Του Κώστα Ράπτη
Η δεύτερη Τριμερής Συνάντηση Κορυφής Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου στη Λευκωσία προβλήθηκε ως ένα ακόμη, αποφασιστικό βήμα συντονισμού των τριών χωρών στην οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών τους.
Όμως η βαθύτερη αλήθεια των διακηρύξεών τους προκύπτει από εκείνο το τμήμα των δηλώσεων του Έλληνα πρωθυπουργού που το Μέγαρο Μαξίμου έκρινε σκόπιμο να απαλείψει κατά την δημοσίευσή τους. “Συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε περαιτέρω με τις διαβουλεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μας, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο και βεβαίως όπου αυτό δεν απαιτεί και τη συνεννόηση και συνεργασία τρίτων χωρών” δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια αναφορά που προφανώς φωτογραφίζει την Τουρκία. Ωστόσο, στο δημοσιευμένο κείμενο η αναφορά σε τρίτες χώρες λείπει, διότι προφανώς θεωρείται προβληματική, στον βαθμό που αφήνει χώρο στους ισχυρισμούς της Τουρκίας (αποτυπωμένους και σε συντεταγμένες που έχουν κατατεθεί και στον ΟΗΕ) ότι νήσοι όπως το Καστελόριζο δεν έχουν πλήρη θαλάσσια δικαιοδοσία και άρα επιρροή επί της οριοθέτησης της ΑΟΖ.
Ωστόσο, όλη το πνεύμα της διακήρυξης της Λευκωσίας που υπέγραψαν οι τρεις πλευρές συνίσταται σε μιαν έμμεση πρόσκληση διαλόγου και συνεργασίας προς τρίτες χώρες, καθώς η ανακάλυψη σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο κρίνεται ότι “μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την περιφερειακή συνεργασία” η οποία “θα εξυπηρετείτο καλύτερα μέσω της δέσμευσης από τις χώρες της περιοχής στις αρχές του διεθνούς δικαίου”. Επίσης το σχήμα συνεργασίας των τριών προτείνεται ως “μοντέλο για έναν ευρύτερο περιφερειακό διάλογο, περιλαμβανομένου του στενού συντονισμού και της συνεργασίας στο πλαίσιο πολυμερών συναντήσεων”.
Στην πραγματικότητα, τα κρίσιμα ερωτήματα δεν είναι τα νομικά (όπου η μεν ανακήρυξη της AOZ αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα, αλλά η οριοθέτησή της αναπόφευκτα εμπλέκει τυχόν “αντικείμενα΄” κράτη), αλλά τα πολιτικά, στον βαθμό που η Άγκυρα εννοεί να υποστηρίζει τις θέσεις της δια της ισχύος ή αρνείται την ίδια την κρατική υπόσταση της “εκλιπούσης Κυπριακής Δημοκρατίας”. Όσο για την Αίγυπτο, παρά τις κάκιστες σχέσεις της με την Τουρκία δεν έχει ιδιαίτερους λόγους να θέλει να γίνει τμήμα μιας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Η “σύμπραξη των τριών” χρησιμεύει ως ένα φόρουμ όπου οι συμμετέχουσες χώρες “υπενθυμίζουν” τα δικαιώματά τους, αλλά έχει δυναμική όχι τόσο “περικύκλωσης” της Τουρκίας όσο διαμόρφωσης ενός πλαισίου που υπό τις ευλογίες του διεθνούς παράγοντα ελπίζεται να “δελεάσει” τη γείτονα στη λογική του διαλόγου.
Ούτως ή άλλως, τα προσχήματα που πρέπει να τηρηθούν είναι πολλά. Αρκεί να σημειώσει κανείς το γεγονός ότι η “τριμερής” Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου είναι επί της ουσίας τετραμερής, με την προσθήκη του Ισραήλ – ασχέτως του αν το Κάιρο δεν είναι σε θέση να κάθεται δημοσίως στο ίδιο τραπέζι με το εβραϊκό κράτος.
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι παρά τις τριβές σε πλείστα άλλα μέτωπα (π.χ. με τη Ουάσιγκτον για το ζήτημα της τρομοκρατίας), η Αθήνα έχει διαφυλάξει και ενισχύσει τη συνεργασία της με το Ισραήλ, όπως έδειξε η κοινή αεροπορική άσκηση “Ηνίοχος” (για την οποία κατέφθασαν 170 στελέχη των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων) ή η παρουσία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη στην τελετή για την Επέτειο Ανεξαρτησίας του εβραϊκού κράτους (και τη συμπλήρωση 25 ετών πλήρων ελληνο-ισραηλινών διπλωματικών σχέσεων).
Είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα “συνέχειας του κράτους” και “αποϊδεολογικοποιημένης” εξωτερικής πολιτικής, όπως άλλωστε και τα εγκώμια του Αλέξη Τσίπρα για τον πρόεδρο Sisi της Αιγύπτου, με τις γνωστές τερατώδεις επιδόσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή η αναφορά της Διακήρυξης της Λευκωσίας στην κρίση της Υεμένης, όπου εκφράζεται ισχυρή στήριξη στη νόμιμη κυβέρνηση και στις προσπάθειες του ΟΗΕ για επανέναρξη ολοκληρωμένων διαπραγματεύσεων, χωρίς καμία μνεία της παράνομης και καταστρεπτικής επέμβασης του υπό τη Σαουδική Αραβία συνασπισμού, που μάλιστα ακύρωσε τον ήδη δρομολογημένο πολιτικό διάλογο, προκαλώντας την παραίτηση του απεσταλμένων των Ηνωμένων Εθνών.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr
Λόγια ειπώθηκαν πολλά – εξ ού και εκ των υστέρων κρίθηκε ότι θα πρέπει να περικοπούν, στον βαθμό τουλάχιστον που δεν μπορούν να υποστηριχθούν με έργα.
Όμως η βαθύτερη αλήθεια των διακηρύξεών τους προκύπτει από εκείνο το τμήμα των δηλώσεων του Έλληνα πρωθυπουργού που το Μέγαρο Μαξίμου έκρινε σκόπιμο να απαλείψει κατά την δημοσίευσή τους. “Συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε περαιτέρω με τις διαβουλεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μας, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο και βεβαίως όπου αυτό δεν απαιτεί και τη συνεννόηση και συνεργασία τρίτων χωρών” δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια αναφορά που προφανώς φωτογραφίζει την Τουρκία. Ωστόσο, στο δημοσιευμένο κείμενο η αναφορά σε τρίτες χώρες λείπει, διότι προφανώς θεωρείται προβληματική, στον βαθμό που αφήνει χώρο στους ισχυρισμούς της Τουρκίας (αποτυπωμένους και σε συντεταγμένες που έχουν κατατεθεί και στον ΟΗΕ) ότι νήσοι όπως το Καστελόριζο δεν έχουν πλήρη θαλάσσια δικαιοδοσία και άρα επιρροή επί της οριοθέτησης της ΑΟΖ.
Ωστόσο, όλη το πνεύμα της διακήρυξης της Λευκωσίας που υπέγραψαν οι τρεις πλευρές συνίσταται σε μιαν έμμεση πρόσκληση διαλόγου και συνεργασίας προς τρίτες χώρες, καθώς η ανακάλυψη σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο κρίνεται ότι “μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την περιφερειακή συνεργασία” η οποία “θα εξυπηρετείτο καλύτερα μέσω της δέσμευσης από τις χώρες της περιοχής στις αρχές του διεθνούς δικαίου”. Επίσης το σχήμα συνεργασίας των τριών προτείνεται ως “μοντέλο για έναν ευρύτερο περιφερειακό διάλογο, περιλαμβανομένου του στενού συντονισμού και της συνεργασίας στο πλαίσιο πολυμερών συναντήσεων”.
Στην πραγματικότητα, τα κρίσιμα ερωτήματα δεν είναι τα νομικά (όπου η μεν ανακήρυξη της AOZ αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα, αλλά η οριοθέτησή της αναπόφευκτα εμπλέκει τυχόν “αντικείμενα΄” κράτη), αλλά τα πολιτικά, στον βαθμό που η Άγκυρα εννοεί να υποστηρίζει τις θέσεις της δια της ισχύος ή αρνείται την ίδια την κρατική υπόσταση της “εκλιπούσης Κυπριακής Δημοκρατίας”. Όσο για την Αίγυπτο, παρά τις κάκιστες σχέσεις της με την Τουρκία δεν έχει ιδιαίτερους λόγους να θέλει να γίνει τμήμα μιας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Η “σύμπραξη των τριών” χρησιμεύει ως ένα φόρουμ όπου οι συμμετέχουσες χώρες “υπενθυμίζουν” τα δικαιώματά τους, αλλά έχει δυναμική όχι τόσο “περικύκλωσης” της Τουρκίας όσο διαμόρφωσης ενός πλαισίου που υπό τις ευλογίες του διεθνούς παράγοντα ελπίζεται να “δελεάσει” τη γείτονα στη λογική του διαλόγου.
Ούτως ή άλλως, τα προσχήματα που πρέπει να τηρηθούν είναι πολλά. Αρκεί να σημειώσει κανείς το γεγονός ότι η “τριμερής” Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου είναι επί της ουσίας τετραμερής, με την προσθήκη του Ισραήλ – ασχέτως του αν το Κάιρο δεν είναι σε θέση να κάθεται δημοσίως στο ίδιο τραπέζι με το εβραϊκό κράτος.
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι παρά τις τριβές σε πλείστα άλλα μέτωπα (π.χ. με τη Ουάσιγκτον για το ζήτημα της τρομοκρατίας), η Αθήνα έχει διαφυλάξει και ενισχύσει τη συνεργασία της με το Ισραήλ, όπως έδειξε η κοινή αεροπορική άσκηση “Ηνίοχος” (για την οποία κατέφθασαν 170 στελέχη των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων) ή η παρουσία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη στην τελετή για την Επέτειο Ανεξαρτησίας του εβραϊκού κράτους (και τη συμπλήρωση 25 ετών πλήρων ελληνο-ισραηλινών διπλωματικών σχέσεων).
Είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα “συνέχειας του κράτους” και “αποϊδεολογικοποιημένης” εξωτερικής πολιτικής, όπως άλλωστε και τα εγκώμια του Αλέξη Τσίπρα για τον πρόεδρο Sisi της Αιγύπτου, με τις γνωστές τερατώδεις επιδόσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή η αναφορά της Διακήρυξης της Λευκωσίας στην κρίση της Υεμένης, όπου εκφράζεται ισχυρή στήριξη στη νόμιμη κυβέρνηση και στις προσπάθειες του ΟΗΕ για επανέναρξη ολοκληρωμένων διαπραγματεύσεων, χωρίς καμία μνεία της παράνομης και καταστρεπτικής επέμβασης του υπό τη Σαουδική Αραβία συνασπισμού, που μάλιστα ακύρωσε τον ήδη δρομολογημένο πολιτικό διάλογο, προκαλώντας την παραίτηση του απεσταλμένων των Ηνωμένων Εθνών.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr