Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Πώς, με "επιστημονικό" τρόπο, διορθώνεται ο Λένιν

Το ζήτημα της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της Ελλάδας και το περιεχόμενο που δίνεται στην έννοια του ιμπεριαλισμού, αποτελούν κομβικά ζητήματα για την τακτική και τη στρατηγική των κομμάτων της αριστεράς. Κάποια κόμματα και ρεύματα σκέψης υποστήριξαν και υποστηρίζουν πως ο όρος  της εξάρτησης δεν ανταποκρίνεται σε μια γνήσια μαρξιστική έννοια, αλλά σε ένα κίβδηλο λενινισμό, ενώ άλλα υποστήριξαν και υποστηρίζουν το αντίθετο. Οι της πρώτης σχολής είχαν τη συγκεκριμένη άποψη γιατί αμφισβήτησαν ευθέως ή πλαγίως τη λενινιστική, περί ιμπεριαλισμού, άποψη.
Στην Ελλάδα ο φορέας που με συνέπεια πρεσβεύει αυτή την πρώτη άποψη και που με λυσσώδη τρόπο απαντά στη δεύτερη, είναι το περιοδικό «Θέσεις» και ο Γ. Μηλιός (μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ και υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του Συνασπισμού). Το περιοδικό ξεκίνησε την πολεμική του απέναντι στο ζήτημα της εξάρτησης, το 1983 και φτάνει μέχρι και τις ημέρες μας.  Ίσως, μάλιστα, η συγκεκριμένη θεματική να κέρδισε τη μεγαλύτερη έκταση από κάθε άλλη. Το πλήθος των άρθρων, η πληθώρα των συγγραφέων, η εμμονή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, δείχνουν την ιδιαίτερη προτίμηση των «Θέσεων» και το πόσο κομβικό θεωρήθηκε και θεωρείται το ζήτημα της εξάρτησης από μια πολιτική ομάδα που είναι φορέας
ευρωκομμουνιστικών και νεοτροτσκιστικών αντιλήψεων.

Ενταγμένο στη λογική των «Θέσεων» είναι και το βιβλίο των Μηλιού-Σωτηρόπουλου (εφεξής Μ&Σ), με τίτλο «Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση» που κυκλοφόρησε εντός του 2011. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να ασκήσουμε κριτική στα σημαντικότερα, κατά τη γνώμη μας, σημεία του εν λόγω βιβλίου.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου τους οι Μ&Σ καταγράφουν τις απόψεις θεωρητικών του περασμένου αιώνα σχετικά με την έννοια του ιμπεριαλισμού.  Ανάμεσα στα πολλά που αναφέρει το βιβλίο, γίνεται η εξής διαπίστωση: ενώ ο Λένιν-πάντα κατά τους συγγραφείς- υιοθέτησε την οπτική του Χόμπσον περί σαπίσματος του καπιτα- λισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, στη συνέχεια ο Λένιν αυτοαναιρείται, αφού δεν αποκλείει την ταχεία ανάπτυξη του καπιταλισμού.[1]
Είναι πράγματι έτσι; Ο Λένιν πέφτει σε μια λογική αντίφαση; Ο Λένιν δεν πέφτει σε λογική αντίφαση, αλλά περιγράφει μια αντιφατική διαδικασία. Ούτε στην κοινωνία, ούτε στη φύση τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά κι ευθύγραμμα, αλλά μέσα  από αλληλοαναιρούμενες αντιφατικές διαδικασίες. Το σάπισμα του καπιταλισμού χρησιμοποιείται με την έννοια του εκούσιου φρεναρίσματος των παραγωγικών δυνάμεων από την πλευρά του κεφαλαίου (φρενάρισμα δε σημαίνει ούτε στασιμότητα, ούτε πισωγύρισμα), με την έννοια δημιουργίας της εργατικής αριστοκρατίας, αλλά και με την έννοια της-σε τελική ανάλυση- καταστροφής της κύριας παραγωγικής δύναμης, της εργατικής τάξης (πόλεμοι, ανεργία, εργατικές ασθένειες, εργατικά ατυχήματα, ψυχική φθορά της εργατικής τάξης).
