Του Χρήστου Γιανναρά
Ο τρόπος που «εκδικείται» η αλήθεια είναι να υπάρχει. Υπάρχοντας εκθέτει και διασύρει όσους την παραγνωρίζουν, την παίρνουν αψήφιστα, τη λογαριάζουν εξουδετερωμένη ολοκληρωτικά από τη χρησιμότητα. Ακόμα και σε κοινωνίες πρωτόγονων εκτιμήσεων της ποιότητας, οι άνθρωποι χαμογελούν ειρωνικά ή και δυσφορούν βλέποντας να αναρριχώνται σε θώκους επισημότατους «βασιλιάδες γυμνοί», τσίτσιδοι. Το ειρωνικό χαμόγελο απλών, απλοϊκών ανθρώπων είναι η «εκδίκηση» της αλήθειας: Σπάζει κόκαλα, γιατί συνεχίζει να είναι, παρά πάσαν προσδοκίαν, αυτονόητη.
Ο τρόπος που «εκδικείται» η αλήθεια είναι σκληρός. Διαπομπεύει όσους την καπηλεύονται, εκτοπίζει και εξαφανίζει όσους προσχηματικά την υψώνουν μπαϊράκι, όσους μετέρχονται την απομίμηση σαν γνησιότητα. Σε ποιο πεδίο πραγματώνεται (γίνεται πράξη) η «εκδίκηση» της αλήθειας, και γιατί είναι δυσδιάκριτη στους πολλούς; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, επειδή αφορά την αλήθεια, δεν μπορεί να έχει τη χρηστικότητα της πληροφορίας. Είναι, ήταν και θα είναι πάντοτε αδύνατο να γνωστοποιήσει κανείς ως πληροφορία, το «γιατί» ερωτεύθηκε τον μεγάλο της ζωής του έρωτα. Αν μπορεί να εντοπίσει τους λόγους, σίγουρα δεν γνώρισε ποτέ τον μεγάλο έρωτα. Αν κάποτε τον γνώρισε, χαμογελάει έκτοτε συγκαταβατικά ή ειρωνικά για τις φτηνιάρικες σαπουνόπερες. Χωρίς επιχειρήματα.
Η αλήθεια «εκδικείται», όταν λειτουργεί η ζωή, μην ψάχνουμε για φανερώσεις αλήθειας όταν είναι συντελεσμένος ο θάνατος. Ενας ζωγράφος ζωγραφίζει όσο παλεύει (με νύχια και με δόντια – χρώμα, σχήμα, γλώσσα των αισθήσεων) να «πει» τον έρωτά του, να φανερώσει – κοινωνήσει το θαύμα του έρωτά του, την έξοδο από το θανατερό καβούκι της εγωλαγνείας. Αυτός ζωγραφίζει για να υπάρχει, ενώ η πλειονότητα των ομοτέχνων του ζωγραφίζει για να συνδικαλίζεται, να «διαπλέκεται» με τους γκαλερίστες, να κομπάζει στα ΜΜΕ.
Αλήθεια υπάρχει όσο και όπου υπάρχει «σχέση»: έρωτας για ελευθερία από το εγώ, πόθος για την πραγμάτωση και φανέρωση της ετερότητας. Ολες οι άλλες «αλήθειες» είναι συνήθως ατομικές απόψεις, ατομικές προτιμήσεις, θεωρήσεις, πεποιθήσεις, βεβαιότητες για το «καλό» και το «κακό», γι’ αυτό που πρέπει και γι’ αυτό που δεν πρέπει. Τα ατομικά κτήματα έχουν συνήθως «κωδικές» τεκμηριώσεις της «αλήθειας» τους, επιχειρήματα και αναλύσεις της εγκυρότητάς τους. Και πασχίζουν πολλοί, πάμπολλοι αξιοσέβαστοι άνθρωποι, να αξιολογήσουν και συγκρίνουν ποιο υποκατάστατο της ζωής κομίζει λιγότερη αποφορά θανάτου από τα άλλα: Να προτιμήσουν τις προτάσεις Κουβέλη ή τις προτάσεις Λυκούδη, τους οραματισμούς Λαφαζάνη ή τους σχεδιασμούς Σταθάκη.
Δεν πρόκειται για τη ζωγραφική πια, δεν πρόκειται για τον έρωτα, αλλά μόνο για συνταγές χρηστικής «αποτελεσματικότητας». Συνταγές καθόλου περιττές, καθόλου περιφρονητέες, αλλά σήμερα πια ριζικά αυτονομημένες, αποκομμένες από το πάθος μετοχής στη ζωή, από τη χαρά κοινωνίας της ζωής. Σήμερα ζωγραφίζεις ή ερωτεύεσαι μόνο για το γούστο σου, μόνο για να κατέχεις, να καταναλώνεις – γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά η παραμικρή υποψία για την πολιτική ως χαρά μοιρασιάς της ζωής. Δεν μοιάζει να υπάρχει ζωγράφος που να παλεύει να «πει» όποια αλήθεια μόνο και συνεχώς κατακτιέται, χωρίς ποτέ να κατέχεται.
