Μια ιστορία που υπενθυμίζει ότι τα αδικήματα αμφισβήτησης του κρατικού μονοπωλίου στην άσκηση βίας παραμένουν εσαεί απαράγραπτα.
Του
Λεωνίδα Βλάσση
Την
Τρίτη 1η Ιουλίου, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αργεντινής, με
την οποία απέρριψε την έφεση κατά της έκδοσής του, ο 75χρονος Λεονάρντο
Μπερτουλάτσι, 45 χρόνια μετά τη φυγή του από την Ιταλία, συνελήφθη στο Μπουένος
Άιρες. Μεταφέρθηκε σε κέντρο κράτησης, εν αναμονή της απέλασής του για την
έκτιση της ποινής κράτησης, στην οποία έχει καταδικαστεί για αδικήματα
σχετιζόμενα με τη συμμετοχή του, τη δεκαετία του 1970, στη δράση της ένοπλης
κομμουνιστικής οργάνωσης Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosse), των οποίων και
υπήρξε μέλος στην πόλη της Γένοβας.
Εδώ
και σχεδόν ένα χρόνο, από τις 29 του περασμένου Αυγούστου, ο ηλικιωμένος Ιταλός
βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του στην αργεντίνικη πρωτεύουσα,
μετά την ανάκληση του πολιτικού ασύλου που του είχε χορηγηθεί το 2004, έπειτα
από απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου, επί της κεντροαριστερής κυβέρνησης
Νέστορ Κίρχνερ, με την οποία του αναγνωριζόταν η ιδιότητα του πολιτικού
πρόσφυγα, αφού είχε καταδικαστεί από την ιταλική δικαιοσύνη ερήμην, κάτι που
δεν προβλέπεται δικονομικά στην Αργεντινή.
Σύμφωνα με δηλώσεις του συνηγόρου του, Ροδόλφου Γιανζόν, η σύλληψή του με σκοπό την άμεση μεταφορά του στην Ιταλία αποτελεί «σκάνδαλο και λαμβάνει χώρα ενώ είναι ακόμα ανοιχτή η έφεση ενάντια στην ανάκληση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα από τις αρχές της κυβέρνησης του Χαβιέρ Μιλέι». Ο έμπειρος Αργεντινός δικηγόρος υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανακοίνωσε επίσης την πρόθεσή του να κινηθεί νομικά για την υπόθεση και σε διεθνή επίπεδο. Παράλληλα τόνισε πως πρόκειται για μια ανάκληση που, για να έχει νομική ισχύ μετά την απόρριψη της έφεσης, πρέπει πρώτα να επικυρωθεί από τις δικαστικές αρχές.
Ποιος είναι όμως ο Λεονάρντο Μπερτουλάτσι;Γεννήθηκε το
1951 στη Βερόνα και από νεαρή ηλικία έζησε στη Γένοβα. Με καταγωγή από
κομμουνιστική οικογένεια, ο νεαρός Λεονάρντο θα στρατευθεί πολιτικά, αρχικά στη
Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), μια από τις μαζικότερες οργανώσεις της
ιταλικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εκείνων των ταραγμένων χρόνων. Έπειτα,
το 1976 θα ενταχθεί στη νεοσύστατη γενοβέζικη «φάλαγγα» των B.R, με το
«όνομα μάχης» Στέφανο. Mια «επιλογή περάσματος στην ένοπλη πάλη», την οποία
εκείνα τα χρόνια που ονομάστηκαν «Μολυβένια», μοιράστηκαν χιλιάδες νέοι και
νέες των δεκάδων παράνομων οργανώσεων της «εκτός των τειχών του
ευρωκομμουνιστικού ΙΚΚ» αριστεράς.
Στην αίτησή
του για τη χορήγηση πολιτικού άσυλου από τις αρχές της Αργεντινής, έγραφε
μεταξύ άλλων:
Το 1968
εμφανίστηκε ένα κοινωνικό κίνημα, εκπληκτικό ως προς τις διαστάσεις του, το
οποίο για πάνω από 10 χρόνια έθεσε υπό αμφισβήτηση τις κοινωνικές και πολιτικές
σχέσεις της Χώρας, καθορίζοντας τη μοίρα πολλών ατόμων, συμπεριλαμβανομένης και
της δικής μου. Το κίνημα κατακτούσε ολοένα και περισσότερο χώρο στην κοινωνία,
γεννώντας ελπίδες αλλαγής και παράγοντας ήδη αλλαγές τρόπων σκέψης. Για εμένα
και πολλούς της δικής μου γενιάς επρόκειτο για μια γιορτή, τη γιορτή της
ελπίδας, στην οποίαν συναντήθηκαν φοιτητές και εργαζόμενοι όλων των κλάδων,
γυναίκες και άντρες, παλιοί και νέοι αντιφασίστες μαχητές.
Μετά τη φυγή του 1980 από την Ιταλία, και έπειτα από το πέρασμά του από την Ελλάδα και την Πορτογαλία, θα ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική, όπου θα ζήσει για πολλά χρόνια στο Ελ Σαλβαδόρ και από το 2002 κι έπειτα στην Αργεντινή. Το 1997, χωρίς να διώκεται για «εγκλήματα αίματος», θα καταδικαστεί ερήμην στην Ιταλία σε κατά συγχώνευση ποινή κάθειρξης 27 χρόνων, 15 για συμμετοχή στην απαγωγή του Πιέτρο Κόστα της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας της Λιγουρίας και 19 για «ένοπλη συμμορία».
Τα τελευταία
23 χρόνια ζει στην Αργεντινή, όπου μέχρι το 2015 εργαζόταν ως γραφίστας και
μεταφραστής και, έπειτα από τη φοίτηση του σε μια δημοτική τεχνική σχολή
ξυλουργικής, σ’ ένα συνεταιρισμό παραγωγής μουσικών οργάνων για τις μαθητικές
ορχήστρες των σχολείων των φτωχογειτονιών του Μπουένος Άιρες.
Δώρα
και χάρες
Μισό αιώνα μετά από τα γεγονότα εκείνου του «παρελθόντος που δεν περνάει», η απόπειρα για την έκδοσή του μπορεί να ειδωθεί και ως ένα προεδρικό δώρο του Χαβιέρ Μιλέι, αυτού του ακραία νεοφιλελεύθερου-νεοφασίστα, νοσταλγού του λατινοαμερικανικού «χουντισμού» των χρόνων της επιχείρησης «Κόνδορα» των ΗΠΑ (1970-80) και μεγιστάνα προέδρου της Αργεντινής προς την ομοϊδεάτισσά του και πρώτη Ιταλίδα γυναίκα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι της τρικομματικής συγκυβέρνησης Αδελφοί της Ιταλίας, Λέγκας και Φόρτσα Ιτάλια.
Ένα δώρο
ταιριαστό με τα «έργα και τις ημέρες» της κυβέρνησής της, σε μια συγκυρία
αυταρχικοποίησης και επιβολής του «διατάγματος ασφαλείας» της ιταλικής
«δημοκρατίας του ρόπαλου», με προβλεπόμενες διώξεις και φυλακίσεις διαδηλωτών,
απεργών, συνδικαλιστών, καταληψιών στέγης κ.λπ., όπου παράλληλα παρέχεται
νομική ασυλία και κάλυψη της κατάχρησης εξουσίας των ενστόλων που ξυλοκοπούν,
βασανίζουν και ενίοτε δολοφονούν, μέσα και έξω από τις ιταλικές
φυλακές.
Όπως όμως
τεκμηριώνεται σε ιταλικά δημοσιεύματα, η σπουδή που επιδεικνύει
ο «Αργεντινός Τραμπ» για την (έστω και παράτυπη) επιστροφή και φυλάκιση του
ηλικιωμένου πρώην Ερυθροταξιαρχίτη στην Ιταλία, μπορεί να θεωρηθεί και ως μια
ανταλλαγή χάρης στην Μελόνι, σχετικά με την απόριψη του αιτήματος έκδοσης στην
Αργεντινή του Ιταλού υπερήλικα κληρικού Φράνκο Ρεβερμπέρι, που διώκεται για τον
ρόλο του «ως φωνή του Κυρίου» κατά τη διάρκεια μιας από τις σκοτεινότερες
περιόδους της λατινοαμερικανικής χώρας.
Πιο συγκεκριμένα, το 1976, μετά την επιβολή της στρατιωτικής χούντας ‘Made in USA’ του στρατηγού Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, ο 39χρονος δον Ρεβερμπέρι διορίστηκε ως στρατιωτικός ιερέας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο εις βάρος του, το 1980 άρχισε να επισκέπτεται το παράνομο κέντρο κράτησης, βασανιστηρίων και εκτελέσεων ‘La Departamental’. Εκεί, μεταξύ άλλων, ο εν λόγω ρασοφόρος συμβούλευε τους συλληφθέντες να συνεργαστούν με τους βασανιστές τους και καλούσε τους μελλοθάνατους να «εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους» γιατί ήταν «θέλημα Θεού». Η αίτηση που είχε κατατεθεί το 2013 από τις αργεντίνικες δικαστικές αρχές για την έκδοση του Ρεβερμπέρι, έπειτα από μια μακρόχρονη διαδικασία και αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις, τελικά απορρίφθηκε, με προσχηματικά επιχειρήματα, τον Ιανουάριο του 2024 από τον ιταλό υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Μελόνι, Κάρλο Νόρντιο.
Παρά τις
όποιες υποκριτικές επικλήσεις στο «κράτος δικαίου» και τον α λα καρτ «σεβασμό
στις δικαστικές αποφάσεις», όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, για μια
σειρά ιδεολογικών – πολιτικών λόγων, τόσο ο Αργεντινός Πρόεδρος όσο και η
Ιταλίδα Πρωθυπουργός είναι από εκείνους που επιθυμούν διακαώς να μην δουν πίσω
από τα κάγκελα έναν ηλικιωμένο χουντικό βασανιστή, πόσω μάλλον εφόσον υπήρξε
«άνθρωπος του Θεού». Ταυτόχρονα, για τους ίδιους λόγους, δεν βλέπουν και την
ώρα για τη φυλάκιση ενός σχεδόν συνομήλικού του κομμουνιστή, ο οποίος στα νιάτα
του αμφισβήτησε έμπρακτα το κρατικό μονοπώλιο στην άσκηση βίας.
Ως γνωστό, στις σύγχρονες «φιλελεύθερες δημοκρατίες» μας, από τη Δύση μέχρι τον Νότο και από τον Βορρά μέχρι την Ανατολή, ένα τέτοιο έγκλημα δεν παραγράφεται ούτε χρίζει χορήγησης χάριτος. Αντίθετα προσφέρεται ως μια χρήσιμη υπενθύμιση, προς γνώση και συμμόρφωση, των παρελθοντικών, τωρινών και ενδεχόμενων μελλοντικών διασαλευτών του διαχρονικού δόγματος του «Νόμου και της Τάξης».
Ανάρτηση από: https://kosmodromio.gr/