Του Γεράσιμου Δεληβοριά
«Είμαι ρεαλιστής, επιδιώκω το αδύνατον»
(Τσε Γκεβάρα)
«Ουτοπία δεν είναι το αδύνατον. Είναι αυτό που ευχόμαστε να γίνει».
(Αριάν Μνουσκίν)
«Ερείπια γύρω μου. Οι μεγάλες ιδέες συντριμμένες, πέφτουν χάμω»
(Γιάννης Πασαλίδης)
Υπήρξαν κάτι χρόνια, πραγματικά πέτρινα (πόσο εύστοχος ήταν ο τίτλος της ταινίας του Π. Βούλγαρη). Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει, κάτω απ’ το βάρος της πέτρας. Στην παγωμένη Αθήνα εκείνον τον χειμώνα της δεκαετίας του ’50, μια μικρή παρέα νεαρών διανοουμένων περιμένει στο πεζοδρόμια της οδού Σταδίου, μπροστά στο θρυλικό πατάρι του Λουμίδη. Με σηκωμένους τους γιακάδες των σακακιών τους – κανείς τους δεν φορούσε πανωφόρι, που λεφτά – τρίβουν δυνατά τα χέρια και χτυπούν με κρότο τα πόδια στο πεζοδρόμιο για να ζεσταθούν.
Περιμένουν να έρθει ο λεφτάς της παρέας, που θα παραγγείλει καφέ, για τον εαυτό του φυσικά, όμως έτσι θα μπορέσουν να καθίσουν κι αυτοί μαζί του στο τραπέζι και να συζητήσουν. Ο «λεφτάς», εκτός από τον καφέ, θάχει αγοράσει σίγουρα το τελευταίο τεύχος της «Επιθεώρησης Τέχνης» που θα τους το δανείσει. Σε μια Ελλάδα που τα τελευταία χρόνια τρέφεται, υλικά και πνευματικά με σκουπίδια, το μικρό περιοδικό είναι μια αληθινή όαση.
Το ίδιο απόγευμα, οι τρείς φίλοι, φοιτητές από την επαρχία, το περνάνε στην ημιυπόγεια κάμαρα τους διαβάζοντας, χωμένοι όμως μέσα στις κουβέρτες, καθώς δεν υπάρχει θέρμανση. Σε μια στιγμή, ο ένας απ’ τους τρείς, σηκώνεται και αναγγέλει με στόμφο,
-Τροποποιούνται τα καταστατικά των κομμουνιστικών και εργατικών
Κομμάτων όλου κόσμου.
Όχι Επανάσταση τον χειμώνα, σύντροφοι!
Η παρέα γέλασε, χωρίς φυσικά να καταλαβαίνει κανείς, πως αυτό το αστείο ξεγύμνωνε το δράμα που βίωσε κι εξακολουθούσε να βιώνει ο ελληνικός λαός και προπαντός το πιο διαλεχτό του κομμάτι, η νεολαία.
Από τη μια το κράτος των νικητών του εμφυλίου, πάνοπλο, καχύποπτο, αμείλικτο κι εκδικητικό σε κάθε απόπειρα πνευματικής ανάτασης. Από την άλλη μια ηγεσία, ασφαλής στο Βουκουρέστι και στην Τασκένδη, με το θεόπεμπτο δικαίωμα της να δίνει εντολές και ντιρεκτίβες.
Και στη μέση αυτοί. Οι νεαρές κι οι νεαροί με τα τριμμένα ρούχα και τις καρδιές τους να φλογίζονταν από τη λαχτάρα τους ν’ αλλάξουνε τον κόσμο με τα ίδια τους τα χέρια. Που διακινδύνευαν τις σπουδές τους, τη δουλειά τους, το μέλλον τους και τη ζωή τους ακόμη, για να πετάξουν μερικά χαρτάκια που έγραφαν ΑΜΝΗΣΤΙΑ και ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΚΕ. Χαρτάκια που κανείς δεν προλάβαινε να διαβάσει, η Ασφάλεια φρόντιζε να σκουπίσει προσεκτικά τους δρόμους. Έδιναν όμως το δικαίωμα στη «Φωνή της Αλήθειας» να μεταδώσει - την ίδια ώρα, συχνά νωρίτερα κι από τη ρίψη – πως «η Αθήνα πλημμύρισε από προκηρύξεις», αυτοεπιβεβαιώνοντας τη δική της ύπαρξη και αναγκαιότητα.
Αν ζούν ακόμη, οι τρείς φίλοι, θα στέκονται σήμερα με τρόμο μπροστά στις οθόνες των τηλεοράσεων τους, προσπαθώντας να εξηγήσουν το ναυάγιο των ονείρων τους. Όχι για την επανάσταση που δεν ήρθε ποτέ, αλλά για το βρυκόλακα του φασισμού που οι γονείς τους και οι ίδιοι τον πολέμησαν με πείσμα κι όμως αυτός έχει ξανά εγκατασταθεί και μάλιστα για τα καλά στη χώρα μας.
Σαν άνθρωπος που βίωσε κι αυτός τα πέτρινα χρόνια, ο Λ. Ριζάς, μιλά με πίκρα για τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής «στις γειτονιές του λαϊκού, προλεταριακού Πειραιά»,(2) οι οποίες όμως, αν το καλοσκεφθούμε, εξακολουθούν μεν να είναι λαϊκές, έχουν πάψει όμως προ πολλού να είναι προλεταριακές, μιας και η βιομηχανική εργατική τάξη φθίνει διεθνώς και ειδικά στη χώρα μας, κατατάσσεται στα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση.
Συγκρίνει μάλιστα και ίσως ταυτίζει αυτή τη διείσδυση, με τη διείσδυση του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου (Λεπέν), στις εργατικές γειτονιές της Μασσαλίας και του Παρισιού.
Μόνο που εδώ πρόκειται για μιαν διαφορετική κατάσταση κι ο Ριζάς, με τις προσεκτικές αναλύσεις που μας έχει συνηθίσει, θα έπρεπε να το έχει επισημάνει.
Οι «ξένοι», εναντίον των οποίων εξεστράτευσε κατά πρώτον ο πατέρας Λε Πεν, ήσαν και είναι Γάλλοι πολίτες, έγχρωμοι όμως, προερχόμενοι από τις πρώην αποικίες της Γαλλικής αυτοκρατορίας (μετέπειτα και για λίγο Κοινοπολιτείας), εγκαταστημένοι νόμιμα στο έδαφος της μητροπολιτικής Γαλλίας.
Στα πρώτα χρόνια της μαζικής μετοικεσίας τους, κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, χρόνια επέκτασης του καπιταλισμού, ήσαν μάλλον ευπρόσδεκτοι. Τα προβλήματα άρχισαν, όταν η μεταπολεμική οικονομική επέκταση έφθασε στα όρια της, κάτι που συνέπεσε με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Τότε, οι νεαροί (λευκοί) γόνοι εργατικών οικογενειών, που η μοναδική τους προοπτική ήταν να νοικιάσουν τα χέρια τους στο εργοστάσιο ή το ορυχείο που δούλεψε κι ο πατέρας τους, έβλεπαν με δυσφορία τον «έγχρωμο» που τους έπαιρνε τη δουλειά με μικρότερο μεροκάματο και η προπαγάνδα του Εθνικού Μετώπου άρχισε να πιάνει τόπο. Κι ο Λε Πεν, οξυδερκής πολιτικός κι άφθαστος λαϊκιστής πρόβλεψε τα γεγονότα και οικοδόμησε την πολιτική του σταδιοδρομία σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Στα καθ’ ημάς, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες, οι Αλβανοί, απορροφήθηκαν αρχικά στην αγροτική παραγωγή, όπου απλά αντικατέστησαν τους Ρομά, καθώς οι Έλληνες αγρότες με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να ιδούν τα παιδιά τους στο χωράφι και τη στάνη κι αναζητούσαν την αποκατάσταση τους στο Δημόσιο, μέσω του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Ακόμη κι όταν οι Αλβανοί άρχισαν να κατακλύζουν τον κλάδο των κατασκευών, καθώς οι Έλληνες οικοδόμοι είχαν αρχίσει να σπανίζουν και πάλι δεν δημιουργήθηκαν προβλήματα. Ήταν τα χρόνια του οικοδομικού οργασμού και των τεράστιων δημοσίων έργων, ενώ η «απελευθέρωση» των Ελλήνων και των γόνων τους, από τη σκληρή εργατική δουλειά εξακολουθούσε να πραγματοποιείται μέσω του στοργικού Δημοσίου.
Κι όταν άρχισαν να γεμίζουν οι δρόμοι και οι γειτονιές με έγχρωμους και πάλι δεν δημιουργήθηκε ζήτημα «ανταγωνισμού στην εργασία» όπως στη Γαλλία. Ποιος Έλληνας γονιός θέλει το παιδί του να καθαρίζει παρμπρίζ αυτοκινήτων, ή να πουλά τσάντες ρούχα και λαθραία τσιγάρα στους δρόμους, όπως τη δεκαετία του ΄50;
Τα κρούσματα ρατσισμού που εκδηλώνονταν μέχρι τότε, προέρχονταν κυρίως από άπληστους μικροκαπιταλιστές της υπαίθρου, οι οποίοι, αφού χρησιμοποιούσαν τους μετανάστες Αλβανούς στη συγκομιδή, στη συνέχεια τους κατάγγελλαν στην Αστυνομία που με τη σειρά της τους απήλαυνε και καρπώνονταν έτσι τα δεδουλευμένα μεροκάματα.
Τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν όταν, ο άνεμος της τεχνητής ευμάρειας άρχισε να σπρώχνει τα μεσοστρώματα του κέντρου της Αθήνας στην «εξοχή» των βορείων προαστίων, πουλώντας ταυτόχρονα ή νοικιάζοντας σε μετανάστες τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Οι «άτυχοι» που δεν κατάφεραν να συμμετάσχουν στην «έξοδο», έβλεπαν τη γειτονιά τους, την περιουσία τους και τελικά την ίδια τη ζωή τους να υποβαθμίζεται από το πλήθος των μαυριδερών που συνωστίζονταν κοντά τους. Τον μικροαστό που βλέπει τη γειτονιά του να ερημώνει, τη ζωή του να υποβαθμίζεται από την επέλαση των «άλλων» και μεταφέρει την αδυναμία του να υπερβεί την προσωπική του μιζέρια στον «ξένο», τον Αλβανό, υποδύθηκε με εξαιρετική επιτυχία ο Αντώνης Καφετζόπουλος στην ταινία του Φίλιππου Τσαίτου «Ακαδημία Πλάτωνος».
Στην απληστία των μικροκαπιταλιστών της υπαίθρου και τη δυσαρέσκεια των μικροαστών κατοίκων του αθηναϊκού κέντρου άρχισε να βρίσκει έδαφος συμπάθειας και υποστήριξη ο ακροδεξιός πολιτικός λόγος, βοηθώντας τον να ξεφύγει από το περιθώριο και να μεταμορφωθεί σε μια μικρή, αλλά υπολογίσιμη πολιτική οντότητα, με κοινοβουλευτική μάλιστα εκπροσώπηση, κάτω από την ηγεσία του του Γ. Καρατζαφέρη, που ακολουθούσε τα βήματα του δασκάλου του Λε Πεν.
Η εξέλιξη αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι όχι μόνον απόλυτα αποδεκτή, αλλά επιδίωξη θα λέγαμε της ολιγαρχίας, τα σχέδια διακυβέρνησης της οποίας περιλαμβάνουν δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς, έναν κεντροαριστερό κι έναν κεντροδεξιό που θα εναλλάσσονται στην εξουσία και δύο ακριανά αντίβαρα, που θα λειτουργούν σαν βαλβίδες ασφαλείας και αμορτισέρ. Και το σχέδιο αυτό θα συνέχιζε να λειτουργεί, αν δεν μεσολαβούσε η οικονομική κρίση και η χρεοκοπία της χώρας, που ταρακούνησε, ξεθεμελίωσε κυριολεκτικά το πολιτικό μας σύστημα.
Σύμφωνα με τον Δ.Κούρτοβικ, η πολιτική ιστορία της χώρας μας, από τη μεταπολίτευση και μετά, είναι μια αλυσίδα εκβιαστικών διλημμάτων και άτυπων δημοψηφισμάτων, επίμαχο ζήτημα των οποίων ήταν, «η άνοδος και η εδραίωση της θέσης των μικρομεσαίων στρωμάτων, διαδικασία που, όσο και αν αυτό μας πα- ραξενεύει ή μας ενοχλεί, είχε αρχίσει ήδη τα χρόνια της Χούντας».(3)
Τα μικρομεσαία στρώματα ήταν πάντοτε δεμένα με το πολιτικό σύστημα, μέσω του πελατειακού συστήματος. Από το 1974 και μετά, τα πολιτικά κόμματα που διαχειρίζονταν την εξουσία μετασχηματίζονται, από χαλαρές ενώσεις τοπικών κομματαρχών σε μαζικά κόμματα με τοπικές και κλαδικές οργανώσεις, ενσωματώνοντας οργανικά τους μικρομεσαίους. Αυτή η διαδικασία αναβαθμίζει το ρόλο των στρωμάτων αυτών. Τώρα οι μικρομεσαίοι γίνονται οι ρυθμιστές της κατάστασης και οι μαζικές μετατοπίσεις τους δίνουν την πλειοψηφία πότε στο ένα κόμμα και πότε στο άλλο.
Το πολιτικό παιχνίδι έχει μετατραπεί σε χρηματιστήριο προσφορών (αρκεί να θυμηθούμε το «Τσοβόλα δώστα όλα») με τα κόμματα να συναγωνίζονται σε παροχολογία και τη διεύρυνση του Δημόσιου τομέα, οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία και την υπαγωγή της στην κηδεμονία των δανειστών.
Αυτή όμως η υπαγωγή και η νέα δημοσιονομική πολιτική που επιβάλλουν οι δανειστές, δυναμιτίζει τα θεμέλια του πελατειακού συστήματος και βάζει το σύστημα διαχείρισης της εξουσίας σε κρίση. Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ και ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων, είναι το άμεσο αποτέλεσμα, μία κατάσταση που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Η πιο σημαντική εξέλιξη φυσικά, είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής. Στην αρχή σαν ψήφος διαμαρτυρίας προς τα δύο μεγάλα κόμματα, στη συνέχεια όμως παγιώνεται και μάλιστα σε όλη την επικράτεια, στην Αττική μάλιστα, «η ψήφος της Χ.Α., είναι η πλέον συντεταγμένη και συμπαγής σε σχέση με αυτήν των άλλων κομμάτων».(4)
Αυτό σημαίνει, πως ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα έχει μετατοπιστεί προς την Χ.Α. και το πιο σημαντικόοργανώνεται μέσα σ’ αυτήν, με στόχο πλέον την αναδιανομή της εξουσίας.
Κατά συνέπεια, όσοι μιλούν για «απολωλότα πρόβατα» και για «ευπρόσδεκτους ψήφους» ή είναι μακριά νυχτωμένοι, ή στρουθοκαμηλίζουν, προσπαθώντας ν’ αποφύγουν τη σκληρή πραγματικότητα, θυμίζοντας τη στάση των αστών πολιτικών και των σοσιαλδημοκρατών (αλλά και των κομμουνιστών να μην τους ξεχνάμε) της μεσοπολεμικής Γερμανίας μπροστά στο φαινόμενο του ναζισμού.
Είναι δουλειά των κοινωνιολόγων και των αναλυτών να μας δείξουν πιο ακριβώς κομμάτι του μικρομεσαίου χώρου είναι αυτό που οργανώνεται στη Χ.Α. Με την πρώτη ματιά, φαίνεται να είναι το πιο καθυστερημένο, εκείνο που βρισκόταν στα όρια του καθεστώτος των παροχών, βολευόμενο με τα ψίχουλα της παροχολογίας. Μια έρευνα στα «συσσίτια» που οργανώνει η Χ.Α., θα έριχνε πιθανώς κάποιο φώς σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Αυτά εξηγεί και το γιατί αυτό το στρώμα οργανώνεται στη Χ.Α. Η ύπαρξη του, στα όρια του πελατειακού συστήματος, του έχει κάνει συνήθεια το να υπακούει, να αποδέχεται την εξουσία του κάθε ισχυρού, αλλά και να την αποζητά. Όσο το πολιτικό δικομματικό σύστημα ήταν ισχυρό, βρίσκονταν εγκλωβισμένο όπως κι η υπόλοιπη κοινωνία, σ’ αυτό. Μόλις όμως άρχισε η κρίση του πολιτικού συστήματος, φανερώνοντας και την αδυναμία του να ηγεμονεύει στη χώρα, άρχισαν οι διαρροές. Άλλωστε είναι γνωστό πως τα ποντίκια εγκαταλείπουν πρώτα το πλοίο που βυθίζεται.
Μια αντίστοιχη διαδικασία συμβαίνει και στην Ευρώπη. Όσο το όραμα της ενωμένης Ευρώπης ήταν ελκυστικό κι ελπιδοφόρο, τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, δεξιά κι αριστερά, ήσαν ουσιαστικά περιθώριο. Το ίδιο υποτονικά ήσαν και τα αυτονομιστικά κινήματα στην Ισπανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Η σημερινή άνοδος των ευρωσκεπτικιστών και των αυτονομιστικών κινημάτων, είναι αποτέλεσμα της κρίσης ταυτότητας και ηγεμονίας μέσα στην ευρωζώνη.
Είναι λοιπόν λάθος να εντάσσεται το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στη χώρα μας στο «ευρωσκεπτικιστικό» ρεύμα. Το ελληνικό έθνος, όπως και τα έθνη των υπόλοιπων καθυστερημένων χωρών της ευρωζώνης, είναι σταθερά προσηλωμένο στο ευρωπαϊκό όραμα και την αναδιανομή πόρων μέσω των ευρωπαϊκών μηχανισμών. Τα λίγα ακραιφνώς αντιευρωπαϊκά κόμματα (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αλλαβάνος, Κατσανέβας), τέθηκαν οριστικά στο περιθώριο (αν και σε τοπικό επίπεδο δείχνουν αξιόλογες επιδόσεις).
Ξαναγυρίζοντας στα δικά μας, ο τρόπος οργάνωσης και δράσης της Χ.Α., βοηθούσε τη γρήγορη ένταξη του κοινωνικού στρώματος που σκιαγραφήσαμε προηγουμένως. Η στρατιωτική δομή, η ιεραρχία, η υπακοή στον αρχηγό και τους υφισταμένους του, τα συσσίτια και τα ευκαιριακά μεροκάματα και το κυριότερο, η ευκαιρία να ασκήσουν και οι ίδιοι εξουσία σε άλλους. Αυτό το τελευταίο είναι μάλλον και το αποτελεσματικό ναρκωτικό που προσελκύει νεαρά άτομα στους ναζιστές.
Η Χ.Α. είναι ακόμη μια μικρή οργάνωση, όμως δεν παύει να είναι επικίνδυνη. Η Ιστορία έχει αποδείξει πάνω από μία φορά, πως μια μικρή οργάνωση, που έχει ξεκάθαρους στόχους και πολύ καλή οργάνωση, μπορεί σε συνθήκες κρίσης να επιβληθεί, καταλαμβάνοντας την εξουσία. Η Χ.Α., έχει και πολύ οργάνωση και σαφέστατα ξεκάθαρους στόχους.