Σήμερα μοιάζει καταργημένη και ανύπαρκτη κάθε ευαισθησία συμμετοχικού κάλλους, κάθε αληθινός έρωτας, κάθε Τέχνη που αντιμάχεται τον εντυπωσιασμό και υπηρετεί την αποκάλυψη. Μοιάζει ολική η έκλειψη της πολιτικής. Ομως η αλήθεια υπάρχει, απίστευτα δυναμική: υπάρχει και «εκδικείται». Σκληρή η «εκδίκηση» της αλήθειας, επειδή και τα όσα διακυβεύονται μέγιστα και τίμια. Πόσοι και ποιοι σήμερα θα θεωρούσαν «επιτυχία» μια καριέρα Γεράσιμου Γιακουμάτου ή Αντζελας Γκερέκου, ποιος γονιός θα λαχταρούσε για το παιδί του τη δημόσια εικόνα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη ή της Κατερίνας Παπακώστα; Η αλλαγή του κοινωνικού αισθητηρίου για την επιτυχία και την ευτυχία, όπως και των κριτηρίων για την αξιολόγηση της ποιότητας δεν μετριέται ποσοτικά ή με δημοσκοπήσεις. Είναι αλλαγή που η δυναμική της τεκμαίρεται από τη σιωπή των μορφασμών, τη σκοτεινιά των βλεμμάτων, τη θελημένη αφωνία – τέτοιους παράγοντες, απροσδιόριστους. Τα σμήνη των σωματοφυλάκων και των «μπράβων», γύρω από τους νομείς της εξουσίας, έχουν ως κύριο ρόλο να τους κρατούν στο απυρόβλητο της «εκδίκησης» του ειρωνικού χαμόγελου απλοϊκών ανθρώπων, σοφών από πείρα.
Κάποιοι ακόμα βρίζουν, βωμολοχούν – είναι ο «τρόπος» που εκτονώνεται ο πρωτογονισμός, όχι ο «τρόπος» που «εκδικείται» η αλήθεια. Με εκρήξεις βωμολοχιών και χυδαιολογίας, γλώσσα του υποκόσμου, έχουν απομνημειωθεί να αυτοδιασύρονται ακόμα και ο κ. Μεϊμαράκης ή ο κ. Σαμαράς. Η αλήθεια «εκδικείται» στον αβίαστο μορφασμό του ταξιτζή, του κάθε βιοπαλαιστή, του κάθε άνεργου, όταν προφέρουν ονόματα σαν να τα φτύνουν –Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης, Στουρνάρας– ονόματα που την προφορά τους την έπλασε στα ξεραμένα χείλη των Ελλήνων η χολή της άδικης στέρησης, ο απροσμέτρητος πανικός της ομηρίας στην ανήκεστη φτώχεια και αναξιοπρέπεια.
Καινούργιοι κάθε τόσο υπουργοί σε συμβατικές, συνεχείς αναπλάσεις κυβερνητικών σχημάτων, σχημάτων απροσχημάτιστα εντεταλμένων να παράσχουν «προστασία» στους αυτουργούς του εξωφρενικού υπερδανεισμού της χώρας. Υπερδανεισμού μόνο για να συντηρείται το πελατειακό κράτος, το τρελό φαγοπότι της κομματοκρατίας, να μην αγγίζει ποτέ ο νόμος τους «νταβατζήδες» που διαγουμίζουν τη χώρα. Ποτέ σε μια τόσο μικρή χώρα τόσοι και απανωτοί κυβερνητικοί ανασχηματισμοί δεν προκαλούσαν τέτοιον διεθνή ενθουσιασμό επιδοκιμασίας – επαίνους Τόμσεν (ΔΝΤ), συγχαρητήρια Ολι Ρεν (Ε.Ε.) και πάει λέγοντας.
Οσοι πιστεύουμε ακόμα τρελά, παράταιρα, στη ζωγραφική, όχι στους γκαλερίστες, στην «εκδίκηση» της αλήθειας που αντιμάχεται τον θάνατο, συνεχίζουμε την αποκαλυπτική των ουσιωδών σπουδή μας: Πώς προφέρουν οι εκτός τηλεοπτικής οθόνης Ελληνες τα ονόματα των καινούργιων υπουργών, με ποιο απαρόμοιαστο μείγμα αποτροπιασμού και συγκατάβασης –Κικίλιας, Βορίδης, Τασούλας, Μηταράκης– ήχος και μορφασμός που παίζει ανάμεσα σε ξόρκι και ξόδιασμα.
