Της Ιωάννας Κούρτοβικ, Δικηγόρος, συνήγορος υπεράσπισης του Δημ. Κουφοντίνα
-αναδημοσίευση με την άδειά της από το dikastiko.gr
“Αληθή
κενά του ποινικού δικαίου προς θεμελίωσιν ή επαύξησιν του αξιοποίνου δεν
υπάρχουν…” (Ν.Χωραφάς)
“Η
υπέρβαση του γλωσσικού νοήματος του ποινικού κανόνα προς θεμελίωση ή
επαύξηση του αξιοποίνου είναι απαράδεκτη και γιατί θα άφηνε δίοδο στην
ενδεχόμενη δικαστική αυθαιρεσία” (Ν.Ανδρουλάκης)
Σύμφωνα
με την πρόσφατη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, για την
υφ’ όρον απόλυση του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα,
επιβάλλεται από το νόμο και το Σύνταγμα στην περίπτωσή του η
εφαρμογή της διάταξης του νέου άρθρου 105Β του Ποινικού
Κώδικα, που ορίζει ως ελάχιστο όριο για την υφ’ όρον
απόλυση του καταδικασμένου σε πλείονες της μίας ισόβιες ποινές, τα 25
χρόνια πραγματικής έκτισης αντί της διάταξης του – έως την
1/7/19- προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, με την οποία το όριο
αυτό ορίζεται στα 19 χρόνια. Έτσι ο συγκεκριμένος
κρατούμενος δεν μπορεί να καταθέσει σχετική αίτηση πριν το 2027!
Για την θεμελίωση της πρότασης αυτής που εισάγει καινά δαιμόνια στην θεωρία του δίκαιου, καθώς προσκρούει στην απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής του νόμου, η εισαγγελική πρόταση επικαλείται την ύπαρξη «νομοθετικού κενού», στην νομοθεσία των τελευταίων πολλών δεκαετιών, ως προς την υφ’ όρον απόλυση των πολυισοβιτών κρατουμένων, το οποίο «κενό», κατά την ερμηνεία αυτή, καλύφθηκε με την ειδικότερη διάταξη του νέου ΠΚ, και ως εκ τούτου – κατά την πρόταση- δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της προηγούμενης ευμενέστερης διάταξης, αφού αυτή δεν διέκρινε μεταξύ μίας και πολλών ισοβίων ποινών.
Και ως συνέπεια της άνω σκέψης περί «νομοθετικού κενού», κρίνεται κατά την εισαγγελική πρόταση ότι δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής η σχετική μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ο νομοθέτης προνόησε (για να αποφύγει περιπτώσεις δικαστικής αυθαιρεσίας), επιβάλλοντας ρητά την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου Κώδικα για την υφ’ όρον απόλυση, για όσους καταδικάστηκαν για εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την 1/7/2019, πριν δηλαδή, την θέση σε ισχύ των νέων διατάξεων, την οποία η πρόταση χαρακτηρίζει ως « νομική κατασκευή» «δικαιοπολιτικά απαράδεκτη», «προφανέστατο νομικό σφάλμα και προσχηματική εφαρμογή», . Και ζητά την μη εφαρμογή της.Η
προτεινόμενη στροφή στην ερμηνεία του νόμου, με προφανή απαξίωση
θεμελιωδών αξιών του Δίκαιου, προσκρούει στην βασική
αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής νόμου, που θεμελιώνεται με τα
πρώτα δυο άρθρα του Ποινικού Κώδικα και με το άρθρο 7 του
Συντάγματος και επιβάλλεται με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος,
όπως το άρθρο 7 της ΕυρΣΔΑ, το άρθρο 15 του
Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ν.2462/1997) και το
αντίστοιχο 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, που
επιβάλουν την αρχή της μη αναδρομικότητας, απαγορεύοντας την
επιβολή βαρύτερης ποινής από εκείνη η οποία ίσχυε κατά τη στιγμή της
τέλεσης του αδικήματος.
Οι
διατάξεις περί της υφ’ όρον απόλυσης αποτελούν, κατά πάγια παραδοχή,
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και
επομένως υπάγονται υπό τις άνω διατάξεις των γενικών αρχών του
Ποινικού Κώδικα, και τούτο και για τον πρόσθετο λόγο
ότι οι όροι έκτισης της ποινής αποτελούν μέρος της ποινικής
αξιολόγησης και της επιμέτρησης της ποινής, που το Δικαστήριο
λαμβάνει πάντοτε υπόψη, κατά τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης και την
επιβολή της ποινικής κύρωσης. Είναι προφανές ως εκ τούτου ότι η
διατύπωση του νόμου δεν επιτρέπεται να τύχει μιας
διαφορετικής ερμηνείας και μάλιστα διασταλτικής, διότι στην περίπτωση
αυτή έχουμε επιδείνωση των όρων φυλάκισης και επέκταση των
συνεπειών της ποινικής κύρωσης πέραν του επιτρεπτού.
Εξάλλου,
το ζήτημα της υφ’ όρον απόλυσης επί πολλών ισοβίων δεν ήταν «νομοθετικά
αρρύθμιστο», μέχρι την θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ,
καθώς, κατά την πάγια παραδοχή, η διατύπωση της
σχετικής διάταξης, κατά την οποία αναφέρεται σε «ποινή ισόβιας κάθειρξης»
και όχι σε «ποινές», «δεν δημιουργεί
κενό ή αμφιβολία, δεδομένου ότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, είτε
μία φορά επιβληθεί, είτε πολλές, με έναν τρόπο και μία φορά εκτελείται». Η
μακρόχρονη άλλωστε διατήρηση της διάταξης αυτής ως είχε, πάρα
τις συνεχείς τροποποιήσεις που έχει υποστεί επί δεκαετίες ο ποινικός
κώδικας, αποκαλύπτει ότι ο νομοθέτης συνειδητά επέλεγε την
όμοια εφαρμογή της σε περιπτώσεις μίας και πολλών ισοβίων και
επομένως δεν αποτέλεσε μία ακούσια παράβλεψη, αλλά μια
συνειδητή και ηθελημένη δικαιοπολιτική επιλογή.
Ενδεικτικά,
οι θέσεις του Εισαγγελέα, κ. Παν. Μπρακουμάτσου , (με
αφορμή το θέμα των αδειών), κατά τις
οποίες «κατά την κρατούσα για το θέμα νομολογία (Γνωμ. Εις. ΑΠ
14/14.11.11, 2588/13.12.95 και 7/21.10.1993) και την κρατούσα στην θεωρία
αντίληψη … και στις περισσότερες της μίας ισόβιες καθείρξεις αρκεί
η οκταετής πραγματική έκτιση ποινής για την χορήγηση της
άδειας», και τις σκέψεις του Εισ.
κ. Νικολάου Μύτη, ως προς την συνδρομή των τυπικών
προϋποθέσεων, στο βούλευμα του Δικαστικού
Συμβουλίου Πειραιά, υπ’ αριθμ. 373/2016, επί ζητήματος
χορήγησης άδειας αναφέρει «…. Καθώς ο νομοθέτης δεν
διακρίνει,.. … θεωρείται, κατ’ ερμηνεία του γράμματος του νόμου και
της εικαζόμενης βούλησης του νομοθέτη ότι ακόμη και στην περίπτωση σωρευτικής
έκτισης περισσότερων ισοβίων καθείρξεων ….η συγκεκριμένη τυπική
προϋπόθεση πληρούται με την πραγματική έκτιση οκτώ (8) ετών ».
Ομοίως,
ο Άρειος Πάγος, με το βούλευμά του, υπ’αριθμ. 1001 /2019,
κρίνοντας επί αντίστοιχου ζητήματος πλήρωσης των τυπικών
προϋποθέσεων για την χορήγηση άδειας αποφάνθηκε κυριαρχικά ότι η
αναφορά του νόμου σε ποινή ισόβιας κράτησης,
καλύπτει και τις πολλές ποινές ισόβιας κάθειρξης, και
αναίρεσε το βούλευμα του Συμβουλίου του Βόλου, που είχε
κρίνει τα αντίθετα.
Εξάλλου
στο χώρο του ποινικού δικαίου, πέραν της αρχής nullum crimen nulla
poena sine lege, υπάρχει εφαρμοστέα και η αρχή in dubio pro
mitiore, κατά την οποία επί δύο αντίθετων δυνατών
ερμηνειών μιας διάταξης, προτιμάται η ερμηνεία εκείνη που είναι
ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο-κατάδικο ( Συμβ.Εφετ Κρήτης, 35/2020) .
Εν
προκειμένω και το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου
επιλαμβανόμενο της εφαρμογής ευμενέστερης διάταξης του νέου ΠΚ για την
απόλυση υφ όρον αποφανθηκε ότι «η αρχή της αναδρομικής
εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου αποτελεί μέρος του
πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απορρέει από τις συνταγματικές
παραδόσεις των κρατών μελών».
Η
εισαγγελική πρόταση απαξιώνει την βούληση του νομοθέτη, όπως εκφράστηκε
με την διάταξη του άρθρου 465 του νέου ΠΚ. Η
δεσμευτική ισχύς της μεταβατικής αυτής διάταξης έχει απασχολήσει
την δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο. Τόσο με την παραπάνω απόφαση,
όσο και με τις γνωμοδοτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου 5/2019 και 6/2020, όπου επισημάνεται ότι «η
διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ η οποία συμπλέει με τη μεταβατική διάταξη του
άρθρου 465 εδ.α ΠΚ … επιβάλει την εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης του άρθρου
105 παρ. 6 εδ.β του προϊσχύσαντος ΠΚ.».
Με
βάση τα παραπάνω, προκαλεί ιδιαίτερα δυσάρεστη
εντύπωση το γεγονός, ότι κατά την εισαγγελική
πρόταση, η αντίθετη με τις παραπάνω αρχές ερμηνεία
θεωρείται ως επιβεβλημένη από τις συνταγματικές αρχές
της ισονομίας και της αναλογικότητας, του άρθρου 4
δηλαδή του Συντάγματος, καθώς ζητείται με αυτήν η
παραβίαση των θεμελιωδών αυτών αρχών με στρέβλωση της
έννοιας και της αξίας τους, προκειμένου να επιτευχθεί ο
αποκλεισμός ενός ιδιαίτερου κρατούμενου από την εφαρμογή τους.
Την
ίδια στιγμή, διαχρονικά και μέχρι σήμερα, σειρά από
βουλεύματα διαφορετικών δικαστικών συμβουλίων ανά την χώρα, έκαναν
δεκτά αιτήματα καταδικασμένων σε πολλές φορές ισόβια, μετά από
19 ( είτε 20 πριν την τροποποίηση του άρθρου το 2015), χρόνια
πραγματικής έκτισης, άλλοτε χορηγώντας την υφ’ όρον απόλυση και
άλλοτε απορρίπτοντας για ουσιαστικούς λόγους, ενώ στο σύνολο
τους τα συμβούλια που κλήθηκαν να αποφασίσουν επί των αιτημάτων των
καταδικασμένων σε πολλά ισόβια για την υπόθεση της 17Ν αναγνώρισαν
την πλήρωση της τυπικής προϋπόθεσης της πραγματικής έκτισης 19
ετών για την υφ’ όρον απόλυση στους αιτούντες, ( ανεξάρτητα από το
γεγονός ότι απορρίφθηκαν τα σχετικά αιτήματα, με επίκληση αιτιολογίας
αμφίβολης αν όχι διάτρητης νομιμότητας, όπως η αντικείμενη στην κοινή
λογική για τον Σ.Ξηρό, ότι παρότι ανάπηρος κατά 90%,
κρίνεται επικίνδυνος για διάπραξη άλλων αδικημάτων).
Είναι
αδιάφορο για την εισαγγελική πρόταση, ότι με σειρά αποφάσεων
του το ΕΔΔΑ, έκρινε αντίθετη προς το άρθρο 3 της
Ευρ.Συμβ.Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την ισόβια κράτηση, χωρίς δυνατότητα
αποφυλάκισης και το Δικαστήριο καταδίκασε πρακτικές που αποβλέπουν
στην αυθαίρετη παράταση της διάρκειάς της.
Η
μόνη δυνατή κατανόηση των σκέψεων αυτών της
εισαγγελικής πρότασης, που θέτουν σε κίνδυνο βασικές αρχές
του Δίκαιου και απειλούν δεκάδες κρατούμενους, που
προσβλέπουν στην διαχρονικά κατοχυρωμένη Αρχή της Ασφάλειας Δικαίου για
την έξοδο τους από την φυλακή μέσα στα συγκεκριμένα πλαίσια που αυτή προβλέπεται
από το νόμο, είναι δυνατή λαμβάνοντας υπόψη ότι η
υπόθεση αφορά τον πολυσυζητημένο κρατούμενο, που απασχολεί
συστηματικά, άθελά του και εν απουσία του τον δημόσιο πολιτικό
λόγο και διάλογο σε ανώτατα επίπεδα (ακόμη και στην πρόσφατη συζήτηση της
πρότασης μομφής, δια του πρωθυπουργικού λόγου), μη αφήνοντας
περιθώρια σε όσους καλούνται να αποφασίσουν για την εφαρμογή του
νόμου στο πρόσωπο του. Ήδη μέχρι σήμερα, ποινική και διοικητική
δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο -Αρείου Πάγου και ΣτΕ
αντίστοιχα- έχουν κηρύξει εαυτές αναρμόδιες να κρίνουν την
νομιμότητα των οργάνων του σωφρονιστικού κώδικα, ενώ το
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, που έχει κληθεί, με αίτημα μας, εδώ και
6 μήνες να επιλύσει την αρνητική σύγκρουση, δεν έχει συγκληθεί για
να αποφασίσει).
Θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει άτοπο, πρόκειται όμως για τόπο εκτός Δίκαιου, αυτόν στον οποίο συστηματικά και ασφυκτικά επιχειρείται να εγκιβωτιστεί ο συγκεκριμένος κρατούμενος, εδώ και δύο χρόνια, τραυματίζοντας ανεξίτηλα την Δικαιοσύνη και την Δημοκρατία. Που δεν ορρωδεί, δεν έχει αδιέξοδα, δεν φοβάται, δεν βυσσοδομεί και δεν εκδικείται. Η μήπως εκδικείται;
Ανάρτηση από: https://thepressproject.gr/