Του Κώστα Ράπτη
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Και απέναντι στην Τουρκία των Tayyip Erdogan και Ahmet Davutoglu οι διακατεχόμενοι από εκδικητικές διαθέσεις μάλλον είναι περισσότεροι από ό,τι φαίνεται.
Είναι βέβαια ήδη αρκετό το ότι η Τουρκία αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τις ΗΠΑ, παρακολουθείται από τις μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, καταγγέλλεται από τη Δαμασκό και σαμποτάρεται από τη Σαουδική Αραβία, όπου επιχείρησε να διευρύνει της στηρίζοντας την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αλλά να μποϊκοτάρεται και από τη μία εκ των δύο ανταγωνιστικών κυβερνήσεων της σπαρασσόμενης Λιβύης είναι πολύ…
Και όμως, οι εντάσεις ανάμεσα στην Άγκυρα και την διεθνώς αναγνωρισμένη λιβυκή κυβέρνηση που εδρεύει στο Τομπρούκ κλιμακώνονταν εδώ και καιρό – με κορύφωση την ανακοίνωση της δεύτερης την Κυριακή ότι προτίθεται να ακυρώσει όλες τις συμβάσεις έργων που έχουν αναλάβει τουρκικές εταιρείες, κυρίως κατασκευαστικές, στην (υπό τον έλεγχό της) επικράτεια της Λιβύης. Ο λόγος, όπως δήλωσε την Τρίτη ο Λίβυος πρωθυπουργός Abdullah al-Thinni, είναι η ανάρμοστη παρέμβαση της Άγκυρας στα εσωτερικά της χώρας του – ειδικότερα, η “υποστήριξη της Τουρκίας σε (ισλαμιστικές) πολιτοφυλακές και οι επαφές της με την Γενική Εθνική Συνέλευση”, που εδρεύει στην Τρίπολη.
Η Άγκυρα προσπαθεί να υποβαθμίσει το γεγονός. “Με δεδομένο το ότι η Λιβύη υφίσταται κρίση ασφαλείας και πολιτική κρίση, εν μέσω συζητήσεων για τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η απόφαση αυτή δεν σημαίνει τίποτε για εμάς” δήλωσε ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Tanju Bilgic και πρόσθεσε: “αντί η μεταβατική κυβέρνηση να καταβάλλει, όπως αναμένεται, προσπάθειες για την ειρήνευση και σταθεροποίηση της Λιβύης, στοχοποιεί τις εταιρείες μας που εργάζονται για την ανάπτυξη της χώρας”.
Το πλήγμα, πάντως, δεν είναι μικρό. Οι συναλλαγές Τουρκίας-Λιβύης ανήλθαν στα 2,3 δισ. δολάρια το 2014, ενώ τις αμέσως προηγούμενες χρονιές ήσαν πολύ περισσότερες. Από την δεκαετία του ΄70 τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν εκτελέσει 565 έργα, συνολικής αξίας 29 δισ. δολαρίων. Μόνο ο εξοπλισμός που τώρα υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν στη Λιβύη οι τουρκικές εταιρείες έχει αξία 7 δισ. δολαρίων ενώ τα εκκρεμή συμβόλαια ανέρχονται σε 19 δισ. δολάρια. Όλα αυτά ενώ η Τουρκία προσπαθούσε να ανακτήσει τις θέσεις που έχασε βίαια κατά την εξέγερση και επέμβαση του 2011, οπότε χιλιάδες Τούρκοι εργαζόμενοι εγκατέλειψαν εσπευσμένα τη Λιβύη.
Είναι, βέβαια, αληθές ότι ο ειδικός απεσταλμένος της Τουρκίας στην Λιβύη υπήρξε ο πρώτος ξένος διπλωμάτης, ο οποίος συναντήθηκε με την κυβέρνηση της παράταξης της “Λιβυκής Χαραυγής”, η οποία έχει καταλάβει από το καλοκαίρι την πρωτεύουσα της Λιβύης και αρνείται να αναγνωρίσει την εξουσία του Thinni.
Ωστόσο, επαφές με τη μη αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης έχει και ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ Bernardino Leon, ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών τουThinni, δηλώνει ότι η συμφιλίωση των δύο παρατάξεων και ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας αποτελούσε επιδίωξη του Τομπρούκ, προτού καν καταστεί στόχος της διεθνούς κοινότητας.
Αν κάτι “ενοχοποιεί” ιδιαιτέρως την Άγκυρα, αυτό είναι οι υποψίες ότι ακολουθεί “ιδεολογικής” εμπνεύσεως εξωτερική πολιτική, καθώς η παράταξη της “Λιβυκής Χαραυγής” είναι ισλαμιστική. Αντίθετα, κυριότερο διεθνές στήριγμα της κυβέρνησης του Τομπρούκ είναι η Αίγυπτος του στρατάρχη Sisi, ο οποίος καταγγέλλεται διαρκώς από την Άγκυρα, για την ανατροπή το καλοκαίρι του 2013 του εκλεγμένου προέδρου (και συμμάχου της) Mohammad Morsi, και την επακόλουθη απηνή καταστολή της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Ήδη ο πρώην στρατηγός και άλλοτε συνεργάτης του Gaddafi, Khalifa Haftar, ο οποίος προτάθηκε την Τετάρτη από το κοινοβούλιο του Τομπρούκ για τη θέση του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων, προβάλλει εαυτόν ως “Λίβυο Sisi”. Μάλιστα τους τελευταίους μήνες πρωτοστάτησε σε συγκρούσεις με τις ισλαμιστικές πολιτοφυλακές φθάνοντας να διατάξει αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε πολιτικά αεροδρόμια και λιμάνια (πχ. της Βεγγάζης), με την πιθανολογούμενη επιχειρησιακή υποστήριξη της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Αλλά το Κάιρο δεν εκδηλώνει τις προθέσεις του μόνο μέσω τρίτων. Την Τετάρτη ανακοίνωσε ότι κλείνει τον εναέριο χώρο του για τα αεροσκάφη από την Τουρκία ή την Ιορδανία με προορισμό την (ελεγχόμενη από την Τρίπολη) δυτική Λιβύη, προκειμένου να τα υποχρεώνει να κατευθύνονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ώστε ο έλεγχος διαβατηρίων να διενεργείται από την κυβέρνηση του Τομπρούκ, προς αποφυγήν της διείσδυσης ισλαμιστών μαχητών.
Στο ίδιο πνεύμα, η Αίγυπτος απαγορεύει την μετάβαση νέων αρρένων πολιτών της στην Λιβύη, ενώ για την Τουρκία την επιτρέπει μόνον κατόπιν ειδικής αδείας.
Είναι προφανές ότι το Κάιρο και οι προστατευόμενοί του κατονομάζουν ρητά την Τουρκία ως κόμβο διακίνησης τζιχαντιστών – αντί απλώς να την υποψιάζονται για αυτό, όπως οι δυτικές κυβερνήσεις. Άλλωστε το πνεύμα συνεννόησης που επικρατεί μεταξύ Άγκυρας και Ισλαμικού Κράτους κατέδειξε εμμέσως και η πρόσφατη επιχείρηση του τουρκικού στρατού για να απομακρύνει (χωρίς να χρειαστεί να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός) τα λείψανα του Σουλεϊμάν Σαχ από περιοχή της Συρίας, όπου κυριαρχούν εν πολλοίς οι τζιχαντιστές.
Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η προηγούμενη προσπάθεια της Τουρκίας να ηγεμονεύσει στην περιοχή με όχημα το πολιτικό Ισλάμ έχει εξελιχθεί σε μια δοκιμασία διαρκώς υποχώρησης και των συμφερόντων και του γοήτρου της.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr