγελθεί για ερωτικές σχέσεις με ανήλικη. Ο Μασουρίδης τράβηξε όπλο. Άρχισε το πιστολίδι, ο Λόουρι σκοτώθηκε, ο Μασουρίδης τραυματίστηκε. Την επόμενη ημέρα, δυο από τις τρεις μεγαλύτερες εφημερίδες της περιοχής (World Herald και Daily News) δημοσίευαν διακήρυξη του τοπικού πολιτικού παράγοντα Τζόζεφ Μέρφι, που καλούσε σε επιχείρηση εκδίωξης –από την πόλη- όλων των «βρομερών Ελλήνων». Αυτών που «ορμούν στις γυναίκες μας, χτυπούν περαστικούς, διατηρούν χαρτοπαικτικές λέσχες».
Το πογκρόμ της Σάουθ Ομάχα το χαρακτήριζαν όλα τα στοιχεία που θα μας έκαναν σήμερα να ψελλίσουμε «μωρέ, όλο και κάτι μας θυμίζει τούτο το σκηνικό»… Μια ανθρωποκτονία ως αφορμή. «Συλλογική τιμωρία» ως απάντηση. Πολιτική προτροπή. Βαθύτερες αιτίες- περισσότερο ή λιγότερο διαυγείς.
Τον Ιούνιο του 1910 δόθηκε και δεύτερη απάντηση, πέραν του πογκρόμ: Δυο αξιωματικοί της αστυνομίας πυροβόλησαν και σκότωσαν ένα νεαρό έλληνα εργάτη, τον Νικόλα Τζιμίκα, ακριβώς στον τόπο του θανάσιμου τραυματισμού του Λόουρι. Φόνος εκ προμελέτης, σε συμβολικό, εύγλωττο σημείο, με προφανές «μήνυμα»: Αφού ο Μασουρίδης δεν εκτελέστηκε (καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών, τελικά εξέτισε τα 5,5), κάποιο άλλο «μίασμα» έπρεπε να πεθάνει…
Πρώτοι στα εγκλήματα, απεργοσπάστες και… ημίλευκοι
«Ερεθίζουν επειδή δουλεύουν φθηνά, ζουν σε ομάδες ακόμη φθηνότερα κι αδιαφορούν για τις μικρές λεπτομέρειες που είναι σημαντικές για τους Αμερικανούς». Αυτό έγραφε το 1909 για τους Έλληνες η Omaha Bee, η μόνη από τις μεγάλες τοπικές εφημερίδες που αντιμετώπισε το θέμα με αμεροληψία, σύμφωνα με την εκτίμηση του ελληνοαμερικανού καθηγητή Τζον Μπίτζες.
Ο ίδιος ο Μπίτζες, συντάκτης μιας κατατοπιστικής έρευνας για το πογκρόμ εκείνο, συμφωνεί με τη διαπίστωση της Omaha Bee και… επαυξάνει: Οι Έλληνες ήταν απεχθείς εξ αιτίας της προθυμία τους να εργάζονται με χαμηλότερα μεροκάματα, αλλά και να γίνονται απεργοσπάστες- μαζί με τους Ιάπωνες (πχ το 1904, στη βιομηχανία συσκευασίας κρέατος).
Τοπικό φαινόμενο; Όχι. Τρεις εβδομάδες πριν από το πογκρόμ στην Ομάχα, την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 1909, η εφημερίδα της ομογένειας «Ελληνικός Αστήρ» του Σικάγου έγραφε (διατηρούμε την ορθογραφία της εποχής):
«Δεν είνε ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, καθ’ ήν συμβαίνει ομογενείς να εργάζωνται ως ανταπεργοί. Τούτο είνε κάκιστον, διότι όχι μόνον μισητοί μεταξύ των άλλων ανθρώπων γενόμεθα, αλλά ενεργούμεν και καθ’ ημών αυτών, ενώ εκ του άλλου αι διάφοροι Αμερικανικαί εταιρείαι μας μεταχειρίζονται ως όργανα, η δε ζωή μας διατρέχει τον έσχατον των κινδύνων».
Δεν χρειαζόταν πάντως το στίγμα του απεργοσπάστη, για να βρει κάποιος Έλληνας κλειστή την πόρτα ορισμένων αμερικανικών συνδικάτων. Όπως αναφέρει ο «αιρετικός», ελληνοαμερικανός καθηγητής από το Ντιτρόιτ, Νταν Γεωργακάς, όταν άρχισαν να οργανώνονται οι εργάτες τους μύλους της Ουάσιγκτον οι Έλληνες δεν έγιναν δεκτοί στο… κανονικό συνδικάτο. Αναγκάστηκαν να σχηματίσουν ένα ξεχωριστό, με Τούρκους και Αλβανούς. Όσο κι αν ηχεί απίστευτο, αποκλείστηκαν ως… μη λευκοί!
Μέχρι να… προχωρήσει κάπως ο 20ος αιώνας, στην Αμερική, Βαλκάνιοι και Ιταλοί κατατάσσονταν στους «μη λευκούς». Σημασία δεν είχε το χρώμα του δέρματος, αλλά οι διαφορετικές βαθμίδες… πολιτιστικής επάρκειας, τις οποίες ο ντόπιος «περίγυρος» αναγνώριζε στους ξένους. Έτσι, στις άφθονες περιοχές των ΗΠΑ στις οποίες οι αφροαμερικανοί δεν επιτρεπόταν να αναμειγνύονται με τους λευκούς σε δημόσιους χώρους, οι «νέγροι» και οι… ημίλευκοι της Ευρώπης «έκαναν παρέα» οι μεν στους δε. Στους κινηματογράφους κάθονταν υποχρεωτικά στον εξώστη, ώστε να μένει η «πλατεία»… αμόλυντη.
Μήπως τουλάχιστον έχαιραν – ατύπως τουλάχιστον- οι «μη λευκοί» κάποιας ανοχής, κατά τι μεγαλύτερης από εκείνη (τη σχεδόν…μηδενική), που περιέβαλε τους «αράπηδες»; Δεν δείχνει κάτι τέτοιο, πχ ο τίτλος «Λευκή γυναίκα εθεάθη με Έλληνα» μιας εφημερίδας. Ούτε η μεγάλη δυσκολία, με την οποία στο Ποκατέλο του Αϊντάχο οι Έλληνες μπορούσαν να βρουν γειτονιά που θα τους ανεχόταν!
Ποιοι ήταν οι «δείκτες» της εγκληματικότητας των Ελλήνων, στην Αμερική; Πολύτιμη πηγή πληροφοριών είναι η «ακτινογραφία» της συνολικής εγκληματικότητας στις ΗΠΑ στα έτη 1915- 1929, όπως καταγράφεται στους 14 τόμους της έρευνας, την οποία διενήργησε από το 1929 έως το 1931 η Επιτροπή Ουίκερσαμ. (Σημαντικά σημεία της δημοσίευσε η «Ελευθεροτυπία», στις 28 Νοεμβρίου 1999).
Την Επιτροπή Ουίκερσαμ (έτσι ονομαζόταν ο πρόεδρός της) απάρτιζαν οι καλύτεροι εγκληματολόγοι της εποχής. Όπως δείχνουν διάφορες επισημάνσεις και προτάσεις της έκθεσής τους, οι επιστήμονες αυτοί δεν έτρεφαν την παραμικρή διάθεση «δαιμονοποίησης» των μεταναστών. Μελέτησαν το «μερίδιο» όλων των ξένων στην εγκληματικότητα, κάνοντας τις ενδεδειγμένες πληθυσμιακές αναγωγές.
Βασικό συμπέρασμα: Τα ποσοστά εγκληματικότητας των Ελλήνων υπερέβαιναν κατά πολύ τα αντίστοιχα των μεταναστών από την υπόλοιπη Ευρώπη. Μόνο οι Μεξικανοί εμφάνιζαν μεγαλύτερα, αλλά αυτοί ήταν και οι πολυπληθέστεροι.
Στην Ελλάδα του ’50, του ’60 και του ’70, κάθε είδηση για ληστεία ή φόνο επέσυρε τη φράση «Σικάγο γίναμε»… Κι όμως κατά την περίοδο 1915 – 1929 στο Σικάγο, σε αυτήν την… Μέκκα του οργανωμένου εγκλήματος και των ιταλο- αμερικανικών Μαφιών, οι Έλληνες ήταν περίπου «ισόπαλοι» με τους Ιταλούς στα κακουργήματα! Σε αυτά η «πρωτιά»… παιζόταν ανά πενταετία. Στα απλά παραπτώματα οι δικοί μας υπερίσχυαν κατά κράτος…
Τα πορίσματα της Επιτροπής Ουίκερσαμ βασίστηκαν στην ενδελεχή μελέτη των δικαστικών και αστυνομικών αρχείων που τέθηκαν στη διάθεσή της. Μπορούμε άραγε να εικάσουμε ότι αυτή η «πρώτη ύλη» αδικούσε τους Έλληνες, οι οποίοι ως «μιάσματα» συλλαμβάνονταν για ψύλλου πήδημα ή αντιμετώπιζαν προκαταλήψεις δικαστών;
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ναι μεν υπήρχε κάποιο «φούσκωμα» των πραγματικών περιστατικών, αλλά όχι σε βαθμό ικανό να αναιρέσει τα δυσάρεστα – και για πολλούς ίσως αδιανόητα- συμπεράσματα… Σε ανάλογα πορίσματα κατέληξαν έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’40.
Επιστροφή στο 1909: Αναδημοσιεύοντας ειδήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος από τοπικές εφημερίδες των ΗΠΑ, ο «Ελληνικός Αστήρ» του πρώτου τριμήνου του έτους μας παρέχει το εξής στοιχείο: Επί συνόλου 149 ειδήσεων, οι 78 αφορούσαν συμβάντα αναμφισβήτητης ενοχής Ελλήνων. Άλλες 10 βασίζονταν σε υπερβολές, ή σε καταγγελίες που αποδείχθηκαν ανακριβείς.
Ποια κακουργήματα όντως διέπραξαν – ή επιχείρησαν να τελέσουν- ομογενείς, κατά το προαναφερθέν τρίμηνο; Ο μπαχτσές είχε απ’ όλα! Τσαντάκιας στη Φιλαδέλφεια, μεθυσμένος επίδοξος βιαστής στο Κολοράντο, δυο που εξωθούσαν ανηλίκους σε παράνομη εργασία στο Κάνσας, νταβατζήδες στο Μισούρι, κλπ, κλπ…
Στο φύλλο της 5ης Μαρτίου 1909, ο «Αστήρ» αναφερόταν σε ρεπορτάζ μιας δημοσιογράφου του Ντένβερ:
«Κατά την συνάδελφον ταύτην, ήτις δημοσιεύει εν πλάτει την έκθεσιν του εκεί αστυϊάτρου, 800 Ελληνες ζώσιν υπό τους χειρίστους της υγιεινής και ανθρωπότητος κανόνας. Η αστυνομία εύρε περί τους 25 Έλληνας κοιμωμένους και διαιτωμένους εις έν στενότατον δωμάτιον. Αμέσως η αστυνομία εξεδίωξε τούτους εκείθεν και απελύμανε καταλλήλως το δωμάτιον τούτο, εξ ού ηπειλείτο η υγεία και του περιοίκου πληθυσμού. Ένεκα τούτου η συνάδελφος επιτίθεται δριμύτατα κατά των Ελλήνων, λέγει δ’ ότι εκ της ελεεινής τούτων υγιεινής καταστάσεως απειλείται η υγεία όλης της πόλεως».
Λείπει μόνον ο όρος «υγειονομική βόμβα»…
Ανάρτηση από: http://prin.gr
Ευχαριστώ τον φίλο Γιάννη Σ.