Του Στάθη Σταυρόπουλου
α σας γυρίσω πίσω στο 1993-1996. Είναι η εποχή που ο εκσυγχρονισμός εμφανίζεται στην Ελλάδα. Στις εφημερίδες της εποχής, με προεξάρχοντα τα Νέα και ακολουθούσα την Ελευθεροτυπία, αρχίζει να εμφανίζεται ένα καινούργιο ιδιόλεκτο. Κυρίαρχη λέξη που εμφανίστηκε τότε, εκτός από την «κεντροαριστερά» που ο Σημίτης είχε ανασύρει από τα βάθη της δεκαετίας του ’60 για να μπορέσει να αποδεσμευτεί από το λαϊκό φορτίο το οποίο έφερε το ΠΑΣΟΚ, ήταν η λέξη «λαϊκισμός».
Βέβαια, υπήρχε ένα σοβαρό ερώτημα. Ο λαϊκισμός είναι μία έννοια που αποδίδεται στις ηγεσίες. Ο ποπουλισμός, η δημαγωγία. Το παράξενο με τη χρήση αυτής της λέξης ήταν ότι αποδιδόταν στον λαό. Δηλαδή ξαφνικά ο λαός εκατηγορείτο ως δημαγωγός του εαυτού του. Γιατί αποδιδόταν στον λαό αυτός ο χαρακτηρισμός; Ήταν ένας χαρακτηρισμός καθηλωτικός. Προκαλούσε στον λαό ενοχή για τις πράξεις των δημαγωγών του.
Φυσικά η σημειολογία δεν περιορίζεται ποτέ σε μία λέξη. Άρχισε τότε να πλημμυρίζει στις εφημερίδες η αγία τριάδα της εξουσιαστικής σημειολογίας, δηλαδή οι ευφημισμοί, οι συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί και η παρένδυση των εννοιών. Κυριάρχησαν ευφημισμοί όπως «απασχολήσιμος» και «ευέλικτη εργασία», ενώ λέξεις όπως «ιμπεριαλισμός» και «εργατική τάξη», έφευγαν για την εξορία πυξ λαξ. Τέλος, στον δημόσιο λόγο έμπαιναν συκοφαντικοί χαρακτηρισμοί, όπως «διεφθαρμένοι», «τεμπέληδες», «λαϊκιστές», «εθνικιστές» ή «αντισημίτες».
Η ιδεολογική κυριαρχία αυτού που στην αρχή ονομάστηκε νέα δημοσιογραφία και στη συνέχεια έγινε ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, είχε να κάνει με έννοιες όπως ο μεταμοντερνισμός, ο αυτοπροσδιορισμός, ο πολυπολιτισμός. Έννοιες δηλαδή που είχαν να κάνουν με αλήθειες του καθενός, χωρίς να χρειάζονται καμιά απόδειξη. Αυτή ήταν πλέον η απόλυτη αποκοπή του παλιού κατανοητού πολιτικού λόγου μεταξύ των πολιτικών και των μαζών. Είχε αρχίσει να λειτουργείται ο χυλός μέσα στον οποίον βυθίστηκε η πολιτική ζωή μεταφέροντας πρότυπα, προτάγματα και αναλύσεις, οι οποίες δεν είχαν να κάνουν καταρχήν καθόλου με την ελληνική κοινωνία.Τρία φαινόμενα
Τριάντα χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία, και μιλώ για το επίπεδο της σημειολογίας, για να φτάσαμε σε μία κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από τρία πράγματα:
Πρώτον, από την ενσωμάτωση της Αριστεράς στο σύστημα. Η αρχή έγινε με τη σοσιαλδημοκρατία, στη συνέχεια όμως ακολούθησαν τμήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ως έναν βαθμό της κομμουνιστικής Αριστεράς. Όταν λέμε ενσωμάτωση στο σύστημα, εννοούμε στον εκσυγχρονισμό που ήταν το πρελούδιο του νεοφιλελευθερισμού. Η ρητορική της ενσωματωμένης Αριστεράς ήταν δομική, λειτουργική, οι δυνάμεις αυτές καλούντο να ολοκληρώσουν ένα συγκεκριμένο έργο.
Το δεύτερο ήταν η υποχώρηση και ο εκφυλισμός της αστικής δημοκρατίας. Η αστική τάξη πλέον δεν χρειαζόταν τη δημοκρατία. Αντιθέτως, ήταν εμπόδιο στην όρθωση αυτής της οικονομικής φρίκης, της οικονομικής τυραννίας. Εμφανίστηκαν πολιτειακά μορφώματα όπως οι ανεξάρτητες αρχές και οι περίφημες ΜΚΟ. Εδώ ισχύει αυτό που είπε κάποτε ο Κράσος στον Καίσαρα: «Κράτα τους θεσμούς να νομίζουν ότι δουλεύει η δημοκρατία, και κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις για να πλουτίσουμε όλοι».
Το τρίτο φαινόμενο είναι η εθνική αποδόμηση. Είναι η διαδικασία που χρειάζεται για να τρωθεί το εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η ταξική πάλη. Καταργώντας το εθνικό πλαίσιο, η ταξική πάλη αδυνατίζει και μια ταξική δύναμη δεν μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, αφού η κοινωνία δεν αισθάνεται ότι ανήκει σε μία κοινότητα, σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι διεργασίες που εξελίσσονται αφορούν τη ζωή της.
Η ιδεολογική κυριαρχία αυτού που στην αρχή ονομάστηκε νέα δημοσιογραφία και στη συνέχεια έγινε ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, είχε να κάνει με έννοιες όπως ο μεταμοντερνισμός, ο αυτοπροσδιορισμός, ο πολυπολιτισμός. Έννοιες δηλαδή που είχαν να κάνουν με αλήθειες του καθενός, χωρίς να χρειάζονται καμιά απόδειξη
Μετα-παγκοσμιοποίηση και «αντισύστημα»
Είμαστε ήδη μετά την παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση είναι νεκρή, αυτό όμως που έχει δημιουργήσει, συνεχίσει να ζει διότι εξυπηρετεί τον νεοφιλελευθερισμό. Ποια είναι τα νέα φαινόμενα της μετα-παγκοσμιοποίησης;
Είναι η λειτουργία του συστήματος και του αντισυστήματος. Το αντισύστημα οργανώνεται από το βαθύ σύστημα για να βάζει τον λαό στη μέση και να συνεχίσει να τον κυβερνά. Είτε αυτό είναι χρυσό αντισύστημα –περίπτωση Μακρόν– είτε είναι ένα λαϊκό αντισύστημα, με απήχηση δηλαδή στις λαϊκές μάζες (π.χ. Τραμπ, Ιταλία). Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία, το αντισύστημα δεν έφερε καμιά αλλαγή από αυτές που υποσχόταν ότι θα κάνει πράξη. Απλώς το αντισύστημα νομιμοποιεί την ακροδεξιά και τον εθνικισμό. Διότι, μετά την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε επιστροφή του αστικού κράτους, έχουμε επιστροφή του εθνικισμού στο κράτος.
Τη μετα-παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζουν οι χαώδεις αντιθέσεις. Πρωτοφανής στην ιστορία συσσώρευση πλούτου και εξάπλωση του πολέμου. Η επίκληση και η απειλή του πολέμου είναι η νέα νομιμότητα και οδηγεί σε νέες πολιτικές διαχείρισης, διαφορετικές από της κλασικής αποικιοκρατίας. Στο παιχνίδι εμπλέκονται και ήσσονος σημασίας δυνάμεις, όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Ινδία, διασπείροντας έτσι την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και οδηγώντας σε μία απρόβλεπτη και άνευ ελέγχου κατάσταση.
Μια άλλη διάσταση είναι η αφιλοσόφητη επιστήμη. Η δημιουργία ενός νέου τεχνολογικού Μεσαίωνα, όπου οι επιστήμονες, αφημένοι στις αγκαλιές των εταιρειών και του χρήματος και καθόλου τον κοινωνιών, λειτουργούν με τρόπο ο οποίος υπόσχεται πράγματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φρίκη. Υπάρχει επίσης το ερώτημα του διαδικτύου. Στην αρχή φάνηκε ότι μπορεί να είναι μία δημοκρατική διασπορά της πολιτικής, η οποία θα μπορούσε να οπλίσει τις μάζες για να αντιμετωπίσουν την κυρίαρχη προπαγάνδα, αρχίζει να φαίνεται ότι μπορεί να είναι και το αντίθετο.
Ταυτόχρονα, έχουμε άλλα δύο φαινόμενα που δεν είχαν προηγούμενο. Το ένα είναι η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που λιμνάζουν. Ταυτόχρονα, συμβαίνει κάτι το οποίο δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, μία τρελή λογιστική φούσκα αξιών που δεν αντιστοιχούν σε τίποτα. Αυτά τα δύο φαινόμενα μπορούν να κάνουν τις καταστάσεις ανεξέλεγκτες πολύ γρήγορα, εύκολα και απρόβλεπτα.
Η Αριστερά και τα ίχνη του καινούριου
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, είναι πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση. Η Αριστερά έχει χάσει την ιστορική πρωτοβουλία. Αυτό που έχει αφήσει είναι μια ιστορική παρακαταθήκη, μια μνήμη, γνώσεις οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν διάφορους διανοητές ή και λαϊκές μάζες να αντιληφθούν την κατάσταση. Αλλά δεν έχει προτάγματα, μοντέλα, μοτίβα στα οποία θα μπορούσε να οργανωθεί η σκέψη και η πολιτική δράση για να αντιμετωπιστούν αυτά τα κολοσσιαία φαινόμενα.
Μόνο οι μάζες μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτό που συμβαίνει. Και επειδή τους συμβαίνει και επειδή θα μπορούσαν ενδεχομένως να το κατανοήσουν με έναν τρόπο διαφορετικό από τους έως τώρα παραδεγμένους. Ο οποίος όμως αποτελεί με τη σειρά του ένα ερώτημα. Όπως ερώτημα είναι αν υπάρχει δυνατότητα οι μάζες να εξεγερθούν σε συνθήκες ειρήνης, ή αν εξεγείρονται μόνο επί των ερειπίων ενός πολέμου, όπως όλες οι επαναστάσεως ως τώρα.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η επανάληψη των μοτίβων και της ιστορικής εμπειρίας έως τώρα. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν τα λάθη τους. Υπάρχει σήμερα το κλίμα εκείνο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συζητήσεις, σκέψεις, αναζητήσεις σε μία τέτοια κατεύθυνση; Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι εν σπέρματι υπάρχει. Αν δούμε τι γίνεται σε κάποιες σχολές, ακαδημαϊκές σκέψεις, σε κάποιους θύλακες δημοσιογραφικούς, σε κάποιες σέχτες μέσα στα πολιτικά κόμματα, θα δούμε ότι αυτός ο προβληματισμός αρχίζει να εγείρεται.
Όλοι αισθανόμαστε, και αυτή είναι και μια αιτία της αμηχανίας που μας διακατέχει, ότι κάτι έχει τελειώσει αλλά κάτι καινούργιο δεν έχει ακόμα αρχίσει. Το παρήγορο είναι ότι τα ίχνη αυτού που αρχίζει υπάρχουν. Το τρομερό είναι ότι αυτά τα ίχνη που βλέπουμε καλούνται να αντιμετωπίσουν μεγέθη πολύ πιο μεγάλα από όσα ως τώρα ταλάνιζαν την ανθρωπότητα από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και ύστερα.
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΌ
Η χώρα αυτή, ανεξάρτητα αν η συμφωνία καταρρεύσει ή όχι, δημιούργησε ένα προηγούμενο το οποίο είναι συγκλονιστικό. Το θέμα της γλώσσας και του έθνους. Από χθες το βράδυ, υπάρχει Μακεδονικό έθνος που δεν σχετίζεται με τους Αρχαίους Έλληνες, αλλά με μία περιοχή που έπαψε να είναι ελληνική μετά από αυτούς, και μια γλώσσα η οποία δεν είναι πια μία πρωτοβουλγαρική διάλεκτος με ένα πρωτοσλαβικό ιδίωμα, είναι μια γλώσσα η οποία συνοδεύει ένα έθνος. Αυτό, παρά τη δυσλειτουργία της συμφωνίας όπως αυτή που είχε το «σχέδιο Ανάν», δημιουργεί ένα προηγούμενο που στο μέλλον θα φανεί τι διαστάσεις έχει, μπορούμε όμως να τις δούμε από τώρα. Οι Αμερικανοί βάζουν τη FYROM στο ΝΑΤΟ. Υπήρχε κάποιος λόγος σοβαρός; Υπήρχε ρωσική επιρροή στην FYROM; Κόσσοβο και FYROM είναι η μεγαλύτερη βάση των Αμερικανών στην Ευρώπη. Γιατί λοιπόν ξαφνικά τέτοια πρεμούρα; Ο ένας λόγος, ο πρακτικός, είναι ότι βρήκαν τον Τσίπρα να τελειώνει τη δουλειά. Όμως η δουλειά αυτή πρέπει να τελειώσει όχι γιατί σταθεροποιείται το ΝΑΤΟ στην περιοχή, αλλά διότι η μελλοντική αποσταθεροποίηση της περιοχής χρειάζεται τις παρακαταθήκες που δημιουργήθηκαν τώρα, αναγνωρίζοντας μακεδονικό έθνος και γλώσσα. Το σχέδιο αυτό έχει να κάνει με το μετά, όχι με το τώρα, ούτε με το πριν. Εκείνο που τους οδήγησε έχει να κάνει με τον ανασχεδιασμό της περιοχής. Αν η αποσταθεροποίηση της περιοχής προϋποθέτει σατζάκια, προτεκτοράτα και βιλαέτια, η μελλοντική της ενότητα θα είναι στη βάση της συμφωνίας των ισχυρών και των ισχυρότερων. Και η Ελλάδα δεν είναι ούτε στη μία κατηγορία, ούτε στην άλλη.
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr