Μια ιδέα που προέτασσαν οι πιο ζωντανές δυνάμεις του εργατικού κινήματος στις αρχές του 1980 αναβιώνει στην Σουηδία
Του Γιώργου Ρακκά
Μια τάση υπέρ της 6ωρης εργασίας εκφράζεται τα τελευταία χρόνια σε επιχειρήσεις και θεσμούς της Σουηδίας. Την αρχή έκαναν startup επιχειρήσεις, ενώ στη συνέχεια το μέτρο εφάρμοσε πιλοτικά και ο Δήμος του Γκέτεμποργκ. Οι ενδείξεις αναφέρουν θετικά αποτελέσματα, αύξηση της ωριαίας αποδοτικότητας, και βελτίωση της υγείας και της διάθεσης του εργαζόμενου προσωπικού. Η διευθύντρια της εταιρείας Brath, που εφάρμοσε πρώτη το μέτρο δήλωσε: «ενδιαφερόμαστε για τους υπαλλήλους μας, ενδιαφερόμαστε τόσο που δίνουμε προτεραιότητα στο χρόνο με την οικογένειά τους, να μαγειρεύουν ή να κάνουν άλλα πράγματα τα οποία τους αρέσουν». Ένας σύμβουλος εταιρείας τεχνολογιών αιχμής, πρόσθεσε: «Το να παραμείνει κάποιος συγκεντρωμένος σε μία συγκεκριμένη δουλειά επί οκτώ ώρες είναι τεράστια πρόκληση. Προκειμένου να αντεπεξέλθουμε, ασχολούμαστε και άλλα πράγματα και κάνουμε διαλείμματα ώστε να γίνει πιο υποφερτή η ημέρα. Την ίδια στιγμή δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε τη ζωή μας εκτός εργασίας».
Η ιδέα για την ριζική μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι σχετικά παλαιά –μάλιστα κέρδιζε έδαφος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου το παραγωγικό μοντέλο στις περισσότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Ευρώπης βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μπροστά στο αίνιγμα του στασιμοπληθωρισμού, που ταλάνιζε τότε τις ευρωπαϊκές οικονομίες – ανοίχτηκαν δύο δρόμοι: Ο πρώτος, προτασσόταν από τις πιο δημιουργικές δυνάμεις στους κόλπους της εργασίας -και αφορούσε έναν μετασχηματισμό στα θεμέλια του εργασιακού μοντέλου: Να δουλεύουμε όλοι, να δουλεύουμε λιγότερο, να εισάγουμε νέες τεχνολογίες στην παραγωγή, οι οποίες σε συνδυασμό με μια διαφορετική οργάνωση της ανθρώπινης εργασίας (περισσότερο οριζόντια και συνεργατική) θα συντηρούσαν την παραγωγικότητα απαιτώντας μικρότερο έργο. Το σχέδιο αυτό ονομάστηκε συμβατικά μεταφορντισμός ή τογιοτισμός (καθώς οι Ιάπωνες το εφάρμοζαν ήδη στις νέες, τότε, μονάδες της Τογιότα).
Η ιδέα για την ριζική μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι σχετικά παλαιά –μάλιστα κέρδιζε έδαφος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπου το παραγωγικό μοντέλο στις περισσότερο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Ευρώπης βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μπροστά στο αίνιγμα του στασιμοπληθωρισμού, που ταλάνιζε τότε τις ευρωπαϊκές οικονομίες – ανοίχτηκαν δύο δρόμοι: Ο πρώτος, προτασσόταν από τις πιο δημιουργικές δυνάμεις στους κόλπους της εργασίας -και αφορούσε έναν μετασχηματισμό στα θεμέλια του εργασιακού μοντέλου: Να δουλεύουμε όλοι, να δουλεύουμε λιγότερο, να εισάγουμε νέες τεχνολογίες στην παραγωγή, οι οποίες σε συνδυασμό με μια διαφορετική οργάνωση της ανθρώπινης εργασίας (περισσότερο οριζόντια και συνεργατική) θα συντηρούσαν την παραγωγικότητα απαιτώντας μικρότερο έργο. Το σχέδιο αυτό ονομάστηκε συμβατικά μεταφορντισμός ή τογιοτισμός (καθώς οι Ιάπωνες το εφάρμοζαν ήδη στις νέες, τότε, μονάδες της Τογιότα).
Το πρόβλημα για τις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης, ήταν ότι αυτό το σχέδιο συνεπαγόταν μικρά περιθώρια κερδοφορίας, καθώς για να λειτουργήσει απαιτούσε την αποεμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Γι’ αυτό και εν τέλει το απέρριψαν προκρίνοντας την παγκοσμιοποίηση της ευρωπαϊκής παραγωγής (χονδρικά, την μεταφορά τμημάτων της συναρμολόγησης σε χώρες με πολύ φθηνότερο εργατικό δυναμικό, αλλά και την εισαγωγή ξένων εργατών που θα αναλάμβαναν τις πιο απαξιωμένες και κακοπληρωμένες χειρωνακτικές εργασίες στο εσωτερικό). Με αυτόν τον τρόπο, πέτυχαν να λύσουν μια δύσκολη γι’ αυτούς εξίσωση: Γενική συμπίεση του εργατικού κόστους και ταυτόχρονα επέκταση και αναπαραγωγή των μεσοστρωμάτων (καθώς οι ντόπιοι εργαζόμενοι μετατοπίζονταν προς τις μέσες και ανώτερες κλίμακες της αγοράς εργασίας).
Αυτό το «σχέδιο», αποδείχθηκε βιώσιμο βραχυπρόθεσμα – αλλά απορύθμισε και ξεπάτωσε εντελώς την οργάνωση της εργασίας στην Ευρώπη, χώρια που έμπλεξε σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι τις κοινωνικές με τις πολιτιστικές αντιθέσεις, καθώς οι μετανάστες σταδιακά αποτελούσαν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των κατώτερων ευρωπαϊκών τάξεων. Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα επί της οθόνης, ενώ αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι το γενικό κόστος (οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό) αναπαραγωγής αυτού του συστήματος γίνεται πλέον δυσβάσταχτο.
Η επαναφορά αυτής της πρότασης στην Σουηδία, έστω και πιλοτικά, καταδεικνύει μια μικρή τάση αναγέννησης αυτού του παλιού εναλλακτικού σχεδίου. Και αν μη τι άλλο, το γεγονός αυτό καταδεικνύει και την κρίση της παγκοσμιοποίησης (σε κάθε της πτυχή), καθώς η εφαρμογή σε μαζική κλίμακα προϋποθέτει διαδικασίες επιστροφής της παραγωγής σε τοπικό/εθνικό/περιφερειακό επίπεδο. Βέβαια, το 2015 δεν είναι 1980: Η φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών έχει μεταβληθεί ριζικά, το δημογραφικό τους πρόβλημα συρρικνώνει την παραγωγική τους βάση και γενικότερα οι μηχανισμοί της απορρύθμισης που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση, έχουν τρελάνει το σύστημα αρκετά ώστε να μπορέσει να βρει εύκολα μια νέα ισορροπία.