Του Νικόλα Δημητριάδη
Έτσι που τη ζωή σου ρήµαξες
εδώ στην κώχη τούτη την µικρή,
σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ. Π. Καβάφης, H Πόλις, 1910
Aν θέλαμε να αναζητήσουμε την κύρια ψυχολογική παθογένεια που γεννάει η σύγχρονη κοινωνία, αυτή θα ήταν η γενικευμένη ανασφάλεια, που εντοπίζεται σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής και εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα. Κυριαρχεί ο φόβος, η αβεβαιότητα, ο μηδενισμός, η έλλειψη οιουδήποτε οράματος. Δεν πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο ή μια «κατασκευασμένη» φαντασίωση, αλλά για ένα δομικό χαρακτηριστικό της εποχής μας, που διαρκώς διογκώνεται, καθώς εξαλείφονται οι προϋποθέσεις και οι σταθερές της συλλογικής ζωής, που διατηρούσαν επί δεκαετίες την κοινωνική συνοχή.
Οι ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης και ολοένα και πιο ανεξέλεγκτης σφαίρας της οικονομίας επιτάσσουν τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου, ικανού να υποφέρει τη μορφή που λαμβάνει η εργασία σήμερα: ελαστική και περιστασιακή απασχόληση και διαρκής αλλαγή συνθηκών, αντικειμένου, χώρου και τόπου εργασίας, χωρίς καμία εξασφάλιση για το μέλλον. Το εργασιακό αυτό μοντέλο δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς μια παράλληλη μετάλλαξη των εργαζομένων, που φαντάζει ανθρωπολογικά αδύνατη: τη διαμόρφωση ενός «πλήθους» ατόμων, πλήρως εξατομικευμένων, χωρίς συλλογική ταυτότητα, με ρευστούς και χαλαρούς κοινωνικούς και προσωπικούς δεσμούς, πρόθυμων να κινούνται διαρκώς σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η διαμόρφωση μιας κοινωνίας με τέτοια χαρακτηριστικά είναι ανθρωπολογικά αδύνατη. Πράγματι, όσο βυθίζεται ο κόσμος στην κυριαρχία της οικονομοτεχνικής σφαίρας, τόσο διογκώνονται, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, οι συνέπειές της, η ανασφάλεια, η μοναξιά, ο φόβος, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Ένα τέτοιο πρότυπο ανθρώπου δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς το κατάλληλο κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση, ήταν οι «τεμπέληδες» και «καθυστερημένοι» αγροτικοί πληθυσμοί, συνηθισμένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής, που έπρεπε να προσαρμοστούν στα ωράρια του εργοστασίου και τις απαιτήσεις των μηχανών. Σήμερα, κατ’ αναλογία, οι εργαζόμενοι πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον διαρκούς κινητικότητας και αλλαγών. Διαμορφώνεται, λοιπόν, μια ανάλογη ιδεολογία, που επιχειρεί να μεταμφιέσει την αβεβαιότητα σε «πρόκληση», τον ξεριζωμό σε «περιπέτεια», τον κοινωνικό κανιβαλισμό σε «υγιή ανταγωνισμό», την αδυναμία ή απροθυμία σύναψης κοινωνικών και προσωπικών δεσμών σε… ελευθερία!
Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την ιδεολογία αυτή. Θα τη βρούμε σε νεανικά λάιφ-στάιλ περιοδικά, σε σοβαρά οικονομικά έντυπα, σε σεμινάρια «επιχειρηματικότητας», σε συνέδρια «καινοτομίας», σε ξένα κολέγια και στις περίφημες «Ημέρες Καριέρας», στις οποίες οι φιλόδοξοι νεαροί ιθαγενείς προσέρχονται να θαυμάσουν τα επαγγελματικά και εκπαιδευτικά καθρεφτάκια που πλασάρουν οι αποικιοκράτες. Θα τη βρούμε, επίσης, σε φιλόξενους «προοδευτικούς» χώρους, που εξυμνούν την εξατομίκευση ως «απελευθέρωση», που διαφημίζουν τη διάλυση των κοινωνιών ως «πλουραλισμό» και την κυριαρχία των δυτικών αξιών και του δυτικού τρόπου ζωής σε όλο τον κόσμο ως «πολυπολιτισμό». Θα τη βρούμε, τέλος, σε μία διάχυτη στην Ελλάδα αντίληψη που εξυμνεί το «εγώ» και αντιμετωπίζει κάθε οικογενειακό ή κοινωνικό δέσιμο, και κάθε συλλογική ταυτότητα, κάθε «εμείς», ως καταπιεστικό, συντηρητικό, οπισθοδρομικό. Ειδικά η αποκαλούμενη «γεωγραφική κινητικότητα», η προθυμία του μοντέρνου ανθρώπου να εγκαταλείπει τον τόπο του και τους ανθρώπους του, χωρίς ιδιαίτερο ψυχολογικό κόστος, υποστηρίζεται από μια ολόκληρη «ιδεολογία της φυγής».
Πρότυπο της ιδεολογίας αυτής είναι ο άνθρωπος χωρίς δεσμούς. Φιλόδοξος και ατομιστής, ανταγωνιστικός και αμοραλιστής, «πολίτης του κόσμου», πρόθυμος να εγκαταλείψει τα πάντα και τους πάντες για να πετύχει την ατομική του ανέλιξη. Αλλοτριωμένος, ανέστιος, με μόνη πατρίδα το διαδίκτυο, τα διεθνή συνέδρια και τις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων. Διαμορφώνεται σταδιακά μια παγκόσμια νεανική κουλτούρα αιώνιων υποψηφίων εργαζομένων, που περιφέρονται από το ένα μέρος στο άλλο, με το βιογραφικό στο χέρι, αναζητώντας την επαγγελματική εξέλιξη: τη μόνη σήμερα αποδεκτή από το σύστημα κοινωνική αρετή.
Χώρα της ξενιτιάς
Στον τόπο μας η φυγή των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό αποτελεί γνώριμο φαινόμενο, οφειλόμενο σε μία σειρά από δυσμενείς παράγοντες που σφράγισαν τη νεώτερη ιστορία μας. Από τη μία, οι κατακτήσεις, οι πόλεμοι και η μόνιμη υπανάπτυξη, αποτέλεσμα της διπλής πίεσης από Ανατολή και Δύση, οδηγούσαν πολλούς Έλληνες στη μετανάστευση, γεγονός που προκαλoύσε περιοδικά μία πραγματική δημογραφική και κοινωνική αιμορραγία. Από την άλλη, οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ ήταν διαρκώς προσανατολισμένες προς τη Δύση, έχοντας δεσμούς με την Εσπερία τόσο οικονομικούς, όσο και πνευματικούς. Για τους γόνους των οικογενειών αυτών, οι σπουδές και η εργασία στο εξωτερικό αντιμετωπίζονταν ως επιθυμητό προσόν και προνόμιο, αντίληψη που σταδιακά εξαπλώθηκε σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Πέρα από την κοσμοπολίτικη ζωή των ελίτ, όμως, η προσφυγιά θεωρούνταν ανέκαθεν κατάρα και οι ξενητεμένοι ζούσαν με τον μόνιμο καημό της επιστροφής. Οι Έλληνες που ξενιτεύονταν διατηρούσαν τους δεσμούς τους με την πατρίδα και επιδίωκαν την οργάνωση σε παροικίες και ελληνικές συνοικίες. Παράλληλα, ενδιαφέρονταν να επιστρέψουν και να προσφέρουν στον τόπο τους με τα χρήματα ή τις γνώσεις που κέρδισαν στο εξωτερικό. Σήμερα, τα χαρακτηριστικά αυτά ατονούν. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του νεοφιλελευθερισμού, όπου η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα θεωρούνται σημαντικά εργασιακά προσόντα, η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως… ένα απλό στάδιο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα, βλέπουμε την κατάρρευση του εκσυγχρονιστικού παρασιτικού μοντέλου της τελευταίας εικοσαετίας. Η μεσαία τάξη και η μικροϊδιοκτησία διαλύονται από τα μνημόνια, στερώντας από ένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων το βιωτικό επίπεδο που θεωρούνταν μέχρι χτες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εξασφαλισμένο. Πολλοί νέοι άνθρωποι έχουν αρκετά εκπαιδευτικά εφόδια για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ποια είναι, όμως, η πολιτισμική προίκα που αφήνει στους νέους αυτούς η εποχή που φεύγει; Ο καταναλωτισμός, ο εγωκεντρισμός, η περιφρόνηση της χειρονακτικής εργασίας (που οδηγεί στο φαινόμενο των καταρτισμένων «μάνατζερ» των 500 ευρώ), το λάιφ στάιλ του τουρίστα, του κοσμοπολίτη. Δεν είναι τυχαίο που, για πολλούς, η φυγή είναι αυτόματη επιλογή, μόλις ζορίσουν λίγο τα πράγματα. Ο Άρης Πορτοσάλτε, εκλαϊκεύοντας την κυρίαρχη ιδεολογία, έγραφε στο τουίτερ, στις 8/5/2013: Το να ονομάζεται, ακόμη, μετανάστευση, σαν του ΄60, η κινητικότητα των εργαζομένων εντός Ε.Ε., συντηρεί φαίνεται την… ανάγκη κάποιων για κλαψούρα! Προφανώς το άρθρο αυτό κινείται στον χώρο της… κλαψούρας.
Η διαρροή εγκεφάλων αποτελεί διέξοδο κατά πρώτο λόγο για τους γόνους των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Οι νέοι αυτοί πληρούν ευκολότερα τις προϋποθέσεις για μια επιτυχή καριέρα στο εξωτερικό. Διαθέτουν κατά κανόνα περισσότερα πτυχία, καλύτερες διασυνδέσεις, επάρκεια ξένων γλωσσών και περισσότερο χρήμα και χρόνο να διαθέσουν για την εξεύρεση εργασίας. Παράλληλα, τη μετανάστευση προτιμούν τα πιο παγκοσμιοποιημένα και κοσμοπολίτικα στρώματα της κοινωνίας, που έχουν μεγαλύτερη οικειότητα με τη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα, σε αντίθεση με όσους έχουν ισχυρότερους δεσμούς με τη χώρα και την οικογένειά τους. Οι «μοντέρνοι» και «προοδευτικοί» νέοι είναι ασφαλώς περισσότερο εκτεθειμένοι στην «ιδεολογία της φυγής».
Κερδισμένοι και χαμένοι
Δεν θέλει ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες που έχει η διαρροή εγκεφάλων για έναν τόπο. Περισσότερη ειλικρίνεια χρειάζεται, αν και αυτή σπανίζει μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων της χώρας μας. Η εισαγωγή καταρτισμένου και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι ισχυροί του πλανήτη για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους και να διευρύνουν το χάσμα που τους χωρίζει από τις φτωχότερες χώρες. Τα οφέλη τους είναι πολλαπλά:
Α) Αποκτούν καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, χωρίς να πληρώσουν το κόστος εκπαίδευσής του, το οποίο μετακυλύεται στις χώρες προέλευσης. Ουσιαστικά, οι φτωχές χώρες του κόσμου πληρώνουν για την εκπαίδευση και τα πτυχία των στελεχών των χωρών της Δύσης, ενώ τα οφέλη από την εργασία τους την καρπώνονται οι τελευταίες.
Β) Τονώνουν δημογραφικά τις γηρασμένες και παρακμασμένες κοινωνίες τους, με δυναμικούς και φιλόδοξους νέους. Άνθρωποι φτωχοί και στερημένοι, αλλά εργατικοί και φιλόδοξοι, που, επιπλέον, δεν έχουν κανενός είδους κοινωνικούς, πολιτισμικούς και θρησκευτικούς δεσμούς και φραγμούς, αποτελούν παραδοσιακά το καλύτερο υλικό το οποίο τροφοδότησε την ανάπτυξη των δυτικών οικονομιών.
Γ) Επιτυγχάνουν την περαιτέρω διάβρωση και παθητικοποίηση του πληθυσμού, δημιουργώντας κοινωνίες ελεγχόμενες, χωρίς συνοχή και προϋποθέσεις συλλογικής δράσης, που δεν έχουν καμία διάθεση (και συμφέρον;) να αντισταθούν και να εξεγερθούν. Μην ξεχνάμε ότι οι επαναστάσεις γίνονται πάντα από συλλογικά υποκείμενα. Οι λαοί είναι που ξεσηκώνονται. Ποτέ τα άτομα και τα «πλήθη».
Δ) Αφήνουν τις φτωχές χώρες σε καθεστώς μόνιμης αιμορραγίας, στερώντας τις από τους ανθρώπους εκείνους που θα μπορούσαν, με τις ικανότητες και τον δυναμισμό τους, να τις βγάλουν από το τέλμα. Εντείνεται η εξάρτηση των χωρών αυτών από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, εξάρτηση που επεκτείνεται και στον πολιτισμό, καθώς οι νέοι άνθρωποι παγκοσμίως μεγαλώνουν με την κουλτούρα και τα πρότυπα της Δύσης.
Ε) Την ίδια στιγμή, ενώ υποβαθμίζονται οι χώρες προέλευσης των μεταναστών, ισχυροποιείται το πολιτικό και οικονομικό τους κατεστημένο. Το πιο δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού, που θα μπορούσε να απειλήσει το κατεστημένο αυτό, εξαναγκάζεται σε φυγή. Η φτώχεια αντιμετωπίζεται διά της… εξόδου και οι οικογένειες που μένουν πίσω συντηρούνται από τα εμβάσματα. Αμβλύνονται έτσι –χωρίς να επιλύονται– οι κοινωνικές ανισότητες. Όπως τη δεκαετία του ΄50 και του ΄60, που το ελληνικό κατεστημένο εξασφάλιζε τη διαιώνισή του, διώχνοντας τους Έλληνες που «περισσεύανε» στη Γερμανία και την Αυστραλία. Τότε που το μετεμφυλιακό κράτος δήλωνε πως, Η μετανάστευση είναι ευλογία Θεού διά τον τόπο.
Αυτού του είδους η αιμορραγία είναι συχνό φαινόμενο, σε πολλά επίπεδα. Η ζωή και οι ευκαιρίες της πόλης αποψίλωναν ανέκαθεν την ύπαιθρο από τη νεολαία της, βυθίζοντάς τη στην καθυστέρηση και την πληθυσμιακή γήρανση. Αντίστοιχα λειτουργεί, σε ταξικό επίπεδο, η κοινωνική κινητικότητα, η δυνατότητα, δηλαδή, που έχουν τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας να αφομοιώνουν τα πιο έξυπνα και δραστήρια μέλη των λαϊκών τάξεων, στερώντας τις τελευταίες από τα ταλέντα τους και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ τους. Το ίδιο, λοιπόν, ισχύει και σε εθνικό επίπεδο. Η πλούσια Δύση θα έχει πάντα τη δυνατότητα να δελεάζει τη νεολαία της περιφέρειας, είτε προσφέροντας ανώτερο επίπεδο διαβίωσης και ευκαιρίες επαγγελματικής καταξίωσης, είτε, με τη γοητεία που ασκεί η κουλτούρα της, την οποία προωθεί ποικιλοτρόπως σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η εισαγωγή εγκεφάλων αποτέλεσε παραδοσιακά βασικό μοχλό ανάπτυξης της αμερικάνικης οικονομικής και τεχνολογικής ηγεμονίας. Η Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιούσε το επιστημονικό δυναμικό των πρώην αποικιών της, προκειμένου να καλύψει τις δικές της ανάγκες. Στις μέρες μας, αντίστοιχα, η Γερμανία, έχοντας εξασφαλίσει την υποταγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους οικονομικούς της σχεδιασμούς, έχει στήσει μια ολόκληρη βιομηχανία εισαγωγής πτυχιούχων. Καθώς αντιμετωπίζει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα και έχει μεγάλη ανάγκη εξειδικευμένων εργαζομένων, επιδήδεται με ιδιαίτερο ζήλο στην προσέλκυση των ταλέντων της Ελλάδας και των άλλων νοτιοευρωπαϊκών χωρών που πλήττει μέσω της προωθούμενης λιτότητας.
Δεν θα γίνουμε Ελβετία
Με το μνημόνιο, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις επέλεξαν ως νέο οικονομικό μοντέλο αυτό της οικειοθελούς αποικιοποίησης και κινεζοποίησης της χώρας. Μια νέα Ελλάδα-μπανανία, δωρεά στις ξένες εκείνες χώρες, δυτικές και ανατολικές, που θα αναλάβουν, ως αντάλλαγμα, την αναπαραγωγή των εγχώριων παρασιτικών ελίτ. Στις επιλογές αυτές η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αντιπαρατάξει το δικό της μοντέλο. Το πρότυπο του «Ακάλυπτου» τελείωσε. Δεν είναι δυνατόν μια ολόκληρη χώρα 10 εκατομμυρίων να ζει από τις κρατικές προμήθειες και το συνάλλαγμα του τουρισμού. Ούτε βέβαια πρόκειται ποτέ να μεταμορφωθεί σε μια μεσογειακή Σίλικον Βάλεϊ διαφόρων επίδοξων Μπιλ Γκέιτς και Στηβ Τζομπς. Όσο απαραίτητη κι αν είναι, όμως, η οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δεν αρκεί από μόνη της για να αντιστρέψει το κύμα φυγής των νέων ανθρώπων. Η απάντηση στο πρόβλημα δεν μπορεί και δεν θα είναι ποτέ αποκλειστικά και μόνον οικονομική. Δεν μπορούμε να περιμένουμε πότε θα γίνουμε Ελβετία για να γυρίσουν πίσω οι ξενιτεμένοι. Αυτό ούτε μπορεί να γίνει, ούτε και έγινε ποτέ στο παρελθόν.
Αν οι «ανάγκες της αγοράς» οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης ιδεολογίας που σπρώχνει τους νέους ανθρώπους στο εξωτερικό, οι ανάγκες αυτού του τόπου και του λαού του μας υποχρεώνουν να διαμορφώσουμε μια αντίστοιχη ιδεολογία που να κρατάει τους νέους ανθρώπους εδώ. Η Ελλάδα δεν θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά της όταν γίνει Σουηδία. Θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά της όταν ο σημερινός κυρίαρχος μηδενισμός αντικατασταθεί από όραμα. Όταν θα μεγαλώσει μια γενιά που, έχοντας συνδέσει το μέλλον της με το μέλλον του τόπου που γεννήθηκε, θα προτιμήσει τον συλλογικό αγώνα από την ατομική φυγή. Θα προτιμήσει να μείνει και να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο, αντί να παζαρεύει στην Ευρώπη έναν καλό μισθό. Για κάτι τέτοιο, όμως, δεν αρκούν οι επενδύσεις, τα κονδύλια και το «καινοτόμο επιχειρείν». Κάτι τέτοιο απαιτεί μια ιδεολογική επανάσταση και την αντικατάσταση ολόκληρου του σάπιου μοντέλου που κυριάρχησε στη ζωή μας, τις τελευταίες δεκαετίες. Και τούτο είναι δουλειά των νέων να γίνει. Όσων, τουλάχιστον, επιλέξουν, κατ’ αρχήν, να μείνουν εδώ.
Ανάρτηση από: http://xilapetres.blogspot.gr