Η πολιτική ατζέντα μετατοπίζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη
Μετά από δυο μήνες μετεκλογικής περιπέτειας, στην Ιταλία φαίνεται να συγκροτείται νέα κυβέρνηση, υπό την συμμαχία της Λέγκας του Βορρά και των Πέντε Αστέρων.
Στο άκουσμα της είδησης, οι αγορές αντέδρασαν με νευρικότητα, εκτινάσσοντας τα ιταλικά σπρεντ κατά δεκάδες μονάδες, ιδίως όταν δημοσιοποιήθηκε από τη Χάφινγκτον Ποστ της Ιταλίας, ένα νον πέιπερ που φέρεται να αποτελεί τη σούμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο κομμάτων, το οποίο προέβλεπε αποχώρηση από την ευρωζώνη, αίτηση κουρέματος 250 δισ. € στην ΕΚΤ, θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τους φτωχούς, περικοπές στον φόρο εισοδήματος, πάγωμα της σκληρής μεταρρύθμισης που επιβλήθηκε στο συνταξιοδοτικό της χώρας το 2011, και… προσέγγιση με το Κρεμλίνο. Αμέσως, ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της Λίγκας, έσπευσε να διαψεύσει το περιεχόμενο της συμφωνίας, ενώ φήμες ότι δεν καταλήγουν εν τέλει σε κοινή συμφωνία για πρωθυπουργό μετέθεσαν την αβεβαιότητα μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Τίτλοι πανικού έσπευσαν να καταλάβουν όλες τις κατεστημένες εφημερίδες και τα ηλεκτρονικά μέσα της Ευρώπης και των ΗΠΑ, διακινώντας σενάρια για έναν νέο κύκλο οικονομικής αστάθειας εντός της ευρωζώνης. Μέσα στην οικονομική τους μονομανία, ωστόσο, καθοδηγούμενοι από την πολιτική τύφλωση των αγορών, χάνουν τη μεγάλη εικόνα: Η πολιτική φυσιογνωμία της Ευρώπης έχει αλλάξει οριστικά, καθώς ένα ευρωσκεπτικιστικό, αντιφεντεραλιστικό κύμα έρχεται να σαρώσει την άλλοτε κραταιά «συναίνεση των Βρυξελλών». Στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, ο ευρωσκεπτικισμός λαμβάνει το πρόσημο της ακραίας/συντηρητικής δεξιάς· στην Ιβηρική (Ποδέμος στην Ισπανία και Αριστερό Κόμμα στην Πορτογαλία) και την Ελλάδα, και εν μέρει στη Γαλλία (Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν) είχαμε και άνοδο αριστερόστροφων λαϊκιστικών δυνάμεων. Η Ιταλία διχάστηκε: Ο Βορράς στήριξε την ακροδεξιά Λέγκα, ο Νότος τα αριστερόστροφα Πέντε Αστέρια.
Η μεγαλύτερη μερίδα της πολιτικής πίτας, ωστόσο, ανήκει στην ακραία/συντηρητική δεξιά: (συγ)Κυβερνάει σε… εφτά χώρες – Aυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Νορβηγία, Τσεχία, Ιταλία, Δανία (που γίνονται οκτώ αν συμπεριλάβουμε σε αυτές τις… ΗΠΑ[!]), έρχεται δεύτερη σε πρόσφατες εκλογές και δημοσκοπήσεις στην Ολλανδία, τη Σουηδία, είναι αξιωματική αντιπολίτευση ως τρίτη δύναμη στη Γερμανία (AfD), ενώ στη Γαλλία, όπως είναι γνωστόν, μπήκε στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών με την Μαρίν Λεπέν, η οποία συγκέντρωσε και τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία του κόμματός της (περίπου το 1/3 της Γαλλίας) συγκεντρώνοντας πλειοψηφία στα φτωχά κοινωνικά στρώματα.
Δείκτης της επιδραστικότητας που έχει προσλάβει αυτή η τεράστια πολιτική μετακίνηση, ωστόσο, δεν είναι μόνο οι εκλογικές επιτυχίες, αλλά και η μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες: Σε μια εκτενή συγκριτική ανάλυση της μετεξέλιξης 68 διαφορετικών κομματικών προγραμμάτων, που αφορούν σε 17 ευρωπαϊκές χώρες για την περίοδο 1980-2014, η οποία δημοσιεύθηκε πέρυσι στο περιοδικό Political Studies οι Μάρκους Βάγκνερ και Τόμας Μέγιερ αποδεικνύουν ότι μια ουσιώδης συνέπεια από την άνοδο αυτού του κύματος είναι ότι συμπαρασύρει και τα άλλα κόμματα, ιδίως τα κατεστημένα, σε στροφή προς τα δεξιά: «Τα παραδοσιακά κόμματα τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς έχουν γίνει πολύ πιο αυταρχικά από τη δεκαετία του 1980, λένε. Στην πραγματικότητα, στον άξονα ελευθεριακότητα-αυταρχισμός, το μέσο κεντροαριστερό κόμμα είναι σήμερα τόσο αυταρχικό, όσο ήταν ένα μέσο ακραίο δεξιό κόμμα τις αρχές του 1980», λένε σε πρόσφατο άρθρο που έγραψαν στο περιοδικό Φόρεϊν Αφέαρς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της μεταστροφής, ο Εμμανουέλ Μακρόν: Κέρδισε τις εκλογές υποτίθεται ενσαρκώνοντας την απάντηση του φιλελεύθερου ευρωπαϊσμού στον «λαϊκισμό» (sic!), για να… υφαρπάξει την ατζέντα του και να υιοθετήσει πολλές από τις θεματικές του κατά τη διακυβέρνησή του.
Άρα, τι φοβούνται οι αγορές; Στο αφήγημα των κατεστημένων ΜΜΕ, τον τόνο του πολιτικού κλίματος τον δίνουν οι αγορές, ενώ η σταθερότητα απειλείται από την άνοδο «σκοτεινών και αναχρονιστικών δυνάμεων». Στην πράξη, ωστόσο, αποδεικνύεται το αντίθετο: Είναι οι αγορές που διατρανώνουν ακόμα την προσήλωσή τους στον… αναχρονισμό της συναίνεσης της Ουάσιγκτον, τη φεντεραλιστική Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση, ενώ ο κόσμος γύρω τους έχει αλλάξει δραματικά.
Η μεγαλύτερη μερίδα της πολιτικής πίτας, ωστόσο, ανήκει στην ακραία/συντηρητική δεξιά: (συγ)Κυβερνάει σε… εφτά χώρες – Aυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Νορβηγία, Τσεχία, Ιταλία, Δανία (που γίνονται οκτώ αν συμπεριλάβουμε σε αυτές τις… ΗΠΑ[!]), έρχεται δεύτερη σε πρόσφατες εκλογές και δημοσκοπήσεις στην Ολλανδία, τη Σουηδία, είναι αξιωματική αντιπολίτευση ως τρίτη δύναμη στη Γερμανία (AfD), ενώ στη Γαλλία, όπως είναι γνωστόν, μπήκε στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών με την Μαρίν Λεπέν, η οποία συγκέντρωσε και τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία του κόμματός της (περίπου το 1/3 της Γαλλίας) συγκεντρώνοντας πλειοψηφία στα φτωχά κοινωνικά στρώματα.
Δείκτης της επιδραστικότητας που έχει προσλάβει αυτή η τεράστια πολιτική μετακίνηση, ωστόσο, δεν είναι μόνο οι εκλογικές επιτυχίες, αλλά και η μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες: Σε μια εκτενή συγκριτική ανάλυση της μετεξέλιξης 68 διαφορετικών κομματικών προγραμμάτων, που αφορούν σε 17 ευρωπαϊκές χώρες για την περίοδο 1980-2014, η οποία δημοσιεύθηκε πέρυσι στο περιοδικό Political Studies οι Μάρκους Βάγκνερ και Τόμας Μέγιερ αποδεικνύουν ότι μια ουσιώδης συνέπεια από την άνοδο αυτού του κύματος είναι ότι συμπαρασύρει και τα άλλα κόμματα, ιδίως τα κατεστημένα, σε στροφή προς τα δεξιά: «Τα παραδοσιακά κόμματα τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς έχουν γίνει πολύ πιο αυταρχικά από τη δεκαετία του 1980, λένε. Στην πραγματικότητα, στον άξονα ελευθεριακότητα-αυταρχισμός, το μέσο κεντροαριστερό κόμμα είναι σήμερα τόσο αυταρχικό, όσο ήταν ένα μέσο ακραίο δεξιό κόμμα τις αρχές του 1980», λένε σε πρόσφατο άρθρο που έγραψαν στο περιοδικό Φόρεϊν Αφέαρς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της μεταστροφής, ο Εμμανουέλ Μακρόν: Κέρδισε τις εκλογές υποτίθεται ενσαρκώνοντας την απάντηση του φιλελεύθερου ευρωπαϊσμού στον «λαϊκισμό» (sic!), για να… υφαρπάξει την ατζέντα του και να υιοθετήσει πολλές από τις θεματικές του κατά τη διακυβέρνησή του.
Άρα, τι φοβούνται οι αγορές; Στο αφήγημα των κατεστημένων ΜΜΕ, τον τόνο του πολιτικού κλίματος τον δίνουν οι αγορές, ενώ η σταθερότητα απειλείται από την άνοδο «σκοτεινών και αναχρονιστικών δυνάμεων». Στην πράξη, ωστόσο, αποδεικνύεται το αντίθετο: Είναι οι αγορές που διατρανώνουν ακόμα την προσήλωσή τους στον… αναχρονισμό της συναίνεσης της Ουάσιγκτον, τη φεντεραλιστική Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση, ενώ ο κόσμος γύρω τους έχει αλλάξει δραματικά.
Η «περιφερειακή» Ευρώπη εξεγείρεται, η φεντεραλιστική κλυδωνίζεται
Αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια, μπορεί να αποδοθεί συμπυκνωμένα με την κίνηση του εκκρεμούς: Από το 1991-1992 κι ύστερα, υπό την επίδραση της παγκοσμιοποίησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση μετέβαλε θεμελιωδώς τους προσανατολισμούς της: Εγκατέλειψε το συνομοσπονδιακό μοντέλο, που στην πράξη ακολουθούσε μέχρι το 1989, όπου και η ΕΟΚ λειτουργούσε ως μια κοινή αγορά, πολιτικά ρυθμιζόμενη μεταξύ των κυβερνήσεων που τη συγκροτούσαν, και κινήθηκε αποφασιστικά με τις συνθήκες του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας, την προσπάθεια θέσπισης ευρωσυντάγματος σε ένα μοντέλο φεντεραλιστικής Ευρώπης των περιφερειών, όπου το εθνικό κράτος χάνει την κυριαρχία του και μεταβάλλεται σε ιμάντα μεταβίβασης αποφάσεων των Βρυξελλών. Η αντίστροφη ροπή του εκκρεμούς ξεκινάει το 2000-2001, με τις επιτυχίες της άκρας δεξιάς στην Αυστρία και τη Γαλλία, ενισχύεται με την απόρριψη των ευρωσυνταγμάτων το 2005/2006 και επιταχύνεται δραματικά με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, την προσφυγική κρίση του 2015-2016 και την παρούσα γεωπολιτική κρίση.
Στο παρασκήνιο αυτών των εξελίξεων λειτουργούν οι αμείλικτες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης: Αρχικώς, τα μεσοστρώματα θα τη στηρίξουν, καθώς το σύστημα, με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, και προϊόντων, καθώς και τη μετανάστευση, έδειχνε να ενισχύει τα εισοδήματά τους και την πρόσβαση στην κατανάλωση. Ωστόσο, τα οφέλη αυτά υπήρξαν βραχυπρόθεσμα, γιατί οι ίδιες οι εξελίξεις οδήγησαν στην ανάδυση της νοτιοανατολικής Ασίας –που συμπιέζει τα εισοδήματα των δυτικών μεσοστρωμάτων με τον ανταγωνισμό της–, κατέδειξαν την αδυναμία του φεντεραλισμού να απαντήσει στο μεγάλο χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, έφεραν μέσω της μετανάστευσης των «πόλεμο των πολιτισμών» στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών πόλεων. Η παγκοσμιοποίηση, από εκεί που προκαλούσε τη… σύμπνοια μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, σήμερα προκαλεί τη ρήξη των αρχουσών τάξεων με την υπόλοιπη κοινωνία.
Στο παρασκήνιο αυτών των εξελίξεων λειτουργούν οι αμείλικτες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης: Αρχικώς, τα μεσοστρώματα θα τη στηρίξουν, καθώς το σύστημα, με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, και προϊόντων, καθώς και τη μετανάστευση, έδειχνε να ενισχύει τα εισοδήματά τους και την πρόσβαση στην κατανάλωση. Ωστόσο, τα οφέλη αυτά υπήρξαν βραχυπρόθεσμα, γιατί οι ίδιες οι εξελίξεις οδήγησαν στην ανάδυση της νοτιοανατολικής Ασίας –που συμπιέζει τα εισοδήματα των δυτικών μεσοστρωμάτων με τον ανταγωνισμό της–, κατέδειξαν την αδυναμία του φεντεραλισμού να απαντήσει στο μεγάλο χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, έφεραν μέσω της μετανάστευσης των «πόλεμο των πολιτισμών» στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών πόλεων. Η παγκοσμιοποίηση, από εκεί που προκαλούσε τη… σύμπνοια μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, σήμερα προκαλεί τη ρήξη των αρχουσών τάξεων με την υπόλοιπη κοινωνία.
Το παράδειγμα της Γαλλίας
Το πιο παραστατικό θεωρητικό σχήμα, ικανό να ερμηνεύσει σε βάθος αυτές τις αλλαγές, έρχεται από τη Γαλλία και έναν γεωγράφο που πέρασε ένα μέρος της καριέρας του, όχι στο ιδεολογικό matrix των πανεπιστημίων, αλλά στην πιάτσα, την κτηματομεσιτική αγορά. Είναι ο Κριστόφ Γκιλουΐ και οι αναλύσεις του για την «περιφερειακή Γαλλία». Στο ένα της άκρο βρίσκεται η παγκόσμια πόλη (κυρίως, το Παρίσι, στη γαλλική πραγματικότητα), οι περιοχές των ανερχόμενων μέσα στην παγκοσμιοποίηση στρωμάτων (οι bobos, μποέμ-μπουρζουά), μάνατζερ και διευθυντές, στελέχη της «δημιουργικής βιομηχανίας», επιχειρηματίες του ψηφιακού κόσμου, παράγοντες της βιομηχανίας του θεάματος. Μαζί τους, κι ο «αστερισμός των μειονοτήτων» ένας εθνοτικά και πολιτισμικά κατακερματισμένος κόσμος ανειδίκευτων ή/και χαμηλά αμοιβόμενων μεταναστών, τους οποίους λίγο ως πολύ προσαρτούν οι πρώτοι στον κόσμο τους, ως ένα είδος υπηρετικού προσωπικού για υπηρεσίες υποστήριξης, διασκέδασης και αναψυχής: Καθαριότητα, μεταφορές ντελίβερι, εστίαση, φροντίδα στο σπίτι. Οι πρώτοι μονοπωλούν την ιδιωτική κατοικία και εκτοξεύουν με τα τεράστια εισοδήματά τους τις τιμές τους, εξορίζοντας ουσιαστικά τα κατώτερα μεσαία και λαϊκά στρώματα έξω από τα κέντρα των πόλεων. Στις κρατικές κατοικίες – σ’ αυτές διαμένει το 1/6 των νοικοκυριών–, οι γειτονιές βυθίζονται στον πολιτιστικό φατριασμό, διαψεύδοντας πανηγυρικά τους ευσεβείς πόθους για μεταμόρφωση των φτωχών και μεσαίων γειτονιών των ευρωπαϊκών πόλεων σε τόπους συνάντησης και συνύπαρξης των διαφορετικοτήτων.
Στον αντίποδα βρίσκεται η «περιφέρεια», ο κόσμος των κατεστραμμένων από την παγκοσμιοποίηση: Κατεστραμμένοι γηγενείς εργάτες, καθώς και μικρομεσαίοι, συνταξιούχοι, μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, οι πρόγονοι των οποίων είχαν φτάσει στη Γαλλία κατά τον προηγούμενο αιώνα από διάφορες γωνιές της Ευρώπης, χειμαζόμενοι αγρότες, άνεργοι και επισφαλώς εργαζόμενοι νέοι.
Σε αυτόν τον ακραίο διαχωρισμό μπορεί κανείς να αναζητήσει τα αίτια για την τρομερή ισχυροποίηση του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Στη βάση του ίδιου διαχωρισμού, προκλήθηκε το Brexit, στη Μεγάλη Βρετανία, και, παρομοίως, οι επιτυχίες του δεξιού, ακραίου ή/και συντηρητικού, ταυτοτικού ευρωσκεπτικισμού, στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Η «περιφερειακή», λοιπόν, Ευρώπη, εξεγείρεται, η φεντεραλιστική Ε.Ε. κλυδωνίζεται.
Στον αντίποδα βρίσκεται η «περιφέρεια», ο κόσμος των κατεστραμμένων από την παγκοσμιοποίηση: Κατεστραμμένοι γηγενείς εργάτες, καθώς και μικρομεσαίοι, συνταξιούχοι, μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, οι πρόγονοι των οποίων είχαν φτάσει στη Γαλλία κατά τον προηγούμενο αιώνα από διάφορες γωνιές της Ευρώπης, χειμαζόμενοι αγρότες, άνεργοι και επισφαλώς εργαζόμενοι νέοι.
Σε αυτόν τον ακραίο διαχωρισμό μπορεί κανείς να αναζητήσει τα αίτια για την τρομερή ισχυροποίηση του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Στη βάση του ίδιου διαχωρισμού, προκλήθηκε το Brexit, στη Μεγάλη Βρετανία, και, παρομοίως, οι επιτυχίες του δεξιού, ακραίου ή/και συντηρητικού, ταυτοτικού ευρωσκεπτικισμού, στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Η «περιφερειακή», λοιπόν, Ευρώπη, εξεγείρεται, η φεντεραλιστική Ε.Ε. κλυδωνίζεται.
Υ.Γ. Τον ενάμιση χρόνο μάλιστα, η μεσανατολική κρίση, καθώς και η παγκόσμια ανισορροπία ισχύος που φέρει η νέα πολυπολικότητα, φέρει στο προσκήνιο την προτεραιότητα της γεωπολιτικής έναντι της οικονομίας. Και αν στο πεδίο της οικονομίας η Γερμανική Ευρώπη είχε καταφέρει να διασφαλίσει την πειθαρχία με απειλές, κατάρες και παραδειγματική τιμωρία της Ελλάδας, στο γεωπολιτικό πεδίο η απόκλιση των συμφερόντων είναι πολύ πιο αγεφύρωτη από τα οικονομικά: Σε αυτά, το εθνικό κράτος επιστρέφει θεαματικά και τίποτε δεν είναι πιο χαρακτηριστικό ώστε να αποδείξει του λόγου το αληθές από τη διάσταση των συμφερόντων στον περίφημο γαλλογερμανικό άξονα: Με την Τουρκία η Μέρκελ, σφόδρα αντίθετος, και συγκρουόμενος με τον ερντογανισμό, ο Μακρόν. Βλέπετε, η γεωπολιτική δεν συγχωρεί τις αυταπάτες του «ευσεβοποθισμού» περί της πλανητικής ενοποίησης σ’ ένα παγκόσμιο χωριό…
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr