Είμαι με το Όχι που θυμάμαι από μικρός. Όταν ήμουν 8 χρονών και η κυρία Μαρία η Δασκάλα μας είχε βάλει σε σειρά και μας έβριζε γιατί δεν έλεγε κανείς ποιος έσπασε το τζάμι της τάξης. Βγήκα μπροστά και ας μην το είχα κάνει εγώ, φοβόμουν και έτρεμα, μα της έδωσα το χέρι μου και εκείνη άρχισε να χτυπά με την βέργα. Την κοίταζα στα μάτια και χαμογέλαγα ενώ τα πόδια μου έτρεμαν. Εγώ συνέχιζα να της δίνω το χέρι μέχρι εκείνη να σταματήσει. Ήταν μια ηρωική πράξη από έναν φοβισμένο άνθρωπο που του είχαν χτυπήσει την αξιοπρέπειά του.
Είμαι με το Όχι της Πλατείας που δεν έκανε πίσω. Που έπαιζε λύρα και έκανε τα δακρυγόνα να θυμίζουν κολόνια 4711. Τους ματατζήδες να μοιάζουν με πλειμομπίλ και τον Γιωργάκη με αχυράνθρωπο. Και εκεί φοβήθηκα. Βρέθηκα απέναντι σε έναν ματατζή με απόκοσμο βλέμμα. Δεν έτρεξα… Τον κοίταξα, με κοίταξε, με χτύπησε με τη μισή του δύναμη ξέπνοα, ξώφαλτσα και έφυγε τρέχοντας.
Το δικό μου Όχι είναι πραγματικό Όχι. Και ας φοβάμαι. Το Όχι μου είναι Όχι. Δεν είναι Όχι αλλά ίσως, Όχι αλλά ναι, Όχι αλλά μπορεί. Είναι Όχι και απέναντι σε σένα που μάλλον μου το πετάς για να συνεχίσεις να διαπραγματεύεσαι με αυτούς που μου έχουν μαυρίσει τη ζωή. Είναι Όχι και σε σένα που τόσους μήνες με έχεις γραμμένο, δε μου μιλάς, δε με ρωτάς, δε με καλείς… Και τώρα στα δύσκολα έρχεσαι και μου τρίβεσαι και ζητάς πλάτη.
Το δικό μου Όχι μοιάζει με το Όχι πολλών διπλανών μου, που μπορεί να μην αντέξουν και να ψηφίσουν Ναι γιατί δε θα αντέξουν την φασαρία, τον τρόμο και την ανοργανωσία τη δική σου. Και να σου πω κάτι ρε φίλε; Δεν χρειαζόταν καν δημοψήφισμα. Ας τους έλεγες εσύ το γκέιμ όβερ. Και να τους έλεγες πως πρέπει να φύγεις, να πας στη χώρα σου πίσω, και να αρχίσεις να δουλεύεις. Ενα Όχι ήταν αρκετό. Ας τους έλεγες ένα Όχι στα Ελληνικά και ας τους να αναρωτιούνται. Ο λαός και η πατρίδα ρε συ θα το καταλάβαινε. Ενα απλό Όχι έφτανε.
Αν θες να ξέρεις το δικό μου Όχι είναι και απέναντι στις 47 σελίδες σου. Στις 42 σελίδες, στις 17, στις 32 κλπ. Για αυτό στο λέω για να το ξέρεις από τώρα. Το Όχι το δικό μου είναι απέναντι και σε σένα και στις τακτικές σου και στις αστοχίες σου και στους εξυπνατζήδες που βγαίνουν στα κανάλια και το παίζουν άνετοι. Το Όχι μου είναι απέναντι και στην ανειλικρίνιά σου και στον πολιτικαντισμό σου. Είναι Όχι στα επικοινωνιακά κόλπα, στις προσωπικές φιλοδοξίες, στα καθαρούτσικα συνθήματα και στην τζάμπα μαγκιά. Πολύ γρήγορα πας να τους μοιάσεις και αυτό δεν περνά απαρατήρητο.
Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι. Θα γούσταρα μετά το Όχι που θα έλεγες στην βαρωνεία να ερχόσουν μέσα και να έλεγες την αλήθεια. Πως είμαστε μία χώρα χρεοκοπημένη. Να έκανες και την αυτοκριτική σου. Να αποφάσιζες δεκαετή έλεγχο στην Ζίμενς, Σε Ιντρακόμ και σε καμιά δεκαριά πολιτικούς και κανάλια. Να έλεγες πως μία χώρα που δεν παράγει δεν μπορεί να καταναλώνει. Και να ξεκινάγαμε από την αρχή. Και θα δεχόμουν με ευχαρίστηση να κοπούν οι συντάξεις όσων παίρνουν πάνω από 2.000 ευρώ. Αλλά τα λεφτά φίλε δεν θα πηγαίναν στον Μινώταυρο αλλά σε επενδύσεις και στην παραγωγή.
Το δικό μου Όχι είναι απέναντι στον Νεοέλληνα και στην λαμογιά. Στους συνδικάλες, στους επιτρόπους, στους κομματικούς αφέντες, στους κρατικοδίαιτους. Θέλω να καταλάβεις λοιπόν ότι με τον λαό δε θα τη βγάλεις καθαρή. Ας είναι το δημοψήφισμα μια αρχή για να στήσουμε διαφορετικά τη ζωή μας. Αρκούν λίγα λόγια αλλά χρειάζεται πολύ δουλειά.
Πρώτο. Το καρβέλι στα 4. Που σημαίνει μοίρασμα, αλληλεγγύη, διαχείριση καλή. Να μη πεινάσει κανένας. Δεύτερο. Κολοκοτρονέικο. Που σημαίνει ούτε ρούπι πίσω, δεν υποχωρώ με την καμία, ενώνομαι και αντέχω. Και εδώ να ξέρεις πως δεν χωράνε διαχωρισμοί, αριστεροί, δεξιοί και άλλα κόλπα. Ενότητα του λαού και των ζωντανών δυνάμεων της πατρίδας. Και μάζεψε τους δικούς σου που μόλις ακούν πατρίδα βγάζουν σπυράκια. Και δώστους να διαβάσουν κείμενα του Βελουχιώτη, του Τσε και των Ζαπατίστας.
Αν είναι λοιπόν να δώσω ένα Όχι θα το δώσω με τους δικούς μου όρους. Και δεν είναι λευκή επιταγή… Στην πραγματικότητα είναι Ναι για μία άλλη Ελλάδα. Και θα αλλάξω την Ελλάδα για να αλλάξει και η Ευρώπη και όχι η μπαρούφα που μου έλεγες ότι έχει αλλάξει η Ευρώπη για αυτό μπορεί να αλλάξει και η Ελλάδα.
Η Κυρία Μαρία μετά το ξύλο που μου έδωσε με κοίταζε περίεργα. Στο τέλος μου χαμογέλασε κιόλας!
Σκίτσο: Μαρία Μπελαδάκη
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr