Του Γεράσιμου Δεληβοριά
«Είναι εκεί στην πολιτεία/ σε πλατείες και γραφεία/μια φωλιά που ζεί μια ράτσα/ τετραπέρατη καπάτσα. Σκάβουν, σπέρνουν και θερίζουν/ και χτυπιώνται με τις γλώσσες. Και τα χέρια τα ‘χουν μόνο/ να υπογράφουν, να μουτζώνουν. Κα ποτέ τους το ‘να χέρι/ πούναι τ’ άλλο τους δεν ξέρει. Γλωσσομάχοι, γλωσσοφάγοι/ που τις γλώσσες τους να φάνε». (Αριστοφάνη, Όρνιθες. Μτφ. Β. Ρώτας, διδασκαλία Κ. Κούν, μουσική Μ. Χατζιδάκης).
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε πεί, πως μετά από δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το θέμα της Μακεδονίας και εννοούσε φυσικά την ονομασία της γειτονικής χώρας. Απατήθηκε. Η πεποίθηση του όμως είχε γερές βάσεις.
Κανείς, για παραδειγμα δεν θυμάται σήμερα κι ας έχουν περάσει λιγότερα από δέκα χρόνια από την σχετική δημοσίευση, για τα δεκάδες ακίνητα που κληρονόμησε από τις θειάδες του ο Θ. Πάγκαλος (όλοι όμως θυμούνται την περίφημη φράση του, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο).
Κανείς επίσης δεν θυμάται τις απειλές του Ευ. Βενιζέλου εναντίον του δημοσιογράφου Βαξεβάνη, για τα όσα είχε γράψει ο τελευταίος για περιουσιακά ζητήματα της συζύγου του πρώτου, απειλές που βεβαίως δεν προχώρησαν σε υλοποίηση.
Βέβαια, στην περίπτωση του Β. Μαγγίνα που εκμεταλλεύτηκε τον υπουργικό του θώκο για να απολύσει και να απελάσει μάλιστα τον Ινδό κηπουρό του όταν αποκαλύφθηκε πως ο φουκαράς Ινδός δούλευε ανασφάλιστος στο ΙΚΑ, έχουν περάσει τα δέκα χρόνια. Όμως κι εδώ η μνήμη ατόνησε μέσα σε λίγες μέρες από το συμβάν, ενώ για τους αγωνιστές συνδικαλιστές μας μάλλον δεν υπήρξε καν πρόβλημα.
Ούτε την Σάρα, την μικρή Σέρβα που πνίγηκε από τις αναθυμιάσεις του μαγκαλιού θυμάται κανείς κι ας μην έχουν κλείσει έξη χρόνια από την επιβολή του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, που εξαπέλυσε τα τζίπ και τα αλυσοπρίονα στα περιαστικά δάση για την τροφοδοσία των τζακιών με δωρεάν ξυλεία και οδήγησε την μητέρα της στην ανεργία και τις δυό τους σε μιαν φριχτή ανέχεια.
Η λησμονιά όμως, είναι και ο χειρότερος εφιάλτης για κάθε πολιτικό. «Καλύτερα να σε μισούν, παρά να σε ξεχάσουν». Αυτή η συμβουλή τούς στοιχειώνει δύο χιλιάδες χρόνια τώρα.
Γι’ αυτό και όλοι τους φροντίζουνε από καιρό σε καιρό να εμφανίζονται στις εφημερίδες, με κάποιο «άρθρο» που συνήθως περιέχει κοινοτυπίες και τις περισσότερες φορές είναι γραμμένο από κάποιον άλλο. Ή στα περιοδικά με κάποια συνέντευξη. Και οπωσδήποτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με το τουίτερ και το φέϊσμπουκ να παίρνουν φωτιά από τις κοτσάνες που αραδιάζουν.
Τον τελευταίο μάλιστα καιρό, έχουν γίνει πολύ της μόδας οι δημοσιεύσεις από ψεύτικους λογαριασμούς, που δημιουργούν όμως αληθινούς καυγάδες ή ακόμη καλύτερα αληθινές ηρωποιήσεις ή τουλάχιστον ενδιαφέρον γύρω από κάποιον πολιτικό, που μέχρι πριν είχε περιπέσει στη λήθη ή και στην χλεύη ακόμη.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε φυσικά τους κωμικούς καυγάδες των Πολάκη και Γεωργιάδη. Στην δεύτερη, περιλαμβάνεται ο Βασίλης Λεβέντης και η Μυρσίνη Ζορμπά και πρόσφατα ο Στέλιος Παππάς, πατέρας του υπουργού Νίκου Παππά.
Για τον Β. Λεβέντη είναι γνωστή η ιστορία. Ένα και πάνω χρόνο πριν από τις εκλογές του 2015, άρχισαν μαζικές δημοσιεύσεις στο φ/β και άλλα μέσα για «το πόσο σωστά τα έλεγε ο Λεβέντης». Κι από εκεί που ο αρχηγός των Κεντρώων, ήταν το δημοφιλέστερο νούμερο του Μητσικώστα, έγινε αρχηγός κοινοβουλευτικής ομάδας. Φυσικά, οι κολακευτικές δημοσιεύσεις σταμάτησαν αμέσως μετά τις εκλογές, τόσο ξαφνικά, όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί πριν απ’ αυτές.
Η κ. Ζορμπά, αποτελεί μαζί με την κ. Ξενογιαννακοπούλου το «κεντροαριστερό άλλοθι του ανασχηματισμού» σύμφωνα με το ΒΗΜΑ της 2/9/18. Ενώ όμως για την δεύτερη μόνον απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί περιλαμβάνονται στο σχετικό ρεπορτάζ, η επιλογή της κ. Ζορμπά αντίθετα, «παρουσιάζει ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον» και ο καλός δημοσιογράφος την κατατάσσει σε «έναν κύκλο διανοουμένων» μαζί με τους καθηγητές Ν. Μουζέλη, Κ. Τσουκαλά και Αντ.Λιάκο.
Σε αντίθεση όμως με τους δύο πρώτους καθηγητές, οι οποίοι και έχουν πλουτίσει την εγχώρια βιβλιογραφία με σημαντικές κοινωνιολογικές μελέτες, ιδιαίτερα την εποχή της νεότητας τους, η βασική σχέση της κ. Ζορμπά με την διανόηση, είναι πως ομιλεί απταίστως την γλώσσα των κουλτουριάρηδων, αυτήν που ο Ντ. Χριστιανόπουλος αποκαλεί «Αλαμπουρνέζικα». Όταν δίνει κάποια διάλεξη σ’ αυτήν την γλώσσα, ο κυρ Αλέκος, ο κυρ Νίκος, ο κυρ Πάνος, αλλά και διανοούμενοι της κλάσεως του Ν. Φίλη παρακολουθούν ενεοί, μήπως και μπορέσουν να ξεδιαλύνουν τα κρυφά νοήματα της.
Με τις διαλέξεις όμως δεν γίνεσαι γνωστός στους ψηφοφόρους. Για τους τελευταίους χρειάζονται τηλεπαράθυρα, τουίτερ και φέϊσμπουκ. Σ’ αυτά η κ. Ζορμπά υστερεί, ενώ η κ. Παπακώστα τα παίζει στα δάχτυλα, γι’ αυτό και την θυμήθηκαν αμέσως οι πάντες. Με κοροϊδευτική διάθεση βέβαια. Όμως είπαμε. Η βασική αρχή για κάθε πολιτικό που θέλει να επιβιώσει είναι μία: Καλύτερα να σε μισούν, ακόμη και να σε κοροϊδεύουν, παρά να σε λησμονούν.
