Του πιτσιρίκου
Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου του 1973, η μητέρα μου με πήγε στο 70ό δημοτικό σχολείο. Στου Μπούρα, όπως το ξέρουν οι παλαιότεροι. Στη σάκα μου, η μητέρα μου, όπως κάθε μέρα, είχε βάλει μερικά γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου, που είχε αγοράσει από την κυρία Αιμιλία και τον μπάρμπα-Γιάννη, οι οποίοι δεν ζουν πια.
Υπήρχε μια ένταση τις προηγούμενες ημέρες στη γειτονιά μας αλλά δεν ήταν εύκολο να γίνει κατανοητό τι ακριβώς συνέβαινε από παιδιά που πάνε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.
Είχα ακούσει τους γονείς μου να λένε πως ο πατέρας ενός μεγαλύτερου παιδιού, ο οποίος ήταν μανάβης και έμενε στον από πάνω δρόμο, είχε φορτώσει το φορτηγάκι του και πήγε φρούτα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου.
Επίσης, είχα ακούσει τους γονείς μου να λένε με χαρά και περηφάνια πως ο Νίκος Ξυλούρης -τον οποίο γνώριζαν προσωπικά- πήγε στο Πολυτεχνείο και τραγούδησε στα κάγκελα.
Αυτές οι δυο πληροφορίες -μαζί με το ότι η χούντα ήταν κάτι πάρα πολύ κακό επειδή το έλεγαν οι γονείς μου- ήταν τα μόνα πράγματα που ήξερα για την κατάσταση, όταν πήγαινα το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο δημοτικό σχολείο.
Όταν στην διάρκεια των μαθημάτων άρχισαν να ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, αναστατωμένοι γονείς έφταναν από παντού για να πάρουν τα παιδιά τους, ενώ οι δάσκαλοι τηλεφωνούσαν σε όσους γονείς δεν είχαν εμφανιστεί, για να πάρουν τα παιδιά τους στο σπίτι.
Η μητέρα της Αλίκης δεν είχε έρθει στο σχολείο γιατί ήταν κάπου μακριά εκείνη την ώρα, οπότε η μητέρα μου πήρε την Αλίκη στο σπίτι μας, μέχρι να επιστρέψει η μητέρα της.
Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι το βράδυ στην τηλεόραση.
Ο εκφωνητής της τηλεόρασης λέει πως δεν υπάρχουν νεκροί.
Η μητέρα μου πετάγεται όρθια και αρχίζει να ουρλιάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να κλαίει. Χτυπάει με τα χέρια της τον τοίχο, πέφτει στα γόνατα και φωνάζει «φασίστες», «δολοφόνοι» και άλλα που δεν θυμάμαι.
Εγώ και ο αδελφός μου έχουμε πάθει σοκ.
Κλαίει η μητέρα μου, κλαίμε κι εγώ με τον αδελφό μου, γιατί κλαίει η μητέρα μας. Δεν την έχουμε ξαναδεί ποτέ έτσι.
«Ο Διομήδης, ο Διομήδης, σκοτώσανε τον Διομήδη» λέει και ξαναλέει η μητέρα μου.
Η μητέρα μου ξέρει πως ο Διομήδης Κομνηνός είναι νεκρός. Το ξέρει γιατί ο πατέρας του Διομήδη, ο Γιάννης Κομνηνός, είχε ένα διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία με εμάς.
Ο 17χρονος μαθητής Διομήδης Κομνηνός ήταν στο Πολυτεχνείο και δολοφονήθηκε έξω από το Πολυτεχνείο το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973.
Η φωτογραφία του Διομήδη με τα γυαλιά και το λευκό μακό συνεχίζει να βρίσκεται σε μια κορνίζα στο σπίτι της μητέρας μου. Πάντα 17 ετών.
Ανάρτηση από: http://pitsirikos.net
Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου του 1973, η μητέρα μου με πήγε στο 70ό δημοτικό σχολείο. Στου Μπούρα, όπως το ξέρουν οι παλαιότεροι. Στη σάκα μου, η μητέρα μου, όπως κάθε μέρα, είχε βάλει μερικά γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου, που είχε αγοράσει από την κυρία Αιμιλία και τον μπάρμπα-Γιάννη, οι οποίοι δεν ζουν πια.
Υπήρχε μια ένταση τις προηγούμενες ημέρες στη γειτονιά μας αλλά δεν ήταν εύκολο να γίνει κατανοητό τι ακριβώς συνέβαινε από παιδιά που πάνε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.
Είχα ακούσει τους γονείς μου να λένε πως ο πατέρας ενός μεγαλύτερου παιδιού, ο οποίος ήταν μανάβης και έμενε στον από πάνω δρόμο, είχε φορτώσει το φορτηγάκι του και πήγε φρούτα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου.
Επίσης, είχα ακούσει τους γονείς μου να λένε με χαρά και περηφάνια πως ο Νίκος Ξυλούρης -τον οποίο γνώριζαν προσωπικά- πήγε στο Πολυτεχνείο και τραγούδησε στα κάγκελα.
Αυτές οι δυο πληροφορίες -μαζί με το ότι η χούντα ήταν κάτι πάρα πολύ κακό επειδή το έλεγαν οι γονείς μου- ήταν τα μόνα πράγματα που ήξερα για την κατάσταση, όταν πήγαινα το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο δημοτικό σχολείο.
Όταν στην διάρκεια των μαθημάτων άρχισαν να ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, αναστατωμένοι γονείς έφταναν από παντού για να πάρουν τα παιδιά τους, ενώ οι δάσκαλοι τηλεφωνούσαν σε όσους γονείς δεν είχαν εμφανιστεί, για να πάρουν τα παιδιά τους στο σπίτι.
Η μητέρα της Αλίκης δεν είχε έρθει στο σχολείο γιατί ήταν κάπου μακριά εκείνη την ώρα, οπότε η μητέρα μου πήρε την Αλίκη στο σπίτι μας, μέχρι να επιστρέψει η μητέρα της.
Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι το βράδυ στην τηλεόραση.
Ο εκφωνητής της τηλεόρασης λέει πως δεν υπάρχουν νεκροί.
Η μητέρα μου πετάγεται όρθια και αρχίζει να ουρλιάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να κλαίει. Χτυπάει με τα χέρια της τον τοίχο, πέφτει στα γόνατα και φωνάζει «φασίστες», «δολοφόνοι» και άλλα που δεν θυμάμαι.
Εγώ και ο αδελφός μου έχουμε πάθει σοκ.
Κλαίει η μητέρα μου, κλαίμε κι εγώ με τον αδελφό μου, γιατί κλαίει η μητέρα μας. Δεν την έχουμε ξαναδεί ποτέ έτσι.
«Ο Διομήδης, ο Διομήδης, σκοτώσανε τον Διομήδη» λέει και ξαναλέει η μητέρα μου.
Η μητέρα μου ξέρει πως ο Διομήδης Κομνηνός είναι νεκρός. Το ξέρει γιατί ο πατέρας του Διομήδη, ο Γιάννης Κομνηνός, είχε ένα διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία με εμάς.
Ο 17χρονος μαθητής Διομήδης Κομνηνός ήταν στο Πολυτεχνείο και δολοφονήθηκε έξω από το Πολυτεχνείο το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973.
Η φωτογραφία του Διομήδη με τα γυαλιά και το λευκό μακό συνεχίζει να βρίσκεται σε μια κορνίζα στο σπίτι της μητέρας μου. Πάντα 17 ετών.
Ανάρτηση από: http://pitsirikos.net