Σκηνή ραβδίσματος ελιάς από μελανόμορφο αμφορέα, 6ος αι. π.Χ. Βρατανικό Μουσείο
Γ. Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014
Tου Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 143
Στοχαστές, όπως ο Σ. Ράμφος του ύστερου έργου του, επιχειρούν να μας πείσουν ότι θεμέλιο της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι η ελληνική οικογένεια. Υποτίθεται ότι αυτή εμποδίζει το άτομο να ενηλικιωθεί και να αποκτήσει έλλογα χαρακτηριστικά.
Όμως τέτοιες απόψεις όχι μόνο δεν θεμελιώνονται στην κοινωνική εμπειρία και στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά την αντιστρέφουν. Η προσωπικότητα για να συγκροτηθεί έχει ανάγκη τη θαλπωρή του οικογενειακού χώρου. Από αυτόν θα λάβει τη γλώσσα του και τις δυνατότητες να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, όπως γράφουν ο Κ. Καστοριάδης και ο Κ. Λας (ο τελευταίος μάλιστα τη χαρακτηρίζει «λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο»).
Ο ιστορικός Γ. Δερτιλής μας δίνει πολλά τεκμήρια για τον σημαντικό και θετικό ρόλο της ελληνικής οικογένειας. Τονίζει ότι τη θεωρεί «μονάδα παραγωγής και μάλιστα μονάδα υψηλής παραγωγικότητας και ως το κατεξοχήν παραγωγικό κύτταρο της ελληνικής οικονομίας εδώ και αιώνες. Πρόκειται για οικογένεια μεσογειακού τύπου: πολυμήχανη, προσαρμοστική, πολύεργη (εννοείται ότι σε αυτά τα θέματα θα επανέλθω). Στον μεσογειακό τύπο προσθέτουμε ένα επιπλέον, ελληνικό χαρακτηριστικό που υπήρχε ανέκαθεν: η ελληνική οικογένεια ήταν και είναι μια ιδιότυπη, συμπαγής οικονομική κοινοπραξία, απίστευτα εργατική όταν εργάζεται για το δικό της όφελος, ένα κοινωνικό κύτταρο εγωπαθές και πανίσχυρο, πότε οχυρό απόρθητο και πότε ελαφρύ τεθωρακισμένο, ευέλικτο και επιθετικό». Παρότι δεν αγνοεί κάποια αρνητικά της χαρακτηριστικά, όπως την ώθηση συχνά στην προστασία που προσφέρει μια θέση δημοσιοϋπαλληλική, τελικά όλα αυτά αναιρούνται από το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της που είναι ο υψηλός βαθμός προσαρμοστικότητας. Τελικά, «η οικογένεια είναι και γόνιμο φυτώριο άλλων ιδεών και νοοτροπιών, που οδηγούν συχνά τα μέλη της σε τολμηρές αναζητήσεις εκτός των διανοητικών και βιοτικών συνόρων της, στις σπουδές και την κοινωνική κινητικότητα, σε παροδικές αποδημίες και σε ισόβιες μεταναστεύσεις, σε οικονομικές συμπεριφορές που είναι, ενίοτε, παραγωγικότατες, σε εργασιακές στρατηγικές, σε αποταμιευτικές και επενδυτικές στρατηγικές πολύ αποδοτικές, σε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες όλων των διαμετρημάτων και σε παραγωγικές μονάδες ιδιαίτερα προσαρμοστικές».
Το τελευταίο στοιχείο, η προσαρμοστικότητα, είναι ίσως το πιο σημαντικό θετικό χαρακτηριστικό που αποδίδει ο Γ. Δερτιλής στην ελληνική οικογένεια με το οποίο κατάφερνε να επιβιώνει με επιτυχία στις πιο σύνθετες περιστάσεις: «Πράγματι, δεν ήταν τυχαία, στην διάρκεια τριών αιώνων, η διαδοχική μετάβαση των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων της ομογένειας και της διασποράς από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, από το εμπόριο και την παραδοσιακή ναυτιλία στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια και από εκεί στη σύγχρονη ναυτιλία. Πρόκειται για τυπικό δείγμα επιχειρηματικής διαφοροποίησης δραστηριοτήτων (diversification). Και η διαφοροποίηση, όταν μάλιστα είναι έγκαιρη και αποτελεσματική, αποτελεί θεμελιώδες λειτουργικό στοιχείο του καπιταλισμού, ιδίως στη νεωτερική του μορφή. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία στηρίχθηκε πάντοτε και αποκλειστικά στην οικογενειακή οργάνωση και δικτύωση, τόσο στον ‘‘προκαπιταλιστικό’’ 18ο αιώνα όσο και στον ‘‘καπιταλιστικό’’ 20ο αιώνα».
Ακριβώς λοιπόν «επειδή οι νοοτροπίες και οι στρατηγικές των οικογενειακών δικτύων προσαρμόζονται τόσο αποτελεσματικά στους νεωτερισμούς, διατηρούνται και επαναλαμβάνονται: Τις παρατηρούμε τον 18ο αιώνα, με τους Έλληνες του Λιβόρνου και του Άμστερνταμ· τον 19ο στη Μασσαλία, την Οδησσό και την Αλεξάνδρεια· τον 20ο αιώνα στο Λονδίνο, την Καλκούτα και τη Νέα Υόρκη. Θα διακρίνουμε ίσως και κατά τον 21ο αιώνα, στο Σαν Φρανσίσκο, τη Σιγκαπούρη, τη Σαγκάη, την Ανατολική Αφρική, την Ωκεανία, τη Νότια Αμερική. Άλλωστε αυτές οι οικονομικές νοοτροπίες και στρατηγικές, με τις παραλλαγές που επιβάλλει η νέα εποχή, βοηθούν ακόμη και στον 20ό αιώνα τις ελληνικές επιχειρήσεις, αυτόχθονες ή διεθνείς, να προσαρμόζονται ταχύτατα στον παραλλαγμένο, νεωτερικό τομέα των υπηρεσιών της εποχής μας και σε δραστηριότητες που επεκτείνονται πέραν των συνόρων, όπως πάντα, αψηφώντας όλες τις κρατικές εξουσίες – για το καλό και για το κακό».
Ο Γ. Δερτιλής θα αναφερθεί στον κοινοτισμό «στη ναυτοσυντροφική παράδοση», θεσμό εθιμικού δικαίου που συνδύαζε τη συμμετοχή των ναυτών στα κέρδη του ταξιδιού με την κεφαλαιουχική πρωτοκαθεδρία του εμπόρου, την πατριαρχική εξουσία του καπετάνιου και, ενίοτε, τη διαιτησία του συμβουλίου των προεστών. Η παράδοση αυτή βυθίζεται στην προϊστορία της δικτύωσης ως τρόπου οργάνωσης της ναυτιλίας. Οι Έλληνες έμποροι και πλοιοκτήτες την ακολουθούσαν έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Δύο παρεπόμενες πρακτικές σχετίζονται στενά με αυτήν την παράδοση, την οποία κατά κάποιον τρόπο διαδέχθηκαν. Συνοψίζονται σε δύο ευνόητες φράσεις, που δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Η μία είναι, «κάθε πλοίο και μια επιχείρηση»· η άλλη είναι, «κάθε μέλος της οικογένειας και μια επιχείρηση – ή ένα υποκατάστημα». Η τέταρτη πρακτική, τέλος, μπορεί να συνοψιστεί στην φράση «το κέρδος ακολουθεί τη σημαία»: ο εφοπλιστής, κυνηγώντας το κέρδος, διαλέγει τη σημαία που του το εξασφαλίζει – ή που μειώνει τον κίνδυνο ζημιών. Με τις αλλαγές σημαίας και με την γεωγραφική κατανομή των επενδύσεων, αυτές οι πρακτικές μοίραζαν τους κινδύνους μεταξύ των μελών της οικογένειας αλλά και του δικτύου και διέχεαν τους γεωπολιτικούς και επιχειρηματικούς κινδύνους σε διαφορετικές περιοχές.
Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες πρακτικές αύξαναν τα κέρδη από πολλαπλές πηγές διάσπαρτες στον χώρο, στον χρόνο και σε διάφορα επιχειρηματικά πεδία».
Αλλά και στην ξηρά, η φύση του εδάφους «επέβαλλε την οργάνωση της παραγωγής γύρω από μονάδες μικρές, άρα οικογενειακές – ιδίως στη νότια Ελλάδα και στα περισσότερα νησιά». Τελικά ο Γ. Δερτιλής συμπεραίνει πως «η οικογένεια ήταν το βασικό λειτουργικό στοιχείο όλων των συστημάτων παραγωγής που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, οποιαδήποτε εποχή και αν εξετάζει κανείς. Ήταν, επίσης, το θεμελιώδες δομικό στοιχείο όλων των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων που εκάστοτε επικρατούσαν στην ελληνική χερσόνησο».
Αλλά και στην ξηρά, η φύση του εδάφους «επέβαλλε την οργάνωση της παραγωγής γύρω από μονάδες μικρές, άρα οικογενειακές – ιδίως στη νότια Ελλάδα και στα περισσότερα νησιά». Τελικά ο Γ. Δερτιλής συμπεραίνει πως «η οικογένεια ήταν το βασικό λειτουργικό στοιχείο όλων των συστημάτων παραγωγής που επικρατούσαν στην ύπαιθρο, οποιαδήποτε εποχή και αν εξετάζει κανείς. Ήταν, επίσης, το θεμελιώδες δομικό στοιχείο όλων των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων που εκάστοτε επικρατούσαν στην ελληνική χερσόνησο».
Τα πορίσματα αυτά επιβεβαιώνουν ένα συμπέρασμα που προκύπτει από μια αυθόρμητη σχεδόν φωτογραφική γνώση της εμπειρικής πραγματικότητας, χωρίς τις αναγκαίες λογικές συνεπαγωγές που κάνει ένας ιστορικός όπως ο Γ. Δερτιλής. Η ελληνική οικογένεια, πράγματι, αποτελεί απάνεμο λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο, που προστατεύει τα μέλη της από τα χειρότερα. Όμως, χάρη στην προσαρμοστικότητα που τη διακρίνει, όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται έναν καλώς νοούμενο οικονομικό ορθολογισμό, αλλά αποτελεί, η ύπαρξή της, την προϋπόθεση για κάθε θετική εξέλιξη, τόσο στον «προκαπιταλιστικό», όσο και στον «καπιταλιστικό» κόσμο.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr