Η Τουρκία δεν θα γίνει ποτέ ευρωπαϊκή επαρχία, δεν θα μειονεκτήσει ποτέ ως «περιφέρεια» έναντι οποιουδήποτε αγλαϊσμένου «κέντρου». Μάλλον δεν ξιπάστηκε ποτέ από το ξένο, δεν το θεώρησε υπέρτερο από το δικό της εγχώριο επειδή ήταν ξένο. Δεν θα αυτοκαθοριστεί ως κοινωνία μεταπρατική, δεν θα πιθηκίσει τα όσα η Δύση λανσάρει σαν «πρωτοπορία». Κανένας «εθνάρχης» στην Τουρκία δεν θα διανοηθεί να καυχηθεί ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Ο Κεμαλισμός ήταν το κίνημα που θέσπισε τις προϋποθέσεις για τον εκδυτικισμό του τουρκικού κράτους. Αλλά ο εκδυτικισμός δεν ήταν αυταξία και αυτοσκοπός, δεν ήταν εξ ορισμού τα «φώτα», ο «πολιτισμός» η «πρόοδος». Ηταν ένα μεγάλης τόλμης εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού: Εκοψαν οι Κεμαλικοί τον λώρο που κρατούσε την Τουρκία δέσμια σε ένα αναχρονιστικό παρελθόν – στο οθωμανικό καθεστώς που είχε φτάσει ολοφάνερα στο ιστορικό του τέλος. Και για να κοπεί ο λώρος, το αποτελεσματικό μαχαίρι ήταν η πρόσληψη (ή και επιβολή) του δυτικού «παραδείγματος» – κατάλαβαν την παγκόσμια δυναμική του. Προσέλαβαν (δεν αντέγραψαν) θεσμούς, οργάνωση, συστήματα, ακόμα και τη λατινική γραφή της γλώσσας τους, την ευρωπαϊκή ενδυμασία, ήθη οικογενειακά και δημόσια.
Αλλά όχι σαν βλαχαδερά θαμπωμένα από τους «πρωτευουσιάνους». Η πρόσληψη της Δύσης σήμαινε για τους Τούρκους θελημένο, προγραμματικό εκσυγχρονισμό, όχι πιθηκισμό του «γυαλιστερότερου». Και ο πιο φανατικός Κεμαλιστής δεν διανοήθηκε ποτέ σαν σημαντικότερο το να είναι Ευρωπαίος παρά Τούρκος. Προσέλαβε και προσλαμβάνει τα επιτεύγματα της Δύσης για να εξασφαλίσει την ιστορική του συνέχεια και την κυριαρχική του επιβολή ως Τούρκος. Από το νηπιαγωγείο ώς το γηροκομείο ο Κεμαλισμός καλλιεργεί τη συνείδηση της υπεροχής του Τούρκου, τον εκσυγχρονισμό τον επέβαλε στην τουρκική κοινωνία για περισσότερη και αποτελεσματικότερη ισχύ του τουρκισμού.
Ο Κεμάλ ήταν ο τούρκος Κοραής, χωρίς τη μειονεξία του ξιπασμένου επαρχιώτη, ήταν ο τούρκος Βενιζέλος, χωρίς την υποταγή σε ό, τι έμοιαζε ιστορική νομοτέλεια. Χρειαζόταν τη Δύση για να γίνει καλύτερος Τούρκος, όχι γιατί του γυάλιζε να τον λογαριάζουν «Ευρωπαίο». Είχε περηφάνια ο Κεμάλ για την καταγωγή του και για την ιστορία του λαού του, δεν έστησε αερογέφυρα πάνω από εικοσιπέντε αιώνες για να φτάσει σε αρχαίους προγόνους που θαύμαζαν οι Ευρωπαίοι, κατασυκοφαντώντας το ιστορικό ενδιάμεσο που ενοχλούσε τους Ευρωπαίους.
Είναι κανόνας που βγαίνει από την ιστορική εμπειρία: Σε περίπτωση συνύπαρξης λαών (ή και γειτονίας) ο πολιτισμικά υπέρτερος αφομοιώνει τον πολιτισμικά υποδεέστερον. Αντικειμενικά κριτήρια υπεροχής ή υστέρησης δεν υπάρχουν, υπάρχουν λαοί που εμμένουν στην πολιτιστική τους παράδοση και λαοί που εύκολα την απεμπολούν. Eμμένουν, όταν βιώνουν ρεαλιστικά την παράδοσή τους και την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα ως πλουτισμό της ζωής, ποιότητα της ζωής. Tην απεμπολούν, φυσιολογικά και αυτονόητα, όταν η «παράδοση» και ο «πολιτισμός» έχουν γίνει ιδεολόγημα, ρητορεία που συντηρεί ψυχολογικές ψευδαισθήσεις καύχησης.
Oι Eλληνες διέσωσαν την ελληνικότητά τους (γλώσσα, ιστορική συνείδηση, Tέχνη, μεταφυσική εμπειρικά βιωμένη) τέσσερις ολόκληρους αιώνες υπόδουλοι στους Tούρκους, γιατί ζούσαν την παράδοσή τους (ένσαρκη στη λαϊκή πράξη) ως απόσταση υπεροχής έναντι τόσο του Tούρκου όσο και του κατακτητή που προηγήθηκε: του Φράγκου. Διέσωσαν αυτή τη βιωματική ελληνικόητα, ώς το 1922, όσοι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν μείνει έξω από τα σύνορα του ελλαδικού κράτους – οι Eλληνες της Mικρασίας, του Πόντου, της Aνατολικής Pωμυλίας, της Aιγύπτου, της Kριμαίας. Aυτοί οι εκτός ελλαδικού κράτους Eλληνες δεν χρειάστηκαν κάποιον Kεμάλ ή κάποιον Kοραή να τους επιβάλει στανικά τον εκδυτικισμό τους ως αναγκαίο εκσυγχρονισμό ή ως υπεραναπλήρωση επαρχιωτικής μειονεξίας. Eίχαν προσλάβει, φυσιολογικά και αυτονόητα τη Δύση, δίχως να θιγεί ή να αλλοιωθεί στο παραμικρό η καύχηση για την ελληνικότητά τους, η βεβαιότητα για τον πλουτισμό της ζωής και την ποιότητα ζωής που σήμαινε το να είναι Eλληνες.
Tην καισαρική διαφορά στο ελλαδικό κράτος τη γέννησε ο ανεπαίσθητος αλλά μοιραίος καταλύτης: η μειονεξία. O εκδυτικισμός υπαγορεύτηκε από την επαρχιώτικη ξιπασιά του Kοραή και παγίδευσε κάθε παραμικρή πτυχή του κοινωνικού και κρατικού βίου στη μίμηση «των πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Eσπερίας εθνών». Kαι μίμηση σημαίνει να είσαι πάντοτε δεύτερος, πάντα καθυστερημένος και μειονεκτικός, αφού την οργάνωση της ζωής σου δεν τη γεννάνε οι ανάγκες σου, αλλά η αντιγραφή θεσμών και συστημάτων που γέννησαν άλλες κοινωνίες για τις δικές τους ανάγκες. Kαι συ λογαριάζεις αυταξία και πανάκεια τα ξένα γεννήματα.
Σήμερα, με το αδιαπραγμάτευτο «Mνημόνιο» και τα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών μας, το σαδιστικό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι πριν από κάθε «δόση» δανείου, με την Eλλάδα στιγματισμένη σαν λεπρή, στο έπακρο εξευτελισμένη σαν χώρα – κίνδυνος για τη διεθνή κοινότητα, είναι δύσκολο πια να αμφισβητήσει κανείς την ιστορική αποτυχία μας στον μεταπρατισμό, στον μιμητισμό, στον εκούσιο αφελληνισμό. Eνα κράτος διαλυμένο, αποσυντεθειμένο σε τόσα κομμάτια όσα τα εγωιστικά συμφέροντα που το νέμονται. Μοναδική «κοινωνική» αντίδραση η αλογία, η καταστροφική υστερία. Το μικρονοϊκό ρητορικό παραλήρημα (πάντοτε γραπτό) ενός πρωθυπουργού που ντρεπόμασταν να τον ακούμε και να τον βλέπουμε, η ανοχή της κυβέρνησής του στον πρωτοφανή εξυτελισμό. Η παιδαριωδία μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης ξελιγωμένης για επιστροφή στην εξουσία, έστω και σε κρανίου τόπο. Είναι πολύ ατιμωτικό ιστορικό τέλος για έναν λαό που σάρκωσε πρόταση πολιτισμού επί τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια.
Ακόμα και ένας έλληνας Κεμάλ είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να πετύχει, έστω και σε τρεις γενιές, κοινωνικό μετασχηματισμό ικανό να αναστήσει ελληνική δημιουργική ετερότητα.
Ανάρτηση από : http://yannaras.gr/
Ο Κεμαλισμός ήταν το κίνημα που θέσπισε τις προϋποθέσεις για τον εκδυτικισμό του τουρκικού κράτους. Αλλά ο εκδυτικισμός δεν ήταν αυταξία και αυτοσκοπός, δεν ήταν εξ ορισμού τα «φώτα», ο «πολιτισμός» η «πρόοδος». Ηταν ένα μεγάλης τόλμης εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού: Εκοψαν οι Κεμαλικοί τον λώρο που κρατούσε την Τουρκία δέσμια σε ένα αναχρονιστικό παρελθόν – στο οθωμανικό καθεστώς που είχε φτάσει ολοφάνερα στο ιστορικό του τέλος. Και για να κοπεί ο λώρος, το αποτελεσματικό μαχαίρι ήταν η πρόσληψη (ή και επιβολή) του δυτικού «παραδείγματος» – κατάλαβαν την παγκόσμια δυναμική του. Προσέλαβαν (δεν αντέγραψαν) θεσμούς, οργάνωση, συστήματα, ακόμα και τη λατινική γραφή της γλώσσας τους, την ευρωπαϊκή ενδυμασία, ήθη οικογενειακά και δημόσια.
Αλλά όχι σαν βλαχαδερά θαμπωμένα από τους «πρωτευουσιάνους». Η πρόσληψη της Δύσης σήμαινε για τους Τούρκους θελημένο, προγραμματικό εκσυγχρονισμό, όχι πιθηκισμό του «γυαλιστερότερου». Και ο πιο φανατικός Κεμαλιστής δεν διανοήθηκε ποτέ σαν σημαντικότερο το να είναι Ευρωπαίος παρά Τούρκος. Προσέλαβε και προσλαμβάνει τα επιτεύγματα της Δύσης για να εξασφαλίσει την ιστορική του συνέχεια και την κυριαρχική του επιβολή ως Τούρκος. Από το νηπιαγωγείο ώς το γηροκομείο ο Κεμαλισμός καλλιεργεί τη συνείδηση της υπεροχής του Τούρκου, τον εκσυγχρονισμό τον επέβαλε στην τουρκική κοινωνία για περισσότερη και αποτελεσματικότερη ισχύ του τουρκισμού.
Ο Κεμάλ ήταν ο τούρκος Κοραής, χωρίς τη μειονεξία του ξιπασμένου επαρχιώτη, ήταν ο τούρκος Βενιζέλος, χωρίς την υποταγή σε ό, τι έμοιαζε ιστορική νομοτέλεια. Χρειαζόταν τη Δύση για να γίνει καλύτερος Τούρκος, όχι γιατί του γυάλιζε να τον λογαριάζουν «Ευρωπαίο». Είχε περηφάνια ο Κεμάλ για την καταγωγή του και για την ιστορία του λαού του, δεν έστησε αερογέφυρα πάνω από εικοσιπέντε αιώνες για να φτάσει σε αρχαίους προγόνους που θαύμαζαν οι Ευρωπαίοι, κατασυκοφαντώντας το ιστορικό ενδιάμεσο που ενοχλούσε τους Ευρωπαίους.
Είναι κανόνας που βγαίνει από την ιστορική εμπειρία: Σε περίπτωση συνύπαρξης λαών (ή και γειτονίας) ο πολιτισμικά υπέρτερος αφομοιώνει τον πολιτισμικά υποδεέστερον. Αντικειμενικά κριτήρια υπεροχής ή υστέρησης δεν υπάρχουν, υπάρχουν λαοί που εμμένουν στην πολιτιστική τους παράδοση και λαοί που εύκολα την απεμπολούν. Eμμένουν, όταν βιώνουν ρεαλιστικά την παράδοσή τους και την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα ως πλουτισμό της ζωής, ποιότητα της ζωής. Tην απεμπολούν, φυσιολογικά και αυτονόητα, όταν η «παράδοση» και ο «πολιτισμός» έχουν γίνει ιδεολόγημα, ρητορεία που συντηρεί ψυχολογικές ψευδαισθήσεις καύχησης.
Oι Eλληνες διέσωσαν την ελληνικότητά τους (γλώσσα, ιστορική συνείδηση, Tέχνη, μεταφυσική εμπειρικά βιωμένη) τέσσερις ολόκληρους αιώνες υπόδουλοι στους Tούρκους, γιατί ζούσαν την παράδοσή τους (ένσαρκη στη λαϊκή πράξη) ως απόσταση υπεροχής έναντι τόσο του Tούρκου όσο και του κατακτητή που προηγήθηκε: του Φράγκου. Διέσωσαν αυτή τη βιωματική ελληνικόητα, ώς το 1922, όσοι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν μείνει έξω από τα σύνορα του ελλαδικού κράτους – οι Eλληνες της Mικρασίας, του Πόντου, της Aνατολικής Pωμυλίας, της Aιγύπτου, της Kριμαίας. Aυτοί οι εκτός ελλαδικού κράτους Eλληνες δεν χρειάστηκαν κάποιον Kεμάλ ή κάποιον Kοραή να τους επιβάλει στανικά τον εκδυτικισμό τους ως αναγκαίο εκσυγχρονισμό ή ως υπεραναπλήρωση επαρχιωτικής μειονεξίας. Eίχαν προσλάβει, φυσιολογικά και αυτονόητα τη Δύση, δίχως να θιγεί ή να αλλοιωθεί στο παραμικρό η καύχηση για την ελληνικότητά τους, η βεβαιότητα για τον πλουτισμό της ζωής και την ποιότητα ζωής που σήμαινε το να είναι Eλληνες.
Tην καισαρική διαφορά στο ελλαδικό κράτος τη γέννησε ο ανεπαίσθητος αλλά μοιραίος καταλύτης: η μειονεξία. O εκδυτικισμός υπαγορεύτηκε από την επαρχιώτικη ξιπασιά του Kοραή και παγίδευσε κάθε παραμικρή πτυχή του κοινωνικού και κρατικού βίου στη μίμηση «των πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Eσπερίας εθνών». Kαι μίμηση σημαίνει να είσαι πάντοτε δεύτερος, πάντα καθυστερημένος και μειονεκτικός, αφού την οργάνωση της ζωής σου δεν τη γεννάνε οι ανάγκες σου, αλλά η αντιγραφή θεσμών και συστημάτων που γέννησαν άλλες κοινωνίες για τις δικές τους ανάγκες. Kαι συ λογαριάζεις αυταξία και πανάκεια τα ξένα γεννήματα.
Σήμερα, με το αδιαπραγμάτευτο «Mνημόνιο» και τα εκβιαστικά τελεσίγραφα των δανειστών μας, το σαδιστικό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι πριν από κάθε «δόση» δανείου, με την Eλλάδα στιγματισμένη σαν λεπρή, στο έπακρο εξευτελισμένη σαν χώρα – κίνδυνος για τη διεθνή κοινότητα, είναι δύσκολο πια να αμφισβητήσει κανείς την ιστορική αποτυχία μας στον μεταπρατισμό, στον μιμητισμό, στον εκούσιο αφελληνισμό. Eνα κράτος διαλυμένο, αποσυντεθειμένο σε τόσα κομμάτια όσα τα εγωιστικά συμφέροντα που το νέμονται. Μοναδική «κοινωνική» αντίδραση η αλογία, η καταστροφική υστερία. Το μικρονοϊκό ρητορικό παραλήρημα (πάντοτε γραπτό) ενός πρωθυπουργού που ντρεπόμασταν να τον ακούμε και να τον βλέπουμε, η ανοχή της κυβέρνησής του στον πρωτοφανή εξυτελισμό. Η παιδαριωδία μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης ξελιγωμένης για επιστροφή στην εξουσία, έστω και σε κρανίου τόπο. Είναι πολύ ατιμωτικό ιστορικό τέλος για έναν λαό που σάρκωσε πρόταση πολιτισμού επί τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια.
Ακόμα και ένας έλληνας Κεμάλ είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να πετύχει, έστω και σε τρεις γενιές, κοινωνικό μετασχηματισμό ικανό να αναστήσει ελληνική δημιουργική ετερότητα.
Ανάρτηση από : http://yannaras.gr/