Αφού, πλέον, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη μεταβολή των όρων που συγκροτούσαν μέχρι πριν λίγο καιρό το λεγόμενο ασφαλιστικό σύστημα, είναι χρήσιμο να γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης ούτως ώστε μιλώντας για «ασφάλιση» και σύνταξη να έχουμε υπ’ όψη μας πώς άρχισε αυτή η διαδικασία. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποβεί χρήσιμη για το ξεπέρασμα όλου αυτού του κυκεώνα. Αναφερόμενοι, κατ’ αρχήν, στις συνθήκες ανασυγκρότησης της κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο είναι εύκολο να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο η εξουσία κατασκευάζει τους όρους, που θα της διασφαλίσουν την συνέχεια της επιβολής της στην κοινωνία.
Ο διαχωρισμός και η διαδικασία επανένταξης, επ’ αμοιβή, όσων ήδη ανήκαν στην δικαιοδοσία της κρατικής κυριαρχίας, η επαναβεβαίωση των όρων δουλοκτησίας και η εξόντωση όσων δεν συναίνεσαν στην αποδοχή των νέων συνθηκών εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αυτή η σταθερή (με τις όποιες ιδιαιτερότητες υπάρχουν και ανάλογα με την κάθε περίσταση) πρακτική των κυρίαρχων εφαρμόστηκε και μετά την κοινωνική επανάσταση του 1821, αφού, ως γνωστό, στα τέλη αυτής της δεκαετίας, η διαχείριση των υποθέσεων του κοινωνικού χώρου είχε αρχίσει να περνά στα χέρια των τοπικών ομάδων εξουσίας που έχαιραν της υποστήριξης των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία κ.λπ.).
Το ελλαδικό κράτος χρησιμοποίησε ανενδοίαστα τους όρους και τα μέσα, που ανταποκρίνονταν στις επιδιώξεις του. «Σύνταξη» και «προικοδότηση». Δωροδοκία ώστε να συνταχθούν με το κράτος όσοι και επί Οθωμανοκρατίας βρίσκονταν με το μέρος του καταπιεστή και τον είχαν υπηρετήσει με αφοσίωση, αλλά και να προσελκυστούν όσοι είχαν σκοπό να ακολουθήσουν τον «ανανεωτικό» δρόμο που χάραζε η κυριαρχία, ξεπερνώντας το προηγούμενο μοντέλο.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, το 1833, ένα από τα μέτρα του Οθωνικού καθεστώτος ήταν ένα είδος σύνταξης ή αμοιβής προς όσους «συναγωνισάμενοι τον υπέρ της ελευθερίας Αγώνα εξεπλήρωσαν πιστώς τα χρέη των προς την πατρίδα». Αυτές οι παροχές συνοδεύονταν με την κατάργηση των «ατάκτων σωμάτων στρατού» και την προσπάθεια ίδρυσης τακτικού.
Οι όροι σύνταξη και αμοιβή έχουν κοινή βάση και δεν είναι τυχαίο το ότι υλοποιήθηκαν σε σχέση μ’ όσους στελέχωσαν τα πλέον σημαντικά στηρίγματα του συστήματος κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης, τα στρατιωτικά τμήματα.
Η ύπαρξη αυτών των γενίτσαρων συνδέεται και καθορίζεται από το νέο καθεστώς επιβολής, που περικλείεται από τα όρια του συγκροτούμενου εθνικού κράτους. Οι «προικοδοτήσεις» και τα πλεονεκτήματα όσων υπάγονταν στον στρατιωτικό κλάδο συνέχισαν να είναι πλουσιοπάροχες και προέρχονταν απ’ ευθείας από τον κρατικό κορβανά. Μάλιστα, η συνταξιοδότηση των στρατιωτικών γινόταν στα 30 χρόνια υπηρεσίας, αν στο μεταξύ δεν «συνέτρεχαν άλλοι λόγοι» για πρόωρη συνταξιοδότηση.
Η εδραίωση, όμως, των όρων κυριαρχίας δεν εξαρτιέται μόνο από το στρατό και τα σώματα καταστολής, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι στρατοχωροφύλακες, αλλά και από άλλους μηχανισμούς και θεσμούς. Οι δικαστικοί (των οποίων η συνταξιοδότηση αρχίζει να εφαρμόζεται από το 1836) ήταν η αμέσως επόμενη κατηγορία των χρήσιμων για το στέριωμα και λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Θα ακολουθήσουν όλοι αυτοί που θα συστήσουν τους σημαντικότερους στυλοβάτες της διοικητικής και πολιτικής εφαρμογής του κρατισμού. Στο νόμο ΧΝΒ της 3ης Αυγούστου 1861, «Περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων» συμπεριλαμβάνονται όλες οι «τάξεις των υπαλλήλων». Χαρακτηριστικό είναι πως οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούσαν να βγουν στη σύνταξη μετά από 25 χρόνια υπηρεσίας.
Θα μπορούσε η αναδρομή να επεκταθεί και να συμπεριλάβει όλες τις διαδικασίες ενσωμάτωσης στον κρατικό μηχανισμό, που ακολουθήθηκαν. Εκείνο, πάντως, που έχει σημασία είναι πως η δημιουργία ταμείων αλληλοβοήθειας σε διάφορους κλάδους εργαζομένων, κατέληξε στο τέλος στην ένταξή τους στο σύστημα της υποχρεωτικής ασφάλισης. Αυτή η διαδικασία είναι που σε τελική ανάλυση σταδιακά ωφέλησε το κράτος, αφού έθεσε υπό τον πλήρη έλεγχο έναν ακόμα τομέα που αφορά τη ζωή και (εννοείται) την υγεία των ανθρώπων. Η υποχρεωτική «ασφάλιση» όχι μόνο κατασκεύασε ένα ακόμη θεσμικό πλαίσιο διαχωρισμών, αλλά αποτελεί, πλέον, και ένα μέσο εξάρτησης και καθορισμού της ζωής των ανθρώπων από τις εκάστοτε επιδιώξεις των κρατούντων.
Μέσα σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα διαχωρισμών και ταξινομήσεων των διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας, το καθεστώς της υποχρεωτικής «ασφάλισης» συνδυασμένο με τις μισθολογικές διαφορές, τα προνομιούχα και μη τμήματα της κοινωνίας καθώς κι εκείνα που εναλλάσσονται στις κλίμακες της οικονομικής και κοινωνικής ιεράρχησης αποτελεί ένα απερίγραπτα μπερδεμένο κουβάρι, όπου οι δυνατότητες ενοποιημένης και κοινής αντιπαράθεσης, γίνονται ιδιαίτερα δύσκολες. Αυτό όμως δεν αποκλείει τις κοινωνικές συνθέσεις σε συγκρουσιακό επίπεδο.
Εννοείται πως η θέσμιση και η οργάνωση των μηχανισμών κατηγοριοποίησης κατασκεύασε, επί πλέον, μια ολόκληρη κατηγορία ειδικών και διαμεσολαβητών, που κι αυτοί με τη σειρά τους απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρέχει το κράτος, προκειμένου να διατηρηθούν οι συνθήκες μισθοδουλείας και υποταγής.
Είναι αναμενόμενο πως το κράτος, άλλοτε συρρικνώνοντας και άλλοτε διευρύνοντας τον κύκλο των άμεσα αναγκαίων, για την στήριξη και την ανασυγκρότησή του, γραφειοκρατικών ομάδων, φροντίζει πάντοτε να αμείβει όσους υπηρετούν με αφοσίωση το σύστημα καταπίεσης κι εκμετάλλευσης και όσους μετά από μακρόχρονη διαδικασία αποτελούν συστατικά του. Μ’ αυτή την έννοια η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σ’ αυτό τον τομέα, το εξυπηρετεί με τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο.
Όσοι δεν ανήκουν στους στυλοβάτες του συστήματος με την ευρεία ή την στενή έννοια του όρου είναι για τους κρατιστές απλά εργαλεία χρήσης και κατανάλωσης, που εύκολα θα μπορούν να αντικατασταθούν από τις επόμενες γενιές μόλις παύσουν να είναι αποδοτικά για τους εκμεταλλευτές. Οι κατηγοριοποιήσεις με βάση τους μισθούς τονίζουν την αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αποτίμηση της με ό,τι πιο εχθρικό μπόρεσε να εφεύρει η εξουσία: το χρήμα.
Άλλωστε αυτό φαίνεται σ’ όλο το πλέγμα του συστήματος «ασφάλισης», όπου τα πάντα αποτιμούνται με το πόσο χρήμα μπορεί να διαθέσει κανείς για να τύχει θεραπείας, και εννοείται πως κατά κανόνα τα προνομιούχα τμήματα της κοινωνίας μπορούν και απολαμβάνουν αυτών των υπηρεσιών και να εισπράττουν υψηλές συντάξεις. Αντίθετα, η σύνταξη και η ασφάλιση για τις πλατειές κατηγορίες των μισθοδοτούμενων σκλάβων αποτέλεσαν και αποτελούν «στάχτη στα μάτια», αφού τόσο η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όσο και η αμοιβή για το πολύχρονο ξεζούμισμα στους χώρους εξαναγκαστικής αφαίμαξης, αποσκοπούν στο να εξαπατήσουν, οι δε «κρατήσεις» έρχονται να επιβεβαιώσουν την πραγματικότητα της απογύμνωσης από μέσα θεραπείας και της ασταμάτητης αφαίμαξης αυτών των κοινωνικών κατηγοριών.
Η καθολικότητα, όμως, του ζητήματος της ασφάλισης και της σύνταξης, είναι που πολλές φορές φέρνει σε κοινή πορεία όλα τα κοινωνικά κομμάτια, που πρόκειται να πληγούν από τις μεταβολές που έχουν δρομολογηθεί. Σ’ αυτή την κατάσταση, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι υποχρεωμένη να διαχειριστεί την οργή των μισθοδοτούμενων σκλάβων ανάλογα με την ταξινόμηση που τους έχει γίνει.
Όμως, το ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η κοινωνία, ανεξάρτητα από τις διαβαθμίσεις και τους διαχωρισμούς μέσα στους οποίους βρίσκεται, είναι η πραγματικότητα της χειροτέρευσης των όρων επιβίωσης.
Άλλωστε, θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας, πως, ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις που έδειχνε να είναι ευνοϊκό υπέρ των κατώτερων κατηγοριών της μισθοδουλείας, αυτό ήταν αποτέλεσμα προτεραιοτήτων που έβαζε το κράτος (όπως για παράδειγμα η συνταξιοδότηση των ναυτικών) ή αποτέλεσμα όξυνσης της κοινωνικής αντιπαράθεσης.
Οι λόγοι όμως της παρούσας μεταβολής των όρων στο σύστημα «ασφάλισης» – σύνταξης, δεν εξηγούνται με μια απλή αναφορά στην απληστία και επιθετικότητα της κυριαρχίας. Πρόκειται για ένα ευρύτερο σχέδιο που συγκαλύπτεται και εκφράζεται με το ιδεολόγημα της ανάπτυξης.
Η εδραίωση της κυριαρχίας περνά πάντοτε μέσα από την σφαγή των υπόδουλων, είτε αυτή γίνεται στα πεδία των μαχών, είτε στις ακόμα πιο αιματηρές μάχες στο πεδίο της οικονομίας.
Με βάση το ιδεολόγημα της ανάπτυξης (αντίστοιχο με αυτό του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας») οι εκμεταλλευτές κι εξουσιαστές έχουν αποδυθεί σε μια καταστροφική επέλαση, τόσο σ’ ό,τι έχει απομείνει ανέγγιχτο από το φυσικό περιβάλλον, όσο και εναντίον των ανθρώπων. Ο οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στους κολοσσιαίους μονοπωλιακούς σχηματισμούς, που προσπαθούν να κυριαρχήσουν τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο παρ’ ότι αφορά το σύνολο των κοινωνιών, πλήττει κυρίως όσους βρίσκονται στην κατηγορία των «αναλώσιμων».
Αυτός ο οικονομικός πόλεμος, που προοιωνίζεται να είναι λυσσώδης και παρατεταμένος, θα προσθέτει στο πεδίο της μάχης εκατοντάδες εκατομμύρια άνεργους και υποσιτιζόμενους, που θα φθείρονται με μισθούς εξαθλίωσης και με συντάξεις που θα τους οδηγούν με βασανιστικούς ρυθμούς στο θάνατο. Ενώ την ίδια στιγμή οι περισσότερο ή λιγότερο προσκυνημένοι θα αποτελούν την βιτρίνα και τους πρόθυμους καταναλωτές των παραγόμενων κατασκευασμάτων που θα συντηρούν τις διαδικασίες για την ολοένα και μεγαλύτερη αποκτήνωση της κοινωνίας.
Συνεπώς, η μείωση των συντάξεων, τα περισσότερα χρόνια εργασίας, η ουσιαστική υποβάθμιση ιατροφαρμακευτικής φροντίδας για τους μη προνομιούχους, η υποαπασχόληση και η ανεργία είναι οι συνέπειες αυτού του αμείλικτου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου που διεξάγεται και ο οποίος χαρακτηρίζει την περίοδο που διανύουμε. Γι’ αυτό, το συνταξιοδοτικό-«ασφαλιστικό» δεν αποτελεί απλά ένα σημείο αιχμής και τριβής της λεγόμενης αντίθεσης εργασίας και κεφαλαίου.
Είναι αρκετά εύηχο αλλά ταυτόχρονα αποπροσανατολιστικό να γίνεται αναφορά σε καλύτερες συντάξεις και καλύτερη «ασφάλιση», γενικότερα. Όμως, ο προσανατολισμός της κυριαρχίας για την παρούσα περίοδο κινείται στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Είναι δελεαστική η συνθηματολογία του είδους: «Φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Αλλά και αρκετά αποπροσανατολιστική. Πέραν του ότι μια τέτοια αποκατάσταση δεν θα λύσει κανένα από τα υπόλοιπα ζητήματα, ταυτόχρονα ορίζει μια θεσμική αποδοχή της «ασφάλισης». Είναι ακόμα αρκετά εύκολο να μέμφεται το κράτος και το κεφάλαιο γιατί τάχα λεηλάτησαν τα ταμεία. Όμως προς τί η απορία; Έτσι κι αλλιώς στα χέρια του βρίσκονταν και αυτό καθορίζει για δύο εκατονταετίες τις συνθήκες συντήρησης ή εξόντωσης των μισθοδοτούμενων σκλάβων. Περιμένει κανείς διαφορετική στάση και συμπεριφορά από αυτούς που λεηλατούν και καταστρέφουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον ελλαδικό χώρο αλλά και δισεκατομμυρίων σ’ ολόκληρο τον πλανήτη; Κι αν «επιστρέψουν τα κλεμμένα» όλα θα είναι ρόδινα κι ωραία;
Έτσι μπαίνει το ερώτημα.
Όσο για τις αυτόνομες οργανώσεις και πρωτοβουλίες που προτείνονται και προωθούνται σε σχέση με το «ασφαλιστικό», στο βαθμό που δεν μπορούν να προβάλουν την ολότητα της κυριαρχικής επιδρομής που πραγματοποιείται, περιορίζονται σε ριζοσπαστικά αιτήματα. Έτσι όμως είναι σαν να συμμετέχουν σε ένα πλειοδοτικό διαγωνισμό, όπου προσπαθούν να προσφέρουν περισσότερα από την συνδικαλιστική και κομματική γραφειοκρατία, προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη αυτών που είναι διατεθειμένοι να εκδηλώσουν την οργή τους.
Μπροστά σ’ ένα τόσο σημαντικό ζήτημα με κολοσσιαίες προεκτάσεις όπως είναι το «ασφαλιστικό» δεν απαιτούνται πρόσκαιρα αποτελέσματα. Η εξουσιαστική τεχνική μπορεί να επιτυγχάνει τους στόχους της ακόμα και στις περιπτώσεις που η υπάρχουσα συνδικαλιστική γραφειοκρατία χάσει ένα μέρος της επιρροής και του ελέγχου που ασκεί. Σκοπός της κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης δεν είναι η αντικατάσταση του υπάρχοντος κακού με κάποιους νεοσύστατους διαπραγματευτές που θα ξεπηδήσουν μέσα από την οργή και το πάθος των καταπιεσμένων.
Η σημασία αυτών των αλλαγών που πρόκειται να πραγματοποιηθούν είναι που κάνει τους εξουσιαστές να επιστρατεύουν όλες τις τεχνικές που διαθέτουν προκειμένου να δώσουν μια αίσθηση ικανοποίησης στους ανθρώπους με την αποπομπή του ενός υπουργού και την αντικατάστασή του από την άλλη. Όμως όλοι γνωρίζουν πως δεν είναι ζήτημα προσώπων. Ακριβώς επειδή το να ειπωθεί και να εμφανιστεί προς τους σκλαβωμένους η πραγματικότητα που υπάρχει χωρίς φτιασιδώματα φαντάζει αιμοβόρο και εξοντωτικό αν όχι επικίνδυνο, γι’ αυτό και σερβίρεται το ανάλογο πιάτο με το γαρνίρισμα των συζητήσεων, των διαβουλεύσεων και των, έτσι κι αλλοιώς, συναποφάσεων με τους εγκάθετους της συνδικαλιστικής και κομματικής γραφειοκρατίας. Ένα πιάτο που έχει τώρα περάσει από την ψησταριά των «νέων βάσεων».
Για τους αγωνιζόμενους ανθρώπους, και προ πάντων τους αναρχικούς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναδειχτεί η ουσία αυτής της κατάστασης και να πολεμηθεί ανάλογα με την πραγματική της υφή και τις διαστάσεις που έχει. Είναι καθοριστικό να αποδειχτεί το εξωπραγματικό αυτών των διεκδικήσεων που σε τελική ανάλυση εκμεταλλεύονται ή προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κοινωνική οργή, την ένταση της κοινωνικής αντιπαράθεσης και τις συγκρουσιακές διαθέσεις του κόσμου με σκοπό να τις εντάξουν στη στρατηγική των σταδίων με τα οποία εφαρμόζονται οι κατευθύνσεις των κυρίαρχων. Κατευθύνσεις που εφαρμόζονται μέσα από κλίμα εκβιασμών, ανασφάλειας και υποτιθέμενης νίκης.
Το «ασφαλιστικό» έχει καθολικότητα και προεκτάσεις που κτυπούν καίρια στο ζήτημα της ύπαρξης του κράτους και των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Προεκτείνεται, όμως, και ευρύτερα στο σύνολο της κυριαρχίας και της εμπόλεμης πραγματικότητας που υπάρχει σ’ όλο τον πλανήτη, με την στρατιωτική ή την οικονομική έκφρασή της.
Συνεπώς δεν αγγίζει τα κρατιστικά ή τα ρεφορμιστικά «αυτονόητα» της καθιερωμένης μιζέριας. Αντίθετα είναι αναγκασμένο «από τα πράγματα» να προβάλλει το ουσιαστικά αυτονόητο, της ολικής αντιπαράθεσης ενάντια στις αυταπάτες της βόλεψης, του ρεφορμισμού και της χρησιμοποίησης του ανθρώπινου πόνου. Το μόνο αυτονόητο, στις παρούσες συνθήκες και με τα όσα ήδη εκτέθηκαν, είναι το πρόταγμα της καταστροφής των συνθηκών καταπίεσης κι εκμετάλλευσης που έχουν κατασκευάσει οι εχθροί της ανθρωπινότητας, που δεν έχουν σταματήσει να επιβουλεύονται και να καταστρέφουν τη ζωή των ανθρώπων. Η κοινωνική οργή έχει αποτελέσματα όταν προχωρά στην συνολική αντιπαράθεση με τους λόγους που την κάνουν να εκδηλωθεί.
Γιατί, το «ασφαλιστικό» δεν είναι ένα τυχαίο επεισόδιο, ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες…
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 68, Ιανουάριος 2008
Ανάρτηση από: https://anarchypress.wordpress.com