του Γιώργου Καραμπελιά, από τη Ρήξη που κυκλοφορεί
Όταν, πριν τριάντα χρόνια, η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση) το 1981, όσοι είχαμε συναίσθηση και των οικονομικών και των γεωστρατηγικών δεδομένων, υποστηρίζαμε πως οι μόνοι λόγοι που δικαιολογούσαν μια τέτοια κίνηση ήταν λόγοι γεωπολιτικού χαρακτήρα.
Α. Η αυξανόμενη, μετά το 1974, επιθετικότητα της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας.
Β. Το ασταθές περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής. Η Βουλγαρία στην ουσία, ομόσπονδο κρατίδιο της ΕΣΣΔ, η Αλβανία, σύμμαχος της Κίνας, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, «αδέσμευτος» σύμμαχος των ΗΠΑ, η Ρουμανία άσπονδος σύμμαχος της ΕΣΣΔ, η Ελλάδα και η Τουρκία μέλη του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα στα μαχαίρια μεταξύ τους. Και, πιο πέρα, το μεσανατολικό χάος. Κυριολεκτική «μακεδονική σαλάτα».
Αντίθετα, υπογραμμίζαμε ήδη από τότε ότι στο οικονομικό πεδίο αυτή η ένταξη θα είχε μάλλον αρνητικές συνέπειες, διότι μας έφερνε σε ανταγωνισμό, χωρίς καμία προστασία, με οικονομίες πολύ ισχυρότερες από εμάς.
Ώπως αποδείχτηκε, ορθά είχαμε επισημάνει τη δυναμική και των δύο αυτών αντιθέτων παραμέτρων. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση μας προσέφερε κάποιο μαξιλάρι απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και την αποσύνθεση των Βαλκανίων δέκα χρόνια μετά, η οποία κινδύνευε να μας παρασύρει στη δίνη της, ενώ αποτελούσε ένα σημαντικό όπλο για την Κύπρο. Παράλληλα όμως, επέτεινε τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Η βιομηχανία κατέρρευσε, οι επιδοτήσεις διέφθειραν το όποιο εργασιακό ήθος διέθεταν οι ελληνικές ελίτ και ο ελληνικός λαός εθίστηκε στον ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό. Η παράλληλη ανάδειξη ενός παρασιτικού μικρομεσαίου κόμματος καταναλωτικού χαρακτήρα, όπως το ΠΑΣΟΚ, στο επίκεντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας για τρεις δεκαετίες, ολοκλήρωσε τις αρνητικές εξελίξεις.
Η διαχείριση της ένταξης στην Ε.Ε. έπρεπε επομένως να έχει διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά να εκμεταλλεύεται τις θετικές διαστάσεις της και από την άλλη να θεραπεύει τις αρνητικές. Όμως, για τουλάχιστον είκοσι χρόνια, μετά το 1990, η στρατηγική των ελληνικών ελίτ υπήρξε απολύτως αρνητική και αναποτελεσματική και στα δύο πεδία. Και δεν εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου για να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας στα Βαλκάνια και επέτεινε τις αρνητικές συνέπειες της παρασιτοποίησης.
Χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη γιουγκοσλαβική κρίση. Και επέτρεψε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που προώθησαν οι Γερμανοί, με την αναγνώριση της Σλοβενίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με υπουργό Εξωτερικών τον Σαμαρά, και ταυτόχρονα μετέτρεψε το Μακεδονικό σε ένα μόνιμο αγκάθι της βαλκανικής μας πολιτικής. Έτσι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να μεταβληθεί σε πόλο ανασύνθεσης της περιοχής, εκμεταλλευόμενη θετικά τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε.
Στο οικονομικό πεδίο, θα μπορούσε να συγκροτήσει έναν βαλκανικό πόλο στα πλαίσια της Ευρώπης και να μεταβάλει τη δραχμή σε ένα νόμισμα με ισχύ στην περιοχή. Αντ’ αυτού επέλεξε την καταστροφική επιλογή της ένταξης στο ευρώ, που έκανε την Ελλάδα λιγότερο ανταγωνιστική τόσο στην Ε.Ε., όσο και στα Βαλκάνια, όπου πλέον μετανάστευσαν οι ελληνικές βιομηχανίες, ενώ έκανε ακόμα πιο ελκυστική τη χώρα μας για την αθρόα λαθρομετανάστευση που διογκώθηκε.
Η ένταξη στο ευρώ κατέστησε την Ελλάδα ακριβή, χωρίς ταυτόχρονη παραγωγή, διευκόλυνε τον ιδιωτικό και τον δημόσιο δανεισμό, ολοκλήρωσε την ιδιωτικοποίηση, την απεθνικοποίηση και την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού.
Η γερμανική στρατηγικήΑ. Η αυξανόμενη, μετά το 1974, επιθετικότητα της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας.
Β. Το ασταθές περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής. Η Βουλγαρία στην ουσία, ομόσπονδο κρατίδιο της ΕΣΣΔ, η Αλβανία, σύμμαχος της Κίνας, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, «αδέσμευτος» σύμμαχος των ΗΠΑ, η Ρουμανία άσπονδος σύμμαχος της ΕΣΣΔ, η Ελλάδα και η Τουρκία μέλη του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα στα μαχαίρια μεταξύ τους. Και, πιο πέρα, το μεσανατολικό χάος. Κυριολεκτική «μακεδονική σαλάτα».
Αντίθετα, υπογραμμίζαμε ήδη από τότε ότι στο οικονομικό πεδίο αυτή η ένταξη θα είχε μάλλον αρνητικές συνέπειες, διότι μας έφερνε σε ανταγωνισμό, χωρίς καμία προστασία, με οικονομίες πολύ ισχυρότερες από εμάς.
Ώπως αποδείχτηκε, ορθά είχαμε επισημάνει τη δυναμική και των δύο αυτών αντιθέτων παραμέτρων. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση μας προσέφερε κάποιο μαξιλάρι απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και την αποσύνθεση των Βαλκανίων δέκα χρόνια μετά, η οποία κινδύνευε να μας παρασύρει στη δίνη της, ενώ αποτελούσε ένα σημαντικό όπλο για την Κύπρο. Παράλληλα όμως, επέτεινε τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Η βιομηχανία κατέρρευσε, οι επιδοτήσεις διέφθειραν το όποιο εργασιακό ήθος διέθεταν οι ελληνικές ελίτ και ο ελληνικός λαός εθίστηκε στον ιδιωτικό και δημόσιο δανεισμό. Η παράλληλη ανάδειξη ενός παρασιτικού μικρομεσαίου κόμματος καταναλωτικού χαρακτήρα, όπως το ΠΑΣΟΚ, στο επίκεντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας για τρεις δεκαετίες, ολοκλήρωσε τις αρνητικές εξελίξεις.
Η διαχείριση της ένταξης στην Ε.Ε. έπρεπε επομένως να έχει διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά να εκμεταλλεύεται τις θετικές διαστάσεις της και από την άλλη να θεραπεύει τις αρνητικές. Όμως, για τουλάχιστον είκοσι χρόνια, μετά το 1990, η στρατηγική των ελληνικών ελίτ υπήρξε απολύτως αρνητική και αναποτελεσματική και στα δύο πεδία. Και δεν εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου για να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας στα Βαλκάνια και επέτεινε τις αρνητικές συνέπειες της παρασιτοποίησης.
Χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη γιουγκοσλαβική κρίση. Και επέτρεψε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που προώθησαν οι Γερμανοί, με την αναγνώριση της Σλοβενίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με υπουργό Εξωτερικών τον Σαμαρά, και ταυτόχρονα μετέτρεψε το Μακεδονικό σε ένα μόνιμο αγκάθι της βαλκανικής μας πολιτικής. Έτσι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να μεταβληθεί σε πόλο ανασύνθεσης της περιοχής, εκμεταλλευόμενη θετικά τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε.
Στο οικονομικό πεδίο, θα μπορούσε να συγκροτήσει έναν βαλκανικό πόλο στα πλαίσια της Ευρώπης και να μεταβάλει τη δραχμή σε ένα νόμισμα με ισχύ στην περιοχή. Αντ’ αυτού επέλεξε την καταστροφική επιλογή της ένταξης στο ευρώ, που έκανε την Ελλάδα λιγότερο ανταγωνιστική τόσο στην Ε.Ε., όσο και στα Βαλκάνια, όπου πλέον μετανάστευσαν οι ελληνικές βιομηχανίες, ενώ έκανε ακόμα πιο ελκυστική τη χώρα μας για την αθρόα λαθρομετανάστευση που διογκώθηκε.
Η ένταξη στο ευρώ κατέστησε την Ελλάδα ακριβή, χωρίς ταυτόχρονη παραγωγή, διευκόλυνε τον ιδιωτικό και τον δημόσιο δανεισμό, ολοκλήρωσε την ιδιωτικοποίηση, την απεθνικοποίηση και την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού.
Και όμως, η κρίση της Δύσης, τελεσίδικη και χωρίς επιστροφή, από τη στιγμή και μετά που το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατέθηκε στον άλλοτε Τρίτο Κόσμο, μας οδηγεί υποχρεωτικά στο τέλος του παιγνιδιού που παίξαμε για τριάντα πέντε χρόνια. Όταν ήρθε η ώρα της κρίσης, βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι, χωρίς δυνατότητα επιλογής, διότι η έξοδος από το ευρώ, σε συνθήκες κρίσης, θα έχει καταστροφικές γεωπολιτικές συνέπειες, ακυρώνοντας εντελώς τα οποιαδήποτε οφέλη προσδοκούσαμε από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ και η παραμονή σε αυτό θα καθίσταται απαγορευτική κοινωνικά, εξαιτίας της ασφυξίας που μας επιβάλλει η γερμανική πολιτική.
Πράγματι η Γερμανία, η οποία αναδείχτηκε μετά την επανένωσή της σε ηγεμόνα της Ευρώπης, έχει από την αρχή της κρίσης ένα σταθερό σχέδιο, το οποίο εφαρμόζει μεθοδικά και με σύστημα: Να δημιουργήσει μια Ευρώπη δύο ή ακόμα και τριών ταχυτήτων, ως τη μόνη απάντηση στην κρίση. Έναν σκληρό πυρήνα προθύμων του Βορρά, και μία ή δύο διαφορετικές ταχύτητες των υπολοίπων. Στο γερμανικό σχέδιο η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη ή την τρίτη ταχύτητα, αν υπάρξει τέτοια. Πάντως, εκτός ευρωζώνης και ευρώ.
Αυτή τη στρατηγική ακολουθεί από την αρχή η Γερμανία αταλάντευτα. Και το τονίζουμε από τον χειμώνα του 2010, σχεδόν δύο χρόνια πριν. Η Γερμανία οδηγεί την Ελλάδα σε ασφυξία, έτσι ώστε να την υποχρεώσει σε έξοδο από το ευρώ και την ευρωζώνη. Γι’ αυτό και οι αλλεπάλληλες προκλήσεις και ταπεινώσεις. Όμως, για να πετύχει κάτι τέτοιο, είχε ανάγκη από δύο προϋποθέσεις. Πρώτον την ύπαρξη μιας κυβέρνησης προθύμων πρακτόρων και Κούισλινγκ, η οποία θα παρέδιδε τη χώρα στην ύφεση και την ασφυξία των μνημονίων, και δεύτερον τη συναίνεση των υπολοίπων Ευρωπαίων σε μια στρατηγική εκπαραθύρωσης της Ελλάδας, παρά το κόστος που αυτή μπορεί να επιφέρει σε όλους τους υπολοίπους.
Τα δύο χρόνια που σέρνεται η ελληνική κρίση επέτειναν την ευρωπαϊκή κρίση, αλλά γονάτισαν και την υπόλοιπη Ευρώπη μπροστά στη γερμανική βούληση. Και τώρα ίσως βρισκόμαστε μπροστά στην τελευταία πράξη του παιγνιδιού. Η Γερμανία θα δοκιμάσει να ολοκληρώσει το έργο μέσα στους επόμενους μήνες. Και μόνο παράγοντες ανεξάρτητοι από τη βούλησή της θα μπορούσαν να την εμποδίσουν, όπως η επιτάχυνση της κρίσης στην ευρωζώνη και η διάλυση του ευρώ συνολικά, ή άλλες ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, ή, το πλέον απίθανο, μια αντίδραση κάποιων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Ελλάδα, εξαιτίας των ενδοτικών και ανεύθυνων ελίτ της, κινδυνεύει μετά από τριάντα χρόνια να απολέσει και το γεωπολιτικό πλεονέκτημα από την ένταξη στην ΕΕ, και να βγει από αυτή την περιπέτεια εντελώς κατεστραμμένη οικονομικά και κοινωνικά. Καθόλου τυχαία, το πρώτο εξάμηνο του 2011, η Τουρκία έγινε ο δεύτερος προορισμός των εξαγωγών μας, μετά την Ιταλία, υποκαθιστώντας τη Γερμανία! Έτσι κινδυνεύουμε από μια διπλή συγκυριαρχία. Μια συγκυριαρχία Γερμανίας και Τουρκίας, οι ζώνες επιρροής των οποίων θα τέμνονται στην Ελλάδα. Τουλάχιστον προσωρινά, θα έχουμε και τους Φράγκους και τους Τούρκους, και ο μπαρμπα- Σαμ πάντα παρών από μακριά.
Κατά συνέπεια, είμαστε υποχρεωμένοι να αναπροσανατολίσουμε την πολιτική μας σε έναν αγώνα και σε μία κατεύθυνση με επίκεντρο την πατρίδα μας και τις δικές μας δυνάμεις. Ο ελληνισμός και ο ελληνικός λαός δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποδουλωθεί, ούτε να εξοντωθεί. Αν χρειαστεί, θα ζήσουμε και χωρίς ευρώ και χωρίς Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα ζήσουμε, όμως, αν συνεχίσουμε να έχουμε αυτούς τους προδότες στην εξουσία.
Πράγματι η Γερμανία, η οποία αναδείχτηκε μετά την επανένωσή της σε ηγεμόνα της Ευρώπης, έχει από την αρχή της κρίσης ένα σταθερό σχέδιο, το οποίο εφαρμόζει μεθοδικά και με σύστημα: Να δημιουργήσει μια Ευρώπη δύο ή ακόμα και τριών ταχυτήτων, ως τη μόνη απάντηση στην κρίση. Έναν σκληρό πυρήνα προθύμων του Βορρά, και μία ή δύο διαφορετικές ταχύτητες των υπολοίπων. Στο γερμανικό σχέδιο η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη ή την τρίτη ταχύτητα, αν υπάρξει τέτοια. Πάντως, εκτός ευρωζώνης και ευρώ.
Αυτή τη στρατηγική ακολουθεί από την αρχή η Γερμανία αταλάντευτα. Και το τονίζουμε από τον χειμώνα του 2010, σχεδόν δύο χρόνια πριν. Η Γερμανία οδηγεί την Ελλάδα σε ασφυξία, έτσι ώστε να την υποχρεώσει σε έξοδο από το ευρώ και την ευρωζώνη. Γι’ αυτό και οι αλλεπάλληλες προκλήσεις και ταπεινώσεις. Όμως, για να πετύχει κάτι τέτοιο, είχε ανάγκη από δύο προϋποθέσεις. Πρώτον την ύπαρξη μιας κυβέρνησης προθύμων πρακτόρων και Κούισλινγκ, η οποία θα παρέδιδε τη χώρα στην ύφεση και την ασφυξία των μνημονίων, και δεύτερον τη συναίνεση των υπολοίπων Ευρωπαίων σε μια στρατηγική εκπαραθύρωσης της Ελλάδας, παρά το κόστος που αυτή μπορεί να επιφέρει σε όλους τους υπολοίπους.
Τα δύο χρόνια που σέρνεται η ελληνική κρίση επέτειναν την ευρωπαϊκή κρίση, αλλά γονάτισαν και την υπόλοιπη Ευρώπη μπροστά στη γερμανική βούληση. Και τώρα ίσως βρισκόμαστε μπροστά στην τελευταία πράξη του παιγνιδιού. Η Γερμανία θα δοκιμάσει να ολοκληρώσει το έργο μέσα στους επόμενους μήνες. Και μόνο παράγοντες ανεξάρτητοι από τη βούλησή της θα μπορούσαν να την εμποδίσουν, όπως η επιτάχυνση της κρίσης στην ευρωζώνη και η διάλυση του ευρώ συνολικά, ή άλλες ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, ή, το πλέον απίθανο, μια αντίδραση κάποιων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Ελλάδα, εξαιτίας των ενδοτικών και ανεύθυνων ελίτ της, κινδυνεύει μετά από τριάντα χρόνια να απολέσει και το γεωπολιτικό πλεονέκτημα από την ένταξη στην ΕΕ, και να βγει από αυτή την περιπέτεια εντελώς κατεστραμμένη οικονομικά και κοινωνικά. Καθόλου τυχαία, το πρώτο εξάμηνο του 2011, η Τουρκία έγινε ο δεύτερος προορισμός των εξαγωγών μας, μετά την Ιταλία, υποκαθιστώντας τη Γερμανία! Έτσι κινδυνεύουμε από μια διπλή συγκυριαρχία. Μια συγκυριαρχία Γερμανίας και Τουρκίας, οι ζώνες επιρροής των οποίων θα τέμνονται στην Ελλάδα. Τουλάχιστον προσωρινά, θα έχουμε και τους Φράγκους και τους Τούρκους, και ο μπαρμπα- Σαμ πάντα παρών από μακριά.
Κατά συνέπεια, είμαστε υποχρεωμένοι να αναπροσανατολίσουμε την πολιτική μας σε έναν αγώνα και σε μία κατεύθυνση με επίκεντρο την πατρίδα μας και τις δικές μας δυνάμεις. Ο ελληνισμός και ο ελληνικός λαός δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποδουλωθεί, ούτε να εξοντωθεί. Αν χρειαστεί, θα ζήσουμε και χωρίς ευρώ και χωρίς Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα ζήσουμε, όμως, αν συνεχίσουμε να έχουμε αυτούς τους προδότες στην εξουσία.
Ανάρτηση από : http://ardin-rixi.gr/