Ανάρτηση από: http://www.antibaro.gr
Ο τρόπος που «εκδικείται» η αλήθεια είναι να υπάρχει. Υπάρχοντας εκθέτει και διασύρει όσους την παραγνωρίζουν, την παίρνουν αψήφιστα, τη λογαριάζουν εξουδετερωμένη ολοκληρωτικά από τη χρησιμότητα. Ακόμα και σε κοινωνίες πρωτόγονων εκτιμήσεων της ποιότητας, οι άνθρωποι χαμογελούν ειρωνικά ή και δυσφορούν βλέποντας να αναρριχώνται σε θώκους επισημότατους «βασιλιάδες γυμνοί», τσίτσιδοι. Το ειρωνικό χαμόγελο απλών, απλοϊκών ανθρώπων είναι η «εκδίκηση» της αλήθειας: Σπάζει κόκαλα, γιατί συνεχίζει να είναι, παρά πάσαν προσδοκίαν, αυτονόητη.
Ο τρόπος που «εκδικείται» η αλήθεια είναι σκληρός. Διαπομπεύει όσους την καπηλεύονται, εκτοπίζει και εξαφανίζει όσους προσχηματικά την υψώνουν μπαϊράκι, όσους μετέρχονται την απομίμηση σαν γνησιότητα. Σε ποιο πεδίο πραγματώνεται (γίνεται πράξη) η «εκδίκηση» της αλήθειας, και γιατί είναι δυσδιάκριτη στους πολλούς; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, επειδή αφορά την αλήθεια, δεν μπορεί να έχει τη χρηστικότητα της πληροφορίας. Είναι, ήταν και θα είναι πάντοτε αδύνατο να γνωστοποιήσει κανείς ως πληροφορία, το «γιατί» ερωτεύθηκε τον μεγάλο της ζωής του έρωτα. Αν μπορεί να εντοπίσει τους λόγους, σίγουρα δεν γνώρισε ποτέ τον μεγάλο έρωτα. Αν κάποτε τον γνώρισε, χαμογελάει έκτοτε συγκαταβατικά ή ειρωνικά για τις φτηνιάρικες σαπουνόπερες. Χωρίς επιχειρήματα.
Η αλήθεια «εκδικείται», όταν λειτουργεί η ζωή, μην ψάχνουμε για φανερώσεις αλήθειας όταν είναι συντελεσμένος ο θάνατος. Ενας ζωγράφος ζωγραφίζει όσο παλεύει (με νύχια και με δόντια – χρώμα, σχήμα, γλώσσα των αισθήσεων) να «πει» τον έρωτά του, να φανερώσει – κοινωνήσει το θαύμα του έρωτά του, την έξοδο από το θανατερό καβούκι της εγωλαγνείας. Αυτός ζωγραφίζει για να υπάρχει, ενώ η πλειονότητα των ομοτέχνων του ζωγραφίζει για να συνδικαλίζεται, να «διαπλέκεται» με τους γκαλερίστες, να κομπάζει στα ΜΜΕ.
Αλήθεια υπάρχει όσο και όπου υπάρχει «σχέση»: έρωτας για ελευθερία από το εγώ, πόθος για την πραγμάτωση και φανέρωση της ετερότητας. Ολες οι άλλες «αλήθειες» είναι συνήθως ατομικές απόψεις, ατομικές προτιμήσεις, θεωρήσεις, πεποιθήσεις, βεβαιότητες για το «καλό» και το «κακό», γι’ αυτό που πρέπει και γι’ αυτό που δεν πρέπει. Τα ατομικά κτήματα έχουν συνήθως «κωδικές» τεκμηριώσεις της «αλήθειας» τους, επιχειρήματα και αναλύσεις της εγκυρότητάς τους. Και πασχίζουν πολλοί, πάμπολλοι αξιοσέβαστοι άνθρωποι, να αξιολογήσουν και συγκρίνουν ποιο υποκατάστατο της ζωής κομίζει λιγότερη αποφορά θανάτου από τα άλλα: Να προτιμήσουν τις προτάσεις Κουβέλη ή τις προτάσεις Λυκούδη, τους οραματισμούς Λαφαζάνη ή τους σχεδιασμούς Σταθάκη.
Δεν πρόκειται για τη ζωγραφική πια, δεν πρόκειται για τον έρωτα, αλλά μόνο για συνταγές χρηστικής «αποτελεσματικότητας». Συνταγές καθόλου περιττές, καθόλου περιφρονητέες, αλλά σήμερα πια ριζικά αυτονομημένες, αποκομμένες από το πάθος μετοχής στη ζωή, από τη χαρά κοινωνίας της ζωής. Σήμερα ζωγραφίζεις ή ερωτεύεσαι μόνο για το γούστο σου, μόνο για να κατέχεις, να καταναλώνεις – γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά η παραμικρή υποψία για την πολιτική ως χαρά μοιρασιάς της ζωής. Δεν μοιάζει να υπάρχει ζωγράφος που να παλεύει να «πει» όποια αλήθεια μόνο και συνεχώς κατακτιέται, χωρίς ποτέ να κατέχεται.
Σήμερα μοιάζει καταργημένη και ανύπαρκτη κάθε ευαισθησία συμμετοχικού κάλλους, κάθε αληθινός έρωτας, κάθε Τέχνη που αντιμάχεται τον εντυπωσιασμό και υπηρετεί την αποκάλυψη. Μοιάζει ολική η έκλειψη της πολιτικής. Ομως η αλήθεια υπάρχει, απίστευτα δυναμική: υπάρχει και «εκδικείται». Σκληρή η «εκδίκηση» της αλήθειας, επειδή και τα όσα διακυβεύονται μέγιστα και τίμια. Πόσοι και ποιοι σήμερα θα θεωρούσαν «επιτυχία» μια καριέρα Γεράσιμου Γιακουμάτου ή Αντζελας Γκερέκου, ποιος γονιός θα λαχταρούσε για το παιδί του τη δημόσια εικόνα του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη ή της Κατερίνας Παπακώστα; Η αλλαγή του κοινωνικού αισθητηρίου για την επιτυχία και την ευτυχία, όπως και των κριτηρίων για την αξιολόγηση της ποιότητας δεν μετριέται ποσοτικά ή με δημοσκοπήσεις. Είναι αλλαγή που η δυναμική της τεκμαίρεται από τη σιωπή των μορφασμών, τη σκοτεινιά των βλεμμάτων, τη θελημένη αφωνία – τέτοιους παράγοντες, απροσδιόριστους. Τα σμήνη των σωματοφυλάκων και των «μπράβων», γύρω από τους νομείς της εξουσίας, έχουν ως κύριο ρόλο να τους κρατούν στο απυρόβλητο της «εκδίκησης» του ειρωνικού χαμόγελου απλοϊκών ανθρώπων, σοφών από πείρα.
Κάποιοι ακόμα βρίζουν, βωμολοχούν – είναι ο «τρόπος» που εκτονώνεται ο πρωτογονισμός, όχι ο «τρόπος» που «εκδικείται» η αλήθεια. Με εκρήξεις βωμολοχιών και χυδαιολογίας, γλώσσα του υποκόσμου, έχουν απομνημειωθεί να αυτοδιασύρονται ακόμα και ο κ. Μεϊμαράκης ή ο κ. Σαμαράς. Η αλήθεια «εκδικείται» στον αβίαστο μορφασμό του ταξιτζή, του κάθε βιοπαλαιστή, του κάθε άνεργου, όταν προφέρουν ονόματα σαν να τα φτύνουν –Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης, Στουρνάρας– ονόματα που την προφορά τους την έπλασε στα ξεραμένα χείλη των Ελλήνων η χολή της άδικης στέρησης, ο απροσμέτρητος πανικός της ομηρίας στην ανήκεστη φτώχεια και αναξιοπρέπεια.
Καινούργιοι κάθε τόσο υπουργοί σε συμβατικές, συνεχείς αναπλάσεις κυβερνητικών σχημάτων, σχημάτων απροσχημάτιστα εντεταλμένων να παράσχουν «προστασία» στους αυτουργούς του εξωφρενικού υπερδανεισμού της χώρας. Υπερδανεισμού μόνο για να συντηρείται το πελατειακό κράτος, το τρελό φαγοπότι της κομματοκρατίας, να μην αγγίζει ποτέ ο νόμος τους «νταβατζήδες» που διαγουμίζουν τη χώρα. Ποτέ σε μια τόσο μικρή χώρα τόσοι και απανωτοί κυβερνητικοί ανασχηματισμοί δεν προκαλούσαν τέτοιον διεθνή ενθουσιασμό επιδοκιμασίας – επαίνους Τόμσεν (ΔΝΤ), συγχαρητήρια Ολι Ρεν (Ε.Ε.) και πάει λέγοντας.
Οσοι πιστεύουμε ακόμα τρελά, παράταιρα, στη ζωγραφική, όχι στους γκαλερίστες, στην «εκδίκηση» της αλήθειας που αντιμάχεται τον θάνατο, συνεχίζουμε την αποκαλυπτική των ουσιωδών σπουδή μας: Πώς προφέρουν οι εκτός τηλεοπτικής οθόνης Ελληνες τα ονόματα των καινούργιων υπουργών, με ποιο απαρόμοιαστο μείγμα αποτροπιασμού και συγκατάβασης –Κικίλιας, Βορίδης, Τασούλας, Μηταράκης– ήχος και μορφασμός που παίζει ανάμεσα σε ξόρκι και ξόδιασμα.
Ανάρτηση από: http://www.antibaro.gr