Όσο για τις «συνθήκες κρίσης», ας είναι καλά οι Έλληνες πολιτικοί. Δουλικοί όσο είναι δευτεροκλασάτοι, υπερφίαλοι μόλις αποκτήσουν κάποιο αξίωμα, ανίκανοι και εγωπαθείς θυσιάζουν το εθνικό συμφέρον στις δικές τους φιλοδοξίες κι επιδιώξεις.
Και φυσικά εξαφανίζονται στην πρώτη δυσκολία. Η κρίση των Ιμίων έχει πολλά να μας διδάξει, όπως και η οικονομική κρίση που ακόμη βιώνουμε. Αλλά και όσες άλλες κρίσεις περάσαμε χωρίς να τις καταλάβουμε.
Ακόμη κι ένας σεισμός, όπως ο πρόσφατος στην Κεφαλλονιά, αρκεί για να γίνει ανύπαρκτο αυτό που λέμε «επίσημο κράτος».
Κοιτάζοντας το παρελθόν, με τις αλλεπάλληλες προσπάθειες και συντριβές, μόνο τρόμο πρέπει να νοιώθουμε για τη μοίρα του έθνους μας, αν συμβεί κάτι πιο σοβαρό από έναν σεισμό.
Οι Ναυαγοί του Ιωνάθαν, βρεγμένοι, λασπωμένοι, Γραικοί, ξεβράζονται σε μιαν ακτή βραχώδη κι αφιλόξενη. Ξεκολλούν με κόπο από τη λάσπη, ορθώνουν το ανάστημα τους και παίρνουν στα χέρια τους τη μοίρα τους. Κάθε γυναίκα τη λένε Πύρρα, τους άντρες τους λένε Δευκαλίωνες.
Πετάνε πίσω τους πέτρες. Μαζί πετάνε την ανημπόρια τους, το άθλιο ριζικό τους, την κακοτυχιά, τις προλήψεις και τους φόβους τους.
-Ούτε Θεός, ούτε βασιλιάς! Φωνάζουν. Μονάχα ο Άνθρωπος.
Κομμάτι, κομμάτι χτίζουν τη δική τους Ουτοπία.
Για μας γράφτηκε ο μύθος. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ.Κοντογιώργη, αιτία των ναυαγισμένων μας ελπίδων, της πνευματικής και υλικής μας υποδούλωσης, είναι «η μονοσήμαντη ηγεμονία της πολιτικής τάξης, που επήλθε λόγω της κατάργησης της θεσμημένης κοινωνικής συλλογικότητας και της συστηματικής απαγόρευσης εισόδου στο νεοελληνικό κράτος της ελληνικής οικουμενικής αστικής τάξης». (5)
Κι αφού έτσι κατορθώνει να κυριαρχεί η ολιγαρχία, ο δρόμος των δικών μας ελπίδων, της Σωτηρίας και της Ελευθερίας, περνά μέσα από την αναβίωση, την ανασύσταση των συλλογικοτήτων, που θα αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της ζωής μας και θα αμφισβητούν ευθέως, έως εξαλείψεως, «την μονοσήμαντη ηγεμονία της πολιτικής τάξης», την απόλυτη κυριαρχία της κομματοκρατίας, της πολιτικής νομενκλατούρας.
1) Τίτλος του έργου που ανέβασε το Θέατρο του Ήλιου, διασκευή του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βέρν «Οι ναυαγοί του Ιωνάθαν». Ήρθε και στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια.
2) Λ.Ριζά «Σκόρπια μετεκλογικά», istrilatis.blogspot.gr
3) Δ.Κούρτοβικ, Οι εκλογές και το τρενάκι του τρόμου, ΤΑ ΝΕΑ 18/5/2014
4) Μ.Κακαουνάκη, Η ανθρωπογεωγραφία των ψηφοφόρων της Χ.Α., ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25/5/2014
5) Γ.Κοντογιώργη «Η Αριστερά και η πρόοδος» Contogeorgis.blogspot.gr