Βιογραφικά στοιχεία: Ο Μάριος γεννήθηκε στην Βουλγαρία το 1950, δούλεψε ως αγρότης (χειριστής τρακτέρ) μέχρι το 1997 και από τότε μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Ελλάδα για να επιβιώσει. Στην Ελλάδα εργάζεται ως αγρότης και κάνει παράλληλα και άλλες δουλειές για να βγει το μεροκάματο. Ζει στην Κρήτη με την οικογένειά του τα τελευταία 17 χρόνια.
Τα 4 μέρη της συνέντευξης ακολουθούν μετά την εισαγωγή.
Όταν μελετά κανείς τον σοσιαλισμό του 20ου αι. πρέπει να προαποφασίσει με τι κριτήριο θα το πράξει. Είναι πχ. το κριτήριο το θεωρητικό έργο των κλασικών; Εδώ ένα πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι ο ίδιος ο Μαρξ για τον Κομμουνισμό ήταν αρκετά φειδωλός και άρχισε να μιλά λίγο πιο συγκεκριμένα μετά την Κομμουνα(1871) ακριβώς γιατί μέσω αυτής της πρώτης απόπειρας «εφόδου στον ουρανό» απέκτησε υλικό για να μελετήσει το τι έπεται του Καπιταλισμού.
Φυσικά η Κομμούνα που διήρκεσε μόλις 72 μέρες δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση με τον πραγματολογικό πλούτο που μας προσφέρει η σοβιετική εμπειρία. Άρα το έργο των Μαρξ-Ένγκελς, τόσο στο πεδίο της επιστήμης της κοινωνίας όσο και της πολιτικής οικονομίας της Κεφαλαιοκρατίας, κατά βάση μόνο έμμεσα μπορεί να χρησιμεύσει στην μελέτη του «υπαρκτού». Ο Λένιν από την άλλη υπήρξε ο ηγέτης της νικηφόρας επανάστασης και διαδραμάτισε για 5,6 χρόνια πρωταγωνιστικό ρόλο στο γίγνεσθαι της σοβιετικής ρωσίας. Αν κανείς μελετήσει τα κείμενά του πριν την επανάσταση και μετά την επανάσταση παρατηρεί μια μετατόπιση προς το πιο συγκεκριμένο, πιο ρεαλιστικό στα δεύτερα τόσο διότι οι δυσκολίες οικοδόμησης του σοσιαλισμού (σε μία ιδίως χώρα μετά την αποτυχία των επαναστάσεων στην κεντρική Ευρώπη) ήταν τεράστιες, όσο και επειδή με την πρωταρχική εμφάνιση του νέου τρόπου παραγωγής, η διαπάλη του παλιού με το νέο αλλά και οι νομοτελείς αντιφάσεις του νέου, επιβάλλουν συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και όχι απλά ευθεία αναγωγή θεωρητικών μοντέλων στην πραγματική ζωή, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκλείεται πλήρως. Στην αρθρογραφία και στις ομιλίες του Λένιν μετά την επανάσταση είναι διάχυτη η αγωνιώδης προσπάθεια θεωρητικής κατανόησης και θεμελίωσης των πραγματικών προβλημάτων, που ανέκυπταν, στη βάση της δημιουργικής ανάπτυξης της θεωρίας του μαρξισμού για το κράτος, την γραφειοκρατία και τον σοσιαλισμό. Όμως ο Λένιν πέθανε νωρίς και έτσι δεν πρόλαβε να δει την εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ και άρα την διαμόρφωση της ουσίας του νέου κοινωνικού σχηματισμού. Εκ των παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η προσέγγιση του σοσιαλισμού του 20ου αι. δια των εργαλείων των κλασικών προσκρούει στις πολλαπλές ανεπάρκειες του εμπειρικού και θεωρητικού κεκτημένου που εκ των πραγμάτων αυτοί διέθεταν.
Φυσικά η Κομμούνα που διήρκεσε μόλις 72 μέρες δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση με τον πραγματολογικό πλούτο που μας προσφέρει η σοβιετική εμπειρία. Άρα το έργο των Μαρξ-Ένγκελς, τόσο στο πεδίο της επιστήμης της κοινωνίας όσο και της πολιτικής οικονομίας της Κεφαλαιοκρατίας, κατά βάση μόνο έμμεσα μπορεί να χρησιμεύσει στην μελέτη του «υπαρκτού». Ο Λένιν από την άλλη υπήρξε ο ηγέτης της νικηφόρας επανάστασης και διαδραμάτισε για 5,6 χρόνια πρωταγωνιστικό ρόλο στο γίγνεσθαι της σοβιετικής ρωσίας. Αν κανείς μελετήσει τα κείμενά του πριν την επανάσταση και μετά την επανάσταση παρατηρεί μια μετατόπιση προς το πιο συγκεκριμένο, πιο ρεαλιστικό στα δεύτερα τόσο διότι οι δυσκολίες οικοδόμησης του σοσιαλισμού (σε μία ιδίως χώρα μετά την αποτυχία των επαναστάσεων στην κεντρική Ευρώπη) ήταν τεράστιες, όσο και επειδή με την πρωταρχική εμφάνιση του νέου τρόπου παραγωγής, η διαπάλη του παλιού με το νέο αλλά και οι νομοτελείς αντιφάσεις του νέου, επιβάλλουν συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και όχι απλά ευθεία αναγωγή θεωρητικών μοντέλων στην πραγματική ζωή, χωρίς βεβαίως αυτό να αποκλείεται πλήρως. Στην αρθρογραφία και στις ομιλίες του Λένιν μετά την επανάσταση είναι διάχυτη η αγωνιώδης προσπάθεια θεωρητικής κατανόησης και θεμελίωσης των πραγματικών προβλημάτων, που ανέκυπταν, στη βάση της δημιουργικής ανάπτυξης της θεωρίας του μαρξισμού για το κράτος, την γραφειοκρατία και τον σοσιαλισμό. Όμως ο Λένιν πέθανε νωρίς και έτσι δεν πρόλαβε να δει την εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ και άρα την διαμόρφωση της ουσίας του νέου κοινωνικού σχηματισμού. Εκ των παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η προσέγγιση του σοσιαλισμού του 20ου αι. δια των εργαλείων των κλασικών προσκρούει στις πολλαπλές ανεπάρκειες του εμπειρικού και θεωρητικού κεκτημένου που εκ των πραγμάτων αυτοί διέθεταν.
Ένα άλλο κριτήριο είναι η προσέγγιση του Κομμουνισμού ως τη γη της επαγγελίας και η σύγκριση του σοσιαλισμού με αυτήν, όπου όλοι λίγο πολύ οι άνθρωποι θα είναι ευτυχισμένοι και θα υπάρχει αιώνια ευμάρεια. Κατά την προσέγγιση αυτή ό,τι πραγματικό υπολείπεται του ιδεατού, καθώς όπως μια τέτοια αντίληψη πάσχει από μια κακή απειρία που λέει ότι «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Η προσέγγιση αυτή πάσχει τριπλά: σε επίπεδο λογικό, δεν καταλαβαίνει ότι και στον Κομμουνισμό θα υπάρχουν αντιθέσεις, ίσως όχι ανταγωνιστικές, αλλά πάντως υπαρκτές· σε επίπεδο ιστορικό, οι αντιθέσεις αυτές είναι που οδηγούν στην μετάβαση από τον σοσιαλισμό στον Κομμουνισμό και υπό αυτή την έννοια είναι αντιφατικό να συγκρίνουμε το αποτέλεσμα(Κομμουνισμό) με ό,τι προηγείται αυτού(σοσιαλισμό) και έτσι να κρίνουμε το τελευταίο ως ανεπαρκές λόγω των αντιφάσεων που αυτό έχει, μιας και δίχως αυτές τις αντιφάσεις δεν μπορεί να μεταβεί στο πολυπόθητο αποτέλεσμα(Κομμουνισμό)· σε επίπεδο κοινωνικό, η αντίθεση ατόμου-κοινωνίας, δεν μπορεί ποτέ να αρθεί πλήρως και υπό αυτήν την έννοια ο κομμουνιστικός τύπος ανθρώπου, δεν θα είναι ποτέ ο επ’ ουράνιος άγγελος.
Ένα άλλο κριτήριο είναι η σύγκριση του «υπαρκτού» με τον καπιταλισμό. Το ερώτημα είναι τώρα ποιας χώρας τον καπιταλισμό εννοούμε και ποιας εποχής. Το κριτήριο αυτό σε αντίθεση με τα άλλα δύο που προϋποθέτουν μια κάποια σχέση με τον μαρξισμό ή τέλος πάντων μια αποδοχή ότι ο Κομμουνισμός θεωρητικά είναι καλύτερος από τον καπιταλισμό, μπορεί να γίνει κατανοητό από μάζες που δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει καπιταλισμός και τι σοσιαλισμός· το κριτήριο αυτό δεν αφορά συνήθως το γενικό αλλά το συγκεκρίμενο, δηλ. το πως Εγώ ζω στον σοσιαλισμό και πως θα μπορούσα να ζω στον καπιταλισμό ή το αντίστροφο. Όλοι μας λοιπόν έχουμε ακούσει ότι στον σοσιαλισμό των δεκαετιών του 60 και του 70 υπήρχε έλλειψη μέσων κατανάλωσης, ανελευθερία, μιζέρια κτλ κτλ. Με άλλα λόγια ο μέσος άνθρωπος στην «Δύση» ζούσε καλύτερα από τον μέσο άνθρωπο του ανατολικού μπλοκ. Αφήνουμε κατά μέρος ότι καπιταλισμό δεν έχουμε μόνο στην «Δύση» αλλά και στην αφρική και στην λατινική αμερική αλλά και στην ανατολή. Και μάλιστα η σχετική ευμάρεια της «Δύσης» οφείλεται εν μέρει και στο ξεζούμισα όλων των υπολοίπων. Επίσης αφήνουμε στην άκρη ότι στην «Δύση» η έννοια του μέσου ανθρώπου αφήνει απέξω εκατομμύρια εξαθλιωμένων, που δεν υπήρχαν το 60 και το 70 σχεδόν πουθενά στο ανατολικό μπλοκ(και σήμερα υπάρχουν και εκεί...). Από την άλλη, όσον αφορά τον χρόνο σύγκρισης, έχει για παράδειγμα περισσότερο νόημα να συγκρίνουμε την γερμανία και αμερική του 1929-33 με την σοβιετική ένωση την αντίστοιχη περίοδο; ή την Ελλάδα του 1960 με την Βουλγαρία του 60; ή ποιον καπιταλισμό συγκρίνουμε με την ΕΣΣΔ, αυτόν των κοινωνικών συμβολαίων λόγω και του φόβου προς το αντίπαλον δέος, των υψηλών μεταπολεμικών ποσοστών κέρδους ή τον σημερινό γερασμένο, πολεμοχαρή, ταξικότερο από ποτέ; Διότι στο βαθμό που πρόκειται για δύο διαφορετικούς τρόπους παραγωγής μακρά κύματα ανάπτυξής και ύφεσής τους προφανώς δεν βαίνουν παράλληλα. Εν πάση περιπτώσει όλες αυτές οι συγκρίσεις θα έλεγα ότι είναι θεμιτές και δεν μπορεί να τις αποφύγει κανείς καθώς γίνονται αυτόματα στο μυαλό των ανθρώπων. Από όλες αυτές πάντως νομίζω αυτή που είναι λιγότερο λάθος να γίνεται είναι αυτή ανάμεσα στο πως ζούσαμε τότε στον σοσιαλισμό και πως ζούμε τώρα στον καπιταλισμό. Μάλιστα σε αυτή τη σύγκριση ο καπιταλισμός θα μπορούσε θεωρητικά να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, διότι και παρέλαβε τα κεκτημένα του σοσιαλισμού(που σε τομείς όπως η παιδεία, υγεία ήταν αναμφισβήτητα) και είχε και 25 χρόνια για να χτίσει πάνω σε αυτά παρέχοντας στο «δυστυχισμένο λαό» την έμπνευση και δημιουργικότητα της ελεύθερης αγοράς...
Με αυτήν την λογική επιλέξαμε να πάρουμε συνέντευξη από έναν άνθρωπο ,ο οποίος γεννήθηκε(1950) μέσα στον σοσιαλισμό, έζησε για 8 χρόνια (μέχρι το 1997) τον καπιταλισμό και στη συνέχεια μετανάστευσε στην Ελλάδα, όπως και χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες του γιατί δεν μπορούσε πια να επιβιώσει. Πρόκειται για αγρότη ,με καταγωγή από φτωχή οικογένεια, χωρίς κάποια κομματική θέση και άρα τα όσα λέει για την ζωή του δεν αφορούν κάποια ευνοημένη από καθεστώς κάστα ανθρώπων, αλλά τον μέσο αγρότη.
Η συνέντευξη έγινε στην Κρήτη, όπου και μένει με την οικογένειά του(γυναίκα, παιδιά, εγγόνια) τα τελευταία 17 χρόνια. Η ζωή των ανθρώπων αυτών μετά την καπιταλιστική κρίση έχει επιδεινωθεί αποφασιστικά κάτι που σημαίνει ότι είτε δουλεύουν όλη μέρα για πενταροδεκάρες είτε είναι άνεργοι. Ο Μαριος δουλεύει καθημερινά στα χωράφια αλλά και σε άλλες δουλειές για να μπορέσει να επιβιώσει και εξ αυτού του λόγου η συνέντευξη πάρθηκε αργά το βράδυ, όταν επιτέλους η οικογένεια μαζεύεται να φάει. Έτσι δικαιολογείται ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μωρά κλαίνε, ρακές πηγαινοέρχονται και πιάτα ξαναγεμίζουν... Θα σας έλεγα λοιπόν να επικεντρωθείτε στο περιεχόμενο της συνέντευξης και όχι στην ερασιτεχνική και χύμα μορφή αυτής, αλλά σκεπτόμενος πόσω απέχουν οι εκατοντάδες συνεντεύξεις των διάφορων κοστουμαρισμένων σε πολυτελή στούντιο από την πραγματική ζωή του λαού μας, το ξανασκέφθηκα...
Μιας λοιπόν και μνημονεύσαμε την Κομμούνα, και μιας και αυτή σαν προχθες(28 Μάη) πριν από 144 χρόνια ηττάται από τα στρατεύματα του Θίερσου κλείνουμε με μια ωδή του Μαρξ για τους ενεργά πραγματικούς ανθρώπους αυτού του κόσμου, αυτούς που παράγουν όλο τον πλούτο και αυτούς που ορισμένα παράσιτα τους αναγκάζουν να ζουν μες στην φτώχεια και την δυστυχία. Αλλά μέσα από τις στάχτες των προηγούμενων αγώνων, γεννιώνται και πάλι νέοι αγώνες σε ένα προτσές που δεν τελειώνει ποτέ, μέχρι την οριστική νίκη της ανθρωπότητας απέναντι στην βαρβαρότητα: "Ήταν, αλήθεια, θαυμάσια η αλλαγή που είχε φέρει στο Παρίσι η Κομμούνα! Ούτε ίχνος πια από το ακόλαστο Παρίσι της δεύτερης αυτοκρατορίας. Δεν ήταν πια το Παρίσι τόπος συνάντησης για τους Βρετανούς τσιφλικάδες, τους Ιρλανδούς άμπσεντιρς, τους Αμερικάνους πρώην δουλοχτήτες και νεόπλουτους, τους Ρώσους πρώην φεουδάρχες και τους μπογιάρους της Βλαχίας. Δεν εκθέτανε πια πτώματα στα νεκροτομεία για αναγνώριση, δε γίνονταν πια νυχτερινές διαρρήξεις και σταμάτησαν σχεδόν ολότελα οι κλοπές. Για πρώτη φορά από τις μέρες του Φλεβάρη του 1848 οι δρόμοι του Παρισιού ήτανε πάλι πραγματικά ασφαλείς, κι αυτό χωρίς κανενός είδους αστυνομία. «Δεν ακούμε πια να γίνεται λόγος -είπε ένα μέλος της Κομμούνας- για φόνους, ληστείες και επιθέσεις σε πρόσωπα. Φαίνεται πραγματικά σαν να τράβηξε μαζί της η αστυνομία στις Βερσαλλίες όλους τους συντηρητικούς φίλους της.» Οι κοκότες ξαναβρήκαν τα ίχνη των προστατών τους που το είχαν σκάσει, τους ανθρώπους της οικογένειας, της θρησκείας και πάνω απ' όλα της ιδιοκτησίας. Στη θέση τους ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οι πραγματικές γυναίκες του Παρισιού -ηρωικές, ανοιχτόκαρδες και αφοσιωμένες σαν τις γυναίκες της αρχαιότητας. Ήταν το Παρίσι που εργαζόταν, που σκεφτόταν, που μαχόταν, που μάτωνε, που αφοσιωμένο όπως ήταν στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, ξεχνούσε σχεδόν τους κανίβαλους που βρίσκονταν έξω από τις πύλες του, που αχτινοβολούσε μέσα στον ενθουσιασμό της ιστορικής του πρωτοβουλίας.
Και τώρα σε σύγκριση με το νέο αυτόν κόσμο στο Παρίσι, ας δούμε τον παλιό κόσμο στις Βερσαλλίες -τη σύναξη τούτη των βρικολάκων όλων των πεθαμένων καθεστώτων, των νομιμοφρόνων και ορλεανικών που με απληστία περίμεναν να καταβροχθίσουν το πτώμα του έθνους- με μια ουρά από προκατακλυσμιαίους ρεπουμπλικάνους, που με την παρουσία τους και μόνο στη συνέλευση επιδοκίμαζαν την εξέγερση των δουλοχτητών, που για τη διατήρηση της κοινοβουλευτικής τους δημοκρατίας στήριζαν τις ελπίδες τους στη ματαιοδοξία του γερο-Φασουλή που βρισκόταν επικεφαλής της κυβέρνησης και που γελοιογραφούσαν το 1789 κάνοντας τις φαντασματικές τους συνελεύσεις στο Ζε ντε Πομ.
Να τη, λοιπόν, η εθνοσυνέλευση αυτή που εκπροσωπούσε καθετί το νεκρό στη Γαλλία και που μονάχα τα σπαθιά των στρατηγών του Λουδοβίκου Βοναπάρτη τη στύλωσαν φαινομενικά στη ζωή. Το Παρίσι ήταν όλο αλήθεια, οι Βερσαλλίες όλο ψέμα, και το ψέμα αυτό το διαλαλούσε το στόμα του Θιέρσου. Το Παρίσι του Θιέρσου δεν ήταν το πραγματικό(wirklich) Παρίσι του «χυδαίου όχλου», μα ένα Παρίσι-φάντασμα, το Παρίσι των λιποταχτών, το Παρίσι των αρσενικών και θηλυκών θαμώνων των βουλεβάρτων - το πλούσιο, το κεφαλαιοκρατικό, το χρυσωμένο, το ακαμάτικο Παρίσι, που κατάκλυζε τώρα με τους λακέδες του, με τους τυχοδιώκτες του, με τη φιλολογική του γυφτοσυμμορία και με τις κοκότες του τις Βερσαλλίες, το Σεν Ντενίν, το Ριέιγ και το Σεν Ζερμέν, το Παρίσι για το οποίο ο εμφύλιος πόλεμος ήταν απλώς ένα ευχάριστο διάλειμμα, που παρακολουθούσε τη διεξαγωγή της μάχης με τα κιάλια, που μετρούσε τις κανονιές και που ορκιζόταν στην τιμή του και στην τιμή των πορνών του, ότι η παράσταση ήταν πολύ καλύτερα ανεβασμένη απ' ό,τι γινόταν συνήθως στο θέατρο της Πορτ-Σεν-Μαρτέν. Οι άνδρες που έπεφταν, πέθαιναν πραγματικά, οι κραυγές των πληγωμένων δεν ήταν ψεύτικες και, ακόμα, πόσο κοσμοϊστορική ήταν όλη η υπόθεση!" Κ.Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία
Η συνέντευξη έγινε στην Κρήτη ,όπου και μένει με την οικογένειά του (γυναίκα, παιδιά, εγγόνια) τα τελευταία 15 χρόνια. Η ζωή των ανθρώπων αυτών μετά την καπιταλιστική κρίση έχει επιδεινωθεί αποφασιστικά κάτι που σημαίνει ότι είτε δουλεύουν όλη μέρα για πενταροδεκάρες είτε είναι άνεργοι. Ο Μαριος δουλεύει καθημερινά στα χωράφια αλλά και σε άλλες δουλειές για να μπορέσει να επιβιώσει και εξ αυτού του λόγου η συνέντευξη πάρθηκε αργά το βράδυ, όταν επιτέλους η οικογένεια μαζεύεται να φάει. Έτσι δικαιολογείται ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μωρά κλαίνε, ρακές πηγαινοέρχονται και πιάτα ξαναγεμίζουν... Θα σας έλεγα λοιπόν να επικεντρωθείτε στο περιεχόμενο της συνέντευξης και όχι στην ερασιτεχνική και χύμα μορφή αυτής, αλλά σκεπτόμενος πόσω απέχουν οι εκατοντάδες συνεντεύξεις των διάφορων κοστουμαρισμένων σε πολυτελή στούντιο από την πραγματική ζωή του λαού μας, το ξανασκέφθηκα…
Ανάρτηση από: http://bestimmung.blogspot.gr