Για να κάνει κατανοητό αυτό το σάπισμα ο Λένιν παραθέτει ένα διαφωτιστικό παράδειγμα: «…στην Αμερική κάποιος Όουενς εφηύρε μια μηχανή για μπουκάλια, που φέρνει επανάσταση στην κατασκευή των μπουκαλιών. Το γερμανικό καρτέλ των εργοστασιαρχών μπουκαλιών αγοράζει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του Όουενς, τα βάζει στο χρονοντούλαπο και εμποδίζει τη χρησιμοποίησή τους».[2]
Ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων που αποδεικνύουν τα παρατεταμένο σάπισμά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καθυστέρηση παραγωγής ηλεκτροκίνητων οχημάτων εξαιτίας των τεράστιων συμφερόντων γύρω από το πετρέλαιο. Άλλο παράδειγμα έχει να κάνει με την παραγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας. Ενώ υπάρχουν στα συρτάρια των μονοπωλίων πατέντες που θα μπορούσαν να βελτιώσουν θεαματικά ένα προϊόν, συνειδητά επιλέγεται κάθε νέα γενιά προϊόντος να εμπεριέχει μόνο ένα μέρος των καινοτομιών. Αυτό διευκολύνει την κύκληση του κεφαλαίου με εντατικότερους ρυθμούς από ότι αν η όποια καινοτομία εφαρμοζόταν εξ’ αρχής ολοκληρωτικά. Με τον τρόπο που τα μονοπώλια εισάγουν  τις καινοτομίες (διαδοχικά),  ο αγοραστής μπαίνει στον πειρασμό σε μικρά χρονικά διαστήματα να ανανεώνει το προϊόν που έχει αγοράσει (π.χ. ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας, προσωπικοί υπολογιστές, αυτοκίνητα κ.α.). Αν υπήρχε ο σχετικός ορθολογισμός (κάτι που βεβαίως θα αναιρού- σε τη φύση του κεφαλαίου) τότε και το εργατικό εισόδημα θα προστατευόταν αλλά και το περιβάλλον.            
Ο  Λένιν κάνει, επιπλέον, μια σοβαρότατη παρατήρηση για ένα φαινόμενο, που παρατηρείται με ένταση στον ιμπεριαλισμό και που ταυτόχρονα αποτελεί και σημάδι σήψης του. Αναφερόμαστε στην εργατική αριστοκρατία που δημιουργήθηκε στα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη. Η παρατήρηση, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ανήκει στον Ένγκελς ο οποίος γράφοντας ένα γράμμα στο Μαρξ αναφέρει την τάση του αγγλικού προλεταριάτου να αστοποιείται, κάτι που κατά τον  Ένγκελς ήταν ως ένα βαθμό φυσικό αφού επρόκειτο για «ένα έθνος που εκμεταλλευόταν όλο τον κόσμο».[3]
Ποιο είναι το πολιτικό διακύβευμα αν αρνηθεί κάποιος τη σήψη του καπιταλισμού; Το θέλει ή όχι ωραιοποιεί τον καπιταλισμό αφού μπαίνει σε μια συλλογιστική αδιάκοπης ανάπτυξής του, χωρίς να βλέπει την άλλη πλευρά του ζητήματος. Επομένως αυτό επηρεάζει και μπορεί να επηρεάσει την πολιτική του πρόταση, όπως θα δούμε προς το τέλος του κειμένου.
*  *  *  *
Όταν οι Μ&Σ αποφασίζουν να παρουσιάσουν και να κριτικάρουν τις μεταπολεμικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό, κάνουν μια λαθροχειρία που πολλάκις είχαν επαναλάβει στο παρελθόν στις «Θέσεις»: ομογενοποιούν όλες εκείνες τις θεωρήσεις που μίλησαν και μιλούν για το ζήτημα της εξάρτησης. Έτσι, κατά τη γνώμη τους οι Σαμίρ Αμίν, Πολ Σουήζυ και Πολ Μπάραν, ο Αργύρης Εμμανουήλ, αλλά και σοβιετικές μελέτες μπαίνουν όλα σε ένα κοινό παρονομαστή με την ονομασία «μητρόπολη-περιφέρεια». Ασφαλώς, η κατηγοριοποίηση διάφορων διανοητών θα απαιτούσε πολύ μεγάλη έκταση. Θα σταθούμε μόνο στο ζήτημα των σοβιετικών μελετών που παρά τη φαινομενική ομοιότητά τους, δεν ταυτίζονται με το ρεύμα «μητρόπολης-περιφέρειας». Συγκεκριμένα, το ρεύμα μητρόπολης-περιφέρειας α) χρησιμοποιούσε τον όρο οικονομικό πλεόνασμα αντί του ορθού υπεραξία και με διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της υπεραξίας, β) δεν αποδεχόταν την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, γ) αντικατέστησε το νόμο της αξίας με μια τροποποιημένη εκδοχή του, δ) στη σχέση εθνικού-ταξικού ο πρώτος πόλος υπερίσχυε του δεύτερου, ε) υποβάθμιζε τους αγώνες της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, στ) χρησιμοποιούσε το μαρξισμό μόνο ως αναλυτικό εργαλείο και όχι ως θεωρία μετασχηματισμού του κόσμου. Ωστόσο, οι συγγραφείς υπονοούν (στις «Θέσεις» το λένε ευθέως) ότι όλος αυτός ο εκλεκτικισμός διέκρινε και τη σοβιετική οπτική.[4]
Πού στα αλήθεια οι σοβιετικές μελέτες (παρά τις κριτικές παρατηρήσεις που μπορεί κάποιος να έχει για αυτές) παραχαράζουν το μαρξισμό, μιλώντας για οικονομικό πλεόνασμα κι όχι για υπεραξία, αλλοιώνοντας το νόμο της αξίας, υποστηρίζοντας ότι το μέσο ποσοστό κέρδους δεν έχει καθοδική τάση, ότι το ταξικό πρέπει να υποτάσσεται στο εθνικό και τόσα άλλα;
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου οι M&Σ πραγματεύονται την έννοια του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και ασκούν κριτική σε όσους χρησιμοποιούν αντί αυτής, την έννοια «μονοπώλιο» για να ερμηνεύσουν τη σημερινή κίνηση του καπιταλισμού. Υποστηρίζουν ότι η ανάλυση με βάση το μονοπώλιο δεν αντιστοιχεί σε ένα γνήσιο μαρξισμό, ξεχνώντας βέβαια να μας πουν πως το μονοπώλιο δεν είναι ακόμη κυρίαρχο στην εποχή του Μαρξ και ότι η ανάλυση που κάνει ο Μαρξ στο κορυφαίο του έργο το «Κεφάλαιο», είναι μια ανάλυση που μεθοδολογικά βασίζεται στις αφαιρέσεις. Στην  ουσία, οι  Μ&Σ,  εξοβελίζουν  την  έννοια  του ιμπεριαλισμού  όπως  την  έδωσε  ο  Λένιν, δηλαδή  ως  μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Κατόπιν όλων αυτών δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι συγγραφείς καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα:
α) Με την αποαποικιοποίηση αναδύθηκαν νέα καπιταλιστικά κράτη αλλά και νέα οικονομικοπολιτική κατάσταση που αποτέλεσε μια σημαντική τομή στη ιστορία του «παγκόσμιου καπιταλισμού». Ο οικονομικός, πολιτικός και ιδεολογικός επεκτα- τισμός δεν ασκείται, πλέον, μόνο από τις πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις.[5]
β) Η αντίληψη (του Λένιν) για εμφάνιση ενός νέου σταδίου στον καπιταλισμό, δηλαδή ο ιμπεριαλισμός, είναι λανθασμένη: «…ο ιμπεριαλισμός αποτέλεσε εξαρχής βασικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και όχι προϊόν ενός ορισμένου ιστορικού του σταδίου», (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).[6]
γ) Για τη στήριξη της προηγούμενης θέση οι Μ&Σ προσθέτουν: «Οι μάχες  για την επέκταση των συνόρων, οι συγκρούσεις για την εξασφάλιση διεθνών αγορών κατά τη μερκαντιλιστική εποχή, η αποικιοκρατία, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις, οι περίοδοι ιμπεριαλιστικής έντασης και ηρεμίας, η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου δεν αποτελούν παρά συγκεκριμένες ιστορικές μορφές που λαμβάνουν οι σχέσεις ανάμεσα στους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, δηλαδή της αντιφατικής και ανισοβαρούς συνάρθρωσης  διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών στο διεθνές επίπεδο».[7]
δ) Η υλική προϋπόθεση που σηματοδοτεί την έναρξη του ιμπεριαλισμού βρίσκεται στην υπεραξία. Οι Μ&Σ ονομάζουν περίοδο της κυριαρχίας της παραγωγής της απόλυτης υπεραξίας στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς, την περίοδο του μερκαντιλισμού και του εμπορικού. Καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας, ονομάζουν εκείνο το στάδιο που έγινε αντιληπτό και ονομάστηκε από τη σχετική βιβλιογραφία  ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού.[8]
Πάντα κατά τους Μ&Σ «το λάθος των κλασικών (αλλά και των περισσότερων σύγχρονων) θεωριών για τον ιμπεριαλισμό συνίσταται κυρίως στο ότι ερμηνεύουν την ιστορική  αυτή διαδικασία μετασχηματισμού όχι ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, αλλά ως συνέπεια του σχηματισμού και της κυριαρχίας των μονοπωλίων […]».[9]
Την ανάλυση των Μ&Σ για το ρόλο του μονοπωλίου, θα την ζήλευαν ακόμη και τα ίδια τα μονοπώλια και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αφού πρόκειται για τον πιο επιστημονικοφανή και μαρξιστικοφανή τρόπο προκειμένου να συγκαλυφθεί ο πολιτικός και οικονομικός τους ρόλος. Πρόκειται για μια χυδαία απολογητική υπέρ τους. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Αυτό που διαμορφώνει καθοριστικά το κόστος της παραγωγής είναι η μονοπώληση της παραγωγής και της αγοράς. Στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό το κοινωνικά αναγκαίο ύψος του κόστους παραγωγής του εμπορεύματος διαμορφώθηκε  ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης και της πάλης του συνόλου των κεφαλαίων που έπαιρναν μέρος στην παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος. Όμως, στον ιμπεριαλισμό αυτό που έχει καθοριστική σημασία στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής σε κάποιο κλάδο, είναι η ομάδα των μονοπωλίων που κυριαρχούν. Στους υπόλοιπους καπιταλιστές αυτό το κόστος επιβάλλεται αναγκαστικά. Οι ιδιαίτεροι παράγοντες που διαμορφώνουν το μονοπωλιακό κόστος παραγωγής είναι το τρέχον κόστος παραγωγής του επενδυμένου κεφαλαίου στις επιστημονικές έρευνες, την αξία του υποαπασχολούμενου παραγωγικού μηχανισμού (μονάδες που δε χρησιμοποιούνται) κ.α.[10]
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η κλασική μαρξιστική πολιτική οικονομία του καπιτα- λισμού αντικαθίσταται από μια νέα πολιτική οικονομία του μονοπωλίου; Ας δούμε μια άποψη: «Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δε γεννάει έναν κάποιο ιδιαίτερο, αποκλειστικά δικό του στόχο της παραγωγής. Ο στόχος αυτός και στο στάδιο του ιμπεριαλισμού έγκειται στη δημιουργία του ανώτατου ορίου κέρδους με το ελάχιστο όριο του καταβαλλόμενου κεφαλαίου. Στις συνθήκες όμως του προμονοπωλιακού καπιταλισμού η πάλη των καπιταλιστών για το ανώτατο ποσοστό και για τον ανώτατο όγκο του κέρδους αντικειμενικά οδηγούσε στο αποτέλεσμα τα διαφορετικού μεγέθους κεφάλαια να αποδίδουν διαφορετικού μεγέθους κέρδη.» Η εξέταση των φαινομένων που υπάρχουν στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας δείχνει ότι ο ιμπεριαλισμός φέρνει ουσιαστικές αλλαγές στη διαδικασία της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού κέρδους. Το πρώτο σημείο που εντυπωσιάζει είναι το μόνιμο, το σημαντικό χάσμα ανάμεσα στο ποσοστό κέρδους των διάφορων μονοπωλίων και των μη μονοπωλιακών επιχειρήσεων».[11]
Αν τώρα οι Μ&Σ βλέπουν ότι η κυριαρχία των μονοπωλίων δε γεννά την ανάγκη για την ειδική εξέταση αυτής της κατηγορίας, δηλαδή αν δε συμφωνούν με την πραγματικότητα, τότε τόσο το χειρότερο για αυτήν. Η τυχόν άρνηση του βαρύνοντος ρόλου των μονοπωλίων στην οικονομική και πολιτική ζωή του καπιταλισμού, ουσιαστικά αρνείται την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού. Δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος το γεγονός ότι «Οι οικονομικές συνθήκες που δημιουργούνται στο στάδιο του ιμπεριαλισμού έχουν σαν αποτέλεσμα να βγάζουν τα μονοπώλια συστηματικά τέτοιο υπερκέρδος που είναι αδύνατο να το πραγματοποιήσουν οι άλλοι καπιταλισ- τές. Μ’ αυτή την έννοια, λοιπόν, δηλαδή με την έννοια της αντικειμενικής εξάρτησης, το μονοπωλιακό υπερκέρδος εμφανίζεται σαν οικονομική αναγκαιότητα της εποχής του ιμπεριαλισμού. Αποκαλύπτεται μια νέα τάση-η δημιουργία μέσα σε συγκεκρι- μένα χρονικά όρια ενός άνισου κέρδους από κεφάλαια άνισου μεγέθους, που αντανακλά τις νέες, μονοπωλιακές συνθήκες λειτουργίας του κεφαλαίου». Οι νέες συνθήκες, που γεννούν το μονοπωλιακό υπερκέρδος, έχουν τη ρίζα τους στην αλλαγή της κυριαρχίας του ελεύθερου ανταγωνισμού με την κυριαρχία του μονοπωλίου[…]» Το μονοπωλιακό κεφάλαιο εξασφαλίζει το μονοπωλιακό υπερκέρδος με τη χρησιμοποίηση ορισμένων πηγών πλουτισμού, που πολλές απ’ αυτές είναι απρόσιτες για το μη μονοπωλιακό κεφάλαιο. Φυσικά, οποιεσδήποτε αλλαγές κι αν γίνουν στην καπιταλιστική κοινωνία, γεγονός αναμφισβήτητο παραμένει ότι η κάθε αξία δημιουργείται μόνο με την ανθρώπινη εργασία, ότι μόνο τα προϊόντα εργασίας που έχουν παραχθεί στο δοσμένο χρόνο ή στη διάρκεια προηγουμένων ετών μπορούν να κατανεμηθούν και να ανακατανεμηθούν. »Την πιο σημαντική πηγή μονοπωλιακού υπερκέρδους αποτελεί η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Αυτό το πετυχαίνουν με το άμεσο ανέβασμα του ορίου της εκμετάλλευσης στις επιχειρήσεις των μονοπωλίων, όπως και στις επιχειρήσεις  του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο περικλείνει μέσα στη σφαίρα της εκμετάλλευσης τεράστιους όγκους εργατικής δύναμης στις οικονομικά καθυστερημένες χώρες, όπου είναι εξαιρετικά χαμηλός ο μισθός εργασίας και πιο παρατεταμένη η εργάσιμη ημέρα σε σύγκριση με τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα όρια εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης μέσα στα πλαίσια του δοσμένου μονοπωλιακού κεφαλαίου ευρύνονται σημαντικά».[12]
Πώς, όμως, σχετίζεται η δράση του μονοπωλίου με τις εξαρτημένες χώρες; «[…] οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν ταυτόχρονα την ευκαιρία να ελέγξουν τις τιμές των προϊόντων που παράγουν καθότι η οικονομική δύναμη των πολυεθνικών εταιριών φτάνει στο επίπεδο του πλήρους ελέγχου του προϊόντος, από τη στιγμή της παραγωγής, μέχρι και την τελική πώλησή του στις αγορές των πλουσίων χωρών»,[13](η υπογράμμιση δική μας). Με τη «νέα» αντίληψή τους περί ιμπεριαλισμού οι Μ&Σ επιτυγχάνουν στο πολιτικό και πολιτικό επίπεδο: να εξαλείψουν την εκμετάλλευση και καταπίεση ολόκληρων λαών από τον ιμπεριαλισμό. Αρνούνται να παραδεχτούν το γεγονός ότι υπάρχει μεταφορά υπεραξίας από τον αδύνατο κρίκο στον ισχυρό. Δεν κατανοούν ή κάνουν πως δεν κατανοούν πως στο παγκόσ- μιο γίγνεσθαι οι ιμπεριαλιστικές χώρες είναι μόνο μια χούφτα και ότι τα μονοπώ- λια αυτών των χωρών είναι αυτά που σχεδιάζουν τις βασικές οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις. Κατά την αντίληψή τους, που μάλιστα ντρέπονται να την διατυπώσουν ευθέως, όλες οι χώρες είναι ιμπεριαλιστικές. Κατορθώνουν να «καταργήσουν» την αξία των αντιμονοπωλιακών,αντιιμπεριαλιστικών και δημοκρατικών συνθημάτων και αιτημάτων που δίνουν τη δυνατότητα συμμαχιών ανάμεσα σε καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα (μικρομεσαίοι αγρότες, μεσαία στρώματα της πόλης, διανοούμενοι κ.α.) με την εργατική τάξη. Ουσιαστικά καταργούν τη διάκριση τακτικής-στρατηγικής. Απορρίπτουν την έννοια του πατριωτισμού (με ταξικό περιεχόμενο).
Θα πρέπει ακόμη να σημειώσουμε πως οι «δεξαμενές σκέψης»  στην Αμερική, προώθησαν στο παρελθόν την άποψη ότι ο όρος μονοπώλιο δεν είναι κατάλληλος για να περιγράψει την πορεία των οικονομικών εξελίξεων. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Χάμπερλερ υποστήριζε ότι «Μπορούμε να αγνοήσουμε τα στοιχεία των μονοπωλίων και τότε όλα θα γίνουν καθαρά σε ό,τι αφορά το πώς λειτουργούν  οι οικονομικές διαδικασίες και πώς κατανέμονται οι εφεδρείες μας».[14] Ο επίσης Αμερικανός οικονομολόγος Φ. Νάιτ εκπροσωπούσε την άποψη σύμφωνα με την οποία στην αγορά βασιλεύει αρμονία, ενώ το μονοπώλιο εμφανίζεται ως μια τυχαία παραβίαση της ισορροπίας της αγοράς.[15]
*  *  *  *
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου υποστηρίζεται ότι στις χώρες της «περιφέρειας» το ποσοστό κέρδους είναι χαμηλότερο από ό,τι στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.  Υποστηρίζεται ακόμη πως η διακύμανση των νομισματικών ισοτιμιών λειτουργεί προστατευτικά για τα λιγότερα αναπτυγμένα κράτη.
Κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε πως η όποια «ανεξάρτητη» νομισματική πολιτική ενός κράτους δεν είναι και τόσο ανεξάρτητη όσο φαίνεται. Οι διαδικασίες νομισματικής ενοποίησης στην ΕΕ και η επιβολή της ευρωζώνης αφαίρεσαν αυτό το δικαίωμα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι αστικές τάξεις των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών δεν είχαν κέρδη από αυτή τη διαδικασία.
Ωστόσο, η επιβολή αυτή ήταν επιλογή των πιο ισχυρών κεφαλαίων και ειδικά του γερμανικού. Έπειτα, ακόμη και σε καιρούς που υπήρχε αυτή η σχετική αυτοτέλεια ενός καπιταλιστικού κράτους, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ευνοούσε τις εξαγωγικές δραστηριότητες, όμως, πίεζε το εισόδημα της εργατικής τάξης, αφού τα εισαγόμενα προϊόντα γίνονταν ακριβότερα. Και όταν η χώρα αυτή είναι μια χώρα σαν την Ελλάδα που εισάγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τις επιπτώσεις από μια τέτοια πολιτική.
