Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

βαστίλη 2011...

Ο καπιταλισμός συνέδεσε τον εαυτόν του με την αστική δημοκρατία, όμως και με τη φασιστική εκτροπή, όμως και με τις ολιγαρχικές τυραννίδες κακή ώρα σαν και τώρα. ......................................... Τώρα η Ευρώπη βλέπει τη Γερμανία «να επανεξοπλίζεται»! Ω, είναι νωρίς ακόμα για τη μεγάλη φρίκη! Αυτοί που σχεδιάζουν την ελεύθερη οικονομία θα μας οδηγήσουν στο κρύο των σπιτιών με τη σβηστή εστία, θα μας οδηγήσουν, ήδη μας οδηγούν απαλά-απαλά αλλά ασφαλώς εκεί που πια δεν θα έχει σημασία ούτε η προσευχή, ούτε η προκήρυξη...
Ενα πακέτο «Ασσος» άφιλτρος σε τροχιά πάνω απ' το κιγκλίδωμα. Νύχτα Νοέμβρη
τότε. Το κρύο θαρρώ δεν ήταν ακόμα τσουχτερό, ή ήταν; Τα τρομαγμένα μάτια του στρατιώτη
με το όπλο άτονο και χωρίς σφαίρες -νομίζω- στη θαλάμη, δίπλα του ο μπάτσος με το καδρόνι· ήθελε να χτυπήσει περισσότερο τον στρατιώτη παρά εμένα.
....................................
Παλιός καιρός
καρφωμένοι στο καράβι οι κωπηλάτες
καρφωμένοι στο κουπί

θήτες αλλά ελεύθεροι πολίτες, ο καθένας με τον καημό του, ο Αριστόδημος που δεν τον ήθελε η Σπάρτη κι ο Αλκιβιάδης πεθαμένος να νοσταλγεί το άστυ,
χρόνια στο κουπί
πότε τριήρης, πότε δρόμων
μαύρο το νερό, μαύρο το πανί.
Και μια τρύπα καταμεσής, στόμα να περνάει
ο άνεμος στην από 'κεί του μεριά
σαράντα χρόνια πηγαινέλα να βλέπει ο Αιγέας το πανί να 'ρχεται - προσπαθούσα πιτσιρικάς, φοιτητής, να φαντασθώ τον Μύρη να γράφει «ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια κάτι μυστήρια πράγματα που χτίζουν τα σκοτάδια...»
...φανταζόμουν μικρό κομμάτι χαρτί σχολικού τετραδίου, λέξεις γραμμένες με μολύβι· οικονομία της γραφής.
Οικονομία της γραφής...
*****
Σήμερα απ' τα μπαλκόνια ουρλιάζουν διαταγές τα Επιτόκια και οι Κύκλωπες απ' τις ταράτσες χτίζουν τον ουρανό με γιγάντιες πέτρες εξορυγμένες απ' τα Τάταρτα
φερμπότεν από 'δώ
άχτουνγκ από 'κεί
μέτρα από υγρόν πυρ που ουρλιάζουν σαν ασθενοφόρα - περιπολικά - πυροσβεστικά, μόνον ο φίλος μου ο Μάριος τα ξεχωρίζει. Ηρωας του
Πολυτεχνείου με τρύπιες τσέπες
δεν έμαθε ποτέ του να κάνει λογαριασμούς, έμεινε στους λογισμούς
δεν έμαθε ποτέ του να μετράει λεφτά, σόλδια και σκούδα, όλο γελούσε, ένας ήρωας με άδειες τσέπες, ταξιδεύει τώρα κι αυτός ανάσκελα στην ασπίδα του Αχιλλέα, επί τας, αγόρι μου
επί τας και ένα τσιγαράκι σκέτο, πικρό-πικρό, να βλέπουν τη φλογίτσα σου τ' αστέρια να σου κρατάνε την τροχιά προς την τέταρτη διάσταση
εκείνην την πρώτη, πάνω απ' το κιγκλίδωμα.
Στο ίδιο τραγούδι
που όσες φορές κι αν άλλαξε, με τα ίδια μάτια σε κοιτούν τα δένδρα κι απ' τις φωλιές τους οι νεράιδες-φωλιές ολάνθιστες μέσα στον χειμώνα που πολιορκεί την αλεπού και τον λύκο.
Τώρα, λίγο πριν να σου κόψει το τσιγάρο ο γιατρός, κάνεις ντου στους Τρομοκράτες Τοκογλύφους και τους πετάς λέξεις στο δόξα πατρί
η ίδια παλιά παρέα των λέξεων που τα πίνουν κάθε Παρασκευή, άλλη ούζο, άλλη ρακόμελο, άλλη τσίπουρο στο στέκι με τα αγάλματα, τα επιγράμματα και τα επιτύμβια
λέξεις που μεταξύ τους αγαπιούνται.
Και σχηματίζουν τη μεταξύ μας αγάπη σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς της Αρπυιας και της Μέδουσας.
Την αγάπη που «ουδέποτε εκπίπτει».
Κοίταξε λοιπόν τι σου λένε κι απόψε οι λέξεις σου, αγόρι μου: τέσσερα δάκρυα που τα έκανε η φωτιά διαμάντια το φυλακτό σου
και το ριζικό σου. Τα παιδιά που αγάπησαν την Πράβντα και τη μοτοσυκλέτα του Στηβ Μακ Κουήν να καβαλάει το συρματόπλεγμα -ιστορούνται απ' τις λέξεις σου απόψε, κάνε τες
σήματα μορς, βάλε τες στο μπουκάλι κι αμόλα το στη θάλασσα. Τι κι αν είναι μαύρο το πανί με πάντα ολόφρεσκια την παμπάλαιη φάουσα τρύπα του;
Θήτης, θήτης, ελεύθερος πολίτης.
Κι όταν μάθει ο αριστοκράτης να ανασαίνει τον ιδρώτα και τα ούρα του θήτη που λάμνει πλάι του, θα 'ναι ελεύθερες οι λέξεις του, να πάνε να προσκυνήσουν τα μαρμαρωμένα κόκκινα σανδάλια τού Ακτήμονος Αμνού.
Μπαρούτι και λιβάνι...