ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Του Κυριάκου Μελέτη
Εισαγωγή
Κατά τη δεκαετία του 1970 και του 1980 αποδείχτηκε, κατά τρόπο οριστικό, ότι τα μαρξιστικά κόμματα ξόφλησαν ως εναλλακτική πρόταση στη συνείδηση των μαζών, διότι δεν μπόρεσαν να δώσουν σοσιαλιστική προοπτική στα αιτήματα των εργαζομένων, των φοιτητικών, φεμινιστικών και οικολογικών κινημάτων. Τη θέση τους πήραν τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία υποσχέθηκαν στις κυριαρχούμενες τάξεις, σε μια πρώτη φάση, ότι θα επιλύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα με ένα σύνολο σοσιαλδημοκρατικών μέτρων και, σε μια δεύτερη, ότι τα τελευταία ξόφλησαν ιστορικά και ότι θα πρέπει να αντικατασταθούν από την απελευθέρωση των αγορών. Και οι αγορές απελευθερώθηκαν. Όμως, οι επαγγελίες των φορέων τους δεν ήταν παρά μια απάτη. Η ευμάρεια δεν ήλθε και το πρόβλημα της φτώχειας επιδεινώθηκε. Όπως λέγεται εδώ και είκοσι χρόνια, στερεοτυπικά, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Πράγματι, στην Ελβετία π.χ. η διαφορά μεταξύ των πιο πλουσίων και των πιο φτωχών μετατράπηκε, μέσα σε είκοσι χρόνια, από ένα προς έξι σε ένα προς πενήντα έξι. Το ίδιο έγινε και στις Η.Π.Α., στη Γερμανία κλπ. Και ο πλούτος συνεχίζει να συσσωρεύεται οξύνοντας το πρόβλημα της φτώχειας. Σύμφωνα με μία μελέτη, 91.000 άνθρωποι κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα πλούτο που αγγίζει περίπου τα 21 τρισεκατομμύρια δολάρια και σύμφωνα με μιαν άλλη οι 100 πιο πλούσιοι άνθρωποι στον κόσμο διαθέτουν 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα διαβάζουμε για ανθρώπους που δεν διαθέτουν ούτε τα ελάχιστα για να επιβιώσουν ή ότι 1.000.000.000 άνθρωποι στον πλανήτη, οι πιο φτωχοί, διαθέτουν για κατανάλωση ένα δολάριο την ημέρα ο καθένας τους, δηλαδή συνολικά 365 δις το χρόνο. Και όμως όπως ισχυρίζονται οι σε συμμαχία κυρίαρχες τάξεις της Δυτικής Ευρώπης τα όσα συμβαίνουν δεν είναι αρκετά και επιμένουν να προτείνουν και να εφαρμόζουν την απελευθέρωση των αγορών και την πολιτική λιτότητας, δηλαδή την αύξηση της φτώχειας, με σκοπό το κεφάλαιο να είναι ανταγωνίσιμο, ιδιαίτερα, με αυτό της Κίνας.
Η δημιουργία και η επιδείνωση της φτώχειας δεν είναι το μόνο κακό που προκαλούν οι φορείς του κεφαλαίου. Η αλαζονική, αλλά και τυφλή πρακτική τους να συσσωρεύσουν το σύνολο του παγκόσμιου πλούτου, οικοδομώντας γιγαντιαίες εταιρείες, προκαλεί δύο καταστροφές. Η μία αφορά το οικολογικό περιβάλλον και η άλλη την ίδια την πηγή της ζωής, τον οικογενειακό τρόπο παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών.
Δεν θα επιμείνουμε άλλο. Σ’ αυτή την επίθεση της κυρίαρχης τάξης η «αριστερά» αποδεικνύεται καθημερινά ανίκανη να διατυπώσει μια εναλλακτική πρόταση. Τα μονόχνοτα μέλη της, όσα έμειναν, κάνουν καριέρα διδάσκοντας Marx και περιμένουν τη νομοτελειακή κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος μαζί με την κρίση και την πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους. Το ότι ο καπιταλισμός, ο οποίος έχει δυόμιση αιώνες ζωής, δεν κατέρρευσε δεν φαίνεται να είναι άξιο λόγου, αφού «η κατάρρευση θα γίνει έτσι και αλλιώς νομοτελειακά».
Στο κείμενο αυτό δεν προτιθέμεθα να διατυπώσουμε μια πρόταση κοινωνικού μετασχηματισμού. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις - και τα κοινωνικά πεδία όπου δρουν - και οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να μπουν στην προοπτική αυτού του μετασχηματισμού. Η διατύπωση πρότασης δεν αποτελεί μια επιστημονική πρακτική. Αποτελεί πρακτική είτε αυτοθεωρούμενων σπουδαίων, αλλά και αλαζόνων ανθρώπων, που θέλουν να ελέγξουν τον κόσμο είτε παραμορφωτικής υπεραπλούστευσης. Ως παράδειγμα της πρώτης πρακτικής, αναφέρουμε τους ηγέτες του Μπολσεβίκικου Κόμματος, οι οποίοι, βασιζόμενοι και στην αρχή ότι είναι οι κάτοχοι της αλήθειας, διατύπωσαν μια πρόταση εξωπραγματική και κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να την επιβάλουν με τη βία, ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας των ανθρώπων ή εξαπατώντας την. Ως ένα παράδειγμα της δεύτερης πρακτικής μπορεί να θεωρηθεί η πρόταση της αποανάπτυξης (Λατούς, 2008, 2013) και ως ένα άλλο, αυτό της περιεκτικής δημοκρατίας (Φωτόπουλος, 2008).
Κατ’ αντίθεση με τη διατύπωση πρότασης, ο εντοπισμός των κοινωνικών πεδίων, όπου οι κοινωνικές δυνάμεις θέτουν το πρόβλημα του κοινωνικού μετασχηματισμού, αποτελεί επιστημονική πρακτική διότι, πρώτον, δείχνει ότι η πρόταση διαμορφώνεται από κοινωνικές δυνάμεις, μέσα από τις κοινωνικές συγκρούσεις, και όχι από μεγάλους άνδρες και μεγάλες γυναίκες επιστήμονες ή πολιτικούς ηγέτες. Αυτοί μπορούν, ως ενεργές μειονότητες, να συμβάλουν στην κατασκευή της πρότασης όχι όμως και να τη δημιουργήσουν από το μηδέν.
Η ιστορία
Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 και το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, συνέβησαν δύο μεγάλου μεγέθους γεγονότα. Το ένα αφορά τη συνειδητοποίηση, από ένα μεγάλο αριθμό μαρξιστών, ότι ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση απέτυχε και το άλλο την επιστημολογική παρατήρηση πολλών φεμινιστριών ότι η μαρξιστική θεωρία, όπως βέβαια και η αστική, δεν έλαβε υπόψη της τις γυναίκες, δηλαδή δεν αναπαριστά ταυτόχρονα με τις ταξικές σχέσεις και τις σχέσεις των φύλων, και γι’ αυτό θα πρέπει να οικοδομηθεί μια νέα. Οι φεμινίστριες, όμως, δεν μπόρεσαν να καλύψουν το κενό. Τα Ευρωκομμουνιστικά Κόμματα, που αναδύθηκαν κατ’ αυτή την εποχή, έγραφαν στα προγράμματά τους ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία και ότι αναγνωρίζουν τα νέα κοινωνικά κινήματα των γυναικών και των νέων, δεν οικοδόμησαν όμως και μια θεωρία. Οι προγραμματικές τους δηλώσεις δεν ξεπέρασαν το επίπεδο της ψηφοθηρίας και, κατά βάθος, δεν ήρθαν σε ρήξη με την πατριαρχική ιδεολογία και το μαρξισμό-λενινισμό (=σταλινισμό). Και γνωρίζουμε το αποτέλεσμα: εξαφανίστηκαν από προσώπου γης και στις μέρες μας κανείς δεν μιλά πια γι’ αυτά.
Η κατάρρευση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, η οποία φαίνεται να οφείλεται περισσότερο στην ανικανότητά τους να δώσουν πολιτική προοπτική στα κινήματα των εργατών, των γυναικών και των νέων, κατά τη δεκαετία του 1970, και όχι στη μετάλλαξη του κρατικού καπιταλισμού της Σοβιετικής Ένωσης σε νεοφιλελεύθερο, είχε ως συνέπεια τη διάδοση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης σχεδόν χωρίς καμιά αντίσταση. Η προσπάθεια μετατροπής των νότιων χωρών της Ευρώπης (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) σε νεοαποικιακές χώρες, μέσα από τη διαμόρφωσή τους σε Ειδικές Οικονομικές Ζώνες οδήγησε στην εμφάνιση του φαινόμενου των αγανακτισμένων, το οποίο όμως ήταν έξω από κάθε πολιτική καθοδήγηση. Εξαίρεση αποτέλεσε η Ελλάδα όπου είδαμε ένα μεγάλο τους μέρος να υπερψηφίζει το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, πράγμα που είχε ως συνέπεια το τελευταίο να εκτιναχθεί, από το 2010 έως το 2012, από το 4% στο 27% των ψήφων. Η εκτίναξη αυτή φαίνεται να δημιούργησε ελπίδες ζωής στα αριστερά κόμματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Αν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ συντίθεται από δύο τάσεις, μία σοσιαλδημοκρατική-κεϋνσιανή και μία μαρξιστική, τότε θα δούμε ότι οι πιο πάνω ελπίδες ζωής δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Είναι μια αυταπάτη, διότι οι δύο αυτές ιδεολογικές συνιστώσες ξόφλησαν ιστορικά και ως εκ τούτου λειτουργούν όχι ως επιστημονικές θεωρίες-οδηγοί, αλλά ως θρησκευτικά δόγματα (Morin, 1983). Η μαρξιστική ιδεολογική συνιστώσα ξόφλησε, το 1917, με την μετατροπή του μαρξισμού σε ιδεολογία του κρατικού καπιταλισμού της Σοβιετικής Ένωσης (Aron, 1962, 1977, Bettelheim, 1982). H ξόφληση της σοσιαλδημοκρατικής κεϋνσιανής ιδεολογικής συνιστώσας ή, για να ταυτολογήσουμε, του κεϋνσιανού καπιταλισμού, εντοπίζεται κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 και το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, όπου ιδιαίτερα το νεολαιίστικο και το οικολογικό κίνημα έθεσαν υπό αμφισβήτηση τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό: αυτόν της οικονομικής ανάπτυξης, της αύξησης του κέρδους, της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, της πτώσης του εργατικού κόστους, της κατανάλωσης, που οδηγούν στην καταστροφής του οικολογικού περιβάλλοντος και τη διάλυση των ανθρωπίνων σχέσεων. Να επισημάνουμε ότι κατά την περίοδο αυτή, από τη μια, είχε διαμορφωθεί μια γενικότερη θέληση που αναζητούσε έξοδο από τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό και, από την άλλη, τα αριστερά κόμματα - κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά - αδυνατούσαν να διατυπώσουν και να εφαρμόσουν μιαν εναλλακτική πολιτική πρόταση, που να μπαίνει στην προοπτική αυτής της θέλησης. Αυτή η αδυναμία δημιούργησε ένα κενό μέσα από το οποίο νεκραναστήθηκε, κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970, ο οικονομικός φιλελευθερισμός (που είχε εκπνεύσει τον μεσοπόλεμο) υπό τη μορφή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή ως ιδεολογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, η οποία, μέχρι τις μέρες μας, επιβάλλει ακάθεκτη σε παγκόσμιο επίπεδο τη λογική της καταστροφής: αυτήν της δημιουργίας της λεγόμενης ευέλικτης αγοράς εργασίας, της καταστροφής της φύσης, της δημιουργίας των συνθηκών μη τεκνοποίησης από τις γυναίκες, της μείωσης της φορολόγησης του κεφαλαίου, της διάλυσης του λεγόμενου κοινωνικού κράτους.
Εάν τόσο ο μαρξισμός-λενινισμός, όσο και η σοσιαλδημοκρατία ξόφλησαν ως προτάσεις επίλυσης του κοινωνικού προβλήματος, τότε και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ το μόνο που θα καταφέρει είναι να δημιουργήσει αυταπάτες εξόδου από την κρίση και αυταπάτες ακύρωσης της μετατροπής της Ελλάδας σε περιφέρεια-προσάρτημα της Γερμανίας, και ως εκ τούτου θα δημιουργήσει αυταπάτες και στα άλλα αριστερά κόμματα της Ευρώπης. Αντίθετα, για να δημιουργήσει ελπίδες, θα πρέπει να ανανεωθεί θέτοντας σε αμφισβήτηση τις ξεπερασμένες ιδεολογίες κα συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μιας νέας θεωρίας - πρότασης, η οποία να αναπαριστά πιστά την πολύπλοκη πραγματικότητα των εθνών-κρατών, τα οποία συντίθενται από φύλα, γενεές και τάξεις. Θα πρέπει, επίσης, να έρθει σε ρήξη με την πεμπτοφαλαγγίτικη συνιστώσα της ιδεολογίας του, η οποία εκφράζεται ιδιαίτερα από τον διευθυντή του περιοδικού Θέσεις, ο οποίος όχι μόνο «ανακάλυψε» ότι οι Τουρκοκύπριοι κατακτητές, το μακρύ χέρι, πρώτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια, από τον μεσοπόλεμο, της Τουρκίας, στην Κύπρο, καταπιεζόντουσαν από τους κατακτημένους Ελληνοκυπρίους, αλλά επιτίθεται και στον κάθε πατριώτη που από εθνική αξιοπρέπεια τολμά να υπεραμυνθεί των εθνικών συμφερόντων των Ελλήνων, αποκαλώντας τον εθνικιστή. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν έρθει σε ρήξη με την πεμπτοφαλαγγίτικη συνιστώσα της ιδεολογίας του, δεν θα μπορέσει να έρθει σε ρήξη και με την πεμπτοφαλαγγίτικη συμπεριφορά της άρχουσας τάξης της Ελλάδας, η οποία αποτελεί σταθερό στοιχείο των επιλογών της, και εκφράστηκε:
· με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, το 1959 - 1960, από τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος υποχρέωσε τον Μακάριο να αποδεχθεί την Τουρκία ως συνεξουσιάστρια της Κύπρου μαζί με την Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία,
· με την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας στρατού από την Κύπρο, από το δικτάτορα Παπαδόπουλο, αφήνοντας χωρίς άμυνα,
· με το στρατιωτικό πραξικόπημα του αφανή δικτάτορα Ιωαννίδη κατά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο οδήγησε στην κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα,
· με τον Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, που το 2004 υποστήριξε σθεναρά με τον υπουργό του των εξωτερικών το αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, που διέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και υπόβαλλε το σύνολο της Κύπρου υπό τουρκικό έλεγχο,
· με τις μνημονιακές κυβερνήσεις του 2010 - 2013, οι οποίες σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τις γερμανικές κυβερνήσεις μετατρέπουν την Ελλάδα σε ειδική οικονομική ζώνη, δηλαδή σε περιφέρεια προσαρτημένη οικονομικά στη Γερμανία και στις Η. Π. Α. γεωστρατηγικά, σε ένα τοπίο όπου οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θα επενδύουν δίνοντας μισθούς πείνας, αλλά και κατασκευάζοντας τις συνθήκες δημιουργίας μορφών τενεκεδομαχαλλάδων (Ρομπόλης, 31. 10. 2013, σ. 8 - 11, Κωνσταντακόπουλος, 24. 10. 2013, σ. 50 - 53, 31. 10. 2013, σ. 16 - 18, 7. 11. 2013, σ. 52 - 55, Φωτόπουλος, 2010, σ. 39 - 58 0). Η κατάντια αυτών των «κυβερνήσεων» αναδεικνύεται και ενδυναμώνεται από το γεγονός ότι η Γερμανία είναι οφειλέτρια χώρα στην Ελλάδα με το ποσό των 575 δισεκατομμυρίων ευρώ (κατοχικό δάνειο) και επιβάλλει, παρά ταύτα, τους όρους της στην τελευταία, που οφείλει ένα ποσό 320 δισεκατομμυρίων ευρώ στους δανειστές της, από το οποίο ένα μέρος, αυτό της πρώτης δανειακής σύμβασης (Μάιος 2010), δεν κυρώθηκε από την ελληνική Βουλή, και ένα άλλο μέρος, αυτό της δεύτερης δανειακής σύμβασης (Μάρτιος 2012), έγινε με μια συμφωνία, η οποία παραβιάζει βασικά άρθρα του ελληνικού Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, διότι προκαλεί μαζική ανεργία, μαζική μετανάστευση, κλείσιμο σχολείων, αυξημένο αριθμό αυτοκτονιών, πλειστηριασμό σπιτιών, κατακόρυφη πτώση της γεννητικότητας, καταστροφή των βιομηχανιών αμυντικών συστημάτων, που μετατρέπει την Ελλάδα σε εύκολη λεία της τουρκικής απειλής και, γενικά, επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού και καταστροφής της ελληνικής κοινωνίας, (Βατικιώτης, 19. 12. 2013, σ. 44 - 45, Νεάρχου, 19. 12. 2013, σ. 50 - 51). Αυτό που εν τέλει παρατηρούμε είναι πως η Γερμανία ό, τι δεν κατάφερε να κάνει το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένεκα της αντίστασης του ελληνικού λαού, το πετυχαίνει, στις μέρες μας, με τη φανατική συμμετοχή των «ελληνικών κυβερνήσεων».
Η πεμπτοφαλαγγίτικη πολιτική ανακόπηκε με την κατάληψη της εξουσίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1981, ο οποίος προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την Ελλάδα ως ανεξάρτητο έθνος-κράτος. Ο Κώστας Σημίτης, όμως, επανάφερε αυτή την πολιτική, το 1997, συμμαχώντας με τους κερδοσκόπους χρηματιστές και θέτοντας στην προοπτική του την παραποίηση της ιστορίας των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Η παραποίηση της ιστορίας από την Ρεπούση, αλλά και τον διευθυντή του περιοδικού Θέσεων, Γιάννη Μηλιό, δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις (Φίλιας, 2013, σ. 98 - 106). Είναι μια γενικότερη επιλογή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως βέβαια και του μαρξισμού, η οποία εκφράζεται και στην Κύπρο με χρηματοδοτημένα ερευνητικά προγράμματα (Λύτρα, Ψάλτης, 2011), που προσπαθούν να «αποκαταστήσουν» την «ειρηνική» συμβίωση μεταξύ των κατακτημένων Ελληνοκυπρίων και τους κατακτητές Τουρκοκύπριους, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, τη νομιμοποίηση της κατάκτησης της Κύπρου, το 1974, από την Άγκυρα.
Η πεμπτοφαλαγγίτικη επιλογή που επικράτησε με τη σημιτική διακυβέρνηση, είχε ως συνέπεια την άμβλυνση του εθνικού αισθήματος, που με τη σειρά του διαμόρφωσε την ανικανότητα των «αγανακτισμένων» να μεταμορφωθούν σε κίνημα, δηλαδή να ορίσουν: πρώτον, την ταυτότητά τους, δεύτερον, τον αντίπαλο και, τρίτον, το αντικείμενο πάλης (Touraine, 1978). Η αμβλυμμένη εθνική συνείδηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, δεν οφείλεται στην πιο πάνω πεμπτοφαλαγγίτικη επιλογή. Οφείλεται, κυρίως, στην αναπαράσταση του ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού ως ταξικού και όχι ως σύνθετου εθνικού σχηματισμού φύλων, γενεών και τάξεων.
Η σταθερότητα της πεμπτοφαλαγγίτικης αστικής πολιτικής υποβαστάζεται, ιδιαίτερα, από το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο, ένεκα της παγκόσμιας του εμπλοκής στη διαμετακόμιση των εμπορευμάτων, διαμορφώνει μια ενδοτική εθνική συνείδηση. Εάν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι το εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν εισφέρει στο ελληνικό φορολογικό σύστημα, θα δούμε ότι δρα περισσότερο ως πειρατικό κεφάλαιο παρά ως συστατικό στοιχείο του ελληνικού έθνους. Ο πεμπτοφαλαγγιτισμός υποβαστάζεται, επίσης, κατά την τρέχουσα περίοδο, από το τραπεζιτικό κεφάλαιο, το οποίο, συνεργαζόμενο με το παγκοσμιοποιημένο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, επιβάλλει τις μνημονιακές πολιτικές στην Ελλάδα. Και ακόμη, η ίδια πεμπτοφαγγίτικη αστική πολιτική υποβαστάζεται, επίσης, από την άκρατη επιθυμία ενός τμήματος της μικροαστικής τάξης να ανέλθει κοινωνικά. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η κυβέρνηση Σημίτη δεν δυσκολεύτηκε, το 2001, να συγκροτήσει μια ομάδα πεμπτοφαλαγγιτών με το σκοπό να στηρίξει τον εκσυγχρονισμό του, δηλαδή την πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στην οποία περιλαμβανόταν και η παραχώρηση ελληνικών εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Άγκυρα. Αρκέστηκε να βαπτίσει τα Τ. Ε. Ι. Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και να αναβαθμίσει ένα τμήμα του εκπαιδευτικού προσωπικού, χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα, σε πρωτοβάθμιους καθηγητές. Τα μέλη αυτής της πεμπτοφαλαγγίτικης ομάδας βάλθηκαν, όπως και πολλά μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού των Πανεπιστημίων, να μετατρέψουν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε όργανο των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Στις μέρες μας τα βλέπουμε να υποστηρίζουν, με ιδιαίτερο σθένος, τις μνημονιακές πολιτικές, που σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, την ακύρωση κάθε μορφής εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας και τη μετατροπή της σε αποικία.
Ο μαρξιστικός πεμπτοφαλαγγιτισμός οικοδομείται στη βάση της ανιστόρητης θεώρησης ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα. Οι Τουρκοκύπριοι, όμως - ένα μέρος των οποίων ήταν προλετάριοι - πήραν τα όπλα, ως καλοί εθνικιστές Τούρκοι, και μαζί με τον τουρκικό στρατό επανακατάκτησαν την Κύπρο, το 1974, εκπληρώνοντας μια επιθυμία της τουρκικής άρχουσας τάξης, η οποία διαμορφώθηκε με την αντικατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κύπρο από την αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετάνια, το 1878 (Μελέτη, 2008).
Κατά τον 20ο αιώνα παρατηρήσαμε να δημιουργούνται δύο μεγάλες απάτες. Η μία υλοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας, το 1917, και η άλλη από τα Σοσιαλιστικά Κόμματα της Γαλλίας και της Ελλάδας, κατά τη δεκαετία του 1980. Το πρώτο επαγγέλθηκε σοσιαλισμό, οικοδόμησε όμως έναν κρατικό καπιταλισμό, αφαιρώντας κάθε μορφή δημοκρατικού δικαιώματος από τις κυριαρχούμενες τάξεις. Τα δεύτερα επαγγέλθηκαν, επίσης, σοσιαλισμό, συνεργάστηκαν όμως με τους φορείς των πολυεθνικών επιχειρήσεων και συνέβαλαν στην νεκρανάσταση του οικονομικού φιλελευθερισμού, που θέλει να νεκραναστήσει τις συνθήκες μιζέριας του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα σε παγκόσμιο, όμως, επίπεδο. Η νεκρανάσταση αυτή υπήρξε το αποτέλεσμα της δράσης, ιδιαίτερα, της λεγόμενης σχολής του Σικάγου υπό την ηγεμονία ενός ηλίθιου αλήτη ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, ενός εκπροσώπου των κερδοσκόπων και τζογαδόρων της Wall Street, του George Friedman. Ηλίθιος, διότι η αναπαράσταση του για την οικονομία οικοδομήθηκε με βάση την αρχή του οικονομικού φιλελευθερισμού ότι η απληστία είναι καλή για την κοινωνία. Δηλαδή, όταν για παράδειγμα η κυβέρνηση Σημίτη έστησε το χρηματιστηριακό «παιχνίδι» και έγινε η αρπαγή 23 δισεκατομμυρίων ευρώ (Βεργόπουλος, 2005) από τον αφελή ελληνικό λαό, είναι καλό για την κοινωνία. Το ίδιο, όταν στη Μεγάλη Βρετανία της Θάτσερ εφαρμόσθηκε ο νεοφιλελευθερισμός και δημιουργήθηκε μαζική φτώχεια, ήταν για το καλό της κοινωνίας. Και ακόμη, είναι για το καλό της κοινωνίας η με την κρατική βία εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που μετατρέπει τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων σε φτωχούς και την Ελλάδα σε περιφέρεια της Γερμανίας. Ο George Friedman είναι αλήτης, διότι ενώ από τη μια ισχυριζόταν ότι σεβόταν τη δημοκρατία, από την άλλη, συμβούλευε, μέσω των μαθητών του ή και αυτοπροσώπως, τις κυβερνήσεις της Αργεντινής, της Κίνας και άλλες, να κλείσουν στις φυλακές τους αντιπροσώπους του λαού που αντιστέκονταν στην εφαρμογή της ιδεολογίας των κερδοσκόπων, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού (Klein, 2010). Σημεία των καιρών: η ηλιθιότητα και η αλητεία χαρακτηρίζονται ως οικονομική επιστήμη, και επαγγέλλεται την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων, ενώ κατ’ ουσία τα δημιουργεί και τα επιδεινώνει (Stiglits, 2003, 2011).
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, και γενικότερα η Αριστερά, δεν προσπαθήσει να κάνει κριτική των ιδεολογικών της συνιστωσών και δεν διαμορφώσει μια θεωρία-οδηγό εξόδου από την ολόπλευρη κρίση του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού, τότε θα πρέπει να αναμένουμε, αντί της δημιουργίας ελπίδων και ιστορικής προοπτικής για τις λαϊκές μάζες, το βάθεμα της βαρβαρότητας, την καταστροφή της φύσης και του βασικού βιο - κοινωνικού δεσμού, του οικογενειακού, που παρατηρούμε στις μέρες μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για να δημιουργήσει ελπίδες, θα πρέπει να επεξεργασθεί μια θεωρία-οδηγό εξόδου από την κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να λάβει ή να διεκδικήσει ένα σύνολο σοσιαλδημοκρατικών - κεϋνσιανών μέτρων, όπως είναι για παράδειγμα η προοδευτική φορολογία, η αποκατάσταση του οικογενειακού τρόπου παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών, ο επαναπροσδιορισμός των διεθνών σχέσεων της Ελλάδας (Μαρκεζίνης, 2013) και η έξοδος από το ευρώ στοχεύοντας στην εξασφάλιση της σχετικής αυτονομίας της Ελλάδας. Θα πρέπει, ωστόσο, να μην παγιδευτεί - εγκλειστεί μέσα σ’ αυτά. Αντίθετα, βασιζόμενο στην πρόταση του καθοριστικού τρόπου παραγωγής των ανθρώπων ως ιδεολογικών προσανατολισμών, δηλαδή ως σύστημα στάσεων και συμπεριφορών, θα πρέπει να προσπαθήσει να επανιδρύσει το εκπαιδευτικό σύστημα στη βάση της δημιουργίας ανθρώπων ελεύθερων και καινοτόμων και όχι κομφορμιστών και καριεριστών. Θα πρέπει να προσπαθήσει να καταστρέψει τον έλεγχο, κυρίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και το κομματικό σύστημα που την μετέτρεψαν σε μηχανή δημιουργίας τεχνικών και τεχνοκρατών, δηλαδή σε όργανά τους. Εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσει ελπίδες και σοσιαλιστική προοπτική, εάν επιμένει να στρατολογεί τα στελέχη του από το διεφθαρμένο ακαδημαϊκό προσωπικό, που συμμετέχει ανελλιπώς στις αστικές πρακτικές, οι οποίες συνίστανται στην καθηγητοποίηση μέσω του πελατειακού συστήματος και τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος μέσω των χρηματοδοτημένων ερευνών, που κονιορτοποιούν το κοινωνικό αντικείμενο και δημιουργούν αποτελέσματα μιας χρήσης, δημιουργούν δηλαδή γνώση - σκουπίδια (Μαντόγλου, Μελέτη, 2013). Αντίθετα, μπορεί να τις δημιουργήσει ερχόμενο σε ρήξη τόσο με τις αναφερόμενες πρακτικές, όσο και με το μονόλογο εντύπων όπως Η Αυγή, Η Εποχή, Οι Θέσεις, αλλά και η Ουτοπία, και ανοίγοντας ένα διάλογο όπου θα αφήσει τις ενεργές μειονότητες (=τολμηρές καινοτομικές μειοψηφίες) να εκφραστούν χωρίς περιορισμούς και απαγορεύω.
Η εναλλακτική πρόταση
«Η μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό» έχει γίνει μια πρόταση-στερεότυπο. Φαίνεται, ωστόσο, ότι υπεραπλουστεύει την ανθρωπο-κοινωνική πραγματικότητα, διότι παρατηρούμε, κατά τους νεότερους χρόνους, να αναδύεται, παράλληλα με τον κεφαλαιοκρατικό και ο οικογενειακός τρόπος παραγωγής, στον αγροτικό χώρο. Η ανάδυση αυτού του φαινόμενου μας κάνει να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν ήταν δεδομένη, και, κατά συνέπεια, δεν ήταν νομοτελειακή. Θα μπορούσε να είχε γίνει μετάβαση στον οικογενειακό τρόπο παραγωγής ή, καλύτερα, στους οικογενειακούς τρόπους παραγωγής, αφού αναλαμβάνει ταυτόχρονα με τη λειτουργία της παραγωγής των υλικών αγαθών και τις λειτουργίες της παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών και ιδεολογικών οργανισμών. Θα γράφαμε ότι κατά τη διαδικασία αποδόμησης-αναδόμησης των κοινωνικών σχηματισμών στη μακρά περίοδο της υπό συζήτηση μετάβασης παρατηρούμε την εμφάνιση της συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ του φεουδαρχικού, του κεφαλαιοκρατικού και του οικογενειακού τρόπου παραγωγής. Η σύγκρουση μεταξύ του κεφαλαιοκρατικού και του οικογενειακού τρόπου παραγωγής οξύνθηκε κατά την περίοδο της επιβολής της κυριαρχίας του βιομηχανικού καπιταλισμού και εντοπίζεται ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1840, οπότε οι φορείς του οικογενειακού τρόπου παραγωγής του αγροτικού, αλλά και του αστικού χώρου (=των αγροτικών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων και της βιοτεχνίας) άρχισαν να οικοδομούν συνεταιρισμούς με το σκοπό να αντισταθούν στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των φορέων του κεφαλαιοκρατικού και του οικογενειακού τρόπου παραγωγής υπήρξε ασύμμετρη, διότι η πολιτική εξουσία στήριξε ενεργά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής με επιδοτήσεις και με εισαγωγικούς δασμούς για τα ανταγωνιστικά προϊόντα. Στη μακρά περίοδο της μετάβασης, η ασυμμετρία αυτή εκφράστηκε με τη συνεχή επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μέσα από την προλεταριοποίηση των φορέων του οικογενειακού τρόπου παραγωγής και την συγκέντρωσή τους στις βιομηχανικές πόλεις.
Κατά τη μεγάλη διάρκεια της μετάβασης, διαμορφώθηκαν δύο συμπληρωματικοί και αλληλοϋποστηρικτικοί τρόποι παραγωγής, που έδειχναν τη σοσιαλιστική μορφή του κοινωνικού σχηματισμού, που δημιουργούσαν οι φορείς του οικογενειακού τρόπου παραγωγής και οι εργάτες. Η σοσιαλιστική μορφή εντοπίζεται μέσα από την ίση κατανομή της γης στους αγρότες και τις ισότιμες και αυτοδιαχειριστικές σχέσεις των μελών των συνεταιρισμών.
Οι διεργασίες οικοδόμησης ενός σοσιαλιστικού ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού δεν έγιναν αντιληπτές από τους μαρξιστές. Οι Marx και Engels (2010), στο Κομμουνιστικό μανιφέστο, χαρακτήρισαν τους αγρότες ως μη επαναστάτες και συντηρητικούς (σ. 34). Όσον αφορά τους συνεταιρισμούς, ο Marx, στην Πρώτη Διεθνή, (La Première Internationale , 1976) παραδέχτηκε πως αυτοί αποτελούν ένα στοιχείο μετάβασης στο σοσιαλισμό, τους απέδωσε, όμως, ένα δευτερεύοντα ρόλο. Θεώρησε ότι ο πρώτος ρόλος ανήκει στην προλεταριακή επανάσταση ή, με άλλους όρους, στη με βίαια μέσα αφαίρεση της εξουσίας από την αστική τάξη και στη μεταβίβασή της στην εργατική τάξη. Οι μετέπειτα θέσεις των μαρξιστών, αλλά και του ίδιου του Λένιν, δεν έκαναν παρά να αναπαράγουν, κατά ένα μεγάλο μέρος, την αναπαράσταση του Marx. Κατά ένα άλλο μέρος, διέστρεφαν την πραγματικότητα θεωρώντας ότι οι συνεταιρισμοί είναι αστικοί οργανισμοί (Μελέτη, 2010, σ. 273 - 274). Η αρνητική αυτή θεώρηση είχε ως συνέπεια να αφεθεί ο μεν οικογενειακός τρόπος παραγωγής, σε μια διεργασία συρρίκνωσης με την προλεταριοποίηση των αγροτών, ο δε συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής σε μια διαδικασία αλλοίωσης, μέσα από την μετατροπή του σε κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Η μεταβολή που ελάμβανε χώρα, με τη συρρίκνωση του οικογενειακού τρόπου παραγωγής, ήταν γιγαντιαίων διαστάσεων. Από τη μια, καταστρεφόταν η κοινότητα του χωριού, όπου οι άνθρωποι διατηρούσαν μια σχετική αυτονομία και μια σχετική ισορροπία με τη φύση και, από την άλλη, διαμορφώνονταν οι κεφαλαιοκρατικές τερατουπόλεις, οι οποίες καταστρέφουν το οικολογικό περιβάλλον και κρατούν ως ομήρους τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, που δεν έχουν μέσα παραγωγής.
Αν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι η ανάδυση, η ανάπτυξη και η κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δεν υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας αποκλειστικής αυτόνομης δράσης των φορέων του, αλλά και της στήριξής τους από το κεφαλαιοκρατικό κράτος, τόσο με επιδοτήσεις και δασμολογική προστασία, όσο και με την με βίαια μέσα αποτροπή της εργατικής δυνατότητας της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, τότε είναι δυνατόν να δούμε ότι και ο οικογενειακός και ο συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής θα είχαν επιβάλει την κυριαρχία τους αν μια πολιτική εξουσία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ενδυνάμωνε τον οικογενειακό τρόπο παραγωγής με μια αύξηση της ιδιοκτησίας του και ευνοούσε την επέκταση του συνεταιριστικού τρόπου παραγωγής. Όμως, οι μαρξιστές μπήκαν σε μια αντισοσιαλιστική προοπτική. Στη Ρωσία, την εποχή ακόμα που ζούσε ο Λένιν, καταστράφηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, σε μια πρώτη φάση, τα σοβιέτ με την μεταφορά της εξουσίας τους στους κρατικούς μηχανισμούς και, σε μια δεύτερη φάση, την εποχή του Στάλιν, ο οικογενειακός τρόπος παραγωγής με την αναγκαστική δημιουργία των κολχόζ και των κατ’ όνομα σοβχόζ (=συνεταιρισμών), δηλαδή την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι γνωστό. Αντί του εξαγγελθέντος σοσιαλισμού, το αποκλειστικό κόμμα, το «Κομμουνιστικό», που «κατείχε και τη γνώση των νόμων κίνησης της ιστορίας», οικοδόμησε τον κρατικό καπιταλισμό. Οι Μπολσεβίκοι τόσο πολύ βιαζόντουσαν να φτάσουν στο «σοσιαλισμό», που δεν έδωσαν καμιά πίστωση χρόνου στους εργάτες και τους αγρότες. Πριν προλάβουν να χαρούν, αλλά και να ενδυναμώσουν οι μεν εργάτες την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, οι δε αγρότες τη μικρή ατομική τους ιδιοκτησία, τους κατέστρεψαν κάθε μορφή αυτονομίας με τα πιο βίαια μέσα. Όσον αφορά τους αγρότες, ό, τι έγινε στις χώρες των χωρών της Δύσης μέσα σε μια διάρκεια ενάμιση περίπου αιώνα, στη Ρωσία συνέβη μέσα σε δεκαπέντε χρόνια. Η συρρίκνωσή τους στη Γαλλία, με σημείο εκκίνησης τη γαλλική επανάσταση, συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού έχει παραμείνει ένα ποσοστό 8%. Στην Ελλάδα η συρρίκνωσή τους άρχισε με την τελευταία κατανομή της γης στους αγρότες αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή, το 1922, και συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας, αφού το ποσοστό τους στο συνολικό οικονομικά ενεργό πληθυσμό είναι περίπου 15%. Στις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης το ποσοστό των αγροτών μόλις που αγγίζει το 3% - 4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Για τους συνεταιρισμούς να αναφέρουμε ότι (κατ’ αντίθεση με τον οικογενειακό τρόπο παραγωγής, ο οποίος συρρικνωνόταν παράλληλα με τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής) ενώ από τη μια, στο βαθμό που αυξανόταν το μέγεθός τους μετατρέπονταν σε κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις, εντούτοις από την άλλη, οι κυριαρχημένες τάξεις δημιουργούσαν νέους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς, με το σκοπό να αντισταθούν στην κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση και στους μεσάζοντες, που αγόραζαν τα αγροτικά προϊόντα φθηνά και τα πωλούσαν ακριβά, δηλαδή στις άνισες ανταλλαγές. Στις μέρες μας και, πιο συγκεκριμένα, από το τέλος της δεκαετίας του 1970, με την προσπάθεια των πολυεθνικών επιχειρήσεων, υπό την ηγεμονία του τραπεζιτικού κεφαλαίου, να αναδιοργανώσουν το παγκόσμιο σύστημα με βάση τα αποκλειστικά ιδιωτικά τους συμφέροντα, η αντίσταση αυτή εμφανίζεται μέ τη δημιουργία, από ευρεία τμήματα του πληθυσμού των κυριαρχούμενων τάξεων, του κυριαρχημένου φύλου των γυναικών και των νέων, ενός φαινόμενου που αποκαλείται κοινωνική οικονομία (Rifkin, 1996, Χαραλάμπους, 2001) και βασίζει την οργάνωσή της στις αρχές των συνεταιρισμών (Μελέτη, 2010). Δηλαδή, κατά τη διάρκεια περίπου 170 χρόνων (από τη δεκαετία του 1840 μέχρι τις μέρες μας) παρά το ότι ο συνεταιρισμοί τείνουν να μεταμορφώνονται σε κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις, εντούτοις οι κυριαρχούμενες τάξεις, το κυριαρχούμενο φύλο και οι νέοι επιμένουν να δημιουργούν το συνεταιριστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή η παρατήρηση μας κάνει να δούμε ότι η μετατροπή των συνεταιρισμών σε κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις δεν οφείλεται σε μια ανθρώπινη φυσική ροπή, αλλά στην απουσία πρότασης από ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο θα μπορούσε να τους δώσει σοσιαλιστική προοπτική. Ένεκα της απουσίας σοσιαλιστικής προοπτικής, οι συνεταιρισμένοι υποχρεώνονται να προσαρμοστούν στο οικολογικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν.
Οι μαρξιστές έχουν θέσει ως αρχή τους: να γνωρίσουν τον κόσμο για να τον αλλάξουν. Περιορίστηκαν όμως να αναμασούν την πρόταση σύμφωνα με την οποία η ιστορία είναι το αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, υπεραπλουστεύοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, επικίνδυνα την ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα. Η κοινωνία, η οποία αποτελεί μια σχετικά αυτόνομη οντότητα και ορίζεται ως τέτοια σε σχέση με άλλες κοινωνίες, αποτελείται από φύλα, γενεές και τάξεις και ως εκ τούτου η ιστορία είναι μια πολύπλοκη συγκρουσιακή πραγματικότητα, η οποία εκτός από την πάλη, στο πεδίο της οικονομίας, για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και της φύσης, περιλαμβάνει και την πάλη για τον έλεγχο, πρώτον, των μέσων παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών - δηλαδή ιδιαίτερα του σώματος της γυναίκας - δεύτερον, των μέσων παραγωγής (=των εκπαιδευτικών μηχανισμών) των ανθρώπων ως ιδεολογικών προσανατολισμών, ως σύστημα στάσεων και συμπεριφορών και τρίτον, των άλλων κοινωνιών, που ορίζουμε ως εχθρικές. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, αυτό που καθορίζει δεν είναι ούτε η οικονομία, ούτε η πολιτική ούτε η ιδεολογία, αλλά η στρατιωτική ισχύς (Μελέτη, 2010).
Εάν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι ένας ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός αποτελείται από τέσσερις βασικές κοινωνικές σχέσεις, τότε είναι δυνατό να εντοπίσουμε το δυναμικό τεσσάρων αυτόνομων κοινωνικών κινημάτων: των εθνικών, των γυναικών, των νέων και των εργατών-αγροτών, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση προτεραιότητας και καθορισμού και τα οποία μπορούν να γίνουν ένα αν καταφέρουν να ορίσουν ως κοινό τους αντίπαλο την αστική τάξη (Χαραλάμπους, 2001).
Η είσοδος στην πολιτική σκηνή των γυναικών και των νέων, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 και το πρώτο της δεκαετίας του 1970, συνέβαλε στο να κάνει τους Ευρωκομουνιστές (βασιζόμενοι και στη αρχή ότι η θεωρία καθορίζει τη δράση) να προσανατολιστούν προς την ανανέωση της μαρξιστικής θεωρίας. Ο αναπροσανατολισμός τους δεν στέφθηκε με επιτυχία, αφού ούτε καν προσπάθησαν να οικοδομήσουν μια θεωρία για τα νέα κοινωνικά κινήματα. Έμειναν περιχαρακωμένοι σε μια δευτερογενή και ταυτόχρονα, ανδροκρατική θεωρία, αυτή των τάξεων. Η ανάπτυξη της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της εθνολογίας θα έπρεπε ωστόσο να τους είχε οδηγήσει να συλλάβουν ότι ένας ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός αποτελείται από τις πρωτογενείς σχέσεις των φύλων και των γενεών, και από τις δευτερογενείς σχέσεις των τάξεων, οι οποίες είναι φύλου αρσενικού, και ότι στην ιστορική εξέλιξη είναι οι άνδρες που διαιρέθηκαν σε τάξεις και όχι η κοινωνία.
Βέβαια, η τάση δημιουργίας φεμινιστικού και νεολαιίστικου κινήματος αποτελεί συνέπεια της δράσης του κεφαλαίου. Οφείλεται, σε τελευταία ανάλυση, στην εξάλειψη του οικογενειακού τρόπου παραγωγή, που προκαλείται από τη δυναμική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής να γίνει αποκλειστικός, και την αντικατάσταση του, κατά την περίοδο του κεϋνσιανού κεφαλαιοκρατισμού, από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, όπου συγκεντρώνονται τόσο τα παιδιά και οι νέοι, όσο και οι γυναίκες ως δασκάλες και καθηγήτριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που αποτελούν το δυναμικό του νεολαιίστικου και φεμινιστικού κινήματος.
Κατ’ αντίθεση με αυτή την παρατήρηση, οι μαρξιστές, στο βαθμό που δεν μεταστρέφονται στις παρελθοντικές πρακτικές αναπαραστάσεις του νεοφιλελευθερισμού και του κεϋνσιανισμού, παραμένουν προσκολλημένοι στην παρελθοντική ανδροκρατική αναπαράσταση της κοινωνίας, η οποία είναι διαιρεμένη σε τάξεις. Οι συνέπειες είναι γνωστές. Οι μαρξιστές εμποδίζουν τους εαυτούς τους να δουν:
· πρώτον, ότι οι φορείς του κεφαλαίου δεν περιορίζονται στο να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους μισθωτούς και αγρότες. Καταστρέφουν επίσης την ίδια την πηγή της ζωής, τον τρόπο που αυτή παράγεται: τον οικογενειακό τρόπο παραγωγής. Η καταστροφή αυτή συντελείται μέσα από τη δημιουργία των συνθηκών άρνησης των γυναικών να τεκνοποιήσουν. Η τεκνοποίηση αυξάνει το εργατικό κόστος, και δεν συμφέρει το ατομικό κεφάλαιο, αφού δημιουργεί τον κίνδυνο να το κάνει μη ανταγωνιστικό. Ο οικογενειακός τρόπος παραγωγής αποτελεί μια μορφή οργανωμένης δράσης, που εντοπίζεται, από την παλαιολιθική εποχή μέχρι τις μέρες μας, σε όλους σχεδόν τους ανθρωπο-κοινωνικούς σχηματισμούς (Clark, Piggot, 1980, Sahlins, 1976,Fossaert, 1977, Godelier, 1982). Η διαχρονική αυτή σταθερότητα φαίνεται να οφείλεται στο ότι αναλαμβάνει και τη λειτουργία της τεκνοποίησης, αποτελεί δηλαδή και έναν τρόπο παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών. Η καταστροφή του οικογενειακού οικονομικού τρόπου παραγωγής από τον καπιταλισμό έχει αρνητικές συνέπειες και στον βιολογικό οικογενειακό τρόπο παραγωγής, θεωρούμενο ως πηγή της ζωής και, εκ τούτου, μια πρόταση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, θα πρέπει θα περιλαμβάνει και την προσπάθεια αποκατάστασης αυτού του τρόπου παραγωγής. Εκτός, βέβαια, κι αν οι άνθρωποι δημιουργήσουν μια άλλη μορφή παραγωγής των ανθρώπων,
· δεύτερον, ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν είναι μόνο πρόβλημα των τάξεων. Ο ανθρωπο-κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας επαναστατικής πράξης, αλλά μιας μακροχρόνιας διαδικασίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο επαναστατικές, όσο και ειρηνικές, συναινετικές πρακτικές. Είναι, δηλαδή, πρόβλημα μετάβασης διαγεναιακό, εφόσον η διευρυμένη αναπαραγωγή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορεί να λάβει χώρα έξω από την ανάληψή της από την επόμενη γενιά. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την παραγωγή ανθρώπων με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Αυτό σημαίνει ότι στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως και σε κάθε μετασχηματισμό, δεν είναι οι σχέσεις παραγωγής των υλικών αγαθών που καθορίζουν τη συνείδηση ούτε η συνείδηση που καθορίζει τις σχέσεις παραγωγής των υλικών αγαθών. Μεταξύ του τρόπου παραγωγής των υλικών αγαθών και του τρόπου παραγωγής των ανθρώπων (=εκπαιδευτικό σύστημα) ως ιδεολογικών σχηματισμών (=σύστημα παραστάσεων) δεν υπάρχει σχέση προτεραιότητας και καθορισμού. Υπάρχει σχέση συγκρουσιακή, διαλεκτική. Εάν, κατά τη μεταπολεμική περίοδο και, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη φάση, η κεφαλαιοκρατική τάξη προσπαθεί, καταργώντας τις κλασικές σπουδές, να επιβάλει στο εκπαιδευτικό σύστημα την παραγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου, που σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, τον καθορισμό των προσανατολισμών των νέων γενιών, δεν είναι τυχαίο γεγονός. Αυτό συμβαίνει διότι κατανοούν ότι χωρίς τη ιδιοποίηση των ανθρώπων, μέσα από τον καθορισμό των προσανατολισμών τους δεν μπορούν να καθορίσουν και την αναπαραγωγή του πλούτου τους (Μαντόγλου, Μελέτη, 2013).
Το κοινωνικό κίνημα
Αν στηριχθούμε στην έννοια τοy κοινωνικού κινήματος του Touraine (1978), θα δούμε ότι η πρόταση και η αντιπρόταση ή η πρόταση και η εναλλακτική πρόταση αποτελούν ένα βασικό προσδιοριστικό της στοιχείο. Σύμφωνα με το συγγραφέα, το κίνημα μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από το ρώτημα: ποιος παλεύει, εναντίον ποιου και για ποιο σκοπό ή με άλλους όρους: ταυτότητα, αντίπαλος και αντικείμενο πάλης. Αυτή η πρόταση διαβάζεται ως εξής. Ορισμός της ταυτότητας ενός ιστορικού υποκειμένου, το οποίο αντιπαλεύει ένα άλλο ιστορικό υποκείμενο, αντιπροτείνοντας στην πρόταση του τελευταίου μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή δύο ιστορικά υποκείμενα αντιπαλεύουν με αντιτιθέμενες προτάσεις για τον έλεγχο των όρων οργάνωσης του κοινωνικού σχηματισμού. Ένα ιστορικό παράδειγμα που μπορούμε να αναφέρουμε είναι αυτό της εργατικής τάξης που αντιπρότεινε στην πρόταση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής της κεφαλαιοκρατικής τάξης τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Αν προσεγγίσουμε τις συγκρουσιακές σχέσεις, της δεκαετίας του 1960 και του 1970, στους κεντρικούς ανθρωπο-κοινωνικούς σχηματισμούς, μέσα από την επιστημονική αναπαράσταση του Touraine, θα δούμε ότι ούτε οι γυναίκες ούτε οι φοιτητές ορίστηκαν ως κοινωνικό κίνημα. Οι γυναίκες δεν οριστήκαν ως κίνημα, διότι:
· πρώτον, δεν όρισαν κατά τρόπο συγκεκριμένο την ταυτότητά τους. Δεν εντόπισαν ότι το δυναμικό του κινήματος δεν αποτελείτο από το σύνολο των γυναικών, αλλά από τις συγκεκριμένες κατηγορίες των δασκάλων, των καθηγητριών και των γυναικών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που είχαν καταλάβει, σε μεγάλο βαθμό, κατά την πιο πάνω περίοδο, τη βαθμίδα του Λέκτορα. Οι γυναίκες αυτές είναι που αφενός αντέδρασαν ενάντια στη διπλή ημέρα εργασίας και αφετέρου διεκδίκησαν το δημόσιο χώρο και την ελεύθερη διάθεση του σώματος τους,
· δεύτερον, δεν συνέλαβαν ότι οι κινητοποιήσεις τους οφείλονταν στην καταστροφή του οικογενειακού τρόπου παραγωγής (=απογύμνωση από τις λειτουργίες του) από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και διεκδίκησαν τη συμμετοχή τους στο δημόσιο χώρο με τους άνδρες, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα απελευθερώνονταν από τα «δεσμά» της οικογένειας. Δηλαδή, δεν αντιλήφθηκαν ότι με τις διεκδικήσεις τους έμπαιναν στην προοπτική του αντιπάλου τους, της αστικής τάξης, επιταχύνοντας την αποσύνθεση της οικογένειας, θεωρούμενης ως τρόπου παραγωγής της ζωής.
Αντίθετα με αυτές τις πρακτικές, οι γυναίκες θα μπορούσαν να οριστούν ως κίνημα ορίζοντας ως αντίπαλο τους άνδρες της αστικής τάξης, που αρνούνται να αναλάβουν το κόστος παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών, και διεκδικώντας την αποκατάσταση της λειτουργίας του οικογενειακού τρόπου παραγωγής της ζωής, ο οποίος δεν οδηγεί, κατ’ ανάγκη, στην καταπίεσή τους. Οι γυναίκες δεν εντόπισαν τον καταστροφικό ρόλο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Όρισαν ως αντίπαλό τους τούς άνδρες και επιδόθηκαν να δείξουν ότι η εργασία τους στα πλαίσια της οικογένειας δεν αναγνωριζόταν και ότι στο δημόσιο χώρο καταλάμβαναν στις κατώτερες θέσεις εργασίες. Η πρακτική τους αυτή υπήρξε κακή και αφελής επιλογή, διότι η οικονομική λειτουργία, όπως και η στρατιωτική, αποτελούν ένα κοινωνικό-φυσικό μέγεθος, το οποίο αναλαμβάνεται από τους άνδρες και αντισταθμίζει τη φυσικο-κοινωνική λειτουργία της τεκνοποίησης, η οποία αναλαμβάνεται από τις γυναίκες. Οι λειτουργίες αυτές αποτελούν φυσικό μέγεθος, διότι δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν χωρίς ταυτόχρονα να καταστραφεί η ανθρωπότητα: δεν θα μπορούσαν οι γυναίκες να αναλάβουν τον πόλεμο και την οικονομία και οι άνδρες την τεκνοποίηση. Τόσο η μη αναγνώριση της εργασίας της δημιουργίας της ζωής, στο πλαίσιο της οικογένειας, όσο και η ένταξη των γυναικών σε εργασιακό καθεστώς στο δημόσιο χώρο υπήρξε μια δημιουργία του καπιταλισμού που είχε ως σκοπό να μειώσει το εργατικό κόστος. Οι γυναίκες θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει να πατήσουν την πεπονόφλουδα, που τους είχε ρίξει ο καπιταλισμός, και να απαιτήσουν, πρώτον, την αναγνώριση της εργασίας της τεκνοποίησης, δεύτερον, την ανακοπή της καταστροφής του οικογενειακού τρόπου παραγωγής από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και, τρίτον, την ισότιμη συμμετοχή τους στην πολιτική εξουσία με τους άνδρες.
Οι φοιτητές δεν προσδιόρισαν τον αντίπαλο τους, ο οποίος είναι οι ενήλικες, και πιο συγκεκριμένα οι ενήλικες άνδρες κεφαλαιοκράτες, οι ενήλικες άνδρες του οικογενειακού τρόπου παραγωγής και οι ενήλικες εργάτες, και γι’ αυτό δεν τους βλέπουμε να οργανώνονται ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα με δικό της προσανατολισμό. Κατά κανόνα τους βλέπουμε να οργανώνονται ως ομάδες δεξιές, σοσιαλδημοκρατικές ή αριστερές, δηλαδή με βάση ταξικά και όχι γενεάς κριτήρια. Οι φοιτητές, όπως βέβαια και οι μαθητές, αποτελούν αντικείμενο πάλης των ενηλίκων, οι οποίοι είναι διαιρεμένοι σε τάξεις και σε φύλα. Οι ενήλικες προσπαθούν να ιδιοποιηθούν τους νέους, μέσα από τη διαμόρφωση των στάσεων και των συμπεριφορών τους, με το σκοπό να ελέγξουν το μέλλον, δηλαδή να κατοχυρώσουν τη συνέχεια του τρόπου ζωής τους. Οι νέοι, ως άνθρωποι, έχουν μια ποιοτική διαφορά σε σχέση για παράδειγμα με το αντικείμενο πάλης των τάξεων που είναι τα υλικά μέσα παραγωγής. Τα τελευταία είναι παθητικά και άρα μπορούν να πλάθονται κατά βούληση, ενώ οι νέοι άνθρωποι είναι ενεργητικοί και έχουν τη δυνατότητα να αυτοπροσδιοριστούν, μέσα από την επεξεργασία των πληροφοριών, αλλά και των ιδεολογιών που τους διαδίδονται, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών συστημάτων, με το σκοπό να τους διαμορφώσουν ως προσωπικότητες. Οι εξεγέρσεις και οι διαμαρτυρίες των φοιτητών ενάντια στις επιλογές των δεξιών αλλά και των αριστερών κομμάτων, της δεκαετίας του 1960 και του 1970, έδειξαν αυτή τη δυνατότητα. Έκτοτε, όμως, ο αυτοπροσδιορισμός αυτός, και όταν ακόμη δεν ακυρώθηκε από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τις κομφορμιστικές αριστερές ιδεολογίες, δεν εμβαθύνθηκε.
Οι εργάτες προσπάθησαν να οριστούν σε κοινωνικό κίνημα διατυπώνοντας την εναλλακτική πρόταση της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Εάν στηριχθούμε στην πρόταση του Marx, σύμφωνα με την οποία ένας τρόπος παραγωγής αποτελεί μια διπλή σχέση, μια σχέση μεταξύ των ανθρώπων (π.χ. των κεφαλαιοκρατών με τους εργάτες) και μια σχέση μεταξύ των ανθρώπων με τη φύση, τότε θα δούμε ότι η εργατική τάξη θα μπορούσε να συμπεριλάβει στην εναλλακτική της πρόταση και το οικολογικό πρόβλημα. Είναι πιθανόν η μη συμπερίληψη αυτή να οφείλεται στο ότι στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής οι εργάτες βρίσκονται σε έμμεση σχέση με τη φύση (=δευτερογενής τομέας). Αντίθετα, οι αγρότες, οι οποίοι διατηρούν άμεση σχέση (=πρωτογενής τομέας) φαίνεται να αποτελούν το βασικό κοινωνικό δυναμικό που τείνει να δημιουργήσει το οικολογικό κίνημα. Αναφέρουμε ως παράδειγμα τις κοινωνικές ομάδες του Αμαζονίου, οι οποίες αντιστέκονται στην καταστροφή του δάσους από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι Γάλλοι αγρότες, αλλά και άλλοι, οι οποίοι αρνούνται τη διάδοση των γενετικά τροποποιημένων φυτών στην αγροτική οικονομία.
Εντοπίσαμε τέσσερις κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούν δυνητικά να διαμορφώσουν τέσσερις εναλλακτικές προτάσεις. Η μία κοινωνική δύναμη είναι οι γυναίκες οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα διαμόρφωσης της πρότασης δημιουργίας ενός τρόπου παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών, η δεύτερη είναι η αγροτική τάξη, η οποία αποτελεί τον πυρήνα διαμόρφωσης της πρότασης αποκατάστασης της ισορροπίας στη φύση, η τρίτη είναι η εργατική τάξη, η οποία αποτελεί τον πυρήνα διαμόρφωσης της πρότασης κοινωνικοποίησης των κεφαλαιοκρατικών μέσων παραγωγής, και η τέταρτη είναι οι φοιτητές, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα διαμόρφωσης της πρότασης αναπαραγωγής των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Και οι τέσσερις αυτές κοινωνικές δυνάμεις έχουν ως κοινό αντίπαλο την κεφαλαιοκρατική τάξη, και ως εκ τούτου δυνητικά μπορούν να συγκροτηθούν σε ένα αντικαπιταλιστικό κοινωνικό κίνημα. Βέβαια, αυτό θα εξαρτηθεί από τις ικανότητες των πολιτικών τους ηγεσιών ή αντιπροσώπων τους να συγκροτούν συμμαχίες και να επεξεργάζονται προτάσεις ανθρωπο-κοινωνικού μετασχηματισμού. Να τονίσουμε ότι όπως η ταυτότητα, έτσι και η εναλλακτική πρόταση είναι μια κοινωνική κατασκευή, στην οποία, όμως, το πολιτικό υποκείμενο παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με το κοινωνικό υποκείμενο, πράγμα που σημαίνει ότι χωρίς την ύπαρξη του ενός δεν μπορεί να υπάρξει και το άλλο.
Συμπέρασμα
Οι κεφαλαιοκρατικές πρακτικές της αύξησης του κέρδους και της συσσώρευσης του πλούτου οδηγούν τη ζωή στον πλανήτη σε καταστροφή, η οποία επιτελείται μέσω δύο οδών. Η μία αφορά το οικολογικό περιβάλλον και η άλλη τον τρόπο παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών. Σ’ αυτή την καταστροφή δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση.
Βέβαια, όχι λίγοι μαρξιστές, αλλά και τα υφιστάμενα αυτοαποκαλούμενα κομμουνιστικά κόμματα θα προσυπέγραφαν μετά χαράς την πρόταση ότι η εργατική τάξη είναι η μόνη επαναστατική τάξη και ότι είναι αυτή που θα οδηγήσει, νομοτελειακά, την κοινωνία στο σοσιαλισμό. Η πρόταση αυτή έχει τόσες πολλές αδυναμίες που παραμορφώνουν υπεραπλουστεύοντας την πραγματικότητα και οι οποίες είναι:
· Πρώτον: Ο μετασχηματισμός των αθρωπο-κοινωνικών σχηματισμών δεν λαμβάνει χώρα μόνο μέσα από επαναστατικές πρακτικές. Λαμβάνει χώρα μέσα σε μεγάλες περιόδους, οι οποίες περιλαμβάνουν φάσεις επαναστατικές και ειρηνικές, ρήξης και συναίνεσης καθώς και πισωγυρίσματα ή αλλαγής της αρχικής πορείας,
· Δεύτερον: Δεν λαμβάνει υπόψη της την αγροτική τάξη, η οποία είναι εξίσου μετασχηματιστική με την εργατική, και η οποία έθεσε το πρόβλημα του σοσιαλισμού, ήδη από τη δεκαετία του 1840, με την ίδρυση συνεταιρισμών. Αυτή η παρατήρηση ακυρώνει την υπόθεση ότι η εργατική τάξη αποτελεί την πρωτοπόρα τάξη,
· Τρίτον: Βασίζεται στην πρόταση ότι η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε τάξεις, οι οποίες είναι φύλου αρσενικού και, ως εκ τούτου, τείνει να διαμορφωθεί ένα μόνο κίνημα, αυτό της εργατικής και αγροτικής τάξης υπό την καθοδήγηση της πρώτης. Η κοινωνία, όμως, δεν αποτελείται μόνο από τάξεις, αλλά και από φύλα και γενεές, που συνθέτουν, κατά τους μοντέρνους καιρούς, τα έθνη-κράτη. Αυτό που μας οδηγεί να εντοπίσουμε το δυναμικό πέντε κινημάτων: το εθνικό, των εργατών, των αγροτών, των γυναικών και των νέων. Η παρατήρηση ότι ένας εθνικός ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός συντίθεται από τάξεις, φύλα και γενεές, μας κάνει να δούμε ότι η υπόθεση σύμφωνα με την οποία το οικονομικό πεδίο αποτελεί τη βάση είναι άκυρη, διότι το βιολογικό και το ιδεολογικό πεδίο, δηλαδή η παραγωγή των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών και ιδεολογικών σχηματισμών δεν αποτελούν λιγότερο βάση, πράγμα που σημαίνει ότι η αφανής εργασία της αγάπης της μητέρας για το παιδί και η εργασία του έρωτα ( = σχέση βιοκοινωνική), μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας δεν είναι μικρότερης σημασίας από την εργασία της παραγωγή των υλικών αγαθών. Η σχέση μεταξύ των πεδίων της οικονομίας, της βιολογικής παραγωγής του ανθρώπου και της ιδεολογικής παραγωγής του ανθρώπου, δεν είναι σχέση υποδομής και υπερδομής, αλλά συγκρουσιακή, διαλεκτική. Οι τρεις μορφές εργασίας δεν διαμορφώνουν σχέσεις σπουδαιότητας και καθορισμού: και οι τρεις αποτελούν ίσης σπουδαιότητας λειτουργίες χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία. Η απουσία της παραγωγής των υλικών αγαθών οδηγεί τους ανθρώπους σε θάνατο από πείνα. Η απουσία της αγάπης προς το παιδί οδηγεί προς τη δημιουργία μη άρτια ψυχολογικά συγκροτημένων ανθρώπων, που δεν μπορούν να οικοδομήσουν και να στηρίξουν κοινωνία, ενώ η απουσία ερωτικής σχέσης μεταξύ άνδρα και γυναίκας προς τη μη δημιουργία της ίδιας της ζωής. Η μελέτη των κοινωνιών των χωρών του κέντρου δείχνει την αποθέωση της εμπορευματοποίησης κάθε μορφής ζωής, την τάση επικράτησης των εφήμερων σχέσεων των φύλων, που δεν δίνουν προοπτική στην τεκνοποίηση, και την αύξηση των μοναχικών ατόμων και των αγχολυτικών και φαίνεται να επαληθεύει την υπόθεσή μας. Θα γράφαμε, ότι οι άνθρωποι και η κοινωνία δεν πεθαίνουν μόνο όταν στερούνται του φαγητού, αλλά και όταν στερούνται της αγάπης και του έρωτα,
· Τέταρτον: Η πρόταση σύμφωνα με την οποία η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε τάξεις ταξινομεί τις γυναίκες και τους νέους στην τάξη των συζύγων και τα πατέρων τους, πράγμα που σημαίνει πως αναπαρίστανται χωρίς αυτονομία και βούληση ή, ακόμα και ως ζώα. Αυτό είχε ως συνέπεια η εργασία των γυναικών να θεωρηθεί ως μη εργασία και άρα να μην δούμε ότι ο κεφαλαιοκρατισμός πολιτισμός δεν οικοδομείται μόνο στην εμφανή εκμετάλλευση των εργατών και των αγροτών, αλλά και στην αφανή εκμετάλλευση των γυναικών ως νοικοκυρών, η οποία μπορεί να είναι και μεγαλύτερου μεγέθους από την πρώτη. Το ότι γυναίκες βροντοφώναξαν, κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970, ότι η απογυμνωμένη από τις ιδεολογικές και οικονομικές λειτουργίες πυρηνική οικογένεια αποτελεί γι’ αυτές φυλακή, δεν ήταν ένας παραλογισμός. Και όμως, οι γυναίκες και οι νέοι δεν είναι δυνατόν να ταξινομηθούν στην τάξη των συζύγων και πατέρων τους, διότι εντοπίζονται σε αυτόνομα πεδία, τα οποία συγκροτούνται στη βάση δύο ιδιόμορφων αντικειμένων πάλης. Κατ’ αντίθεση με τις τάξεις που συγκροτούνται μέσα από τη σύγκρουση για τον έλεγχο των μέσων παραγωγής των υλικών αγαθών και της φύσης, τα μεν φύλα έχουν ως αντικείμενο πάλης τα μέσα παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών, οι δε γενιές τα μέσα παραγωγής της συγκρότησης της προσωπικότητας των νέων. Τα τέσσερα αυτά αντικείμενα πάλης ορίζουν και το δυναμικό τεσσάρων κινημάτων: των εργατών, των αγροτών, των γυναικών και των νέων, τα οποία μπορούν να συγκροτηθούν σε ένα μόνο στην περίπτωση που καταφέρνουν να ορίσουν, μέσα από συμμαχίες και έξω από πρωτοπορίες και ηγεμονίες, τον κοινό τους αντίπαλο, την αστική τάξη, η οποία είναι φύλου αρσενικού. Αυτή η συμμαχία δεν αποκλείεται, αν στηριχθούμε στην παρατήρηση ότι εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια γυναίκες, μισθωτοί άνδρες, άνδρες του οικογενειακού τρόπου παραγωγής και νέοι οικοδομούν τη λεγόμενη κοινωνική οικονομία, δηλαδή το συνεταιριστικό τρόπο παραγωγής, ο οποίος, όντας στην προοπτική μιας αυτοδιαχειριστικής σοσιαλιστικής κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα αντικεφαλαικρατικός, αντιπατριαρχικός και αντισεξιστικός.
Οι φορείς του κεφαλαίου, οι οποίοι τείνουν να συρρικνωθούν στο ένα εκατοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, από τη στιγμή της εμφάνισης τους, δημιουργούν τρία δεινά. Το ένα αφορά την αντιμετώπιση των εργαζομένων όχι ως ανθρώπων, αλλά ως ένα συντελεστή παραγωγής, ο οποίος στις μέρες μας «έχει γίνει τόσο υπεράφθονος», που οι φορείς του κεφαλαίου αναζητούν τρόπους για να το μειώσουν από επτά δισεκατομμύρια τουλάχιστον σε δύο. Το δεύτερο συνδέεται με την καταστροφή της φύσης και το τρίτο με την καταστροφή της πηγής της δημιουργίας της ζωής. Επειδή τα τρία αυτά δεινά οδηγούνται προς ένα σημείο μη επιστροφής, θα πρέπει να αναληφθεί επείγουσα δράση για την ανακοπή τους. Η ανακοπή δεν μπορεί γίνει μέσω της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατίας ή διαφορετικά του κεϋνσιανού καπιταλισμού, διότι ο τελευταίος έδειξε, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ότι επιδεινώνει την κατάσταση αντί να την καλυτερεύει. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ξεπεράστηκε το ποσοστό της εκπομπής του διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο μπορεί να αφομοιωθεί από τον πλανήτη γη (Λατούς, 2008). Γνωρίζουμε επίσης ότι η οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους δεν ανέκοψε την καταστροφή του οικογενειακού τρόπου παραγωγής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών.
Και ως εκ τούτου, η ανακοπή θα πρέπει να γίνει μέσω της αφαίρεσης του πλούτου από τους ανεύθυνους, αλλά και τυφλωμένους από τα κέρδη, κεφαλαιοκράτες και η κατανομή του σε ίσα μέρη στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος, βέβαια, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, τόσο ποιοτικά, με βάση τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής, όσο και ποσοτικά, με βάση τις διατροφικές δυνατότητες της γης. Βέβαια, ο σοσιαλισμός δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί, ταυτόχρονα, στο σύνολο των χωρών του πλανήτη. Επιπλέον δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα σε μια μόνο χώρα και μάλιστα μικρή όπως είναι για παράδειγμα η Ελλάδα. Γιγαντιαίες δυνάμεις, όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, το Ν.Α.Τ.Ο. ή οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θα την είχαν κατασπαράξει μέσα σε χρόνο μηδέν. Θα μπορούσε, αντίθετα, να γίνει μέσα από μια συμμαχία χωρών όπως αυτές του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες μετατρέπονται, με ραγδαίο τρόπο, σε περιφέρεια των κυρίαρχων τάξεων των χωρών του Βορρά. Θα μπορούσε, επίσης, να αναδυθεί στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες δεν πήραν το μάθημά τους από τη μεταπολεμική Ευρώπη και, ζώντας με ψευδαισθήσεις, προσπαθούν να έλθουν σε ρήξη με το κερδοσκοπικό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές εταιρείες εφαρμόζοντας τον κεϋνσιανό καπιταλισμό.
Αυτά που γράφουμε, εδώ, δεν μας οδηγούν να υποστηρίξουμε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει άλλη πολιτική επιλογή από τη σοσιαλιστική. Θα μπορούσε να συγκροτηθεί μια συμμαχία από όλες τις αντιμνημονιακές και αντιευρώ δυνάμεις, δεξιές, κεντρώες και «αριστερές», με το σκοπό να ανακόψει την οικονομική και γεωστρατηγική υποταγή της Ελλάδας στη Γερμανία και στις Η. Π. Α. και να συγκροτήσει τη σχετική αυτονομία της, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, ο οποίος εξάλλου είναι συλλογικό διεθνές καθήκον και όχι μόνο μιας χώρας, και μάλιστα του μεγέθους της Ελλάδας. Κατά ένα γενικό τρόπο, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία εμπλέκει τις συγκρουσιακές σχέσεις των τάξεων, των φύλων, των γενεών και των εθνών-κρατών και ως εκ τούτου τόσο η πρόταση της προλεταριακής επανάστασης, όσο και οι προτάσεις της αποανάπτυξης και της περιεκτικής δημοκρατίας θα πρέπει να αντιμετωπιστούν κριτικά και να ανασκευαστούν. Θα πρέπει να ανασκευαστούν και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους την πρόταση των εργατών, των αγροτών, των γυναικών και των νέων, που εκφράζεται μέσα από τη δημιουργία της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας (=συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής), η οποία αποτελεί απαράβατο όρο στη μετάβαση στο σοσιαλισμό
Βιβλιογραφία
Aron R., Dix - huit leçons sur la société industrielle, Gallimard, 1962.
Βατικιώτη Λ., Παύση πληρωμών του δημοσίου χρέους. Το μόνο που απιτείται είναι η πολιτική βούληση, στο, Επίκαιρα (Περιοδικό), 19. 12. 2013, Τεύχος 218, σ. 41 - 45.
Bettelheim Ch., Les luttes de classes en URSS, Troisième période, 1930 - 1941, Les dominés, Seuil\Maspero, 1982.
Βεργόπουλος Κ., Η αρπαγή του πλούτου, Λιβάνη, 2005.
Clark G., Piggot S., Προϊστορικές κοινωνίες, Καρδαμίτσα, 1980.
Fossaert R., Les structures économiques, Le Seuil, 1977.
Godelier M., La production des Grands Hommes, Fayard, 1982.
Κωνσταντακόπουλος Δ., Πόλεμοι χρέους και η μοίρα της Ευρώπης, Επίκαιρα (Περιοδικό), Τεύχος 210, Μέρος Α, 24. 10. 2013, σ. 50 - 53, Τεύχος 211, Μέρος Β, 31. 10. 2013, σ. 16 - 18, Τεύχος 212, Μέρος Γ, 7. 11. 2013, σ. 58 - 61, Τεύχος 213, Μέρος Δ, 14. 11. 2013, σ. 52 - 55.
Klein N., Το δόγμα του σοκ, Α. Α. Λιβάνη, 2010.
Λατούς Σ., Το στοίχημα της αποανάπτυξης, Βάνιας, 2008.
Λατούς Σ., Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2013.
Μαντόγλου Α., Μελέτη Κ., Επιστημονικός λόγος περί κοινωνικών αναπαραστάσεων και ιδεολογιών, Παπαζήσης, 2013.
Marx K., Engels Fr., Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Το Βήμα (εφημερίδα), 2010.
Μαρκεζίνης Β., Η Ελλάδα στον κατήφορο, Ι. Σιδέρης, 2013.
Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου, Γόρδιος, 2008.
Μελέτη Κ., Συνεταιριστική οικονομική και πολιτική θεωρία, Παπαζήσης, 2010.
Morin E., De la nature de l’ URSS, FAYARD, 1983.
Νεάρχου Π., Δολιοφθορές από την τρόϊκα, τεμενάδες στην Τουρκία, στο, Επίκαιρα (Περιοδικό), 19. 12. 2013, Τεύχος 218, σ. 50 - 51.
Λύτρα Ε., Ψάλτης Χ., Πρώην μικτά χωριά στην Κύπρο: Αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παράντος και του μέλλοντος, Όμιλος Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας,ahdr.mide@ahdr.info, 2011.
Ρομπόλης Σ., Αυτοί είναι οι πραγματικοί στόχοι του μνημονίου, Συνέντευξη στον Λάμπρο Καλλαρύτη στα Επίκαιρα (περιοδικό), 31. 10. 2013, σ. 8 - 11.
Sahlins M., Age de pierre age d’abondance, Gallimard, 1976.
Stiglitz J., Η μεγάλη αυταπάτη, Λιβάνη, 2003.
Stiglitz J., Ο θρίαμβος της απληστίας, 2011.
Touraine A., La voix et le regard, Le Seuil, 1978.
Φίλιας Β. Από την εξαχρείωση στην εξαθλίωση: 1974 - 2012, Α. Α. Λιβάνη, 2013.
Φωτόπουλος Τ., Περιεκτική δημοκρατία. Δέκα χρόνια μετά, Ελεύθερος Τύπος, 2008.
Φωτόπουλος Τ., Η Λατινοαμερικανοποίηση του ευρωπαϊκού Νότου, Περιεκτική Δημοκρατία (Περιοδικό), Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2010, σ. 39 - 58.
Χαραλάμπους Κ., Το αντικείμενο της κοινωνιολογίας: ο ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός, Οδυσσέας, 2001.