Όμως, ακόμη κι αν το εισόδημα δεν πιεζόταν προς τα κάτω, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, δεν μπορούσε να αποκαταστήσει τα διαφορετικά επίπεδα καπιταλιστικής ανάπτυξης ή σε κάθε περίπτωση αναυτό γινόταν, γινόταν πρόσκαιρα. Υποτίμηση του εθνικού νομίσματος δε σημαίνει και απόκτηση βαριάς βιομηχανίας, διεξαγωγή έρευνας σε τομείς νέων τεχνολογικών, μη αναγκαστική αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και κυρίως αποκατάσταση των ταξικών διαφορών.Ωστόσο, πρέπει να διευκρινίσουμε πως η ύπαρξη ενός εθνικού νομίσματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής σε όφελος των καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων.
Όσον αφορά στον άλλο ισχυρισμό των Μ&Σ, πράγματι με όρους πολιτικής οικονομίας η εργατική τάξη της «μητρόπολης» είναι περισσότερο εκμεταλλευόμενη από την εργατική τάξη της «περιφέρειας», αφού το ποσοστό της υπεραξίας είναι υψηλότερο στην πρώτη, λόγω της υψηλότερης παραγωγικότητας που οφείλεται στα πιο εξελιγμένα μέσα παραγωγής και στην καλύτερη γνώση της οργάνωσης της παραγωγής. Αυτό συμβαίνει όσο οι χώρες της «περιφέρειας» δεν έχουν ανάλογη τεχνολογία. Τι γίνεται, όμως, όταν το ξένο κεφάλαιο επενδύει στην «περιφέρεια», εισάγοντας τις νέες τεχνολογίες που το ίδιο κατέχει, μεταφέροντας διευθυντικό προσωπικό που έχει γνώσεις οργάνωσης της παραγωγής και παίρνοντας υπόψη ότι στην «περιφέρεια» τα ημερομίσθια είναι κατά κανόνα χαμηλότερα και οι εργασιακές σχέσεις είναι χειρότερες; Η εμπειρία, τουλάχιστον, λέει πως ο καπιταλιστής καταλαβαίνει ότι με την τοποθέτηση του κεφαλαίου του στην περιφέρεια, αυξάνει ο όγκος των κερδών του και το μέσο ποσοστό κέρδος του. Αλλιώς, τι λόγο θα είχε να τοποθετεί το κεφάλαιό του στην ασθενέστερη χώρα; Η επιχειρηματολογία των Μ&Σ είναι σα να εννοεί ότι η γνωστή εταιρεία αθλητικών ειδών ΝΙΚΕ από διαστροφή και μόνο κατευθύνεται στις ασιατικές χώρες όπου δεκάχρονα παιδιά πληρώνονται το πολύ με 2,20 δολάρια την ημέρα.[16]
Ας δούμε τώρα μερικά στοιχεία. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει μια αυξητική τάση για τις ΑΞΕ που κατευθύνονται στις ασθενέστερες χώρες, σαφώς μεγαλύτερη από ότι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ακόμη πιο ευανάγνωστη γίνεται η τάση αν δούμε τη σχέση των ΑΞΕ των ασθενέστερων χωρών ως προς το σύνολο των ΑΞΕ. Από το 1990 ως το 2005 το ποσοστό των ΑΞΕ στις ασθενέστερες χώρες αυξήθηκε κατά 2,5 περίπου φορές στη συμμετοχή του στο συνολικό ποσοστό. Επίσης, την ίδια χρονική περίοδο, η αύξηση των ΑΞΕ στις ασθενέστερες χώρες ήταν της τάξης του 613% (από 24 έγινε 281), ενώ στις ισχυρότερες κατά 267% (από 168 έγινε 693).
