Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

«Όταν ματαιώνεται η επιθυμία της Δύσης, ανοίγει χώρος στο ένστικτο του θανάτου»

Του Αλαίν Μπαντιού

Ο φιλόσοφος εκδίδει ένα έργο για το φονικό της 13ης Νοεμβρίου, για το οποίο αποδίδει την ευθύνη στην αδυναμία να προτείνουμε μια εναλλακτική για τον κόσμο, όπως είναι. Επισημαίνει, κυρίως, την κατάρρευση των προοδευτικών ιδεών, θύματα μιας βαθιάς κρίσης της σκέψης μετά την αποτυχία του κομμουνισμού. 

Πώς να καταλάβουμε την αινιγματική ενόρμηση του θανάτου που εμπνέει τους τζιχαντιστές; Από τους φόνους του Γενάρη μέχρι αυτούς του Νοέμβρη, καθένας ψάχνει τις κοινωνικές ή θρησκευτικές αιτίες αυτής της «ριζοσπαστικοποίησης» που, εδώ και αλλού, υποκύπτει σε μια βία αδιανόητη. Για τον φιλόσοφο Αλαίν Μπαντιού, οι επιθέσεις είναι μαζικοί φόνοι, συμπτώματα της εποχής μας, όπου βασιλεύει χωρίς όριο ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός. Στο τελευταίο του έργο, «Η δυστυχία μας έρχεται από πιο μακριά: σκέψεις για το φονικό της 13ης Νοέμβρη», που βγαίνει στις 11 Γενάρη από τις εκδόσεις Fayard, θυμίζει την αναγκαιότητα να προσφέρουμε μια ιδεολογική εναλλακτική στην παγκόσμια νεολαία, που νιώθει ματαιωμένη από ένα καπιταλισμό που δεν κρατά τις υποσχέσεις του. 

Τί διαφορές βλέπετε ανάμεσα στις επιθέσεις του Γενάρη και του Νοέμβρη; 

Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε το ίδιο ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο, την ίδια προέλευση των εκτελεστών, την ίδια φονική και αυτοκτονική μανία, την ίδια αστυνομική, εθνικιστική και εκδικητική απάντηση από μέρους του Κράτους. Ωστόσο, τόσο από μεριά του μαζικού φόνου όσο και από μεριά της κρατικής απάντησης, υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Πρώτον, το Γενάρη, οι φόνοι ήταν στοχευμένοι, τα θύματα επιλεγμένα : οι βλάσφημοι του Charlie Hebdo, οι εβραίοι και οι αστυνομικοί. Ο ιδεολογικός, θρησκευτικός και αντισημιτικός χαρακτήρας των φόνων είναι προφανής. Από την άλλη μεριά, η απάντηση παίρνει την μορφή μιας ευρείας μαζικής επίδειξης, που θέλει να συμβολίσει την ενότητα του έθνους, πίσω από την κυβέρνησή του και τους διεθνείς συμμάχους του, γύρω από ένα ιδεολογικό παράγγελμα, το « είμαστε όλοι Charlie ». Επικαλούμαστε ένα συγκεκριμένο σημείο: την κοσμική ελευθερία, το δικαίωμα στη βλασφημία. 
Το Νοέμβρη, η δολοφονία δεν κάνει διακρίσεις, είναι ολοφάνερα μηδενιστική: πυροβολούμε όπου να 'ναι. Και η απάντηση δεν περιλαμβάνει λαϊκή επίδειξη, το παράγγελμά της είναι σωβινιστικό και λυσσαλέο « θάνατος στου βαρβάρους ». Η ιδεολογία μειώθηκε στο ελάχιστο και αφηρημένο, «οι αξίες μας». Η πραγματικότητα είναι η ακραία σκλήρυνση της αστυνομικής κινητοποίησης, με ένα οπλοστάσιο νόμων και διαταγμάτων, εγκληματικών και ελευθεροκτόνων, εντελώς άχρηστων, που δεν αποβλέπουν σε τίποτα λιγότερο από το να μετατρέψουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε αιώνια. Από αυτό προκύπτει ότι μια λογική και λεπτομερής παρέμβαση είναι ακόμα πιο επείγουσα και αναγκαία. Πρέπει να πείσουμε τον κόσμο ότι δεν πρέπει να ξαναβρεθεί, ούτε φυσικά στην μηδενιστική αγριότητα των φονιάδων αλλά ούτε επίσης στα αστυνομικά σαλπίσματα του Κράτους. 

Αναλύετε την 13η Νοεμβρίου σαν μια «δυστυχία», της οποίας η αιτία ενδεχομένως είναι η ιστορική ήττα του κομμουνισμού ; Γιατί ; Είναι ένα πλαίσιο ανάγνωσης που φαίνεται νοσταλγικό και ξεπερασμένο… 

Προσπάθησα να προτείνω ένα εξηγητικό πλαίσιο, όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρο, εκκινώντας από τις δομές του κόσμου μας: την αποδυνάμωση των Κρατών μπροστά σε μια ιδιωτική ολιγαρχία, την επιθυμία της Δύσης και την επέκταση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, μπροστά στον οποίο καμιά εναλλακτική δεν προτείνεται σήμερα. Δε νοσταλγώ καθόλου το παρελθόν. Ποτέ δεν ήμουν κομμουνιστής, με την εκλογική έννοια του όρου. Ονομάζω «κομμουνισμό» την δυνατότητα να προτείνουμε στη νεολαία του πλανήτη μας κάτι άλλο από την κακή επιλογή μεταξύ μιας παραιτημένης ενσωμάτωσης στον υπάρχοντα καταναλωτικό μηχανισμό και μιας άγριας μηδενιστικής φυγής. Δεν πρόκειται για μια εμμονή από μέρους μου, ούτε καν για μια παράδοση. Διαπιστώνω μόνο πως για όσο δεν υπάρχει ένα οποιοδήποτε στρατηγικό σχέδιο, ένας πολιτικός μηχανισμός που να επιτρέπει, κυρίως στη νεολαία, να σκεφτεί ότι κάτι άλλο είναι δυνατό, πέρα από αυτόν τον κόσμο, έτσι όπως είναι, θα έχουμε παθολογικά συμπτώματα σαν αυτό της 13ης Νοεμβρίου.

Το να αποδίδουμε όλη την ευθύνη στην πολύπλευρη επιρροή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, δεν σημαίνει ότι αγνοούμε την ευθύνη της σκέψης, των διανοούμενων που ήθελαν ακριβώς να προωθήσουν ένα άλλο μοντέλο ; 

Από την δεκαετία του 80, ένας αριθμός διανοούμενων, που έβγαινε απογοητευμένος και πικραμένος, ελλείψει μιας άμεσης επιτυχίας, από την αριστερά των δεκαετιών 60 και 70, εισχώρησαν στην εδραιωμένη τάξη. Για να βρουν την θέση τους στον κόσμο, εκθείασαν την δυτική ηρεμία. Φυσικά, η ευθύνη τους είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη την καθυστέρηση από μεριάς μιας ριζοσπαστικής κριτικής της καπιταλιστικής επέκτασης και των εναλλακτικών προτάσεων που πρέπει να ανανεώσουν και να ενδυναμώσουν την κομμουνιστική υπόθεση. Αυτή η αδυναμία ήρθε από το εύρος της καταστροφής. Υπήρξε ένα είδος κατάρρευσης, όχι μόνο των σοσιαλιστικών Κρατών, που δέχονταν από καιρό κριτική, αλλά επίσης της κυριαρχίας των προοδευτικών και επαναστατικών ιδεών μέσα στην διανόηση, ιδιαίτερα στην Γαλλία από την μεταπολεμική περίοδο. Αυτή η κατάρρευση έδειχνε μια βαθιά κρίση, η οποία απαιτούσε μια εννοιακή και ιδεολογική ανανέωση, κυρίως φιλοσοφική. Μαζί με άλλους, στρατεύτηκα σε αυτό το καθήκον, αλλά έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας. Ο Λένιν έλεγε πως οι διανοούμενοι είναι το ευαίσθητο στρώμα της ιστορίας. Η ιστορία, από τις αρχές της δεκαετίας του 70 μέχρι τα μέσα του 80, μας επέβαλλε μια ιδεολογική ανατροπή εξαιρετικής βιαιότητας, έναν θρίαμβο, σχεδόν χωρίς προηγούμενο, των αντιδραστικών ιδεών κάθε είδους. 

Μέσα στον κόσμο που περιγράφετε, τα Κράτη είναι αποδυναμωμένα. Γιατί δεν θα μπορούσαν να είναι ρυθμιστικοί δρώντες μπροστά στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό ; 

Διαπιστώνουμε ότι τα Κράτη, που ήδη ο Μαρξ τους είχε αποδώσει αυτήν την ιδιότητα, είναι σήμερα εντολοδόχοι του κεφαλαίου σε μια κλίμακα που ο ίδιος ο Μαρξ δεν είχε προβλέψει. Η αφομοίωση των Κρατών στο ηγεμονικό σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι ιδιαιτέρως ισχυρή. Εδώ και δεκαετίες, όποια κι αν είναι τα κόμματα στην εξουσία, όποιες κι αν είναι οι αναγγελίες τύπου «ο αντίπαλός μου είναι η οικονομία», ακολουθείται η ίδια πολιτική. Και πιστεύω πως έχουμε άδικο να κατηγορούμε γι αυτό συγκεκριμένα άτομα. Είναι πιο λογικό να σκεφτούμε ότι υπάρχει μια συστημική σύνδεση τρομερά ισχυρή, ένας εξωφρενικός βαθμός καθορισμού της κρατικής λειτουργίας από την καπιταλιστική ολιγαρχία. Το πρόσφατο ελληνικό ζήτημα αποτελεί χτυπητό παράδειγμα. Είχαμε εκεί μια χώρα όπου υπήρχαν μαζικά κινήματα, πολιτική ανανέωση, όπου δημιουργήθηκε μια καινούρια οργάνωση της αριστεράς. Ωστόσο, όταν ο Σύριζα ήρθε στην εξουσία, αυτό δεν αποτέλεσε δύναμη ικανή να αντισταθεί στις χρηματοοικονομικές επιταγές, στις απαιτήσεις των δανειστών. 

Πώς εξηγείται η απόσταση ανάμεσα στη θέληση για αλλαγή και την α-δυνατότητα της ; 


Υπήρξε μια αντικειμενική νίκη των ηγεμονικών καπιταλιστικών δυνάμεων, αλλά επίσης μια μεγάλη υποκειμενική νίκη της αντίδρασης σε όλες της τις μορφές, που πρακτικά εξαφάνισε την ιδέα ότι μια άλλη οργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού κόσμου ήταν δυνατή, σε μια κλίμακα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι που εύχονται την «αλλαγή» είναι πολυάριθμοι, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι και οι ίδιοι είναι πεπεισμένοι, σε επίπεδο σκέψης και πραγματικής δράσης, ότι κάτι άλλο είναι δυνατό. Πρέπει πάλι να ξαναζωντανέψουμε αυτή τη δυνατότητα. 

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας λέει ότι η οικονομία είναι η θεολογία της εποχής μας. Έχουμε την εντύπωση ότι αυτό το συστημικό εργαλείο είναι θεολογικό. Αλλά πώς εξηγείτε αυτό που συνέβη στην Γαλλία ; 

Θα ήθελα να θυμίσω ότι η Γαλλία δεν έχει το μονοπώλιο των επιθέσεων. Αυτά τα φαινόμενα πρέπει να ειδωθούν μέσα στο γενικό πλαίσιο που ζουν οι άνθρωποι σήμερα, αφού γίνονται λίγο-πολύ παντού, μέσα σε διαφορετικές συνθήκες. Ήμουν στο Λος Άντζελες, όταν συνέβη στην Καλιφόρνια, μετά τα γαλλικά γεγονότα, ένας φοβερός μαζικός φόνος. Οπότε, πέρα από τις αντικειμενικές αναλύσεις, πρέπει να μπούμε στην υποκειμενικότητα των δολοφόνων, όσο αυτό γίνεται. Αυτοί οι νέοι, προφανώς, διακατέχονται από την επιθυμία της Δύσης, καταπιεσμένη ή αδύνατη. Αυτό το θεμελιώδες πάθος το βρίσκουμε σχεδόν παντού και είναι το κλειδί των πραγμάτων : δεδομένου ότι ένας άλλος κόσμος δεν είναι δυνατός, τότε γιατί δεν έχουμε θέση σε αυτόν εδώ ; Αν δεν φανταζόμαστε πως ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός, είναι ανυπόφορο να μην έχουμε θέση σε αυτόν εδώ, μια θέση συμβατή με τα κριτήρια αυτού του κόσμου : χρήμα, άνεση, κατανάλωση… Αυτή η ματαίωση ανοίγει χώρο στο ένστικτο του θανάτου: η θέση που επιθυμούμε είναι επίσης αυτή που θα μισήσουμε αφού δεν μπορούμε να την έχουμε. Είναι μια κλασσική υποκειμενική αντίδραση. 


Πέρα από την « επιθυμία της Δύσης », η Γαλλία μοιάζει σημαδεμένη από το αποικιακό της παρελθόν… 

Υπάρχει πράγματι ένα αποικιακό ασυνείδητο που δεν έχει εξαφανιστεί. Η σχέση με τον αραβικό κόσμο οικοδομήθηκε από μια μακρά σειρά διοικήσεων, άμεσων και εκτεταμένων σε όλο το Μαγκρέμπ. Όπως αυτό το ασυνείδητο δεν αναγνωρίστηκε, δεν βγήκε στην επιφάνεια, εισήγαγε διαφορετικές ερμηνείες, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου «αριστερού» κόσμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν σοσιαλιστική η κυβέρνηση που το 1956 έκανε τον πόλεμο στην Αλγερία, και σοσιαλιστής ο πρωθυπουργός που, στα μέσα του 80, είπε για του πληθυσμούς που έρχονταν από την Αφρική, ότι «ο Λε Πεν έθεσε τα σωστά ερωτήματα». Υπάρχει μια ιστορική διαφθορά της αριστεράς από την αποικιοκρατία που είναι τόσο σημαντική όσο και καλυμμένη. Επιπλέον, μεταξύ του 50 και του 80, το κεφάλαιο είχε μια πιεστική ανάγκη για προλετάριους, οι οποίοι έρχονταν μαζικά από την πρώην αποικιοκρατούμενη Αφρική. Αλλά με την βίαιη, επιβεβλημένη αποβιομηχανοποίηση στα τέλη της δεκαετίας του 70, το ίδιο κεφάλαιο δεν προτείνει τίποτα ούτε στους παλιούς εργάτες ούτε στα παιδιά και εγγόνια τους, και την ίδια στιγμή κάνει θορυβώδεις καμπάνιες ενάντια στην παρουσία τους στην χώρα μας. 'Όλο αυτό είναι καταστροφικό, κι επίσης παρήγαγε αυτήν την γαλλική ιδιαιτερότητα την οποία θα προσπερνούσαμε ευχαρίστως : την ισλαμοφοβική διανόηση. 

Στην ανάλυσή σας, απορρίπτετε το ζήτημα της θρησκείας και πιο συγκεκριμένα του Ισλάμ. 

Είναι ζήτημα μεθόδου. Αν θεωρήσουμε ότι η θρησκεία είναι το σημείο εκκίνησης της ανάλυσης, δεν βγάζουμε άκρη, εγκλωβιζόμαστε στο σχήμα που είναι τόσο κενό όσο και αντιδραστικό του «πολέμου των πολιτισμών». Προτείνω κατηγορίες πολιτικά ουδέτερες, με παγκόσμια εμβέλεια, που μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορετικές καταστάσεις. Ο πιθανός εκφασισμός μιας μερίδας της νεολαίας, που ρίχνεται την ίδια στιγμή στην παράλογη αλαζονεία της δολοφονίας για «ιδεολογικά» κίνητρα και στον αυτοκτονικό μηδενισμό, χρωματίζεται και σχηματίζεται μέσα στο Ισλάμ σε μια δεδομένη στιγμή· δεν το αρνούμαι. Αλλά η θρησκεία ως τέτοια δεν παράγει αυτές τις συμπεριφορές. Ακόμα κι αν είναι πολυάριθμες είναι πάντα σπάνιες εξαιρέσεις, ιδιαιτέρως στο γαλλικό Ισλάμ που είναι μαζικά συντηρητικό. Πρέπει να επιστρέψουμε στο θρησκευτικό ζήτημα, στο Ισλάμ, μόνο όταν γνωρίζουμε ότι οι υποκειμενικές συνθήκες αυτής της έσχατης ισλαμοποίησης αρχικά συντέθηκε μέσα στην υποκειμενικότητα των δολοφόνων. Γι αυτό προτείνω να πούμε ότι είναι ο εκφασισμός που εξισλαμίζει και όχι ο εξισλαμισμός που εκφασίζει. Και ενάντια στον εκφασισμό, αυτό που θα δώσει ώθηση είναι μια νέα κομμουνιστική πρόταση, στην οποία να μπορεί να ενταχθεί η λαϊκή νεολαία, όποια κι αν είναι η προέλευσή της. 

Μετάφραση: Ρούλα Λαμπράκη

Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr