Του Θεόδωρου Ζιάκα
Η εμφάνιση του νεωτερικού ατομοκεντρικού Συστήματος στη Δύση θα δώσει φτερά στο απωθημένο εθνοκρατικό όνειρο του υστεροβυζαντινού «αναγεννημένου» ελληνισμού. Η νεωτερική έλξη θα παρασύρει τον Ελληνισμό στη δίνη της εθνοκρατικής του μετάλλαξης. Η μνήμη του αποικιακού εξανδραποδισμού του, μετά το 1204 από τους Φράγκους, δεν θα μπορέσει να ενεργοποιήσει σε πολιτική αντιπρόταση τη ριζοσπαστική παρακαταθήκη του Ησυχασμού. Η «φιλοκαλική αναγέννηση»[1] του 18ου αιώνα θα επηρεάσει περισσότερο τη Ρωσία παρά την Ελλάδα.
1. Η καταστροφή του κοινοτικού και οικουμενικού Ελληνισμού.
Η εθνοκρατική μετάλλαξη του Ελληνισμού καταγράφεται από τη νεωτερική ιστοριογραφία ως «πρόοδος».
Αν λάβουμε όμως ως κριτήριο της προόδου τον βαθμό ενσάρκωσης της ελευθερίας θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για αδιαμφισβήτητη οπισθοδρόμηση: Μετέφερε τον ελληνικό κόσμο σε ένα προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα. Δηλαδή δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, σε σχέση με τα κεκτημένα των Κοινών. Κρινόμενη όμως, η οπισθοδρόμηση αυτή, με κριτήριο την εθνική επιβίωση στην ανατέλλουσα εποχή των εθνοκρατικών τιτάνων και γιγάντων εμφανίζεται ως εθνική στρατηγική κατ’ οικονομίαν ορθή.
Ποιο ήταν όμως το τίμημα; Ήταν η ολοσχερής καταστροφή, τόσο της κοινοτικής όσο και της οικουμενικής διάστασης του Ελληνισμού:
α) Το ουσιαστικό περιεχόμενο της ιστορικής λειτουργίας του νεωτερικού ελλαδικού κράτους θα είναι η εξάλειψη της κοινοτικής διάστασης του Ελληνισμού, μέσω της εγκατάστασης ενός φαυλοκρατικού πολιτικού συστήματος, διχαστικού και εξανδραποδιστικού. Η καταστροφή αρχίζει με τον ειδικό Νόμο του 1833, βάσει του οποίου καταργείται το σύστημα των Κοινών και ολοκληρώνεται με την τελική εκτόπιση των ελληνικών πληθυσμών από τα ιστορικά τους οικοσυστήματα.
β) Η καταστροφή της οικουμενικής διάστασης του Ελληνισμού αρχίζει στο θρησκευτικό πεδίο με την αποκοπή της ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1850. Η οικουμενική ελληνική Εκκλησία διαμελίζεται. Η κεφαλή της καρφώνεται στο Φανάρι, όπου και εκτίθεται έκτοτε σαν τοτεμικό αξιοθέατο. Ενώ το ακέφαλο σώμα-φυτό ενσωματώνεται στο ελλαδικό φαυλοκρατικό σύστημα. Η Μικρασιατική Κατά στροφή του 1922 θα επικυρώσει και γεωπολιτικά την εξάλειψη της ελληνικής Οικουμένης.
Ο Εμφύλιος πόλεμος (1946-1949), εσωτερικεύοντας τη διπλή (κοινοτική / οικουμενική) καταστροφή του Ελληνισμού, θα κάνει την Ελλάδα «χεσμένο τόπο», κατά την πικρή έκφραση του Κονδύλη.
2. Η συνάντηση φαυλοκρατίας και σύγχρονου μηδενισμού.
Έπειτα από τη Μεταπολίτευση του 1974 η Ελλάδα εισέρχεται στον αστερισμό του σύγχρονου μηδενισμού. Καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση από τον εθνοκρατισμό στον εθνομηδενισμό θα παίξει η ενσωμάτωση και ο φαυλοκρατικός εκφυλισμός του «κινήματος της αλλαγής», που γέννησε η επτάχρονη αντι-κομμουνιστική «ελληνο-χριστιανική» δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.
Όπως δείχνει ο Βαγγέλης Κοροβίνης,[2] κυρίαρχη πολιτική παράδοση στη νεωτερική Ελλάδα είναι η Φαυλοκρατία, πλην βραχύβιων τινών διαλλειμάτων, όπου σε συνθήκες κρίσης η εξουσία παραχωρείται στους εκσυγχρονιστές, προκειμένου να επιτευχθεί μια «αλλαγή», η οποία «ανανεώνει» το φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα. Λειτουργώντας η μία ως άλλοθι της άλλης, οι δύο διακομματικές αυτές πολιτικές παραδόσεις, η φαυλοκρατία και ο εκσυγχρονισμός, κατέστρεψαν την Κοινοτική πολιτική κουλτούρα του ελληνικού λαού.[3]
Και επειδή στο εθνοκρατικό σύστημα η κοινωνία συναντάται με τα κόμματα μόνο στο επίπεδο της διακηρυσσόμενης εκ μέρους τους ιδεολογίας, η Φαυλοκρατία, αποδεικνύοντας στην πράξη τον προσχηματικό χαρακτήρα των ιδεολογικών αμφιέσεών τους (εθνικιστικών, σοσιαλιστικών ή απλώς εκσυγχρονιστικών), κατόρθωσε τελικά να κάνει τους Έλληνες να μην πιστεύουν σε τίποτα. Απελευθέρωσε έτσι τον κλασικό ελληνικό μηδενισμό, τον εγωιστικότερο-αυτοκαταστροφικότερο πάντων.
Η Μεταπολίτευση, μη μπορώντας να διατηρήσει τον θεμελιώδη φαυλοκρατικό «εθνικό διχασμό», όπου στον χώρο του κοινωνικώς αποκλεισμένου είχε τοποθετηθεί, μετά τον Εμφύλιο, μαζί με τους κομμουνιστές και ολόκληρη η Αριστερά των εαμογενών δυνάμεων, διακινδύνευσε την κατάργησή του και το πέρασμα στο σύστημα της ομαλής εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Το βόλεμα των «δικών μας παιδιών» δεν θα έπρεπε πλέον να προϋποθέτει το ξεβόλεμα και την εκδίωξη των «παιδιών» του φαυλοκρατικού αντιπάλου. Όπερ και εγένετο: Δόθηκε χώρος για την «τακτοποίηση» πάντων στο διογκωμένο «Δημόσιο».
Παράδειγμα όλως τυπικό: «Τηρουμένων των αναλογιών (παραμέτρων: χρονικών, επιστημονικών, οικονομικών, κοινωνικών, ευρωπαϊκών), το Δημόσιο Νοσοκομείο που εγώ παρέλαβα να διοικήσω ως Πρόεδρος το 1982, με τα 440 κρεβάτια του και τα 800 άτομα συνολικό προσωπικό, παρείχε υποβαθμισμένη μεν αλλά συγκριτικά καλύτερη περίθαλψη, από το σημερινό ίδιο Νοσοκομείο του 2000, με τα επίσης 440 κρεβάτια του και τους 2.800 (ναι, καλά διαβάσατε 2.800!) συνολικά εργαζόμενους. Απίστευτο θα μου πείτε, πλην όμως τραγικά αληθινό.» [4]
Επιπλέον: Ο Ανδρέας Παπανδρέου (1919-1996), τροπαιοφόρος άγιος των «μη προνομιούχων», επέτρεψε στον «σοσιαλιστικό» λαό του, όχι μόνο να εισβάλλει στο κράτος, αλλά και να ισοπεδώσει κάθε ιεραρχία και κάθε εξουσία μέσα στα παραδοσιακά του στεγανά, μετατρέποντάς το από εφιαλτικό μπαμπούλα σε συνδικαλιστικό κλωτσοσκούφι, όπου «πας ανήρ ξυλεύεται». -Κάντε ό,τι θέλετε αρκεί να με ψηφίζετε, ήταν το μήνυμα. -Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ο Λαός στην εξουσία. Από το μονοκομματικό κράτος περάσαμε στο πολυκομματικό μη-κράτος. Στο «παλαϊκό κράτος», που ήταν άλλωστε και το «όραμα» της εγχώριας κομμουνιστικής Αριστεράς, έπειτα από το περίφημο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Επειδή, παγίως στη νεωτερική Ελλάδα, το αληθινό περιεχόμενο της «πολιτικής» διαπάλης είναι η διαρπαγή των κρατικών πόρων,[5] τούτο οδήγησε απλώς σε γενίκευση / μαζικοποίηση της φαυλοκρατίας. Και στη δημιουργία ενός υπερμεγέθους παρασιτικού πολυκυκλώματος, που τα πλοκάμια του φτάνουν μέχρι τον τελευταίο Δήμο της χώρας, όπως δείχνουν οι επιδόσεις των ΟΤΑ στη διαφθορά. Η συντήρηση του κοινωνικού αυτού βαμπίρ απαιτεί την αυξανόμενη υποχρηματοδότηση των εθνικών και κοινωνικών αναγκών και την αυξανόμενη υπερχρέωση του «Δημοσίου». Αυτή είναι, άλλωστε, και η πραγματική αιτία των παντοειδών «ελλειμμάτων», τα οποία δεν μειώνονται, αλλά, «εκτοξεύονται και τίθενται σε δορυφορική τροχιά», διογκωνόμενα σταθερά, καθ’ όλη τη διάρκεια του «κύκλου» της Μεταπολίτευσης.
Γενικευόμενο όμως το φαυλοκρατικό σύστημα καθίσταται μη βιώσιμο. Κι αυτό όχι μόνο λόγω του απίθανου κόστους του, όχι μόνο λόγω της γενικής κρατικής «παραλυσίας» που προκαλεί, αλλά και επειδή το γέννημά του, το κυρίαρχο κοινωνικό βαμπίρ, στερείται ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως. Σε αντίθεση με τις κανονικές άρχουσες τάξεις, δεν αντιλαμβάνεται, ότι η επιβίωσή του εξαρτάται από την επιβίωση του ξενιστή του: του ελληνικού έθνους-κράτους.
Η συνάντηση της νεοελληνικής φαυλοκρατίας και του μεταμοντέρνου μηδενισμού, εμπεδώνει τα ιστορικά αυτά δεδομένα. Γι’ αυτό και πετύχαμε το εκπληκτικό: να γίνει καθεστωτική ιδεολογία ο πιο αυτοκτονικός εθνομηδενισμός.[6]
3. Η αντίθεση εκσυγχρονισμού / φουνταμενταλισμού προκάλυμμα του μηδενισμού.
«Παράδοση σημαίνει να δημιουργείς εκ του μηδενός», δήλωνε εμβριθώς ο πρωθυπουργός της οκταετίας 1996-2004 Κ. Σημίτης. Έδινε έτσι τον ορισμό του μηδενισμού ως παράδοσης.[7] Υποδήλωνε, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, την κρυμμένη συγγένεια εκσυγχρονισμού και μηδενισμού.
Στην πράξη ο εκσυγχρονισμός αναπτύσσεται στη μεταπαπανδρεϊκή περίοδο του ΠΑΣΟΚ ως προκάλυμμα της κλεπτοκρατίας. Ως συμμετρικό όμως προκάλυμμα προβάλλει, παραδόξως, και ο αντίπαλός του: ο εθνικο-θρησκευτικός φουνταμενταλισμός. Παράδειγμα η διαμάχη Σημίτη / Χριστόδουλου, όπου ενώ κονταροχτυπιούνταν αυτοί οι δύο, ο μέγας «εκσυγχρονιστής» και ο μέγας «φουνταμενταλιστής», ο μηδενισμός έκανε ανενόχλητος τη δουλειά του.[8] Η βραχυβιότητα του σημιτικού «εκσυγχρονισμού» δεν οφείλεται, ασφαλώς, στην «αντίσταση» του εθνικο-θρησκευτικού αυτού «φουνταμενταλισμού», αλλά στη δική του σαθρή βάση, που ήταν η σύγκλιση όλων των πτερύγων της ελληνικής κλεπτοκρατίας στον κοινό τους στόχο: α) να μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ και β) να φαγωθεί ο πακτωλός της «Ολυμπιάδας». Η σύγκλιση ήταν συγκυριακή. Γι’ αυτό και κατέρρευσε εν ριπή οφθαλμού μόλις ο σκοπός επετεύχθη.[9]
Η παράδοση της «εκ του μηδενός δημιουργίας» οριοθετεί, λοιπόν, τον φαύλο «κύκλο της Μεταπολίτευσης». Ο «κύκλος» αυτός, που δεν λέει να «κλείσει», μοιάζει πλέον σαν τη «νύχτα των ζωντανών νεκρών».[10] Χαρακτηρίζει μια κοινωνία κυριαρχούμενη από τον εγωτισμό και τη λατρεία του παρόντος.[11] Ενώ βρίσκεται ανυπεράσπιστη στα νύχια ασύδοτων συμφερόντων, ενώ βλέπει το φυσικό και ιστορικό της οικοσύστημα να καταστρέφεται ραγδαία και να σφίγγει η δημογραφική θηλιά στο λαιμό της, η κοινωνία αυτή μοιραία και άβουλη, εκλέγει και ξαναεκλέγει τους διαχειριστές της καταστροφής της.
Σημειώσεις
[1] Ονομάστηκε έτσι από τη Φιλοκαλία, την οποία επιμελήθηκαν οι Άγιοι Μακάριος Νοταράς (1731-1805) και Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) και μετέφρασε στα ρωσικά ο αγιορείτης μοναχός Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794). Είναι «κίνημα των κολυβάδων». Η εκκλησιαστική ιεραρχία τους κυνήγησε. Υπολείμματά τους θα γνωρίσει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) στη Σκιάθο από την πνευματικότητα των οποίων και θα επηρεαστεί καθοριστικά. Μια αίσθηση της άλλης ποιότητας των ανθρώπων εκείνων μας δίνει η παρακάτω αναφορά του (με αφορμή την επιλογή του Μακράκη να ενσωματώσει ορισμένες συνήθειές τους): «δέν εδόθη εις κοσμικούς ανθρώπους νά μιμώνται τά έθιμα τών ασκητικών εκείνων ανδρών, τών εν αμέμπτω πολιτεία διαγόντων, ουδ' έξεστιν εις τούς εν τή τύρβη τού κόσμου βιούντας νά παραδώσει τά σεμνά καί υψηλά εκείνα πράγματα.» Παιδιά του φιλοκαλικού κινήματος σαν τον Παπαδιαμάντη ήταν στη Ρωσία ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881). Απόηχος στον 20ο αιώνα του πνευματικού εκείνου κινήματος είναι θεολόγοι, όπως ο Βλαδίμηρος Λόσκι, ο Σωφρόνιος Σαχάρωφ και ο δικός μας Ιωάννης Ρωμανίδης (1927-2001).
[2] Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία. Αρμός, Αθήνα 2008.
[3] Μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) Στο πολιτικό πεδίο κύρια αντίθεση, μετά την Επανάσταση του 1821, είναι η αντίθεση ανάμεσα στην εισαγόμενη προαντιπροσωπευτική νεωτερική πολιτική παράδοση (όπου η πολιτική λειτουργία ανήκει στις κομματικές ολιγαρχίες και όχι στην κοινωνία), αφ’ ενός και στην προνεωτερική πολιτική παράδοση των Κοινών (όπου η ίδια η κοινωνία ασκεί την πολιτική λειτουργία, είτε άμεσα είτε έμμεσα δι’ αντιπροσώπων με όρους ελέγχου και ανακλητότητας εκ μέρους της Συνέλευσης των πολιτών), αφ’ ετέρου. Στη σύγκρουση με την κοινοτικό της αντίπαλο η νεωτερική πολιτική παράδοση διαιρείται σε φαυλοκρατική και «εκσυγχρονιστική» και η αντίθεσή τους, ενώ είναι δευτερεύουσα, επισκιάζει την κύρια αντίθεση, εμφανίζοντας τον «εκσυγχρονισμό» ως την «εναλλακτική λύση» στην εξάλειψη της ελευθεροκεντρικής-κοινοτικής κουλτούρας. β) Η φαυλοκρατική πολιτική παράδοση προέκυψε από τη νεωτερική μετάλλαξη των πελατειακού τύπου σχέσεων διαμεσολάβησης μεταξύ Κοινών και Οθωμανικής δεσποτείας (τις οποίες διεκπεραίωναν φαναριώτες, αρματωλοί και κέφτες, πουλώντας «προστασία» στα Κοινά). Τη μετάλλαξή τους σε σχέσεις «προστασίας» των οικογενειών πλέον έναντι της νεωτερικής-εθνοκρατικής δεσποτείας, με μεσολαβητές και πάτρωνες τους κομματάρχες. Η οθωμανική Πύλη αντικαταστάθηκε από τις Πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων και οι παλιοί διαμεσολαβητές από τα κόμματα. Η φαυλοκρατική πολιτική παράδοση αντιπροσωπεύει, έτσι, την πατρωνειακή προσαρμογή της εισαγόμενης νεωτερικής πολιτικής παράδοσης, με στόχο την εθνοκρατική μετάλλαξη του Ελληνισμού… Μόνο τελευταία αρχίζει να παραμερίζεται το «εκσυγχρονιστικό» παραμορφωτικό πρίσμα και να γίνεται κατανοητή η φύση της νεοελληνικής φαυλοκρατίας. Ήδη τίθεται θέμα «χωρισμού του κράτους από την κυβέρνηση» και «χωρισμού του λαού από το κράτος», αλλά δεν υπάρχει πλέον ο λαός που θα το ήθελε. Ούτε κανείς θυμάται τι θα σήμαινε.
[4] Χ. Σ. Σωτηρόπουλος, «Ε.Σ.Υ. Το προεκλογικό «κλωτσοσκούφι». ΑΝΤΙ τ. 713 σ. 41.
[5] Ευ. Κοροβίνης, ό.π.
[6] Παράδειγμα: Στη σ. 19 του γνωστού βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού παρουσιάζεται σαν ακαταμάχητη αλήθεια, το εξής απόσπασμα από επιστολή στον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο 13ο του πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη το 1590-1606: «Οι Σουλτάνοι συνηθίζουν όταν κατακτούν ένα βασίλειο ή μια επαρχία, να διατηρούν θαυμαστή τάξη. Δημεύουν τις περιουσίες της εκκλησίας, των πολεμιστών … και … όλα τα αγαθά του ηττημένου ηγεμόνα. Όσο για τον λαό, αφήνεται να ζη σύμφωνα με τα έθιμά του. Διατηρεί τα αγαθά του και έχει θρησκευτική ελευθερία». Η ιστορική αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Σε σουλτανικό φιρμάνι της ίδιας εποχής (23 Μαρτίου 1601) διαβάζουμε τα εξής ανατριχιαστικά: «…άμα τη αφίξει του παρόντος αυτοκρατορικού φιρμανίου Μου, …[να] στρατεύονται και αποστέλλωνται εις τα οτζάκια των γενιτσάρων οι από 15 έως 20 ετών καλλίμορφοι, αρτιμελείς … νέοι των απίστων … Εφ’ όσον παρίσταται ανάγκη …[κατά] τας διατάξεις του ιερού φετβά του σεϊχουλισλαμάτου, όταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος αντιστή … θα απαγχονίζεται ευθύς εις το κατώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας. (Εν τω στρατοπέδω Αδριανουπόλεως τη 24η Ραμαζάν 1009 [ή 23 Μαρτίου 1601])». {Πηγή: «Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας», τ. Β’ (Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, 1598-1886), επιμ. Ι.Κ.Βασδραβέλη, εκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσ/νίκη 1954.} (Το υλικό της υποσημείωσης αυτής το πήρα από άρθρο του Κώστα Ζουράρι στην εφημερίδα Μακεδονία. Βλ. και www.antivaro.gr.)
[7] Κώστας Σημίτης, Η Ελλάδα της ΟΝΕ: Μια δυναμική και εξωστρεφής Ελλάδα. ("Έθνος της Κυριακής". 18 Ιουνίου 2000.) Πρόκειται, ίσως, για «πολιτική αξιοποίηση» της κοινωνιο-οντολογικής θέσης του Καστοριάδη, για την ικανότητα του «κοινωνικού φαντασιακού» να δημιουργεί «εκ του μηδενός». (Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Ράππας Αθήνα 1985.)
[8] α) Υπεξαιρούσε, όχι μόνο τα πλακάκια του Παντείου Πανεπιστημίου και κάποια ασύλληπτα ποσά, αλλά ακόμα και τον καθηγητικό μισθό του «εκσυγχρονιστή» πρωθυπουργού μας. Αφήνω τα ιλιγγιώδη λαδώματα και τις κλοπές του αιώνα, που συνόδευαν την αφανή διαπλοκή με τα γιγαντιαία λεηλατικά συμφέροντα. β) Ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ύψωνε το λάβαρο της Επαναστάσεως, για να μαζέψει τα τρία εκατομμύρια υπογραφές, με τις οποίες θα περιτείχιζε την ορθόδοξη ταυτότητα, δεν είδαμε να διαδραματίζεται κάτι το διαφορετικό στην αυλή του. Η μεσανατολική πολιτική της ελλαδικής Εκκλησίας ήταν στα χέρια τέως ενεχόμενου με ναρκωτικά πνευματικού τέκνου, μαζί με οπλοφόρο ιερομόναχο της «Χρυσοπηγής». Ο μητροπολίτης Αττικής έκλεβε ασύδοτος προσοδοφόρο προσκύνημα της χωροδεσποτείας του… «για μια ώρα ανάγκης». Η φαυλοκρατική διαχείριση της «Αλληλεγγύης» (φιλανθρωπικής Μ.Κ.Ο. της Εκκλησίας) θα αφήσει άναυδους ακόμα και επαγγελματίες του είδους… Προφανώς αυτοί οι δύο, ο Κ. Σημίτης (που «καλβινιστή» τον ανέβαζαν και «λογιστή» τον κατέβαζαν) και ο μεγαλεπήβολος εκκλησιαστικός αντίπαλός του, δεν ήταν μηδενιστές. Συμμερίζονταν όμως την κυρίαρχη ολέθρια αντίληψη, ότι «δεν μπορείς να είσαι καθαρός». Ότι «πρέπει να κάνεις πως δεν βλέπεις, αν θέλεις να κάνεις κάτι». Διότι: «αυτή είναι η Ελλάδα». Δυστυχώς γι’ αυτούς δεν μπορούν να πουν, σαν τον Οροφέρνη Αριαράθου, ότι «δεν ήξεραν τι γένονταν τριγύρω τους»… (Καβάφης).
[9] Αφήνοντας, βεβαίως, στα κρύα του λουτρού όσους είχαν πάρει στα σοβαρά τον «εκσυγχρονισμό». Για την ανάλυση του ελληνικού εκσυγχρονισμού, ως «ενάρετης φάσης της ελληνικής κλεπτοκρατίας», βλ. και το δικό μου «άλλοθι» στο περιοδικό Άρδην τ.18 (Μάρτιος-Απρίλιος 1999) με τίτλο Το ΠΑΣΟΚ και ο ελληνικός ατομισμός.
[10] Τίτλος άρθρου του παιδαγωγού Νίκου Ράπτη, Διευθυντή, κατά το διάστημα 2002-2004, του σημιτικού ΟΠΕΚ (Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας). (Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 27-7-2006 στην ιστοσελίδα www.ppol.gr)
[11] Ν. Ράπτης, ό.π.
Aπό το βιβλίο "Ο σύγχρονος μηδενισμός" εκδ. Αρμ'ος, σ. 243.
Ανάρτηση από:http://www.antifono.gr