Τοποθέτηση ΑΞΕ σε χώρες υψηλού, χαμηλού και μέσου εισοδήματος (σε δισ. δολάρια)

1990
2001
2002
2003
2004
2005
Χώρες υψηλού εισοδήματος
168
617
568
478
508
693
Χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος
24
171
157
160
218
281
Σύνολο
192
788
725
638
726
974
Σχέση των χωρών χαμηλού και μέσου εισοδήματος ως προς το σύνολο
12%
22%
22%
25%
30%
29%
Η τάση που υπάρχει και στη γεωγραφική κατανομή της βιομηχανικής παραγωγής είναι υπέρ των αναπτυσσόμενων χωρών, κάτι που φαίνεται στον επόμενο πίνακα:
Γεωγραφική κατανομή βιομηχανικής παραγωγής 1970-1995
Περιοχή
1970
1995
Αναπτυγμένες χώρες
88,0
80,3
Αναπτυσσόμενες χώρες
12,0
19,7
Πηγή: Kozul-Wright/Rowthon 1998, σελ.18[17]
Και οι δυο πίνακες που μόλις είδαμε, επιβεβαιώνουν μεν ότι το κύριο κομμάτι της «πίτας» το έχουν οι ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες, οι υπόλοιπες, όμως, δείχνουν ότι όλο και μεγαλώνουν το «δικό» τους κομμάτι, έστω και με αργούς ρυθμούς. Το «δικό» τους, βέβαια δεν είναι και τόσο δικό τους, αφού οφείλεται στις ΑΞΕ: «Όλες οι αναδυόμενες χώρες μαζί-στη Λατινική Αμερική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική-κατέχουν συνολικά τις 26 από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο-δηλαδή μόλις το 5%».[18] Τέλος, όσον αφορά στην καπιταλιστική κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα, εντύπωση προκαλούν όχι όσα οι συγγραφείς λένε, αλλά όσα δε λένε. Πρώτα από όλα πρέπει να πούμε πως πασχίζουν να αποδείξουν ότι οι χώρες της περιφέρειας είχαν μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης από ότι οι χώρες του κέντρου. Τώρα τι είδους ανάπτυξη ήταν αυτή, φαίνεται να μην τους ενδιαφέ- ρει ή φαίνεται να μη νοιάζονται για το γεγονός ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας βαίνει μειούμενο από την είσοδό της στην ΕΟΚ (μάλιστα ενώ πριν την ένταξη ήταν θετικό, σήμερα είναι αρνητικό).
Οι Μ&Σ με τη θορυβώδη σιωπή τους δεν αναφέρουν ότι:
§  Στη δανειακή σύμβαση που υπογράφηκε, η Γερμανία δεν υπογράφει ως κράτος, αλλά ως κρατική γερμανική τράπεζα KFW προκειμένου το ελληνικό κράτος να μην εγείρει αξιώσεις συμψηφισμού με τις γερμανικές αποζημιώσεις από το Β’  παγκόσμιο πόλεμο.
§  Στο άρθρο 14, παράγραφος 5 της σύμβασης αναφέρεται ότι «Με τη παρούσα ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ πόρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση […]».[19]
§  Στην Ελλάδα έχει επιβληθεί ένας υπερυπουργός με 60 γραφειοκράτες, ο γνωστός Ράιχενμπαχ.
§  Ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας Βόλφανγκ Σόιμπλε έχει δηλώσει με ξεκάθαρο και κυνικό τρόπο πως η Ελλάδα πρέπει να παραχωρήσει εθνική κυριαρχία.§  Πολυεθνικά μονοπώλια εποφθαλμιούν τις ενεργειακές πηγές της Ελλάδας. Είναι ολοφάνερο πως ετοιμάζεται νέο πλιάτσικο που θα αφορά στην εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας, τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου κ.α.
*  *  *  *
Θα πρέπει, επιπλέον, να πούμε πως ο «επαναστάτης» Μηλιός που «διορθώνει» το ρεφορμιστή Λένιν έχει καταθέσει μια άκρως «επαναστατική» πρόταση:  «Πρόκειται για αδιέξοδο (σ.σ. η σημερινή πολιτική του κεφαλαίου): η Ευρώπη ή θα γίνει κοινωνική ή δε θα υπάρξει. Οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη  να επιβάλλουν μια ριζικά διαφορετική πορεία: ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και του λαϊκού εισοδήματος που αναζωογονεί την οικονομία, αναπτυξιακές δημόσιες επενδύσεις, κοινωνικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, δραστική αύξηση των δημόσιων εσόδων μέσα από ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα, απευθείας δανεισμός των δημόσιων προϋπολογισμών από την ΕΚΤ (σ.σ. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα)».[20] Ο Μηλιός δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να αναπαράγει το θεωρητικό σχήμα του Πουλαντζά σύμφωνα με το οποίο «το κράτος πρέπει να θεωρείται ως μια σχέση και για την ακρίβεια ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις (!!!)».[21]
Ο ευρωκομμουνισμός πέθανε, ζήτω ο ευρωκομμουνισμός! Όταν ο Μηλιός καλείται να καταθέσει την πολιτική του πρόταση ενόψει της σοβαρής σημερινής καπιταλιστικής κρίσης, τότε αναμασά τις συνταγές της κεϋνσιανής σοσιαλδημο- κρατίας. Τι σημαίνει κοινωνικό κράτος άραγε, τι σημαίνει αναζωογόνηση της οικονομίας εντός του καπιταλιστικού πλαισίου και πόσο προοδευτική και ρηξι- κέλευθη είναι η πρόταση για δανεισμό από την ΕΚΤ; Η κεϋνσιανή σοσιαλδημο- κρατία πέθανε, ζήτω η νεοκεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία!
*  *  *  *
Εν κατακλείδει: οι Μ&Σ διορθώνουν υποτίθεται τη λενινιστική άποψη περί ιμπεριαλισμού. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Λένιν υποστήριξε πως «Αν θα χρειαζόταν να δοθεί όσο το δυνατό ποιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού».[22] Ακόμη έγραψε πως «Μια και γίνεται λόγος για την αποικιακή πολιτική της εποχής του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, είναι απαραίτητο να σημειώσουμε ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο και η αντίστοιχη σε αυτό διεθνής πολιτική, που οδηγεί στον αγώνα των μεγάλων δυνάμεων για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου, δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης. Χαρακτηριστικές για αυτή την εποχή δεν είναι μόνο οι δυο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στη πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης. Έχουμε, ήδη, αναφέρει προηγούμενα μια από αυτές τις μορφές, τις μισοαποικίες. Δείγμα μιας άλλης μορφής είναι, λόγου χάρη, η Αργεντινή»,[23] (η υπογράμμιση με πλαγιογράμματα στο πρωτότυπο, με τονισμένα γράμματα δική μας).
Για να μην πέσουμε, όμως, σε μια εικονομαχία και σε ένα μεταφυσικό τρόπο ανάλυσης, διευκρινίζουμε ότι το θέμα δεν είναι μόνο ότι αυτά τα είπε ο Λένιν (που στο κάτω-κάτω υπήρξε εκείνος ο επαναστάτης που ήταν ο πρωταγωνιστής της υλοποίησης του οράματος της σοσιαλιστικής επανάστασης και κοινωνίας), αλλά ότι στηρίχθηκαν στα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής και επιβεβαιώθηκαν από την πράξη, όπως άλλωστε επαληθεύονται και σήμερα. Αυτό δε συνέβη γιατί ο μεγάλος επαναστάτης είχε προφητικές ικανότητες, αλλά γιατί ήταν οπλισμένος με τη μαρξιστική σκέψη και άρα σκεφτόταν διαλεκτικά, κάτι που αδυνατούν να κάνουν οι Μ&Σ.
Β.Λ.           
Παραπομπές
1. Δες χαρακτηριστικά Μηλιός-Σωτηρόπουλος, Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση, σελ. 46, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2011
2. Λένιν, Άπαντα,Ο ιμπεριαλισμός… τ. 27, σελ. 403,εκδ. Σύγχρονη Εποχή
3. Δες,  Λένιν, Άπαντα, Ο ιμπεριαλισμός… τ. 27, σελ. 411-412, εκδ. Σύγχρονη Εποχή
4. Δες, Μηλιός-Σωτηρόπουλος, ο.π., σελ. 67
5. Δες, Μηλιός-Σωτηρόπουλος, ο.π., σελ. 177
6. Μηλιός-Σωτηρόπουλος, ο.π., σελ. 218
7. ο.π. σελ. 218
8. ο.π. σελ.220-231
9. ο.π. σελ. 231
10. Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πολιτική Οικονομία, έκδοση Υπουργείου Παιδείας της ΕΣΣΔ, τ.3, 773-775, εκδ. Gutenberg, 1980
11. Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου ΛομονόσοφΜόσχας, ο.π., τ.3, 776
12. Οικονομική Σχολή ΠανεπιστημίουΛομονόσοφ Μόσχας, ο.π., τ.3, 777-778
13. Τσάλτας Γρηγόρης, Αναπτυξιακό φαινόμενο και τρίτος κόσμος, σελ.121, εκδ. Παπαζήση, Επικαιροποιημένη έκδοση,2010
14. AmericanEconomicReview, May 1954, p. 87. Αναφέρεται στο Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πολιτική Οικονομία, έκδοση Υπουργείου Παιδείας της ΕΣΣΔ, τ.3, 788, εκδ. Gutenberg, 1980
15. Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου ΛομονόσοφΜόσχας, ο.π., τ.3, 788
16. Γουέστ Σαμ, Η κρυμμένη αλήθεια πίσω από την εταιρεία ΝΙΚΕ, ΚΟΜΕΠ, τ.2, 1997
17. Αναφέρεται στο Σακελλαρόπουλος Σπύρος, Ο μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η Πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, σελ. 120, εκδ.Gutenberg, Αθήνα 2004
18. Πέτρας Τζέιμς-ΒελτμέγιερΧένρι, Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα, Ο ιμπεριαλισμός στον 21ο αιώνα, σελ. 83, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2005
19. Μνημόνιο, Η δανειακή σύμβαση μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης-Ευρωπαϊκής Ένωσης- Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ειδική Έκδοση του περιοδικού Επίκαιρα, σελ. 33, 10/6-16/6/2010
20. Μηλιός Γιάννης, Η παραπαίουσα Ευρώπη, εφημερίδα Τα Νέα, 20-21/8/2022
21. Δες αναλυτικά σε διάφορα σημεία το Πουλαντζάς Νίκος, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο, Γ’ έκδοση, 2001.
22. Λένιν, Άπαντα, Ο ιμπεριαλισμός…, τ. 27, σελ. 392,εκδ. Σύγχρονη Εποχή

23. Λένιν, Άπαντα, Ο ιμπεριαλισμός…, τ. 27, σελ. 389,εκδ. Σύγχρονη Εποχή

Ανάρτηση από: http://ergatikosagwnas.gr