Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανήκουν σε αυτό ακριβώς ή σε εκείνο, δεν είναι αυτό ή εκείνο – αλλά κάτι τις ανάμεσα. Μετέωροι, όπως ανάμεσα σε δύο ισχυρούς μαγνήτες, νιώθουν να εκκρεμούν.
Κείμενο: Κωστής Παπαγιώργης
Μέσα στη φαιδρή ψευδολογία που αποκτά με τον καιρό δικαιώματα σκοπού ζωής και προσωπικού χαρακτήρα, ο άνθρωπος που (δεν έχει και γι’ αυτό) γυρεύει τη φύση του και το πηγαίο, επιτέλους αγναντεύει την ξηρά. Εύπιστος από αδυναμία, πιστεύει ότι η αποδοχή, του προσφέρει εκείνο που δεν έχει. Δεν ανήκει σε αυτό ακριβώς ή σε εκείνο, δεν είναι αυτό ή εκείνο – αλλά κάτι τις ανάμεσα. Μετέωρος, όπως ανάμεσα σε δύο ισχυρούς μαγνήτες, νιώθει να εκκρεμεί. Και η βούλησή του δεν αναζητεί τίποτε άλλο: αυτή την εκκρεμότητα, από μεταμφίεση σε μεταμφίεση, θα την κάνει τελικά τρόπο ζωής.
Η πολιτεία τους είναι ένα χθαμαλό κράμα από θαλασσοδάνεια ξένων τρόπων που παίρνουν την περιωπή προσωπικών χαρακτηριστικών και αθετούν κάθε υπόσχεση (των δυνατών) για αφαίρεση του προσωπείου. Ωστόσο αυτή η αδυναμία έχει μια ευκαιρία να αναδειχτεί. Αν, από μια έκρηξη ειλικρίνειας ή απελπισίας για την κακή της τύχη, μπορούσε να εκραγεί ανατρέποντας τα κάθε λογής προσχήματα και φανερώνοντας τη γύμνια της, θα μπορούσε να συγκινήσει. Ξεχνάμε όμως ότι τις περισσότερες φορές η δύναμη δεν κάνει τίποτα άλλο από το να δείχνει την πληγή της, να τη βγάζει σε κοινή θέα για να σωθεί και να σώσει. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι ανάμεσα σαν άνθρωποι της αδυναμίας, αποφεύγουν τη συντετριμμένη λογοδοσία, αλλά η ζέση τους αφορά την απόκρυψη.
Ο Αρτώ άφησε έργο προσπαθώντας να δείξει γιατί δεν μπορούσε να γράψει, γιατί μια ανεξήγητη δύναμη του έκλεβε τις λέξεις. Αντίθετα οι υποκριτές του ανάμεσα αναδείχνονται στείροι από υπερβολική γονιμότητα. Και έτσι η κωμωδία των αποκρύψεων διαιωνίζεται. Στη λογοτεχνία, οι ανάμεσα δοκιμάζουν την τύχη τους στη στιχουργία αλλά και στο δοκίμιο, στο μυθιστόρημα όσο και στη μελέτη. Παντού, αφού κανένα εσωτερικό κριτήριο δεν τους σταματά, αισθάνονται αρμόδιοι: στη θέση τους. Λυμαίνονται τους χώρους όπου θα βρεθούν γιατί οι ίδιοι είναι θύματα του λιμού που γεννάει η ανημπόρια και η άννοια.
Στις κοινωνικές δραστηριότητες πάλι οι ανάμεσα θυμίζουν λίγο πολύ εκείνους που αλλάζουν σπίτι κάθε εξάμηνο. Τη μια φορά δοκιμάζονται στις επιχειρήσεις, την άλλη φορά κλείνονται στον εαυτό τους και αδρανούν ομφαλοσκοπώντας, άλλοτε βρίσκονται μέσα στους κύκλους της κραιπάλης και άλλοτε θυμούνται τις χαρές του εγγάμου βίου. Σαν τους πρωτόγονους του Ρουσώ που το πρωί πουλάνε το κρεβάτι τους και το ίδιο βράδυ το ζητούν πίσω για να ξαναπλαγιάσουν, οι ανάμεσα έχουν την πιο αδύναμη μνήμη. Ήλιος; Τον πιστεύουν. Βροχή; Τρέχουν να προφυλαχθούν αιφνιδιασμένοι. Δεν ξέρουν να συνδέσουν τον ήλιο με τη βροχή, την ηδονή με την συνακόλουθη λύπη, ούτε βέβαια τις περιπαθείς φιλίες με την ανεξήγητη έχθρα που ακολουθεί. Γι’ αυτό άλλωστε μπροστά στο χρόνο παραμένουν άποροι και αμήχανοι. Δεν μπορούν να αποσυρθούν γιατί, κατά την κρίση τους, απουσία σημαίνει θάνατος. Κι όμως μόνο ό,τι αποσύρεται (πού αλλού; στη φύση του…) μπορεί να επανέλθει με φιλοδοξίες ισχύος.
Το πλαστογραφημένο χρήμα δεν τονίζεται όπως και οι δάνειες σκέψεις δεν αυγατίζουν. Και οι ανάμεσα ζώντας πλαστά και άτοκα, περιμένουν πάντα έξωθεν το νεύμα που θα τους δείξει τη νέα κίνηση, περίπου σαν τα παιδιά που κοιτάζουν τους μεγάλους για να δουν πότε πρέπει να γελάσουν ή να κλάψουν. Όταν κάποτε έρχεται η εποχή των απολογισμών και της συναγωγής συμπερασμάτων, αυτά τα άτομα με τις έμμεσες κλίσεις και τις αλλότριες προθέσεις, δίνουν την εντύπωση λαθρόβιων συνειδήσεων.
Έχοντας εθιστεί στις πλαγιοκοπήσεις και στις έξωθεν εντάσεις, εν τέλει δε γνωρίζουν γιατί ακριβώς πρέπει να μιλήσουν. Η γαλατική ειρωνεία έχει κάνει μια πολύ πικρή σκέψη πάνω σε αυτά τα ετερόφωτα άτομα – πολλοί άνθρωποι, λέει, αν δεν είχαν ακούσει από άλλους τη λέξη έρωτας, δε θα ερωτεύονταν ποτέ…
Ανάρτηση από: http://eranistis.net