Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Θανάσης - Βάιος Παπαθανασίου. Αυτό είναι το πλήρες ονοματεπώνυμό μου.
Στη βάφτισή μου, το 1960, ο παπάς έτσι με ονομάτισε: Αθανάσιο - Βάιο. Αλλά οι γονείς μου, παρόλο που οι ίδιοι ήθελαν να μου δοθεί το Βάιος, αποφάσισαν να μην γραφτεί στα χαρτιά. Τους ήταν νωπή ακόμη η ατμόσφαιρα του εμφυλίου και η καχυποψία του κράτους των νικητών απέναντι σε… διπλά ονόματα, ψευδώνυμα κλπ. Κι όταν γεννιέσαι στην Καισαριανή και βαφτίζεσαι εκεί (στην Παναγίτσα της), μια ανησυχία παραπάνω για τους γονείς. Υπερβολή τους ή όχι, αυτή ήταν η ανησυχία τους.
Ότι έχω και το Βάιος ως βαφτιστικό όνομα, το ξέρουν κάμποσοι φίλοι. Είναι μερικά χρόνια που το γνωστοποιώ και το τιμώ απλά, κυρίως με κέρασμα στο σχολείο την τελευταία μέρα πριν τις διακοπές του Πάσχα, και στον Άγιο Φίλιππο το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, μετά την κατανυκτική ακολουθία με την οποία ξεκινά η Μεγαλοβδομάδα. Καθώς περνούν τα χρόνια, νιώθω όλο και πιο έντονη την ανάγκη για ζεστόκαρδη ανάμνηση του Βάιου εκείνου, του οποία μου δόθηκε το όνομα. Ήταν θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου.
Το 2004 αποτύπωσα υπαινικτικά την ιστορία του σε ένα κείμενο, όπου έβαλα εκείνον τον ίδιο να μιλήσει. Το παραθέτω στη συνέχεια, όπως είχε δημοσιευτεί στο καλό περιοδικό Manifesto. Μετά το τέλος του προσθέτω τώρα μια παράγραφο κάπως διευκρινιστική, σαν παράκληση προς τους φίλους που θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές, να κάνουν μια προσευχούλα.
* * *
«12 Αυγούστου – 22 Νοεμβρίου.
Θυμάσαι, ρε συ, που κοιτάγαμε από την κλειδαρότρυπα; Όταν η μάννα έκλεινε πίσω της την πόρτα της κουζίνας για να κατεβάσει το μέλι που το φύλαγε σαν πολύτιμο μαντζούνι για γιατροσόφια… Για την ακρίβεια, η Λίτσα κι εγώ κοιτούσαμε. Εσένα Νικολάκη, σε σέρναμε για να κοιτάξεις, γιατί εσύ ήσουνα μοσχάρι ήμερο, χωρίς πολλές ζερζεβουλιές. Έτσι δεν σε έλεγε η μάννα όταν μας κάρφωνε με το βλέμμα το αγριεμένο;
Με δυσκολεύει αυτή η κλειδαρότρυπα σήμερα. Πρέπει να καρφώσω επίμονα το βλέμμα μου για να δω τι ξεπροβάλλει. Σα γυναικεία μορφή μου φαίνεται, που μου κουνάει το χέρι. Γουρλώνω τα μάτια να δω καλλίτερα, μα όσο τα γουρλώνω, νιώθω σα να ξεκολλάω από το πάτωμα. Πού είσαι Νίκο; Όταν κοιτούσαμε απ’ την κλειδαρότρυπα τη μάννα, σου κρατούσα το χέρι. Μέχρι τώρα, νόμιζα πως το κρατούσα για να σε τραβήξω στο κοίταγμα. Τώρα μόλις μού ’ρθε ξαφνικά μια υποψία, σαν απάντηση: Μήπως σε κρατούσα για να ‘χω εγώ σιγουριά καθώς ολόκληρη η ύπαρξή μου σούρωνε μέσα στο μάτι μου και αυτό μέσ’ στη μαυρίλα της κλειδαρότρυπας; Κουνάω τον καρπό μου και τα δάχτυλα όσο τα παίρνει, να βρω το χέρι σου. Δεν είσαι εδώ, Νίκο; Μου την κοπάνησες, βρε μπαγάσα;
Καρφώνομαι στην κλειδαρότρυπα. Θα σε βρω αργότερα και θα σου πω. Φαίνεται πως πρέπει να ζοριστώ πολύ για να δω τι μου γνέφει ετούτη εδώ από μέσα. Μονάχα το δικό μου μάτι απέναντί της, οπότε δική μου νίκη ό, τι δω. Θα σου πω μετά, που θα σε βρω, μα θα σ’ το πω μόνο αν μου υποσχεθείς πως ένα σου παιδί θα γιορτάζει μαζί μου κάθε Κυριακή των Βαΐων.
Η γυναίκα μού γνέφει χωρίς να βγάζει κιχ. Δεκατρείς μέρες λείπουν για να συμπληρώσουμε τρεις μήνες γάμου, κι όμως δείχνει τόσο κουρασμένη. Να της λείπει, λες, το καλημέρισμα στο πατρικό μας; Μου λείπει το χέρι σου. Κουνάω τον καρπό μου και τα δάχτυλά μου όσο τα παίρνει, να βρω το χέρι σου. Το χέρι μου όμως μένει γυρισμένο στην πλάτη μου, όπως τότε που βγαίναμε βόλτα στην Πλατεία Λαού, με τα χέρια μποέμικα πίσω, στην πλάτη. Τώρα όμως δεν μπορώ να τα φέρω μπροστά.
Μισοκλείνω τα μάτια μου· μήπως έτσι θα διακρίνω καλλίτερα στο σκοτάδι αυτής της κλειδαρότρυπας; Ώπα! Ξανά αυτός! Παραμερίζει τη γυναίκα μου απ’ το πορτόθυρο, υψώνει το δεξί χέρι και με δείχνει. Έτσι ξεκόλλησα απ’ τη Λαμία. Μαζί με τους άλλους που έδειξε, μάς στοίβαξαν στην αποθήκη. Βρέθηκα ξανά δίπλα στο Νάκο, το Βασίλη και τον Χρήστο. Όμως αυτή τη φορά δεν ήμασταν πάνω στη σκαλωσιά, στον ανοιχτό αέρα, ούτε μιλούσαμε για το κόμμα. Ήταν πολύ κλεισούρα η αποθήκη…
Τουλάχιστον εδώ είναι ανοιχτά, και καλοδεχόμαστε το τσουχτερό αεράκι στα μαλλιά μας· στα ίσια, μαντασιώτικα μαλλιά μου, που με ’καναν να παραπονιέμαι στη μάννα, «Γιατί τα δικά μου μαλλιά δεν είναι σπαστά σαν του Νίκου;». Για δες παραξενιά! Πού ακούστηκε να κοιτά κανείς κλειδαρότρυπα στο ύπαιθρο; «Άχτουγκ!» - πρώτη φορά ακούω το γνώριμο σκούξιμο τόσο κοντά στ’ αυτί μου! Φωνάζει στους παραταγμένους του ο καπετάνιος με το πέταλο στα στήθη. Έχω απέναντί μου έναν νεαρούλη. Από πού μας κατέβηκε αυτός άραγε; Πώς χτίζουν στο δικό του το χωριό; Πώς λένε «οικοδομή» στα γερμανικά; Φτιάχνουν αυτοί γλυκό με μέλι; Το τουφέκι του είναι φάτσα απέναντί μου. Συνεχίζω να ’χω καρφωμένο το βλέμμα μου ίσα μπρος, μέσα στη μπούκα της κάνης του. Είναι τόση ώρα που με δυσκολεύει αυτή η κλειδαρότρυπα σήμερα.
Κουνάω τον καρπό μου και τα δάχτυλα όσο τα παίρνει, να βρω το χέρι σου. Πονάει έτσι, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη………………….
Δε σ’ τ’ αφήνω τώρα πια το χέρι, τώρα που σ’ το πιασα, Νίκo· πενηνταένα χρόνια το περίμενα. Πλησίαζε της Παναγιάς, και τώρα – επόμενη της Παναγιάς – το ’χω ξανά στις χούφτες μου, να το κρατώ και να μαθαίνεις όσα περιμένεις από τότε, να το κρατώ και να διαβάζω όσα ψιθύριζες στον παπά προχθές. Χίλιες φορές καλλίτερα που ’χε εξατμιστεί ο Πήλιο-Γούσης όταν τον έψαχνες στους δρόμους της Λαμίας με το χέρι σου γεμισμένο απ’ τη λαβή του κρυμμένου πιστολιού. Τα δικά σου χέρια άφταιχτα, και τα δικά μου ελεύθερα, λυτά, μπροστά μου…».
[περιοδικό Manifesto 1 (204), σ, 46].
* * *
Σημείωμα τωρινό:
Σημείωμα τωρινό:
Σύμφωνα με λακωνικές αφηγήσεις του πατέρα μου, ο θείος μου ο Βάιος (νιόπαντρος μάλιστα) συνελήφθη ως όμηρος στην περιοχή της Λαμίας, κατόπιν καταδόσεως από δωσίλογο, και εκτελέστηκε ως αριστερός, στις 12 Αυγούστου 1944. Ο πατέρας μου, Νίκος, που τότε υπηρετούσε στην Πυροσβεστική της Θεσσαλονίκης, είχε επιχειρήσει δυο πράγματα: αφενός απευθύνθηκε στον Γερμανό διοικητή παρακαλώντας τον οι όμηροι να μην εκτελεστούν, αλλά να σταλούν έστω σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αφετέρου, προμηθεύτηκε ένα πιστόλι και αναζήτησε τον καταδότη. Δεν πέτυχε κανένα από τα δύο.
Ο πόνος του πατέρα μου για τον χαμό του αδερφού του (μαζί, νομίζω, με πράγματα οικογενειακά που δεν πρόλαβαν να τα συζητήσουν) ήταν μια ανομολόγητη πληγή. Όσα μου έλεγε για το θείο μου ήταν λίγα, και πάντα ζεστά: Ότι ο Βάιος ο λεβεντόκορμος λύγιζε τις βέργες της οικοδομής με τα χέρια του, ότι αν ζούσε τώρα θα με σήκωνε ψηλά με το ένα χέρι, ότι θα με πήγαινε βόλτα και θα μου αγόραζε ότι θα ‘θελα... Κάθε χρόνο, όποτε πλησίαζε η Κυριακή των Βαΐων και η ημερομηνία της εκτέλεσης, μου έλεγε: «Πέρνα από τη εκκλησία ν’ ανάψεις ένα κερί για τον θείο σου». Μια αίσθηση πόνου γλυκού, αλλά πολύ βαθιού, που δεν άφηνε άλλες εξαγορεύσεις. Πόσο βαθύς ήταν, φάνηκε και στους τελευταίους καιρούς του πατέρα μου, που φώναζε ή «έβλεπε» τον αδερφό του. Ο πατέρας μου έφυγε σχεδόν μισόν αιώνα μετά τον Βάιο, 22 Νοεμβρίου, έχοντας, λίγες μέρες πριν, εξομολογηθεί κλινήρης τα άρρητά του…