Πρώτος διδάξας, ο Κώστας Μητσοτάκης. Παρίας της πολιτικής ζωής αμέσως μετά την μεταπολίτευση, με την ρετσινιά του αποστάτη στην πλάτη του, κατάφερε χάρη στην επιμονή του και την οικονομική στήριξη φίλων του, να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, πρώτα σαν ανεξάρτητος βουλευτής, ύστερα σαν υπουργός, κατόπιν αρχηγός της ΝΔ και τέλος πρωθυπουργός. Και το κυριότερο για να τα πετύχει όλα αυτά, το βασικό του ατού, ήταν ακριβώς η ρετσινιά του αποστάτη. Κατάφερε, το αδύνατο του σημείο, να το μετατρέψει στο πιο δυνατό του, πείθοντας τους πάντες μέσα στη ΝΔ πως οι αντίπαλοι τους στο ΠΑΣΟΚ, τον φοβόντουσαν επειδή ήταν μηχανορράφος. Κι όταν οι καραμανλικοί κατάλαβαν πως είχαν πέσει θύματα μιας συμπαιγνίας Παπανδρέου – Μητσοτάκη με σκοπό την διάσπαση της παράταξης τους, ήταν πια αργά.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στο κεντροαριστερό άλλοθι του ανασχηματισμού, στην υπουργοποίηση δηλαδή της κ. Ζορμπά σύμφωνα με το ΒΗΜΑ, θα πρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψιν μας πως ο Θεός πάντα φροντίζει τους καλούς ανθρώπους. Μπορεί η κ. Ζορμπά να είναι ανίδεη από κοινωνικά δίκτυα, φρόντισε όμως ένας Ιταλός δημοσιογράφος με μιαν πλαστή είδηση να την κάνει πρώτο θέμα στο φέϊσμπουκ. Κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί ο εν λόγω δημοσιογράφος ξύπνησε πρωί- πρωί με την διάθεση να κάνει ένα τόσο χοντροκομμένο αστείο, άλλωστε και η κ. Ζορμπά δεν άφησε περιθώριο για ερωτήσεις. Απείλησε με δικαστήρια και μηνύσεις τους «κακόβουλους άγνωστους», όταν όμως έγινε γνωστή η ιταλική ταυτότητα του «κακόβουλου», θυμήθηκε πως έχει σπουδαιότερα πράγματα να κάνει από το να τρέχει στα δικαστήρια και μάλιστα στην αλλοδαπή. Φαίνεται μάλιστα πως τα «κακόβουλα δημοσιεύματα» κυνηγάνε κι άλλους μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Στέλιος Παππάς, πατέρας του υπουργού Νίκου Παππά. Σ’ αυτήν την χώρα, δεν τολμάει να «πρωτοατυχήσει» κανείς. Αμέσως θα βρεθούν χίλιοι αναξιοπαθούντες που μυρίστηκαν αποζημιώσεις.
Μια άλλη μορφή «υπόγειας διαφήμισης» είναι μια καλή φωτογραφία, οικογενειακή συνήθως, όπου όλα τα μέλη της οικογένειας αντικρύζουν τον φακό με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας, θυμίζοντας σε όλους τους ενδιαφερόμενους, πως ο κυρίως εικονιζόμενος εξακολουθεί να είναι «παρών» και θα έρθει μόλις τον καλέσουν («με καλέσατε και ήλθα»).
Αυτοί είναι κυρίως πρώην πρωθυπουργοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, την σχετική φωτογραφία του οποίου, μετά της οικογενείας του και με την απαραίτητη λεζάντα, δημοσίευσε ο δημοσιογράφος Μουρούτης στην ηλεκτρονική εφημερίδα που αρθρογραφεί.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Κάποιοι, θυμήθηκαν την ιστορία του υιού Σαμαρά με την καθηγήτρια που του μηδένισε την κόλλα σε γραπτό διαγώνισμα και η οποία εν συνεχεία απελύθη και άρχισαν τα ειρωνικά σχόλια. Ο Μουρούτης απάντησε κατηγορώντας τους ΣΥΡΙΖΑιους, αλλά και την πεθαμένη πλέον καθηγήτρια. Στην διένεξη παρενέβη ο πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ, την επιστολή του οποίου δημοσίευσε πάλι ο Βαξεβάνης. Οπόταν ο Σαμαράς αντέδρασε στέλνοντας εξώδικα στον Βαξεβάνη και στον πρόεδρο της ΟΙΕΛΕ, απειλώντας με μηνύσεις, αγωγές και κατασχέσεις. Φυσικά, τίποτε απ’ αυτά δεν έκανε, καθώς όπως φαίνεται από την επιστολή του προέδρου της ΟΙΕΛΕ, η περίπτωση ήταν μια κραυγαλέα υπόθεση αυθαιρεσίας και κατάχρησης εξουσίας εναντίον μιας καθηγήτριας.
Η αυθαιρεσία και η εκδικητικότητα του Σαμαρά όντας πρωθυπουργός, προχώρησε σε ολόκληρο τον κλάδο των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ψηφίζοντας νόμο που επέτρεπε πλέον στους εργοδότες να απολύουν εκπαιδευτικούς με το έτσι θέλω, όποιον δηλαδή τολμούσε να σηκώσει κεφάλι στην εργοδοσία και σε κάθε ισχυρό.
Άλλη μια πολιτική καραμπόλα βρήκε τον στόχο της. Ο Σαμαράς έπρεπε σίγουρα να εξουδετερωθεί. Από ποιόν και για όφελος ποιανού όμως; Η πρώτη ματιά δείχνει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα. Σαν αντίπαλος, είναι σίγουρα περισσότερο υπολογίσιμος από τον άβουλο, νευρωτικό και γκαφατζή υιό Μητσοτάκη.
Από την άλλη, είναι σίγουρο πως ο Σαμαράς θεωρεί όποιον του πήρε την πρωθυπουργία, αλλά και την αρχηγία της ΝΔ, σαν σφετεριστή. Ζεί με το όνειρο της δικής του παλινόρθωσης. Απ’ αυτή την άποψη, το επιτελείο του Κ. Μητσοτάκη μοιάζει το ίδιο ένοχο όπως και του Τσίπρα.
Ο Σαμαράς, είναι ένας επηρμένος αλαζόνας, που με τις αλλοπρόσαλλες ενέργειες του έβλαψε την χώρα αλλά και την παράταξη του. Σαν υπουργός εξωτερικών, άνοιξε τα σύνορα με την Αλβανία, επιτρέποντας την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων Βορειοηπειρωτών αλλά και Αλβανών στην χώρα μας. Έτσι άδειασε η Βόρειος Ήπειρος από το ελληνικό στοιχείο και άρχισε να εποικίζεται από Αλβανούς, ενώ οι εναπομείναντες Έλληνες υποφέρουν από την κρατική και παρακρατική τρομοκρατία, με κίνδυνο ολοκληρωτικού αφανισμού.
Σαν πρωθυπουργός, οδήγησε την χώρα στην πιο άγρια λιτότητα, χωρίς όμως σοβαρές προοπτικές ανάπτυξης, αφού κινήθηκε όπως και οι προηγούμενοι (αλλά και οι επόμενοι) κυβερνήτες στη γραμμή της με κάθε τρόπο σωτηρίας της άχρηστης κρατικής γραφειοκρατίας, αλλά και της διόγκωσης της με νέες αχρείαστες προσλήψεις. Ενώ παράλληλα, η περιστολή δαπανών κατευθύνονταν στον περιορισμό θέσεων και δραστηριοτήτων απόλυτα αναγκαίων, στη παιδεία, την υγεία, την έρευνα κλπ.
Σαν άνθρωπος, πέρα από την μνησικακία, την υπουλότητα και το μένος με τα οποία φέρθηκε στην νεκρή καθηγήτρια του γιού του, αποδείχθηκε και αχάριστος απέναντι στον άνθρωπο, αλλά και στην παράταξη που τον ανέδειξε νεότατο σαν υπουργό Εξωτερικών και σημαντικό στέλεχος της, διασπώντας την παράταξη και γκρεμίζοντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Και την ώρα που πλησίαζε πια τους στόχους που του είχαν βάλει οι προστάτες-δυνάστες, τους είδε να τον εγκαταλείπουν και να εναγκαλίζονται έναν θρασύ νεαρό που είχε κατέβει από το πουθενά.
Οι πολιτικοί είναι πάντα ο καθρέφτης του εκλογικού σώματος. Και ο Αλέξης Τσίπρας είναι «τέκνο της ανάγκης» μιας κοινωνίας που ζητά να αυτοπαρηγορηθεί με υποσχέσεις που ξέρει πως είναι ψεύτικες, θέλει όμως πολύ να τις πιστέψει. Αυτή είναι και η βασική διαφορά του Τσίπρα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, το ύφος και την φρασεολογία του οποίου προσπαθεί να μιμηθεί. Οι πομφόλυγες του Παπανδρέου για «τρένα της πληροφορικής» και άλλα ηχηρά δεν ηχούσαν ψεύτικες, παρόλο που ήσαν, γιατί την ίδια ώρα τα ΜΟΠ και ο δανεισμός θέρμαινε την οικονομία, τις καρδιές και τις τσέπες οπαδών και αντιπάλων.
Εκτός από το πάθος για την εξουσία, που είναι κοινή ιδιότητα όλων των πολιτικών, εκείνο που ενώνει τον Τσίπρα με τον Παπανδρέου είναι το θράσος. Ο Τσίπρας ήταν ο πρώτος μετά τον Ανδρέα που αποτόλμησε και τελικά κατάφερε να κάνει πράξη το ρηθέν: «Αν ο λαός δεν συμφωνεί με την κυβέρνηση, τότε αλλάζουμε τον λαό» (ποτέ την κυβέρνηση).
Αυτό το προσόν του επιτρέπει να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό, παρά τις επίμονες προβλέψεις όλων των αναλυτών για επικείμενη πτώση του. Όπως κι ο Α. Παπανδρέου άλλωστε, για τον οποίο ο Λαζόπουλος είχε πει το αμίμητο: «Κανείς δεν κατάλαβε πως δεν κυβερνούσε ο Παπανδρέου (αλλά ο Μητσοτάκης – βρισκόμαστε στα 1994). Όλοι νομίζανε ότι ο Παπανδρέου έκανε ένα διάλειμμα για να ξεκουραστεί». Γι’ αυτό και όλοι οι επικυρίαρχοι, ο καθένας με την σειρά του, εναγκαλίζονται τον Τσίπρα, αντί να τον πετάξουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα τώρα που τέλειωσε το άχαρο έργο του, όπως έκαναν με τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο.
Όταν απέτυχε να διαπραγματευτεί με τους δικαστές της μέσω μιας λογικής συζήτησης, η Αλίκη γύρισε και είπε στην υστερικιά Βασίλισσα. «Στο κάτω – κάτω τι είσαστε; Φιγούρες της τράπουλας». Κι αμέσως η τρομερή Βασίλισσα κι ο Βασιλιάς, αλλά και όλοι οι απειλητικοί φρουροί γίνανε ένα μάτσο τραπουλόχαρτα. Και η ίδια είδε το κορμί της να ξαναπαίρνει τις φυσιολογικές του διαστάσεις. Όμως για να το καταφέρει αυτό έπρεπε πρώτα να αλλάξει η ίδια. Από ανέμελο κοριτσάκι να μετατραπεί σε μια μυαλωμένη κοπέλα, ικανή να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής.