Του Στάθη
έχουν υποτάξει - της έχουν κάνει ό,τι κάθε φορά τα συμφέροντά τους επέβαλλαν, με την Ελλάδα άλλοτε να επωφελείται κι άλλοτε να καταστρέφεται.
Εν πρώτοις οι κατακτητές. Στην παρούσα συγκυρία είναι τρεις: Οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Γαλλία. Οι κατακτητές στη χώρα μας έχουν μακράν παράδοση, σύμφυτη με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους το 1831-32. Την επανάσταση του 1821 την έκαμε ένα έθνος διψασμένο για ελευθερία και ως ένα βαθμό (ανάλογον των τάξεων που το συνέθεταν) γεμάτο καλές ελπίδες για κοινωνική δικαιοσύνη. Η επανάσταση έμεινε ανολοκλήρωτη και στα δυο της σκέλη. Εξ απαλών ονύχων το νέο κράτος υπέστη το βάρος της παρουσίας αλλά και του ανταγωνισμού των ισχυρών δυνάμεων της κάθε εποχής.
Οι κατακτητές, γνωστοί και ως «σύμμαχοι», αναλόγως της σχέσης που είχαν κάθε φορά με μέρη της αστικής τάξης της χώρας, την έχουν καταλάβει, καταχρεώσει, βομβαρδίσει, αποκλείσει, εξαναγκάσει, την έχουν συνθέσει, ανασυνθέσει, διαμελίσει, την έχουν βοηθήσει, την...
έχουν υποτάξει - της έχουν κάνει ό,τι κάθε φορά τα συμφέροντά τους επέβαλλαν, με την Ελλάδα άλλοτε να επωφελείται κι άλλοτε να καταστρέφεται.
Καθ’ όλον τον 20όν αιώνα και όσον η εθνική αστική τάξη έχανε τις εθνικές τις φιλοδοξίες, η χώρα ή μάλλον το κράτος ειδικευόταν στους ρόλους του τζουτζέ, του καρπαζοεισπράκτορα, του ψευτόμαγκα (ως προς τον λαό) και του Χατζατζάρη ως προς τους ξένους Επικυρίαρχους και τους εντόπιους σμπίρους τους. Μετά μάλιστα τη «λαχτάρα» που πέρασε η εγχώρια αστική τάξη από την ΕΑΜική αντίσταση, το κομμουνιστικό κίνημα και τον εργατικό παράγοντα, η πρόσδεσή της στους ξένους Δυνατούς έγινε απόλυτη (κι εξευτελιστική), όπως φάνηκε με το μετεμφυλιακό κράτος, τη χούντα και την κυπριακή τραγωδία.
Με τη μεταπολίτευση οι «ενδιαφερόμενοι» Επικυρίαρχοι συνέχισαν να αλωνίζουν στη χώρα με νέους όρους, πιο «δημοκρατικούς» (στις τελετουργίες, στην ουσία το ίδιο επαίσχυντους). Τώρα, καθώς η δημοκρατία εδώ και καιρό φθίνει (καθώς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης δεν είναι πλέον χρήσιμη στις αστικές τάξεις), το παιχνίδι των κατακτητών στη χώρα μας έχει γίνει ξετσίπωτο και ονομάζεται μνημόνιο. Πρόκειται για ληστεία χωρίς προσχήματα, για έναν φόνο εξαιρετικά επικερδή.
Οι τρεις δυνάμεις ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία, που έχουν επιβάλει τη ληστεία και τον φόνο, διεκδικούν η κάθε μία το δικό της μερίδιο και ανταγωνίζονται για αυτό - δουλειά δική μας είναι,
καθώς και οι σοφοί δημογέροντες του ραγιαδισμού μας μάς συμβουλεύουν, να τεμαχίζουμε το σώμα μας κατά τις βουλές των Επικυριάρχων και να τους το προσφέρουμε, τρώγοντας και εμείς (οι εντόπιοι σμπίροι) κάποια ολίγα ψίχουλα.
Οι ΗΠΑ πρέπει να πάρουν (να παίρνουν) το μερίδιο του λέοντος σ’ αυτό το συμπόσιο, με τους Γερμανούς να τους ακολουθούν («τιμωρώντας» ταυτοχρόνως την Ελλάδα για την αντίστασή της το 1941-44) και τους Γάλλους να συμμετέχουν στο γλέντι για να το «αφήνουν» να εξελίσσεται, το ίδιο επωφελώς, ει δυνατόν, και για τους ίδιους.
Η κρίση στήθηκε, η κρίση υπήρξε εργαλείο για τη μετάλλαξη της χώρας σε ένα ακόμα πιο αποδοτικό προτεκτοράτο. Αυτή η νέα (νεοταξίτικη) κατάσταση παγιώθηκε και παγιώνεται με τα μνημόνια. Συνεπώς, η αντιμετώπιση και των μνημονίων και των κατακτητών παραπέμπει στην ανάγκη ενός αγώνα με εθνικοαπελευθερωτικά στοιχεία. Για μια τέτοια εθνική απελευθέρωση ενδιαφέρονται κυρίως οι εργαζόμενοι και όχι η υποτελής κατά το μέγα μέρος της εθνική αστική τάξη. Διότι για τους εργαζόμενους η εθνική απελευθέρωση θα συνεπάγεται και κοινωνική απελευθέρωση. Αλλωστε, στον 20όν αιώνα τουλάχιστον, όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ή ήταν ταξικά ή δεν ήταν εθνικοαπελευθερωτικά.
Ομως, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αλλά και την αποτυχία των κομμουνιστικών, εργατικών και αριστερών κομμάτων να ανασυγκροτηθούν και να βγουν εκ νέου στο προσκήνιο, οι λαοί, οι κοινωνίες και οι εργατικές μάζες αναγκάσθηκαν να εξαιρέσουν την προοπτική του σοσιαλισμού από τις σκέψεις τους και τις επιλογές τους. Μπορεί ο σοσιαλισμός να παραμένει ένα ιδανικό, ένα πρόταγμα, ένα «όνειρο» και μάλιστα για πολλούς, αλλά στην καθημερινή πολιτική διαδικασία έχει κυριαρχήσει η ιδεολογία της διαχείρισης μιας όλο και πιο ολοκληρούμενης καταστροφής του τρόπου ζωής που οι εργαζόμενες μάζες είχαν αποκτήσει και κατακτήσει με αίμα.
Ασφαλές παράδειγμα της επικράτησης αυτής της διαδικασίας στην ελληνική κοινωνία είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνον δεν υπάρχει πλέον καμιά αναφορά στον σοσιαλισμό στη ρητορική αυτού του κόμματος, αλλά κάτι τέτοιο φαίνεται να επικροτείται κι απ’ το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, η οποία απ’ τον φόβο του χειρότερου πέφτει στο χείριστο.
Μετά την υπογραφή του μνημονίου απ’ τον κ. Τσίπρα, για τους τρεις κατακτητές ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το εργαλείο που ήταν ως πριν λίγο η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Για αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ ομιλεί ήδη την ίδια γλώσσα που ομιλούσαν και μιλούν τα κόμματα του παλιού δικομματισμού, για ισοδύναμα, ελάφρυνση του χρέους και λοιπές παρλαπίπες, τις ίδιες που ακούμε πέντε χρόνια τώρα.
Στην πράξη, καλείται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να σφάζει απ’ το σώμα της χώρας και να αποδίδει στους κατακτητές ό,τι του ζητείται, αεροδρόμια, λιμάνια, ενέργεια, συντάξεις, μισθούς, ασφαλιστικά έσοδα, πόρους, υποδομές, ανθρώπους.
Στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να λειτουργεί ένα κράτος απατεώνων που αλλάζει τα συμβόλαιά του με τους πολίτες (φορολογία, ασφάλιση κ.τ.λ.) μονομερώς και κατά το δοκούν. Στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να λειτουργούν οι τράπεζες, με τις ίδιες διοικήσεις, πηγαίνοντας για την επόμενη ανακεφαλαιοποίηση, ώστε να μπορούν να αρπάζουν σπίτια, να απολαμβάνουν εξοφλήσεις δανείων με επιτόκια της τάξης του 16% κι άλλα τόσα, όσα οι πληγές του Φαραώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα προφορολογεί, επαναφορολογεί, ξεχαρβαλώνει το ασφαλιστικό, ληστεύει τα εφάπαξ, λεηλατεί τα νοικοκυριά, κάνει ό,τι έκανε η Δεξιά, εφαρμόζει πολιτική ακροδεξιά.
Πόσο θα κρατήσει αυτό; μπορεί για πολύ (αν και η χώρα απέχει λίγο από το να γίνει οριστικώς ζόμπι) και πάντως για όσον οι κατακτητές δεν αντιμετωπίζονται με όρους εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ο ΣΥΡΙΖΑ ή η Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ ως ταξικοί εχθροί του λαού. Ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν καλές προθέσεις και τρέφουν καλές ελπίδες, όμως ο δρόμος για την κόλαση χάσκει μπροστά μας ορθάνοιχτος. Γύρω μας συντελείται μακελειό, αν αυτό συνοδεύεται από φρούδες ελπίδες κι από «αριστερά» ευχολόγια, δεν σημαίνει ότι έτσι αλλάζουν τα πράγματα, παρά μόνον προς το χειρότερο.
Δεν χρειάζεται να παραθέσω τα μέτρα που λαμβάνονται, τα μαθαίνετε και οσονούπω θα τα υποστούμε. Αν αυτά τα μέτρα δεν είναι η πιο άγρια ακροδεξιά πολιτική που έχει εφαρμοσθεί ως τώρα απ’ τη μεταπολίτευση, τότε οι λέξεις δεν έχουν νόημα και οι ζωές των ανθρώπων το ίδιο.
Αυτό το τριήμερο ο κ. Τσίπρας θα εξαγγέλλει στη Βουλή τις προγραμματικές δηλώσεις μιας Νεφελοκοκκυγίας, ενώ στην πραγματικότητα θα εφαρμόζει τις διαταγές ενός Μάαρτεν Φέρβεϊ, σαν τον τελευταίο κ. Λεβέντη, σαν τον τελευταίο κ. Σταύρο Θεοδωράκη, ακριβώς όπως έκαναν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ…
Ανάρτηση από: http://www.enikos.gr