Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Μπροστά μας βρίσκονται επτά μέρες σκληρότατης σύγκρουσης, για την οποία προετοιμάζονται εντατικά όλα τα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση η πολύ σκληρή μάχη των επόμενων επτά ημερών μπορεί να κερδηθεί.
1. Το πρωί του Σαββάτου ο ελληνικός λαός ξύπνησε σε έναν άλλο πολιτικό πλανήτη. Το «όχι» του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του στο ιταμό τελεσίγραφο των δανειστών έβγαλε- επιτέλους- τη χώρα από την κινούμενη άμμο όπου την είχε βυθίσει ο κάκιστος συμβιβασμός της 20ής Φεβρουαρίου. Μπροστά μας βρίσκονται επτά μέρες σκληρότατης σύγκρουσης, για την οποία προετοιμάζονται εντατικά όλα τα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σενάρια οικονομικής πολιορκίας, κοινωνικής πόλωσης και πολιτικής ανωμαλίας βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Περνάμε απολύτως κρίσιμες ώρες, που απαιτούν απ’ όλους μας ψυχραιμία, καθαρό μυαλό, καθολική στράτευση και κυρίως αποφασιστικότητα.
2. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου- όχι βέβαια στρατιωτικού, αλλά οικονομικού, πολιτικού και ψυχολογικού. Αυτόν τον πόλεμο δεν τον ξεκίνησαν ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνησή του- ίσα ίσα, έκαναν το παν για να τον αποφύγουν, παραχωρώντας πολύτιμο πολιτικό έδαφος, χρήμα και χρόνο στον αντίπαλο. Τον πόλεμο τον ξεκίνησαν, από την επομένη κιόλας της 25ης Ιανουαρίου, οι ξένοι επικυρίαρχοι, με μια προσπάθεια μεταμοντέρνου πραξικοπήματος, που ενδέχεται να καταγραφεί από την Ιστορία ως πολιτικό πείραμα πρώτης γραμμής, πολύ διαφορετικής μορφής, αλλά ανάλογης σημασίας με εκείνο του Πινοτσέτ, εναντίον της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή. Από τα χαράματα του Σαββάτου, η ελληνική κυβέρνηση πήρε τα όπλα της και μπήκε κι αυτή σ’ έναν πόλεμο που δεν επέλεξε, αποφεύγοντας την ύστατη στιγμή την ταπεινωτική παράδοση. Όμως δεν μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο η κυβέρνηση ή τα κόμματα που τη στηρίζουν. Τον πόλεμο μπορεί να τον δώσει πραγματικά και να τον κερδίσει μόνο ο οργανωμένος λαός. Η εβδομάδα προς το δημοψήφισμα είναι η πρώτη, καθοριστικής σημασίας για το μέλλον, μάχη αυτού του πολέμου. Εδώ θα κριθούν όλοι.
3. Το ψυχόδραμα της «διαπραγμάτευσης», που κράτησε πέντε μήνες, ήταν εν πολλοίς η σύγκρουση δύο αυταπατών. Η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης είχε την αυταπάτη ότι οι δανειστές θα υποχωρήσουν, έστω και την ύστατη στιγμή, προσφέροντας μια κακή μεν, πλην πολιτικά διαχειρίσιμη συμφωνία, αφενός μεν γιατί θα φοβούνταν το οικονομικό κόστος της ρήξης, αφετέρου δε λόγω των εσωτερικών τους αντιθέσεων ή και των αντιθέσεών τους με τις ΗΠΑ. Η πλευρά των δανειστών, συνηθισμένη από την εύκολη παράδοση των Παπανδρέου, Σαμαρά και Βενιζέλου, πίστευε ότι και ο Αλέξης Τσίπρας είναι κουτάβι που γαυγίζει, αλλά δεν δαγκώνει. Ότι στο τέλος, με το πιστόλι του bankrun στον κρόταφο, θα παραδινόταν άνευ όρων και θα υπέγραφε μια συμφωνία που θα διέλυε την κυβέρνηση και το κόμμα του, για να δρομολογήσει τη μετατροπή ενός ακρωτηριασμένου ΣΥΡΙΖΑ σε νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, όμηρο των νέων κυβερνητικών του εταίρων, όπως το ΠΟΤΑΜΙ. Κι οι δύο πλευρές συμπεριφέρθηκαν σαν τους επιβάτες της κλινάμαξας, που δεν ξυπνούν παρά την ώρα της σύγκρουσης. Και η σύγκρουση ήρθε.
4. Μέχρι την τελευταία στιγμή, η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης έκανε το παν για να αποφύγει τη σύγκρουση. Η πρόταση των 47 σελίδων που κατέθεσε αποτελούσε Μνημόνιο με υφεσιακά μέτρα οκτώ δις ευρώ. Κρατούσε ωστόσο δύο στοιχεία που την έκαναν- ίσως- οριακά διαχειρίσιμη: κάποια στοιχειώδη κοινωνική δικαιοσύνη στον επιμερισμό των βαρών («να πληρώσουν οι πλούσιοι, και όχι τα συνήθη υποζύγια») και κάποια δέσμευση ουσιαστικής ελάφρυνσης για το χρέος. Το ισχυρότατατο μέτωπο ΔΝΤ- Σόιμπλε αφαίρεσε και τα δύο αυτά στοιχεία, καθιστώντας σαφέστατο ότι το πρόβλημά τους δεν ήταν οικονομικής, τεχνοκρατικής φύσης, αλλά ξεκάθαρα πολιτικό: να ταπεινωθούν και να τιμωρηθούν παραδειγματικά ο Τσίπρας, η κυβέρνησή του και κυρίως ο ελληνικός λαός, αυτό το απείθαρχο στρατιωτάκι που δεν λέει να κάτσει στη σειρά του και βάζει τρελές ιδέες ανυπακοής και ανταρσίας στους υπόλοιπους υποτελείς. Με άλλα λόγια, εκβίασαν τον Αλέξη Τσίπρα να περάσει τον Ρουβίκωνα όχι μόνο χωρίς τα όπλα του, αλλά και χωρίς τα ρούχα του. Προς τιμήν του, δεν το έκανε.
5. ΑΝ γίνει το δημοψήφισμα και ΑΝ κερδηθεί- δύο πολύ μεγάλα ΑΝ- θα αποτελέσει δρόμο χωρίς γυρισμό, για την κυβέρνηση, το λαό και τη χώρα. Ήδη, με την προσωρινή έστω ρήξη με τους δανειστές, κάηκε και η απαράδεκτη πρόταση των 47 σελίδων και η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται από τίποτα, όπως δεν δεσμεύονται από τίποτα οι αντίπαλοι. Ο κόσμος που θα ψηφίσει ΟΧΙ στη συμφωνία των δανειστών θα ξέρει πάρα πολύ καλά, ανεξάρτητα από το περιορισμένο ερώτημα του δημοψηφίσματος, ότι το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ βρίσκεται ούτως η άλλως μπροστά μας και- είτε το βλέπει ως επιβεβλημένη, λυτρωτική έξοδο από το θάλαμα βασανιστηρίων του κ. Σόιμπλε, είτε ως το μη χείρον έναντι της αιώνιας λιτότητας- θα είναι έτοιμος να το αποδεχθεί αν καταστεί εκ των πραγμάτων αναγκαία. Το κυριότερο, τα καταιγιστικά γεγονότα της εβδομάδας που έρχεται, η πόλωση και οι συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα, θα παρασύρουν και τα δύο στρατόπεδα σε μια δίνη ριζοσπαστικοποίησης. Την 6η Ιουλίου θα βρεθούμε, ούτως ή άλλως, σε μια άλλη Ελλάδα, με μια άλλη Αριστερά και έναν άλλο λαό- για το καλύτερο ή το χειρότερο.
6. Ακριβώς γιαυτό το λόγο, οι δανειστές και τα ελληνικά κέντρα πραγματικής εξουσίας θα κάνουν το παν για να μη γίνει το δημοψήφισμα (κι αν δεν τα καταφέρουν, για να το κερδίσουν, επιστρατεύοντας κάθε νόμιμο και βρώμικο μέσο). Η απόφαση του Eurogroup για τερματισμό του προγράμματος και ο αναμενόμενος τερματισμός του ELA στις τράπεζες, σημαίνουν απλούστατα επιτάχυνση του bankrun, ώστε οι πολίτες να πάνε στις κάλπες με κλειστές τράπεζες και επιβολή capital controls (Το τελευταίο δεν είναι τόσο τραγικό: λίγοι θα υποφέρουν αν μπορούν να σηκώσουν από την τράπεζα «μόνο» 500 ευρώ τη μέρα, άλλωστε η Κύπρος δεν έζησε και την Αποκάλυψη με capital controls επί δύο χρόνια). Ο ιταμός αποκλεισμός Βαρουφάκη από τη συνεδρίαση του Eurogroup από τους Ντάισελμπλουμ- Σόιμπλε (τον οποίο αποδέχτηκαν, ρουφώντας τη μύτη τους, τα ανθρωπάκια που τους πλαισιώνουν) ήθελε να στείλει το μήνυμα ότι η Ελλάδα ήδη βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός ευρώ, για να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει τους «αγανακτισμένους πολίτες». Οι Γάλλοι έχουν δικαίωμα να λένε ΟΧΙ στο ευρωσύνταγμα κι οι Βρετανοί έχουν δικαίωμα να κάνουν δημοψήφισμα με το ερώτημα της απόσυρσης από την ΕΕ, χωρίς κανείς να τολμά να αμφισβητήσει τη δημοκρατία και την κυριαρχία τους. Αλλά ένα ελληνικό δημοψήφισμα για μια εξοντωτική οικονομική συμφωνία είναι αιτία πολέμου.
Στην προσπάθεια ματαίωσης του δημοψηφίσματος και δημιουργίας κλίματος πολιτικής ανωμαλίας, Σαμαράς και Βενιζέλος προσπάθησαν να εμπλέξουν και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο κ. Παυλόπουλος, ένας συντηρητικός πολιτικός, ο οποίος ωστόσο απέφυγε, παρά τις τρομερές πιέσεις, να βάψει τα χέρια του με αίμα το Δεκέμβρη του 2008, δεν διανοείται να περάσει στην πολιτική Ιστορία του τόπου σαν καινούργιος Γλύξμπουργκ των καινούργιων Ιουλιανών.
7. Σε κάθε περίπτωση, η πολύ σκληρή μάχη των επόμενων επτά ημερών μπορεί να κερδηθεί. Η άθλια στάση των δανειστών και του ντόπιου υπηρετικού προσωπικού τους έχει συσσωρεύσει τεράστια οργή και ριζοσπαστικοποίηση σε ένα μεγάλο μέρος τόσο των εργατικών, όσο και των μεσαίων στρωμάτων που ασφυκτιούν. Το στρατόπεδο του ΟΧΙ διαθέτει τρία πολύ ισχυρά, στο συνδυασμό τους, χαρτιά- την υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων απέναντι σε διεθνείς τοκογλύφους και Έλληνες ολιγάρχες, της δημοκρατίας απέναντι στους νεοπραξικοπηματίες και της εθνικής κυριαρχίας απέναντι σε όσους καθηλώνουν την Ελλάδα σε ρόλο αποικίας χρέους. Η ρήξη με το ιερατείο των Βρυξελλών θα προκαλέσει αναταραχή στις αγορές και σοβαρά πολιτικά προβλήματα των κυβερνώντων, ιδίως στις χώρες της περιφέρειας. Σε λίγο θα δουν ότι το ΟΧΙ δεν είναι το «Κούγκι» κάποιων απελπισμένων. Είναι, μπορεί να γίνει, όπλο σε ένα ασύμμετρο πόλεμο, από τον οποίο έχουν κι αυτοί πολλά να χάσουν.
8. Αυτό προϋποθέτει, πρώτον, αποφασιστικότητα και γερά νεύρα- κάτι που δεν έδειξαν οι δηλώσεις Βαρουφάκη από τις Βρυξέλλες, όπου εμφάνισε το δημοψήφισμα κάτι σαν απλό διαπραγματευτικό ατού, που μπορεί να αποσυρθεί ανά πάσα στιγμή, αν μας φέρουν κάτι σαν το κείμενο των 47 σελίδων.
Δεύτερον, αποφασιστικές κινήσεις της κυβέρνησης για τον έλεγχο από την πλευρά της της Τράπεζας της Ελλάδας και των συστημικών τραπεζών, ώστε να διαχειρισθεί, εν ανάγκη με έκτακτα μέτρα, την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε.
Τρίτον, την άμεση κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, με επιτροπές του «όχι» σε όλη την Ελλάδα, στηριγμένες στο σύνολο των μαχόμενων, λαϊκών δυνάμεων, με συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις, εκστρατεία γειτονιά τη γειτονιά, δρόμο το δρόμο, σπίτι το σπίτι.
Τέταρτον, τις γενικές γραμμές του πολιτικού και κοινωνικού σχεδίου για την Ελλάδα της 6ης Ιουλίου: ο ελληνικός λαός είναι σε θέση να κατανοήσει την ανάγκη να αναλάβει ρίσκα, να σηκώσει άγκυρα για «αχαρτογράφητα νερά», όπως μας λένε, όταν η μόνη εναλλακτική λύση που του προσφέρουν είναι να μείνει εσαεί καθηλωμένος στα βρώμικα νερά, σ’ αυτό το λιμάνι της αγωνίας, όπου τον βομβαρδίζουν καθημερινά χωρίς να έχει έξοδο κινδύνου. Για να το κάνει, όμως, θα πρέπει τα ρίσκα που θα πάρει να είναι ανάλογα με τα οφέλη που θα προσδοκά, έτσι ώστε ο φόβος του άγνωστου να υπερκεραστεί από τη θετική ελπίδα μιας Ελλάδας της δικαιοσύνης και της κυριαρχίας, όπου ο ίδιος ο λαός της θα είναι καπετάνιος στο καράβι της ζωής του.
Ανάρτηση από: http://kommon.gr